Είναι γιορτές.
Προπαραμονές Χριστουγέννων.
Και τα σχολεία έχουν κλείσει.
Όλη μέρα στο σπίτι γίνεται χαμός. Πόρτες ανοιγοκλείνουν, κόσμος μπαινοβγαίνει. Γειτόνισσες έρχονται στη μάνα μου να τους φτιάξει κουραμπιέδες και μελομακάρονα, άλλες να πιουν καφέ, θείες θείοι και ξαδέλφια έρχονται και φεύγουν κι εγώ βαριέμαι και θέλω την ησυχία μου.
Θέλω να μ’ αφήσουν να διαβάσω τα καινούρια μου βιβλία και παραμύθια που μου φέραν για δώρο οι θείοι μου απ’ την Αθήνα.
Η μέρα κυλάει. Είναι πια απόγευμα. Το πήγαινε έλα ησύχασε λιγάκι. Έξω το κρύο τσουχτερό. Εγώ τριγυρνάω μες το σπίτι κι όλο κρυφοκοιτάω το κουτί που είναι κάτω απ’ το χριστουγεννιάτικο δέντρο.
Μα γιατί δε μ’ αφήνουν να τ’ ανοίξω; Αφού ξέρω τι έχει μέσα.
Είναι τα παπούτσια που μου πήρε ο νονός μου, το ξέρω πως αυτά είναι. Αφού του τα ζήτησα κι εκείνος μου είπε: ό,τι θες μουσμούλι. Κόκκινα θες; Κόκκινα θα σου πάρω.
Δε μου χαλάει εμένα χατήρι ο νονός μου. Μου έχει αδυναμία. Κι εγώ το ίδιο όμως. Μόνο η μάνα μου με σκάζει που δε μ’ αφήνει ν’ ανοίξω από τώρα το κουτί.
Δεν κάνει. Δεν είναι ώρα ακόμα. Την Πρωτοχρονιά, μου λεει κοφτά και γυρίζει στην κουζίνα.
Παω από πίσω της. Έλα ρε μαμά, εγώ θέλω να τα βάλω τα παπούτσια τώρααα, γκρινιάζω μιξοκλαίγοντας τάχα.
Για κοίτα δω, απαντάει η κυρά Βικτώρια κουνώντας μου τάχα απειλητικά τον πλάστη. Το πολύ πολύ να τα φορέσεις αύριο που ναι η γιορτή σου, αμάν, μ’ έσκασες πια. Δεν πας καμιά βόλτα στη Μαίρη να ησυχάσει λίγο το κεφάλι μου; και συνεχίζει ν’ ανοίγει το φύλλο για την τυρόπιτά της.
Άλλο που δεν ήθελα κι εγώ. Παω στο χολ και παίρνω τηλέφωνο τη Μαίρη: Η μάνα μου κάνει δουλειές και μου είπε να φύγω απ’ τα πόδια της. Να έρθω από κει να κάτσουμε;
Δεν έλεγα πια να παίξουμε. Τώρα ήμασταν μεγάλες. Έκτη δημοτικού βλέπεις. Έλεγα "να έρθω να κάτσουμε".
Ακόμα εκεί είσαι; Τρέχα, έχω νέα να σου πω, απαντάει η Μαίρη.
Φοράω ένα κόκκινο ριγέ παλτουδάκι, η μάνα μου στην πόρτα με φορτώνει και με το πορτοκαλί κασκόλ. Δεν παει, ρε μαμά το χρώμα, της γκρινιάζω. Μωρ’ τι μας λες! μ’ αποστομώνει εκείνη. Άντε γρήγορα και μην αργήσεις.
Τρέχω στο δρόμο σαν το αφηνιασμένο άλογο. Φυσέκι. Λαχανιασμένη στέκομαι έξω απ’ την πόρτα της Μαίρης σε λιγότερο από πέντε λεπτά.
Μπαίνω μέσα σίφουνας.
Γεια σου, θεία Ρένα. Ήρθα να κάτσουμε με τη Μαίρη.
Πέρνα μέσα, κορίτσι μου, στο δωμάτιό της είναι, μου απαντάει η μαμά της και μου γελάει. Σε λίγο θα σας φέρω κουραμπιέδες να φάτε.
Το σπίτι τους μοσχοβολάει γλυκά.
Στο δωμάτιό της η Μαίρη μου δείχνει τα χριστουγεννιάτικα δώρα της.
Κούκλες (λες κι είμαστε μωρά, σχολιάζουμε κι οι δυο ξινίζοντας τη μούρη), βιβλία (πφ! σιγά λεει η Μαίρη, ενώ εγώ τα λοξοκοιτάζω με λαχτάρα), μια υπέροχη κόκκινη μπλούζα που της παει τρέλα, και ταρά τα τάν! ένα απίστευτο απόκτημα: ένα γυαλιστερό, ροζ γουοκμαν. Κοντεύω να πέσω κάτω! Το πασπατεύουμε με τις ώρες, βάζουμε και βγάζουμε κασέτες, κοντεύουμε να το χαλάσουμε μια ώρα αρχύτερα αλλά το μούτρο μας λάμπει…
Θα πηγαίνω στο σχολείο μ’ αυτό μετά τις γιορτές, μου λεει η Μαίρη όλο καμάρι. Να με δει ο Γιώργος και να σκάσει, ο παλιοφαντασμένος!
Ο Γιώργος ήταν ο μεγάλος έρωτας της Μαίρης εκείνη την εποχή, και δεν καταδεχόταν να της ρίξει ματιά.
Πάμε στο σαλόνι τους και χαζεύουμε το δέντρο τους.
Είναι τόσο μεγάλο και γεμάτο με όμορφα στολίδια που δεν βλέπω σε άλλα σπίτια.
Είναι στολίδια από τη Γερμανία και την Σουηδία. Εκεί που ζούσε η Μαίρη πριν έρθουν με τη μαμά της στην Ελλάδα. Η Μαίρη δεν έχει μπαμπά.
Εγώ όμως, ζηλεύω το μεγάλο τους σπίτι, που είναι ήσυχο χωρίς φασαρία και χωρίς κόσμο να μπαινοβγαίνει, ζηλεύω το ωραίο τους δέντρο. Ζηλεύω που η μαμά της είναι ξανθιά, νέα κι όμορφη. Ζηλεύω το καινούριο της γουόκμαν.
Η Μαίρη όμως, ζηλεύει το δικό μας σπίτι. Που είναι μικρό και ποτέ δεν έχεις την ησυχία σου, που όλο κάποιος ανοίγει την πόρτα κι έρχεται χωρίς να σε ρωτήσει. Η Μαίρη ζηλεύει που έχω αδελφό, ανίψι, και ένα σωρό ξαδέρφια.
Εγώ εύχομαι όταν μεγαλώσω να παντρευτώ και να κάνω πολλά παιδιά, μου εκμυστηρεύεται μπροστά στο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Δε θέλω να είναι άδειο άλλο το σπίτι, δε θέλω να μην έχω μπαμπά, θέλω κόσμο, φωνές, φασαρία, θέλω να έχω τον άντρα μου και παιδιά και φίλους και να κάνουμε πολλές γιορτές και τραπέζια και να μπαίνει κόσμος και να είναι το σπίτι γεμάτο όπως το δικό σας…
Γυρίζει και με κοιτάζει.
Εσύ τι εύχεσαι; με ρωτάει.
Κοιτάζω για λίγο ένα χρυσαφί αγγελάκι που κρέμεται σ’ ένα ψηλό κλαδί κι είναι μισοκρυμμένο απ’ την μπορντό γιρλάντα.
Εγώ δε θέλω φασαρία, της απαντώ. Εγώ βαρέθηκα να μπαινοβγαίνει κόσμος. Δε θέλω να παντρευτώ και να κάνω παιδιά. Εγώ θέλω να έχω δικό μου σπίτι, να έχω την ησυχία μου, να έχω το δωμάτιό μου, μόνη μου, να έρχονται οι φίλοι μου όποτε θέλω, να έχω όμως τα δικά μου κλειδιά και το δικό μου σπίτι. Να είμαι μακριά από δω, από τη γειτονιά αυτή. Θέλω ν’ ακούω μουσική όποτε θέλω εγώ, να μην έχω τηλεόραση, να μ’ αγαπάει κάποιος και να τον αγαπάω κι εγώ, αλλά να μην έχω παιδιά και να μην παντρευτώ μικρή. Θέλω να κάνω πολλά ταξίδια., κατέληξα κι στράφηκα προς το μέρος της είδα πως εκείνη με κοιτούσε σα χάνος.
Δε σε καταλαβαίνω ώρες ώρες ρε φιλενάδα, μου λεει. Κι ύστερα: Αλλά είσαι η καλύτερή μου φίλη και σου ορκίζομαι, πως όσα χρόνια κι αν περάσουν, ό,τι και να κάνουμε, όπου κι αν είμαστε θα είμαστε πάντα μαζί, μου λεει και με παίρνει αγκαλιά.
Πάμε ν’ ακούσουμε τώρα τις καινούριες μου κασέτες;
Πάμε.
Κοντεύουν Χριστούγεννα.
Χτύπησε το τηλέφωνο το πρωί.
Έλα, φιλενάδα, που είσαι τι κάνεις; Χαθήκαμε ρε ψυχή, λεω στη Μαίρη.
Από μέσα ακούω το μωρό της να κλαιει και τον μεγάλο της γιο να γκρινιάζει. Σκάστε επιτέλους, φωνάζει εκείνη και γυρίζει πάλι στο ακουστικό.
Άσε, θα με τρελάνουν και τα δυο, σοβαρά σου μιλάω… Αμάν! Δώδεκα χρονών μουλάρι ο μεγάλος τίποτα δεν καταλαβαίνει ακόμα. Γκρινιάζει και συνερίζεται το μικρό λες κι είναι μωρό…
Ακούω λίγη ώρα τα δικά της. Την κούρασή της με τα δυο παιδιά, τα παράπονά της για το γάμο της που έχει ξεφτίσει, για τον άντρα της που έχουν χαθεί, για το σπίτι της που είναι μονίμως γεμάτο κόσμο, φίλους και συγγενείς και δε της μένει λίγη ώρα ξεκούρασης.
Θυμάσαι μια εποχή, τότε που ήμασταν εμείς στην ηλικία του γιου σου, τι ευχόσουν; της λεω, και της θυμίζω.
Αχ, ρε συ φιλενάδα, θυμάμαι, θυμάμαι, μου λεει και μελαγχολεί…
Κι εσύ θυμάσαι τι ευχόσουν; μου αντιγυρίζει την ερώτηση…
Αμ, πως δε θυμάμαι; της απαντώ και ρίχνω μια ματιά γύρω μου.
Έχω το σπίτι μου και τα κλειδιά μου εδώ και χρόνια, όπως ήθελα. Στο σπίτι μου έρχονται οι φίλοι μου όταν το θέλω εγώ, δεν μπαινοβγαίνει κόσμος χωρίς να με ρωτήσει. Ζω μόνη μου, δεν έχω παντρευτεί, δεν έχω παιδιά ούτε κανέναν πάνω απ’ το κεφάλι μου.
Ξέρεις κάτι, μου λεει η Μαίρη, δε φαντάζεσαι πόσες φορές έχω λαχταρήσει την ησυχία και την ηρεμία που είχα εκείνα τα χρόνια.
Νόμιζα πως θα ήμουν ευτυχισμένη μ’ ένα γάμο. Έπεσα έξω, φιλενάδα όμως, έπεσα έξω. Τουλάχιστον εσύ έχεις τη ζωή που πάντα ήθελες. Να ήξερες πόσο σε ζηλεύω γι αυτό… Για πες μου όμως τα δικά σου, είσαι καλά; Σε πήρα μονότερμα.
Καλά είμαι, της λεω κι έπειτα από λίγο, κλείνουμε το τηλέφωνο.
Δεν της λεω όμως πως οι γιατροί στους οποίους έτρεχα τις προάλλες που είπαν πως είμαι στα πρόθυρα υπερκόπωσης και πως τα νεύρα μου είναι χάλια. Δεν της λεω ούτε πως μου διέταξαν αυστηρή ξεκούραση, ξάπλα, ύπνο και καθόλου δουλειά τουλάχιστον για ένα δεκαήμερο.
Δεν της λεω πως ξεκίνησα χάπια για τους ιλίγγους και την αστάθεια και πως το πρωί παω τοίχο-τοίχο ως το μπάνιο. Ούτε πως μου είπαν πως αν καταρρεύσω τώρα θα μου πάρει μήνες για να συνέλθω. Δεν της είπα πως με το ζόρι βγάζω ένα οχτάωρο στο γραφείο κι όταν γυρίζω σπίτι δεν έχω κουράγιο ούτε να λούσω τα μαλλιά μου…
Και φυσικά, δεν της είπα πόσες φορές μου έλειψε το ασταμάτητο σούρτα-φέρτα του πατρικού μου σπιτιού, ο κόσμος που μπαινόβγαινε, οι συγγενείς κι οι φίλοι. Ούτε βέβαια της είπα εκείνο το κλασσικό: πρόσεξε τι εύχεσαι μην τυχόν και σου τύχει.
Δεν κάνει. Άγιες μέρες που είναι.
Στο κάτω κάτω εκείνη νομίζει πως είμαι ευτυχισμένη γιατί κάνω τη ζωή που ήθελα. Δεν υπάρχει λόγος να της χαλάσω τα κέφια. Άλλωστε ξέρω πως απ’ όσα ευχηθήκαμε, τουλάχιστον κρατήσαμε το ένα: δε χαθήκαμε.
Χρόνια πολλά, φιλενάδα. Και του χρόνου.
Παρασκευή, Δεκεμβρίου 09, 2005
Τετάρτη, Νοεμβρίου 23, 2005
Θαύμα! Θαύμα σας λεω καλέεε....
Ναι, βρε σκασμένα. Μην κουνάτε το κεφάλι με δυσπιστία.
Σας λεω, υπάρχει Θεός.
Κι όχι μόνο υπάρχει, αλλά έτρεξε και να με σώσει. Καλά, όχι ο ίδιος ο Μεγαλοδύναμος, δεν ασχολείται με μικροπράγματα σα τα δικά μου, πάντως έστειλε κάποιον αντιπρόσωπό του.
Τι νομίζατε δηλαδή;
Δεν έχετε διαβάσει τον Μεγάλο Κουέλιο (πως λέμε Μέγας Αλέξανδρος), τι έγραψε;
Εκείνο μωρέ, για το σύμπαν που άμα θέλουμε κάτι πολύ συνωμοτεί για να το αποκτήσουμε;
Μην ακούω βλακείες τώρα πως συνήθως συνωμοτεί για να γίνει η ζωή μας κώλος.
Είναι που είστε δύσπιστοι και δεν έχετε ακόμα αντικρίσει ένα αληθινό θαύμα.
Αρχίσατε ν' ανησυχείτε για τη διανοητική μου κατάσταση;
Μα γιατί δε με πιστεύετε; Το πράγμα είναι απλό.
Έβαλα μια φωνή, είπα ώπα αδέλφια, δεν αντέχω τα χω φτύσει τα χω παίξει, βοήθεια, τρέξτε φίλοι και γειτόνοι, και ιδού!
Το θαύμα!
Σήμερα το πρωί, ανοίγοντας ένα απ' τα ημέιλια μου, να το, ολοζώντανο το θάμα μπροστά μου. Σας το λέω καλέ κι ανατριχιάζω! Είναι ολοζώντανη η θρησκεία μας, κι ο Θεός μας, ο μοναδικός Θεός δηλαδή, ξέρετε της χριστιανικής ορθοδόξου εκκλησίας μας, είναι όχι μόνο ζωντανός, αλλά πανταχού παρών και τα πάντα πληρών! Εμένα λέτε ν' άφηνε παραπονεμένη;Κι επειδή έχω χαρά μεγάλη και είμαι σίγουρη πως πλέον όλα μου τα προβλήματα θα λυθούν, θέλω να μοιραστώ και τη χαρά και το θαύμα μαζί σας.
Κι όχι μόνο το θαύμα, αλλά μή σας πω πως μαζί με μένα θα σωθεί κι άλλος κοσμάκης κοντά μου. Αμ, τι, εδώ ολόκληρο θαύμα έγινε, να μη βοηθήσω κι εγώ τους συνανθρώπους μου;
Αλλά μεγάλη η εισαγωγή και θα σας έχει φαει η αγωνία. Σας παραθέτω το μέιλι και θα δείτε και μόνοι σας γιατί έχω δίκιο και δεν τα παραλέω καθόλου:
URGENT ASISTANCE
MRS.ELIZABETH TAYLOR
EMAIL;
TEL; DATE; 23/11/2005
ATTN. SIR/MADAM
HELP NEDDED
THIS LETTER WAS BOUND OUT OF MY SINCERE DESIRE TO ESTABLISH A BUSINESS
RELATIONSHIP WITH YOU.
I GOT YOUR CONTACT THROUGH THE INTERNATIONAL TRADE COMMERCE CHAMBER (ITCC) IN KENYA. MY NAME IS MRS ELIZABETH KUNDE TAYLOR THE WIFE OF LATE BATURE KUNDE, WHO WAS THE DEPUTY MINISTER OF FINANCE UNDRE THE CIVILIAN GOVERNMENT OF PRESIDENT TIJAN KABA.
MY HUSBAND WAS KILLED AND MUTILATED BY THE MILITARY JUNTA LED BY MAJOR PAUL KOROMA WHEN HE OVERTHREW PRESIDENT TIJAN KABA LED CIVILIAN GOVERNMENT IN SIERRA LOENE.
WELL I DON'T KNOW HOW MUCH YOU KNOW ABOUT THE CIVILIAN WAR AND THE ENSUING POLITICAL CRISIS IN SEIRRA LEONE THEN AND NOW.
THIS PRESSURE OF WAR FORCED MY AND ME FAMILY INTO EXILE IN DIFFERENT COUNTRIES. AFTER THE DEATH OF MY HUSBAND, WE DISCOVERED AMONG MY HUSBAND'S DOCUMENTS, THAT HE HAS KEPT SOME FUNDS TOTALING
EIGHT MILLION UNITED STATE DOLLAR (US$8.000.000.00)
WITH A PRIVATE SECURITY COMPANY IN EUROPE. I AM NOW UNDER POLITICAL ASYLUM IN THE KENYA WITH TWO OF MY SON WHILE THE ELDEREST SON IS IN ASYLUM IN THE NETHERLANDS.
MY FAMILY AND I ARE SEEKING FOR A RELIABLE AND TRUSTED PERSON WHO CAN HELP US CLAIM AND INVEST THIS FUND.
WE HAVE PROPOSED 30% OF THE TOTAL SUM TO YOU WHILE 65% FOR MY FAMILY AND 5% WILL BE FOR ANY MISCELLENIOUS EXPENCES THAT MIGHT COME DURING THE PROCESS OF CLAIMING AND INVESTING THE FUND.
PLEASE KINDLY CONTACT MY SON IN THE NETHERLANDS AS MY POLITICAL SITUATION HERE IS NOT CONVINIENT FOR THIS TRANSACTION.
YOU MAY CALL MY SON MR. FAMOUS KUNDE TAYLOR WITH THIS TELEPHONE NUMBER; +31 61...... OR EMAIL US WITH THE EMAIL ADDRESS ABOVE.
PLEASE MAINTAIN ABSOLUTE CONFIDENTIALITY TO ENSURE SUCCESS IN THIS TRANSACTION. WE HAVE EVERY NECESSARY DOCUMENT TO RELATING TO THE DEPOSITING OF THE FUNDS TO THE SECURITY COMPANY IN EUROPE,
SIR WE ARE COUNTING ON YOU IN THIS BUSINESS RELATIONSHIP. I WILL EXPLAIN FULLY AS SOON AS YOU CONTACT US.
YOURS FAITHFULLY,
MRS. ELIZABETH TAYLOR
Λοιπόν, αδέλφια, τι λέτε τώρα;
Δεν πειστήκατε πως υπάρχει Θεός υπάρχουν και θαύματα;
Οχτώ εκατομμυριάκια είναι αυτά... το τριάντα τοις εκατό...χμμ δεν είναι κι άσχημα.
Τι λέτε ρε; Να κάνουμε μπίζνες; Είμαι σίγουρη πως αυτοί οι καλοί ανθρώποι θα ξέρουν κι άλλους καλούς ανθρώπους που θα ξέρουν άλλους καλούς ανθρώπους και που θα θέλουν να μας δώσουν το 30% διαφόρων ποσών, μη σας πω πως αν είμαστε καλά παιδάκια, έξυπνα και γατιά με πέταλα, θ' ανεβάσουμε σιγά σιγά και το κασέ...
Ορίστε λοιπόν, άπιστοι Θωμάδες.
Η λύση τόσον καιρό ήταν μπροστά στα μάτια μου... Και περίμενε τόσο καιρό ο καλός Θεούλης να έρθει η κατάλληλη στιγμή να μου την εμφανίσει.
Αμ πως!
Τώρα πια μπορώ να κοιμάμαι ήσυχη.... HALLELUIA!!!!!!
Τετάρτη, Νοεμβρίου 16, 2005
Τα χω παίξει....
Όμως εντελώς αυτή τη φορά λέμε.
Αλλού πατάω κι αλλού βρίσκομαι. Κυκλοφορώ (και δεν οπλοφορώ -ακόμη), σαν αυτόματο, ξεχνάω πράγματα μονίμως, νυστάζω συνεχώς, δεν προλαβαίνω να πάρω πρέφα τι μέρα είναι, τι ώρα είναι και τί καιρός.
Αν αυτή τη φορά καταφέρω να μη σαλτάρω, να μην καταρρεύσω και να μην ψοφήσω στην τελική,
...απο το καθημερινό τρέξιμο στη δουλειά,
( βλέπε: Ο Πανικός. Απ' την ώρα που μπαίνω στο γραφείο, το μεσημέρι, ως και τις εννιά, εννιάμιση που φεύγω συνήθως το βράδυ, δεν προλαβαίνω σχεδόν να σηκώσω κεφάλι.
Ούτε καφέ δεν προλαβαίνω να φτιάξω),
...απο το συνεχόμενο ξενύχτι κάθε βράδυ και το άγχος, προκειμένου να προλάβω τη δεύτερη δουλειά μου,
(είπαμε Τύπος Νυχτερινός, οκ, αλλά άλλο αυτό κι άλλο ζόμπι στην εικοστή συνέχεια της Νύχτας των Ζωντανών Νεκρών),
...απο τις τράπεζες που μου χουν ζαλίσει τον έρωτα στα καθημερινά τηλεφωνήματα για το χρέος της πιστωτικής κάρτας,
(τώρα άρχισαν κι οι επιστολές με απειλές για νομικές κινήσεις και τα απόκρυφα του Τειρεσία),
...απο το μονίμως -τελευταία- άδειο πορτοφόλι μου και τους λογαριασμούς που συσσωρεύονται στο γραφείο
(απ' όλα έχει ο μπαξές: ΟΤΕ, κινητό, ΕΥΔΑΠ, κοινόχρηστα, ίντερνετ, νοίκι του επομένου μήνα, τη ΔΕΗ ευτυχώς την πρόλαβα εγκαίρως),
...απο τις μαλακίες που βλέπω καθημερινά να συμβαίνουν γύρω μου,
(αυτό έχει ευρεία έννοια, ο καθένας συμπληρώνει ό,τι θέλει),
...κι απο τη δίαιτα αποτοξίνωσης,
(βρήκα κι εγώ η μουρλέγκω την ώρα... πέντε φρούτα τη μέρα και 3 λίτρα νερό...έλεος!)
ε, τότε, τι να πω!
Αν μη τι άλλο, θα μαι πολύ τυχερό πλάσμα!
Βοηθάτε συντρόφοι!
Στείλτε καφέδες, στείλτε τσιγάρα, στείλτε ταπεράκια με σαλάτες (είπαμε είναι κι η αποτοξίνωση στη μέση), στείλτε μου κανά μασέρ για τη μέση μου, στείλτε κανένα άνεργο μεταφραστή να τελειώσει το βιβλίο, στείλτε καμιά επιταγή, στείλτε κανά δικηγόρο για όταν θα με τραβάνε οι τράπεζες, στείλτε τέλος πάντων ό,τι έχετε ευχαρίστησις, δώστε και σώστε!
Άϊνταααα
Δευτέρα, Οκτωβρίου 31, 2005
Wonderful life
…Look at me standing
Here on my own again
Up straight in the sunshine
I need a friend
Oh, I need friend
To make me happy
Not so alone
Look at me here
Here on my own again
Up straight in the sunshine…
Here on my own again
Up straight in the sunshine
I need a friend
Oh, I need friend
To make me happy
Not so alone
Look at me here
Here on my own again
Up straight in the sunshine…
Είναι απίστευτο τι μπορεί να σου θυμίσει ένα τραγούδι στις τέσσερις το πρωί τελικά. Κι εκεί που έλεγες πως θα πας για ύπνο, να που βρίσκεσαι να γράφεις ποστ.
Χρόνια είχα ν’ ακούσω το Wonderful Life του Black ή αλλιώς Colin Vearncombe αν θυμάμαι καλά. Μια εποχή όμως το άκουγα συνεχώς.
Το κομμάτι, απ’ τον ομώνυμο δίσκο κυκλοφόρησε το 1987.
Το ’87 ήμουν δεκατριών χρόνων κι άκουγα, μεταξύ άλλων, Depeche Mode, OMD, Bryan Ferry/Roxy Music, ABC, Spandau Ballet και Culture Club.
Μοιραία λοιπόν μ’ άρεσε κι ο Black και τώρα που το σκέφτομαι η δουλειά του εκείνη ήταν και παραμένει ένα μικρό διαμαντάκι, κι η φωνή του ακούγεται ακόμα μαγική στ’ αυτιά μου. Όμορφες δουλειές, λυρισμός, ευαισθησία, χαμένες κάπου στη δεκαετία του ογδόντα.
Όχι πως ο καλλιτέχνης σταμάτησε εκεί.
Απ’ όσο θυμάμαι συνέχισε και συνεχίζει να ηχογραφεί.
Αλλά οι αποψινοί συνειρμοί δεν έχουν να κάνουν με τη συνέχεια της μουσικής σταδιοδρομίας του κυρίου Κόλιν. Έχουν να κάνουν με κείνη τη δουλειά του, τότε, του 1987.
Και κάπως έτσι πάνε οι αναμνήσεις κι οι συνειρμοί:
Με το Wonderful Life και τη μελαγχολία του που ταίριαζε γάντι με τη μελαγχολία και τη μοναξιά της εφηβείας μου που τότε ξεκινούσε.
Που μ’ έκανε ένα βράδυ να γράψω ένα γράμμα βασισμένο πάνω στους στίχους του κομματιού.
Ένα γράμμα που το έστειλα μετά σ’ ένα νεανικό περιοδικό της εποχής.
Και που το έστειλα στη μουσική στήλη του περιοδικού, τη στήλη που έγραφε τότε ο Νίκος Μουρατίδης.
Κι εκείνος το δημοσίευσε.
Κι εκείνο το γράμμα έφερε απαντήσεις στο περιοδικό.
Απαντήσεις παιδιών που ήθελαν να επικοινωνήσουν, να μιλήσουν, να μου γράψουν, γιατί πάνω κάτω ένιωθαν τα ίδια.
Τότε ήταν ακόμα της μόδας η αλληλογραφία. Η αλληλογραφία παλαιού τύπου, με κόλλα χαρτιού και στυλό και φάκελο και γραμματόσημα και ΕΛΤΑ και όλα τα συναφή.
Κι άρχισαν να έρχονται τα γράμματα απ’ όλη την Ελλάδα. Πέντε δέκα στην αρχή, ντουζίνες στη συνέχεια, εικοσάδες, πενηντάδες λίγο αργότερα.
Ο ταχυδρόμος μας είχε πάθει την πλάκα της ζωής του. Δεν μπορούσε να καταλάβει τί γινόταν και γιατί ξαφνικά το «μικρό» της οικογένειας λάβαινε τόσα γράμματα. Εγώ γελούσα, τηρούσα σιγή ιχθύος κι έπαιρνα τις ντάνες τα γράμματα σαν πολύτιμα λάφυρα, κι έτρεχα στο δωμάτιό μου να τα διαβάσω με την ησυχία μου.
Δε θυμάμαι πόσα ακριβώς ήταν τελικά. Κάπου μεταξύ εξακόσια και οχτακόσια πάντως.
Είχα χαζέψει κι εγώ στο τέλος. Δεν ήξερα σε ποιον να πρωτογράψω και τί να απαντήσω. Ένιωθα άσχημα για όσους άφηνα χωρίς απάντηση, αλλά το χαρτζηλίκι μου μόλις και μετά βίας έφτανε να καλύψει όσους είχα επιλέξει να αλληλογραφήσω μαζί τους.
Και ξαφνικά βρέθηκα με φίλους, φίλους σ’ όλη την Ελλάδα. Δεν έβλεπα την ώρα και τη στιγμή κάθε μέρα να γυρίσω τρέχοντας απ’ το σχολείο για να δω ποιος απ’ τους νέους μου φίλους μου είχε γράψει.
Έγραφα γράμματα σε κάθε πιθανή κι απίθανη ώρα της μέρας και της νύχτας θυμάμαι.
Σιγά σιγά ξεκαθαρίστηκε το τοπίο και κάποια άτομα έμειναν σταθερά μες τα επόμενα χρόνια.
Τους θυμάμαι όλους κι έχω κρατήσει σχεδόν όλα τα γράμματά τους.
Η Σοφία απ’ τα Σιάτιστα, μερικά χρονάκια μεγαλύτερη από μένα, που την έπνιγε η ζωή στην επαρχία και ήθελε να φύγει, να γλιτώσει απ’ τη μοίρα του χωριού της, αλλά παντρεύτηκε λίγο μετά που τέλειωσε το Λύκειο.
Ο Ηλίας απ’ την Αθήνα, που ονειρευόταν να σπουδάσει στο Παρίσι και τελικά τα κατάφερε και πήγε.
Ο Στέλιος απ’ το Βελεστίνο, που ήθελε να γίνει γιατρός και κατέληξε εστιάτορας λίγα χρόνια αργότερα, και μάλιστα μερακλής στη δουλειά του.
Ο Ηλίας που μου έγραφε απ’ την Αγγλία όπου σπούδαζε κι ας ήμασταν απ’ την ίδια πόλη. Όταν τελικά επέστρεψε στο Βόλο χαθήκαμε.
Ο Μιχάλης απ’ την Κρήτη με τον οποίο βρεθήκαμε χρόνια μετά στη Θεσσαλονίκη να σπουδάζουμε στην ίδια σχολή.
Η Αλέκα από τη Χίο, που έμεινε έγκυος στα δεκαεφτά, παντρεύτηκε, και χώρισε λίγα χρόνια αργότερα, με δυο παιδιά. Μου έγραψε κάποια στιγμή λέγοντάς μου πως θα παντρευόταν ξανά. Δεν έχω νέα της εδώ και χρόνια.
Η Ελένη απ’ τη Βέροια, ροκού, αναρχική και φρικιό, κάποια στιγμή κατέβηκε Αθήνα κι έχασα τα ίχνη της.
Ο Φώτης απ’ τη Θεσσαλονίκη, που χάθηκε στα δεκαεννιά από οβερντόζ.
Ο Μιχάλης απ’ τον Πειραιά, που έφυγε για Γερμανία και μάλλον είναι ακόμα εκεί.
Η Μαρία απ’ την Κέρκυρα που την έσπαγε στο ξύλο ο πατριός της κι όλο έλεγε πως θα το σκάσει απ’ το σπίτι μέχρι που το ‘σκασε, στα δεκαεφτά της. Δεν ξέρω τί απέγινε.
Ο Θοδωρής απ’ την Πρέβεζα, ο «ποιητής», που χρόνια μετά τον συνάντησα στο άσχετο στην Αθήνα να οδηγεί ταξί.
Κι ο Χρήστος απ’ την Καισαριανή.
Ο Χρήστος που απ’ τα δεκατρία μου ως τα εικοσιτρία μου δεν έλειψε στιγμή από κοντά μου.
Ο Χρήστος που πρωτοσυναντηθήκαμε όταν εγώ ήμουν στα δεκαπέντε κι εκείνος είχε πια τελειώσει το λύκειο κι ήρθε με το πρώτο του αυτοκίνητο για να με γνωρίσει από κοντά.
Ο Χρήστος που μεγαλώσαμε στην κυριολεξία μαζί παρά την απόσταση.
Ο Χρήστος που ήταν το αδελφικό μου φιλαράκι, το στήριγμά μου στις δύσκολες στιγμές.
Ο Χρήστος με τον οποίο βρεθήκαμε πιο κοντά όταν ένα καπρίτσιο της μοίρας μας έστειλε στην ίδια πόλη. Εγώ στα δεκαοχτώ για σπουδές κι εκείνος στα εικοσιδύο να υπηρετεί τη μαμά πατρίδα και ξαφνικά, από αδελφικοί φίλοι, βρεθήκαμε ερωτευμένοι και μαζί.
Ο Χρήστος που μου χάρισε τα τρία πιο όμορφα χρόνια της ζωής μου, πριν η μοίρα, για άλλη μια φορά, ξαφνικά αποφασίσει να μας χωρίσει.
Κύριε Κόλιν, σας ευχαριστώ πολύ για τη μελωδία σας εκείνη, για τα πρόσωπα που έφερε στη ζωή μου.
Άλλωστε είχατε δίκιο:
No need to run and hide
It's a wonderful, wonderful life
No need to hide and cry
It's a wonderful, wonderful life
Δευτέρα, Οκτωβρίου 24, 2005
Πολλές φορές ξεμένω ...
...από πολλά πράγματα.
Κατά κύριο λόγο από χαρτάκια.
Από φιλτράκια και να ξεμείνω δε με κόφτει πολύ. Κάνω και άφιλτρο.
Από καπνό, δύσκολα ξεμένω. Όλο και κάπου μες το σπίτι υπάρχει πάντα κανά απολειφάδι.
Από χαρτάκια όμως ξεμένω μονίμως. Όσα και να πάρω, σ' όσες γωνιές κι αν τα καταχωνιάσω για να έχω σε τέτοιες ώρες, όταν έρχονται οι "τέτοιες ώρες" πάντα βλέπω πως έχω πάλι ξεμείνει.
Άλλες φορές ξεμένω από καφέ. Άλλες από καθαρά ρούχα.
Άλλες από ψωμί στο σπίτι, από γάλα στο ψυγείο, από λεφτά.
Άλλες πάλι, από σύνδεση στο δίκτυο.
Ξεμένω κι από άλλα όμως.
Ξεμένω από χιούμορ.
Ξεμένω από κατανόηση.
Ξεμένω συχνά από υπομονή.
Κι ακόμα συχνότερα από συγνώμες.
Ξεμένω κι από θυμό.
Ώρες ώρες ξεμένω από μνήμες.
Από αναμνήσεις.
Από διαδρομές.
Κάποτε ξεμένω από συμπόνια.
Από ανθρωπιά.
Από αγάπη.
Από κομμάτια του εαυτού μου.
Ξεμένω από κουράγιο.
Πολύ συχνότερα ξεμένω από όνειρα.
Από ελπίδες.
Από ευχές.
Ξεμένω από αντοχές.
Από διάθεση.
Από έρωτα.
Από φίλους.
Από ανθρώπους.
Και τελικά... τελικά, για όλα τα παραπάνω δε με πειράζει και τόσο.
Έχω βρει λύσεις για όλα αυτά τα "αδειάσματα". Βάζω μπροστά τον αυτόματο πιλότο και πάω. Και κυλάνε οι μέρες.
Περισσότερο μ' ενοχλεί όταν ξεμένω από χαρτάκια. Όταν ξεμένω κι είναι αργά το βράδυ, η ώρα περασμένη και τα περίπτερα στην Πλ. Αμερικής κλειστά.
Γιατί ο αυτόματος πιλότος θέλει καύσιμα. Θέλει χαρτάκια, καπνό και καφέδες.
Ίσως ούτε τους καφέδες. Όμως χαρτάκια θέλει στα σίγουρα.
Κατά κύριο λόγο από χαρτάκια.
Από φιλτράκια και να ξεμείνω δε με κόφτει πολύ. Κάνω και άφιλτρο.
Από καπνό, δύσκολα ξεμένω. Όλο και κάπου μες το σπίτι υπάρχει πάντα κανά απολειφάδι.
Από χαρτάκια όμως ξεμένω μονίμως. Όσα και να πάρω, σ' όσες γωνιές κι αν τα καταχωνιάσω για να έχω σε τέτοιες ώρες, όταν έρχονται οι "τέτοιες ώρες" πάντα βλέπω πως έχω πάλι ξεμείνει.
Άλλες φορές ξεμένω από καφέ. Άλλες από καθαρά ρούχα.
Άλλες από ψωμί στο σπίτι, από γάλα στο ψυγείο, από λεφτά.
Άλλες πάλι, από σύνδεση στο δίκτυο.
Ξεμένω κι από άλλα όμως.
Ξεμένω από χιούμορ.
Ξεμένω από κατανόηση.
Ξεμένω συχνά από υπομονή.
Κι ακόμα συχνότερα από συγνώμες.
Ξεμένω κι από θυμό.
Ώρες ώρες ξεμένω από μνήμες.
Από αναμνήσεις.
Από διαδρομές.
Κάποτε ξεμένω από συμπόνια.
Από ανθρωπιά.
Από αγάπη.
Από κομμάτια του εαυτού μου.
Ξεμένω από κουράγιο.
Πολύ συχνότερα ξεμένω από όνειρα.
Από ελπίδες.
Από ευχές.
Ξεμένω από αντοχές.
Από διάθεση.
Από έρωτα.
Από φίλους.
Από ανθρώπους.
Και τελικά... τελικά, για όλα τα παραπάνω δε με πειράζει και τόσο.
Έχω βρει λύσεις για όλα αυτά τα "αδειάσματα". Βάζω μπροστά τον αυτόματο πιλότο και πάω. Και κυλάνε οι μέρες.
Περισσότερο μ' ενοχλεί όταν ξεμένω από χαρτάκια. Όταν ξεμένω κι είναι αργά το βράδυ, η ώρα περασμένη και τα περίπτερα στην Πλ. Αμερικής κλειστά.
Γιατί ο αυτόματος πιλότος θέλει καύσιμα. Θέλει χαρτάκια, καπνό και καφέδες.
Ίσως ούτε τους καφέδες. Όμως χαρτάκια θέλει στα σίγουρα.
Now playing: November rain
Δευτέρα, Οκτωβρίου 03, 2005
Τρεις ντομάτες και τρεις πιπεριές
Μεσημέρι στο μαγαζί που δουλεύω.
Η γκόμενα του αφεντικού έχει μπαστακωθεί εδώ. Την έχω απ’ το πρωί στα πόδια μου και δε λεει να ξεκουμπιστεί ακόμα.
Περιμένει το μπιγκ μπος να επιστρέψει απ’ έξω και την τρωω εγώ στη μάπα στο μεταξύ.
Κοιτάζω αφηρημένα έξω στο δρόμο για να μη βλέπω τη φάτσα της και αναζωπυρώνονται όλα τα μαύρα, φονικά μου ένστικτα.
Ξαφνικά, προσέχω ένα γεροντάκι που στέκεται σχεδόν στη μέση του δρόμου.
Μα, που παει ο χριστιανός, αναρωτιέμαι.
Τον παρατηρώ. Είναι ψηλός, ξερακιανός, φοράει πουκάμισο θαλασσί, χωρίς σακάκι.
Στηρίζεται σε μπαστούνι και τρέμουν τα τέσσερά του. Μου μοιάζει πως όπου να ναι θα σωριαστεί κάτω.
Σταματάει έναν περαστικό και κάτι του λεει. Εκείνος ανασηκώνει τους ώμους του κι απομακρύνεται.
Σε λίγο το ίδιο σκηνικό. Σταματάει άλλον, του λεει κάτι κι ο διαβάτης του γνέφει αρνητικά και συνεχίζει το δρόμο του.
Η ίδια δουλειά πρέπει να έγινε κάπου έξι ή εφτά φορές.
Σκέφτομαι πως ίσως το γερόντιο να τα χει ψιλοχαμένα, να χει χάσει το δρόμο ή να μη θυμάται πώς θα γυρίσει στο σπίτι του. Ποιος ξέρει.
Σηκώνομαι και παω προς την πόρτα.
Που πας; μου λεει η χαζοβιόλα.
Τη γράφω κανονικά και βγαίνω έξω.
Πάνω στην ώρα, ο παππούς έχει σταματήσει άλλον περαστικό. Μέχρι να πλησιάσω, πιάνει τ’ αυτί μου κάτι για ντομάτες και πιπεριές.
Τι διάτανο, συλλογίζομαι... Μανάβικο ψάχνει;
Παω κοντά του την ώρα που ο περαστικός φεύγει βιαστικά μουρμουρίζοντας κάτι που δεν έπιασε τ’ αυτί μου.
Τί θες, παππού; τον ρωτάω. Ψάχνεις κάτι;
Με κοιτάει και με πιάνει απ’ το χέρι.
Θέλω κάποιος να παει ως το μανάβη, το Γιάννη, μου εξηγεί, και να μου πάρει τρεις ντομάτες και τρεις πιπεριές. Δε με κρατάνε τα πόδια μου να παω ως εκεί, και η γριά μου στο σπίτι τα περιμένει να φτιάξει φαί. Τα ξέχασα, να κοίτα, μόνο κρεμμύδια πήρα, έχω ξεκουτιάνει.
Σκύβει το κεφάλι λες και ντρέπεται.
Δε με κρατάνε τα πόδια μου, μου λεει και πάλι. Μπορείς εσύ να πας ως το Γιάννη; Μπορείς να πας να μου πάρεις τρεις ντομάτες και τρεις πιπεριές; Για γεμιστά; Έχω λεφτά, να κοίτα, θα σου δώσω και για τον κόπο σου.
Ανοίγει το πορτοφόλι του να μου δείξει τα λεφτά του.
Δε θέλω να μου δείξεις τα λεφτά σου, παππού, του λεω. Έλα μέσα να καθίσεις λιγάκι στο μαγαζί.
Τον πιάνω απ’ το χέρι. Ο γέρος τρέμει σα να κατάπιε κομπρεσέρ.
Τον φέρνω στο γραφείο.
Το μπάζο, η γκόμενα του αφεντικού δηλαδή, τον βλέπει και ξινίζει τα μούτρα της.
Τί έγινε, ΚΑΠΗ το κάναμε εδώ; μου πετάει και της απαντάω μ’ ένα χαμηλόφωνο άντε και γαμήσου.
Βάζω το γερόντιο να κάτσει, κι εκείνος δε σταματάει να μου λεει για τις ντομάτες και τις πιπεριές.
Άκου δω, θα βγω για λίγο να πάρω τα πράγματα του παππού. Έχε το νου σου για πέντε λεπτά, της λεω.
Μωρέ τι μας λες; Αυτό μας έλειπε, να τρέχουμε τώρα για τον κάθε γέρο που θα δούμε στο δρόμο!
Δεν έχεις παιδιά; Γυναίκα; του λεει, κι όσο κι αν την κατακεραυνώνω με το βλέμμα δε λεει να το βουλώσει.
Ο γέρος την κοιτάζει και σκύβει πάλι το κεφάλι.
Δεν έχω παιδιά, της αποκρίνεται. Η γριά μου δεν μπορεί να κατέβει τις σκάλες. Κι εγώ δε με κρατάνε τα πόδια μου να παω ξανά πίσω. Σε παρακαλώ, κοπέλα μου, κάνε μου τη χάρη, της λεει. Μόνο τρεις ντομάτες και τρεις πιπεριές θέλω…Να, κοίτα, έχω λεφτά, και κάνει πάλι την κίνηση ν’ ανοίξει το πορτοφόλι του.
Παππού, σταμάτα! τον προλαβαίνω. Θα παω εγώ να σου τα πάρω.
Το αρχίδι πετάγεται να πει ξανά κάτι.
Άντε και γαμήσου, Ελένη, της λεω, δυνατά αυτή τη φορά.
Βγαίνω και πηγαίνω στο μανάβη. Ψωνίζω τα πράγματα του παππού ενώ κανονίζω με τον Γιάννη να του τηλεφωνεί ο γέρος και να του στέλνει εκείνος τα ψώνια στο σπίτι με τον μικρό του μαγαζιού.
Πέντε λεπτά μου πήρε η όλη ιστορία.
Όταν γύρισα το μαγαζί ήταν κλειδωμένο κι ο παππούς με περίμενε στο δρόμο. Το κοπρόσκυλο είχε τσατιστεί κι είχε φύγει.
Σιγά τα ωά! Ας έκανε παράπονα στ’ αφεντικό να μου κάνει παρατήρηση. Μή χέσω!
Ο παππούς φεύγοντας είπε τόσα ευχαριστώ που έχασα το λογαριασμό και μ’ έκανε να νιώσω και άσχημα.
Μερικές ώρες αργότερα και λίγο πριν κλείσω να φύγω, είδα πάλι το γέρο έξω απ’ το μαγαζί.
Τί είναι παππού, του λεω;
Τίποτα, μου απαντάει.
Να, κατέβηκα να σου φέρω αυτό.
Και μου βάζει στο χέρι ένα σακουλάκι με καραμέλες.
Για το τσιγάρο, μου λεει. Για να μην καπνίζεις συνέχεια.
Η γκόμενα του αφεντικού έχει μπαστακωθεί εδώ. Την έχω απ’ το πρωί στα πόδια μου και δε λεει να ξεκουμπιστεί ακόμα.
Περιμένει το μπιγκ μπος να επιστρέψει απ’ έξω και την τρωω εγώ στη μάπα στο μεταξύ.
Κοιτάζω αφηρημένα έξω στο δρόμο για να μη βλέπω τη φάτσα της και αναζωπυρώνονται όλα τα μαύρα, φονικά μου ένστικτα.
Ξαφνικά, προσέχω ένα γεροντάκι που στέκεται σχεδόν στη μέση του δρόμου.
Μα, που παει ο χριστιανός, αναρωτιέμαι.
Τον παρατηρώ. Είναι ψηλός, ξερακιανός, φοράει πουκάμισο θαλασσί, χωρίς σακάκι.
Στηρίζεται σε μπαστούνι και τρέμουν τα τέσσερά του. Μου μοιάζει πως όπου να ναι θα σωριαστεί κάτω.
Σταματάει έναν περαστικό και κάτι του λεει. Εκείνος ανασηκώνει τους ώμους του κι απομακρύνεται.
Σε λίγο το ίδιο σκηνικό. Σταματάει άλλον, του λεει κάτι κι ο διαβάτης του γνέφει αρνητικά και συνεχίζει το δρόμο του.
Η ίδια δουλειά πρέπει να έγινε κάπου έξι ή εφτά φορές.
Σκέφτομαι πως ίσως το γερόντιο να τα χει ψιλοχαμένα, να χει χάσει το δρόμο ή να μη θυμάται πώς θα γυρίσει στο σπίτι του. Ποιος ξέρει.
Σηκώνομαι και παω προς την πόρτα.
Που πας; μου λεει η χαζοβιόλα.
Τη γράφω κανονικά και βγαίνω έξω.
Πάνω στην ώρα, ο παππούς έχει σταματήσει άλλον περαστικό. Μέχρι να πλησιάσω, πιάνει τ’ αυτί μου κάτι για ντομάτες και πιπεριές.
Τι διάτανο, συλλογίζομαι... Μανάβικο ψάχνει;
Παω κοντά του την ώρα που ο περαστικός φεύγει βιαστικά μουρμουρίζοντας κάτι που δεν έπιασε τ’ αυτί μου.
Τί θες, παππού; τον ρωτάω. Ψάχνεις κάτι;
Με κοιτάει και με πιάνει απ’ το χέρι.
Θέλω κάποιος να παει ως το μανάβη, το Γιάννη, μου εξηγεί, και να μου πάρει τρεις ντομάτες και τρεις πιπεριές. Δε με κρατάνε τα πόδια μου να παω ως εκεί, και η γριά μου στο σπίτι τα περιμένει να φτιάξει φαί. Τα ξέχασα, να κοίτα, μόνο κρεμμύδια πήρα, έχω ξεκουτιάνει.
Σκύβει το κεφάλι λες και ντρέπεται.
Δε με κρατάνε τα πόδια μου, μου λεει και πάλι. Μπορείς εσύ να πας ως το Γιάννη; Μπορείς να πας να μου πάρεις τρεις ντομάτες και τρεις πιπεριές; Για γεμιστά; Έχω λεφτά, να κοίτα, θα σου δώσω και για τον κόπο σου.
Ανοίγει το πορτοφόλι του να μου δείξει τα λεφτά του.
Δε θέλω να μου δείξεις τα λεφτά σου, παππού, του λεω. Έλα μέσα να καθίσεις λιγάκι στο μαγαζί.
Τον πιάνω απ’ το χέρι. Ο γέρος τρέμει σα να κατάπιε κομπρεσέρ.
Τον φέρνω στο γραφείο.
Το μπάζο, η γκόμενα του αφεντικού δηλαδή, τον βλέπει και ξινίζει τα μούτρα της.
Τί έγινε, ΚΑΠΗ το κάναμε εδώ; μου πετάει και της απαντάω μ’ ένα χαμηλόφωνο άντε και γαμήσου.
Βάζω το γερόντιο να κάτσει, κι εκείνος δε σταματάει να μου λεει για τις ντομάτες και τις πιπεριές.
Άκου δω, θα βγω για λίγο να πάρω τα πράγματα του παππού. Έχε το νου σου για πέντε λεπτά, της λεω.
Μωρέ τι μας λες; Αυτό μας έλειπε, να τρέχουμε τώρα για τον κάθε γέρο που θα δούμε στο δρόμο!
Δεν έχεις παιδιά; Γυναίκα; του λεει, κι όσο κι αν την κατακεραυνώνω με το βλέμμα δε λεει να το βουλώσει.
Ο γέρος την κοιτάζει και σκύβει πάλι το κεφάλι.
Δεν έχω παιδιά, της αποκρίνεται. Η γριά μου δεν μπορεί να κατέβει τις σκάλες. Κι εγώ δε με κρατάνε τα πόδια μου να παω ξανά πίσω. Σε παρακαλώ, κοπέλα μου, κάνε μου τη χάρη, της λεει. Μόνο τρεις ντομάτες και τρεις πιπεριές θέλω…Να, κοίτα, έχω λεφτά, και κάνει πάλι την κίνηση ν’ ανοίξει το πορτοφόλι του.
Παππού, σταμάτα! τον προλαβαίνω. Θα παω εγώ να σου τα πάρω.
Το αρχίδι πετάγεται να πει ξανά κάτι.
Άντε και γαμήσου, Ελένη, της λεω, δυνατά αυτή τη φορά.
Βγαίνω και πηγαίνω στο μανάβη. Ψωνίζω τα πράγματα του παππού ενώ κανονίζω με τον Γιάννη να του τηλεφωνεί ο γέρος και να του στέλνει εκείνος τα ψώνια στο σπίτι με τον μικρό του μαγαζιού.
Πέντε λεπτά μου πήρε η όλη ιστορία.
Όταν γύρισα το μαγαζί ήταν κλειδωμένο κι ο παππούς με περίμενε στο δρόμο. Το κοπρόσκυλο είχε τσατιστεί κι είχε φύγει.
Σιγά τα ωά! Ας έκανε παράπονα στ’ αφεντικό να μου κάνει παρατήρηση. Μή χέσω!
Ο παππούς φεύγοντας είπε τόσα ευχαριστώ που έχασα το λογαριασμό και μ’ έκανε να νιώσω και άσχημα.
Μερικές ώρες αργότερα και λίγο πριν κλείσω να φύγω, είδα πάλι το γέρο έξω απ’ το μαγαζί.
Τί είναι παππού, του λεω;
Τίποτα, μου απαντάει.
Να, κατέβηκα να σου φέρω αυτό.
Και μου βάζει στο χέρι ένα σακουλάκι με καραμέλες.
Για το τσιγάρο, μου λεει. Για να μην καπνίζεις συνέχεια.
Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 29, 2005
Haiku
on my ear lobe
black mascara
dense fog
I write my name
on the airport window
for me leaving
my coat dripping
two hours in the rain
without you
making up a quarrel
apparently ashamed
to be the first to smile
leaving you
in the crowded train
alone
not knowing what to say
he mails only
the envelope
she cant read
he cant write
yet between them a romance
early morning voices
and the scent of you
half a pillow away
black mascara
dense fog
I write my name
on the airport window
for me leaving
for you staying
two autumnsmy coat dripping
two hours in the rain
without you
making up a quarrel
apparently ashamed
to be the first to smile
leaving you
in the crowded train
alone
not knowing what to say
he mails only
the envelope
she cant read
he cant write
yet between them a romance
early morning voices
and the scent of you
half a pillow away
Manu Bazzano
Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 23, 2005
Καφές, τσιγάρο και η πουτάνα η ζωή
Τσιγάρο και καφές, καφές και τσιγάρο.
Και ανία, βαρεμάρα και πλήξη.
Το χέρι μου χαϊδεύει την κόκκινη ταμπακιέρα ενώ κοιτάζω αφηρημένη την ωραία που κοσμεί την επιφάνειά της, ν’ αγκαλιάζει όλο ηδυπάθεια το τέρας.
Χαρτάκι γλυκόριζας σε σκούρο καφέ χρώμα, φίλτρο λευκό, λεπτό, στο ένα χέρι. Καπνός μυρωδάτος κλεισμένος στο περιτύλιγμά του που χει το μπλε του κοβαλτίου.
Στρίψιμο του τσιγάρου, κίνηση αυτόματη πια, χωρίς σκέψη.
Κι ύστερα, η αμυδρή γεύση της κόλλας στην άκρη της γλώσσας μου.
Μια ρουφηξιά.
Κούπα με καφέ μπροστά μου.
Άλλοτε ελληνικός βαρύς γλυκός, με δυο δάχτυλα ντελβέ.
Άλλοτε γαλλικός, μυρωδάτος κι αχνιστός, χωρίς γάλα, με λίγη καφέ ζάχαρη για να βγαίνει στο στόμα η πικράδα του.
Καμιά φορά καπουτσίνο ή εσπρέσο. Από τους έτοιμους. Στα φακελάκια. Με γάλα πολύ και κανέλα επίσης.
If I ever loose my faith in you… επαναλαμβάνει μελωδικά ο Sting σ’ όσες ιδιωτικές συναυλίες θέλω.
Αλλά, παρόλα αυτά, ανία, ανία και βαρεμάρα.
Κόσμος μπαίνει και βγαίνει στο σπίτι, τηλέφωνα χτυπάνε συνεχώς, κινητά και σταθερά.
-Που είσαι; γιατί δεν απαντάς στα τηλέφωνα; Σε ψάχνω, ακούω στα μηνύματα του τηλεφωνητή.
Κουνάω το κεφάλι. Δεν έχω τίποτα να πω, δε θέλω να μιλήσω. Θέλω μονάχα να μπορούσα να αρχίσω πάλι τα ταξίδια, να φύγω.
Όλο και πιο έντονα τελευταία όλα γύρω μου προξενούν πλήξη και ανία, ατέλειωτη ανία. Κι η μπλογκόσφαιρα το ίδιο. Διαβάζω λίγους, αυτούς που θέλω, στο μόνιτορ πια δε ρίχνω σχεδόν ματιά.
Τσιγάρο ξανά.
Ο καφές έχει τελειώσει. Σκέφτομαι να βάλω κι άλλον όταν χτυπάει το κουδούνι. Ανοίγω.
Η έκπληξη. Ένας φίλος μ’ ένα σιντί.
Θέλω ν’ ακούσεις κάτι, λεει με το που μπαίνει, και βάζει το σιντί να παίξει.
Φάνκι – χιπχοπ ρυθμοί γεμίζουν το σπίτι. Αυτό που ακούω μου αρέσει.
Επιτέλους, κάτι φρέσκο, σκέφτομαι και χαμογελάω.
Κρατάω ένα στίχο απ’ όσους περνούν με ταχύτητα χιπχοπχάδικη: …για την πουτάνα τη ζωή…
Δίκιο έχουν, πανάθεμά τους. Πολύ μου άρεσαν… Έσπασε η ανία, έστω και για λίγο.
Θα βάλω αργότερα καφέ…Φτάνει για σήμερα.
Και ανία, βαρεμάρα και πλήξη.
Το χέρι μου χαϊδεύει την κόκκινη ταμπακιέρα ενώ κοιτάζω αφηρημένη την ωραία που κοσμεί την επιφάνειά της, ν’ αγκαλιάζει όλο ηδυπάθεια το τέρας.
Χαρτάκι γλυκόριζας σε σκούρο καφέ χρώμα, φίλτρο λευκό, λεπτό, στο ένα χέρι. Καπνός μυρωδάτος κλεισμένος στο περιτύλιγμά του που χει το μπλε του κοβαλτίου.
Στρίψιμο του τσιγάρου, κίνηση αυτόματη πια, χωρίς σκέψη.
Κι ύστερα, η αμυδρή γεύση της κόλλας στην άκρη της γλώσσας μου.
Μια ρουφηξιά.
Κούπα με καφέ μπροστά μου.
Άλλοτε ελληνικός βαρύς γλυκός, με δυο δάχτυλα ντελβέ.
Άλλοτε γαλλικός, μυρωδάτος κι αχνιστός, χωρίς γάλα, με λίγη καφέ ζάχαρη για να βγαίνει στο στόμα η πικράδα του.
Καμιά φορά καπουτσίνο ή εσπρέσο. Από τους έτοιμους. Στα φακελάκια. Με γάλα πολύ και κανέλα επίσης.
If I ever loose my faith in you… επαναλαμβάνει μελωδικά ο Sting σ’ όσες ιδιωτικές συναυλίες θέλω.
Αλλά, παρόλα αυτά, ανία, ανία και βαρεμάρα.
Κόσμος μπαίνει και βγαίνει στο σπίτι, τηλέφωνα χτυπάνε συνεχώς, κινητά και σταθερά.
-Που είσαι; γιατί δεν απαντάς στα τηλέφωνα; Σε ψάχνω, ακούω στα μηνύματα του τηλεφωνητή.
Κουνάω το κεφάλι. Δεν έχω τίποτα να πω, δε θέλω να μιλήσω. Θέλω μονάχα να μπορούσα να αρχίσω πάλι τα ταξίδια, να φύγω.
Όλο και πιο έντονα τελευταία όλα γύρω μου προξενούν πλήξη και ανία, ατέλειωτη ανία. Κι η μπλογκόσφαιρα το ίδιο. Διαβάζω λίγους, αυτούς που θέλω, στο μόνιτορ πια δε ρίχνω σχεδόν ματιά.
Τσιγάρο ξανά.
Ο καφές έχει τελειώσει. Σκέφτομαι να βάλω κι άλλον όταν χτυπάει το κουδούνι. Ανοίγω.
Η έκπληξη. Ένας φίλος μ’ ένα σιντί.
Θέλω ν’ ακούσεις κάτι, λεει με το που μπαίνει, και βάζει το σιντί να παίξει.
Φάνκι – χιπχοπ ρυθμοί γεμίζουν το σπίτι. Αυτό που ακούω μου αρέσει.
Επιτέλους, κάτι φρέσκο, σκέφτομαι και χαμογελάω.
Κρατάω ένα στίχο απ’ όσους περνούν με ταχύτητα χιπχοπχάδικη: …για την πουτάνα τη ζωή…
Δίκιο έχουν, πανάθεμά τους. Πολύ μου άρεσαν… Έσπασε η ανία, έστω και για λίγο.
Θα βάλω αργότερα καφέ…Φτάνει για σήμερα.
Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 14, 2005
Σας αρέσουν τα κρουασάν;
Αν ναι, το Καλύτερο που μπορεί να συμβεί σ' ένα κρουασάν είναι να....
Αν και ο Πάμπλο έχει την άποψη πως το καλύτερο που μπορεί να συμβεί σ' ένα κρουασάν είναι να το αλείψουν με βούτυρο και να το... φάνε, και φυσικά δε θα διαφωνήσω καθόλου μαζί του, νομίζω πως το καλύτερο που μπορεί να συμβεί σε σας είναι να το διαβάσετε.
Κι εξηγούμαι:
Το καλύτερο που μπορεί να συμβεί σ' ένα κρουασάν
Εκδόσεις Opera
Συγγραφέας Πάμπλο Τουσέτ
Λυπάμαι που δεν τον ανακάλυψα νωρίτερα.
Ήταν απ' τα καλύτερα που διάβασα τον τελευταίο καιρό.
Περιμένω εναγωνίως να γράψει το επόμενό του κι ελπίζω να μην το αργήσει πολύ.
Πολύ τον πήγα αυτόν τον τύπο σας λέω... Μα πάρα πολύ.
Α! Και κάτι ακόμα.
Η μετάφραση "κεντάει"!
Σπάνιο πράγμα τόσο ζωντανή, μαστορική δουλειά. Ο Κρίτων Ηλιόπουλος είναι άξιος επαίνων... Τη ζήλεψα τη δουλειά του, αλήθεια...
Ψάξτε το, αξίζει τον κόπο.
το διαβάσετε.
Αν και ο Πάμπλο έχει την άποψη πως το καλύτερο που μπορεί να συμβεί σ' ένα κρουασάν είναι να το αλείψουν με βούτυρο και να το... φάνε, και φυσικά δε θα διαφωνήσω καθόλου μαζί του, νομίζω πως το καλύτερο που μπορεί να συμβεί σε σας είναι να το διαβάσετε.
Κι εξηγούμαι:
Το καλύτερο που μπορεί να συμβεί σ' ένα κρουασάν
Εκδόσεις Opera
Συγγραφέας Πάμπλο Τουσέτ
Λυπάμαι που δεν τον ανακάλυψα νωρίτερα.
Ήταν απ' τα καλύτερα που διάβασα τον τελευταίο καιρό.
Περιμένω εναγωνίως να γράψει το επόμενό του κι ελπίζω να μην το αργήσει πολύ.
Πολύ τον πήγα αυτόν τον τύπο σας λέω... Μα πάρα πολύ.
Α! Και κάτι ακόμα.
Η μετάφραση "κεντάει"!
Σπάνιο πράγμα τόσο ζωντανή, μαστορική δουλειά. Ο Κρίτων Ηλιόπουλος είναι άξιος επαίνων... Τη ζήλεψα τη δουλειά του, αλήθεια...
Ψάξτε το, αξίζει τον κόπο.
Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 12, 2005
Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 08, 2005
Αρκετά συχνά...
...σκέφτομαι πως το πιο "παρεξηγημένο" αγαθό, που όλοι νομίζουμε πως εξ' ορισμού κατέχουμε, είναι η ελευθερία.
Όταν ρωτήσεις τον οποιονδήποτε αν θεωρεί πως είναι ελεύθερος, θα σου απαντήσει αυθόρμητα "ναι!"
Αν του ζητήσεις να σκεφτεί λίγο καλύτερα, πιθανότατα θα σου κάνει μια αντιπαράθεση ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν για να σου αποδείξει πόσο "πιο ελεύθερος" είναι ο κόσμος σήμερα. Λες κι είναι θέμα ποσότητας. Λιγότερο ελεύθερος, περισσότερο ελεύθερος... λες και δε θα έπρεπε η ελευθερία να είναι μιά μόνο έννοια, χωρίς μέτρο και ζύγι..
Και δε θα σου πει μόνο πως ο κόσμος είναι πιο ελεύθερος. Θα πει τα ίδια και για τη σκέψη του, τη γνώμη του, τον Τύπο και τα Μ.Μ.Ε., τη γνώση, μπλα μπλα μπλα.....
Και να τότε που ήμασταν σκλαβωμένοι, και να αργότερα που υπήρχε Κατοχή και να το ένα και να το άλλο... Όλα για τη λευτεριά του ατόμου έγιναν άλλωστε.
Φυσικά, μέσα σ' όλα τα υπόλοιπα, έχουμε και τη σύγκριση ανάμεσα στο δυτικό πολιτισμό και τον ανατολικό. Άλλος ορυμαγδός επιχειρημάτων απο κει.
Τώρα, αν τυχόν και ζορίσεις κι άλλο τα πράγματα ίσως που και που, ν' αντικρύσεις ένα προβληματισμένο βλέμμα, και κάποιες φορές άτομα που θα συμφωνήσουν μαζί σου.
Σε γενικές γραμμές όμως, σε κανένα δεν αρέσει να σκέφτεται πως δεν είναι πραγματικά ελεύθερος.
Ούτε και σε μένα αρέσει, κι ας το σκέφτομαι.
Κι είμαστε κι άτυχοι βλέπεις...
δεν έχουμε καν την πολυτέλεια να πιστέψουμε πως ίσως μεν δεν είμαστε ελεύθεροι, αλλά μια μέρα ΘΑ ελευθερωθούμε.
Ή άλλιώς:
Όταν ρωτήσεις τον οποιονδήποτε αν θεωρεί πως είναι ελεύθερος, θα σου απαντήσει αυθόρμητα "ναι!"
Αν του ζητήσεις να σκεφτεί λίγο καλύτερα, πιθανότατα θα σου κάνει μια αντιπαράθεση ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν για να σου αποδείξει πόσο "πιο ελεύθερος" είναι ο κόσμος σήμερα. Λες κι είναι θέμα ποσότητας. Λιγότερο ελεύθερος, περισσότερο ελεύθερος... λες και δε θα έπρεπε η ελευθερία να είναι μιά μόνο έννοια, χωρίς μέτρο και ζύγι..
Και δε θα σου πει μόνο πως ο κόσμος είναι πιο ελεύθερος. Θα πει τα ίδια και για τη σκέψη του, τη γνώμη του, τον Τύπο και τα Μ.Μ.Ε., τη γνώση, μπλα μπλα μπλα.....
Και να τότε που ήμασταν σκλαβωμένοι, και να αργότερα που υπήρχε Κατοχή και να το ένα και να το άλλο... Όλα για τη λευτεριά του ατόμου έγιναν άλλωστε.
Φυσικά, μέσα σ' όλα τα υπόλοιπα, έχουμε και τη σύγκριση ανάμεσα στο δυτικό πολιτισμό και τον ανατολικό. Άλλος ορυμαγδός επιχειρημάτων απο κει.
Τώρα, αν τυχόν και ζορίσεις κι άλλο τα πράγματα ίσως που και που, ν' αντικρύσεις ένα προβληματισμένο βλέμμα, και κάποιες φορές άτομα που θα συμφωνήσουν μαζί σου.
Σε γενικές γραμμές όμως, σε κανένα δεν αρέσει να σκέφτεται πως δεν είναι πραγματικά ελεύθερος.
Ούτε και σε μένα αρέσει, κι ας το σκέφτομαι.
Κι είμαστε κι άτυχοι βλέπεις...
δεν έχουμε καν την πολυτέλεια να πιστέψουμε πως ίσως μεν δεν είμαστε ελεύθεροι, αλλά μια μέρα ΘΑ ελευθερωθούμε.
Ή άλλιώς:
Γιατί ενύχτωσε κ' οι βάρβαροι δεν ήλθαν.
Και μερικοί έφθασαν απ' τα σύνορα,
και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν.
Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους.
Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μιά κάποια λύσις.
Και μερικοί έφθασαν απ' τα σύνορα,
και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν.
Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους.
Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μιά κάποια λύσις.
Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 02, 2005
Οι Ινδιάνοι
Προ καιρού διάβασα κάπου για ένα έθιμο των Ινδιάνων.
Αδύνατο να θυμηθώ πού το διάβασα (αν και θα το ψάξω μήπως βρω λινκ), ούτε και θυμάμαι σε ποια φυλή αναφερόταν.
Όμως ήταν απ' αυτά που ενώ διαβάζεις τυχαία, σου εντυπώνονται στο μυαλό και στις πιο άσχετες στιγμές, αργότερα, σου ξανάρχονται και σε βάζουν σε σκέψη.
Πράγμα καλό δηλαδή, δεν υπάρχει χειρότερο για την καρδιά μας απ' την αχρηστία και την τελμάτωση του μυαλού μας.
Η ιστορία που διάβασα είχε ως εξής:
Κάθε χρόνο, στη διάρκεια μιας μεγάλης γιορτής όπου συμμετείχε όλη η φυλή, ηλικιωμένοι νέοι και παιδιά, στο τέλος λάβαινε χώρα μια τελετή.
Το νόημα, κατ' αρχήν της γιορτής, ήταν να έρθουν όλοι κοντά.
Έπειτα απο τα τραγούδια και τους χορούς, τα μέλη της φυλής έπαιρναν με τη σειρά το λόγο κι αφού ζητούσαν συγνώμη για όσα θεωρούσαν εκείνοι πως είχαν κάνει λάθος, στη συνέχεια, έλεγαν ευχαριστώ στους κοντινούς τους ανθρώπους για την αγάπη και τη συμπαράστασή τους.
Ευχαριστούσαν τους προγόνους τους για την καθοδήγηση και την προστασία τους, καθώς και τη φύση που τους έτρεφε, τους προστάτευε και τους κρατούσε ζωντανούς.
Το κεντρικό νόημα της γιορτής όμως, ήταν στην τελευταία τελετή.
Για να τονίσουν πως το σημαντικότερο ήταν οι ανθρώπινες σχέσεις και το δέσιμο με τους ανθρώπους τους κοντινούς σου, και όχι η κατοχή των υλικών αγαθών και γενικώς των αγαθών, το κάθε μέλος της φυλής, ερχόταν στη μεγάλη φωτιά και πέταγε εκεί το πιο αγαπημένο του αντικείμενο...
Για να δείξει πως μπορούσε να το κάνει, πως τα αντικείμενα δεν είχαν την ίδια αξία μπροστά στις ανθρώπινες σχέσεις και τη ζωή.
Πως προείχε η επαφή, η πνευματικότητα, ο έρωτας, η ζωή, η οικογένεια, η επιβίωση, απο τα αντικείμενα.
Κάθε φορά που ξαναθυμάμαι την ιστορία αυτή, κάθε φορά που έρχεται ξανά στο νού μου, όπως τώρα καλή ώρα, κάνω στον εαυτό μου την ίδια ερώτηση.
Ποιο είναι το πιο αγαπημένο σου αντικείμενο, Ιφιγένεια;
Στην αρχή μπερδεύομαι. Μου έρχονται ένα σωρό στο μυαλό.
Μετά, σιγά σιγά, η λίστα μειώνεται, το τοπίο ξεκαθαρίζει.
Και στο τέλος, καταλήγει σε ένα. Σ' ένα πράγμα μονάχα.
Και τότε, ρωτάω τον εαυτό μου: Θα μπορούσες εσύ να αποχωριστείς αυτό το αντικείμενο;
Θα μπορούσες να το ρίξεις, με τη θέλησή σου, σε μια φωτιά, για να δείξεις πως δεν κρατιέσαι απο αντικείμενα;
Για να δείξεις, και σε σένα και στους άλλους, πως τα σημαντικά είναι αλλού, κι όχι στα πράγματα;
Θα άντεχες ν' αποχωριστείς αυτό που αγαπάς τόσο, που σημαίνει τόσα για σένα;
Δεν έχει σημασία τί είναι το αντικείμενο.
Μπορεί να είναι ένα βιβλίο, ένα ρούχο, ένα βότσαλο, ένα κόσμημα, μια κούκλα, ένα γράμμα, μια φωτογραφία, μπορεί να είναι οτιδήποτε...
Θα μπορούσες; ρωτάω τον ευατό μου και δεν έχω εύκολη απάντηση.
...Εσείς;
Εσείς θα μπορούσατε;
Αδύνατο να θυμηθώ πού το διάβασα (αν και θα το ψάξω μήπως βρω λινκ), ούτε και θυμάμαι σε ποια φυλή αναφερόταν.
Όμως ήταν απ' αυτά που ενώ διαβάζεις τυχαία, σου εντυπώνονται στο μυαλό και στις πιο άσχετες στιγμές, αργότερα, σου ξανάρχονται και σε βάζουν σε σκέψη.
Πράγμα καλό δηλαδή, δεν υπάρχει χειρότερο για την καρδιά μας απ' την αχρηστία και την τελμάτωση του μυαλού μας.
Η ιστορία που διάβασα είχε ως εξής:
Κάθε χρόνο, στη διάρκεια μιας μεγάλης γιορτής όπου συμμετείχε όλη η φυλή, ηλικιωμένοι νέοι και παιδιά, στο τέλος λάβαινε χώρα μια τελετή.
Το νόημα, κατ' αρχήν της γιορτής, ήταν να έρθουν όλοι κοντά.
Έπειτα απο τα τραγούδια και τους χορούς, τα μέλη της φυλής έπαιρναν με τη σειρά το λόγο κι αφού ζητούσαν συγνώμη για όσα θεωρούσαν εκείνοι πως είχαν κάνει λάθος, στη συνέχεια, έλεγαν ευχαριστώ στους κοντινούς τους ανθρώπους για την αγάπη και τη συμπαράστασή τους.
Ευχαριστούσαν τους προγόνους τους για την καθοδήγηση και την προστασία τους, καθώς και τη φύση που τους έτρεφε, τους προστάτευε και τους κρατούσε ζωντανούς.
Το κεντρικό νόημα της γιορτής όμως, ήταν στην τελευταία τελετή.
Για να τονίσουν πως το σημαντικότερο ήταν οι ανθρώπινες σχέσεις και το δέσιμο με τους ανθρώπους τους κοντινούς σου, και όχι η κατοχή των υλικών αγαθών και γενικώς των αγαθών, το κάθε μέλος της φυλής, ερχόταν στη μεγάλη φωτιά και πέταγε εκεί το πιο αγαπημένο του αντικείμενο...
Σκεφτείτε το...
Το πιο αγαπημένο του αντικείμενο.
Για να δείξει πως μπορούσε να το κάνει, πως τα αντικείμενα δεν είχαν την ίδια αξία μπροστά στις ανθρώπινες σχέσεις και τη ζωή.
Πως προείχε η επαφή, η πνευματικότητα, ο έρωτας, η ζωή, η οικογένεια, η επιβίωση, απο τα αντικείμενα.
Κάθε φορά που ξαναθυμάμαι την ιστορία αυτή, κάθε φορά που έρχεται ξανά στο νού μου, όπως τώρα καλή ώρα, κάνω στον εαυτό μου την ίδια ερώτηση.
Ποιο είναι το πιο αγαπημένο σου αντικείμενο, Ιφιγένεια;
Στην αρχή μπερδεύομαι. Μου έρχονται ένα σωρό στο μυαλό.
Μετά, σιγά σιγά, η λίστα μειώνεται, το τοπίο ξεκαθαρίζει.
Και στο τέλος, καταλήγει σε ένα. Σ' ένα πράγμα μονάχα.
Και τότε, ρωτάω τον εαυτό μου: Θα μπορούσες εσύ να αποχωριστείς αυτό το αντικείμενο;
Θα μπορούσες να το ρίξεις, με τη θέλησή σου, σε μια φωτιά, για να δείξεις πως δεν κρατιέσαι απο αντικείμενα;
Για να δείξεις, και σε σένα και στους άλλους, πως τα σημαντικά είναι αλλού, κι όχι στα πράγματα;
Θα άντεχες ν' αποχωριστείς αυτό που αγαπάς τόσο, που σημαίνει τόσα για σένα;
Δεν έχει σημασία τί είναι το αντικείμενο.
Μπορεί να είναι ένα βιβλίο, ένα ρούχο, ένα βότσαλο, ένα κόσμημα, μια κούκλα, ένα γράμμα, μια φωτογραφία, μπορεί να είναι οτιδήποτε...
Θα μπορούσες; ρωτάω τον ευατό μου και δεν έχω εύκολη απάντηση.
...Εσείς;
Εσείς θα μπορούσατε;
Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 01, 2005
Δεν παω λέμεεε!
Η ώρα έχει παει πια εφτά παρά δέκα.
Το πρωί. Έξω έχει ξημερώσει για τα καλά.
Όχι, δεν με πιάσαν οι καλοσύνες μου σήμερα ώστε να ξυπνήσω αξημέρωτα.
Απλώς, δεν έχω παει ακόμα για ύπνο.
Άλλαξε ο μήνας. Πέμπτη, πρώτη του Σεπτέμβρη, σκέφτομαι. Παλιά, όταν ήμουν στο σχολείο, τούτες οι μέρες είχαν μια γλυκόπικρη αίσθηση...τέλειωνε το καλοκαιράκι, άρχιζαν τα σχολεία. Κάπου μελαγχολούσαμε, κάπου το θέλαμε.
Τώρα δεν έχω κάτι να με μελαγχολεί και συγχρόνως να με θέλγει. Άλλωστε, τώρα πια δεν έχουμε και φθινόπωρο.
Όμως, πράγμα όχι σπάνιο, άλλα σκέφτεται το μυαλό μου, άλλα η ψυχή μου, κι άλλα φτάνουν να γίνονται λέξεις στις άκρες των δαχτύλων μου και πάνω στο πληκτρολόγιο.
Ας το πάρω πάλι απ' την αρχή.
Γύρισα σπίτι κατά τις τρεις, έπειτα απο μια πολύ ωραία βραδιά με αρκετά μεγάλη παρέα, έχοντας στα χέρια μου μια υπέροχη ταμπακιέρα και μια εξίσου όμορφη δερμάτινη θήκη για τον καπνό μου.
Δώρο αναπάντεχο και πολύ όμορφο, χειρονομία πολύ ευγενική και συγκινητική και μάλιστα απο άνθρωπο που πρώτη φορά μας συναντούσε. (ευχαριστώ!)
Δε μου κανε καρδιά να πέσω για ύπνο, μολονότι κουρασμένη.
Τι κάνεις λοιπόν όταν δε θες να κοιμηθείς με τίποτα, αλλά δεν είναι σαββατοκύριακο και ξέρεις πως την άλλη μέρα θα πρέπει να πας για δουλειά;
Ότι έκανες και την προηγούμενη μέρα.
Δεν πας για δουλειά.
Εκεί ήθελα να καταλήξω. Δεύτερη μέρα κοπάνας απ' τη δουλειά.
Όχι επειδή ξενύχτησα.
Όχι λόγω πιοτού και hangover (ούτε ήπια, ούτε hungover έχω).
Όχι επειδή αύριο έχω να κάνω κάτι εξαιρετικό κι είπα να γαμήσω τη δουλειά.
Έτσι απλά, δε θέλω να παω για δουλειά. Αρνούμαι. Δε θέλω. Δεν παω λέμεεεε!
Έκατσα και τέλειωσα τα "Κορίτσια των Γκαρσία", έφτιαξα κι ένα French manucure, έβγαλα τη γάτα (που είχε σαλτάρει κυνηγώντας ένα μυγάκι και μου χε πρήξει το συκώτι), έξω απ' το δωμάτιό μου, έκλεισα το μάτι στον ήλιο που σκαγε μύτη, κι έγραψα ένα ποστ για να χαιρετήσω τον καινούριο μήνα με κοπάνα απ' το γραφείο.
Δεν παω λέμεεε!
Υ.Γ. Ψάχνω για καινούρια δουλειά. Το περιβάλλον πια, (ή για να είμαι ειλικρινής, εδώ και καιρό), δε με σηκώνει...
Κανένας υποψήφιος εργοδότης να του στείλω βιογραφικό;
Θα μου πεις τώρα, λες πως κάνεις κοπάνες απ' το γραφείο και ψάχνεις και υποψήφιο εργοδότη; Ε, μα, φαντάζομαι, εκτός απο τα άλλα μου προσόντα, θα εκτιμήσει ΚΑΙ την ειλικρίνειά μου!
Το πρωί. Έξω έχει ξημερώσει για τα καλά.
Όχι, δεν με πιάσαν οι καλοσύνες μου σήμερα ώστε να ξυπνήσω αξημέρωτα.
Απλώς, δεν έχω παει ακόμα για ύπνο.
Άλλαξε ο μήνας. Πέμπτη, πρώτη του Σεπτέμβρη, σκέφτομαι. Παλιά, όταν ήμουν στο σχολείο, τούτες οι μέρες είχαν μια γλυκόπικρη αίσθηση...τέλειωνε το καλοκαιράκι, άρχιζαν τα σχολεία. Κάπου μελαγχολούσαμε, κάπου το θέλαμε.
Τώρα δεν έχω κάτι να με μελαγχολεί και συγχρόνως να με θέλγει. Άλλωστε, τώρα πια δεν έχουμε και φθινόπωρο.
Όμως, πράγμα όχι σπάνιο, άλλα σκέφτεται το μυαλό μου, άλλα η ψυχή μου, κι άλλα φτάνουν να γίνονται λέξεις στις άκρες των δαχτύλων μου και πάνω στο πληκτρολόγιο.
Ας το πάρω πάλι απ' την αρχή.
Γύρισα σπίτι κατά τις τρεις, έπειτα απο μια πολύ ωραία βραδιά με αρκετά μεγάλη παρέα, έχοντας στα χέρια μου μια υπέροχη ταμπακιέρα και μια εξίσου όμορφη δερμάτινη θήκη για τον καπνό μου.
Δώρο αναπάντεχο και πολύ όμορφο, χειρονομία πολύ ευγενική και συγκινητική και μάλιστα απο άνθρωπο που πρώτη φορά μας συναντούσε. (ευχαριστώ!)
Δε μου κανε καρδιά να πέσω για ύπνο, μολονότι κουρασμένη.
Τι κάνεις λοιπόν όταν δε θες να κοιμηθείς με τίποτα, αλλά δεν είναι σαββατοκύριακο και ξέρεις πως την άλλη μέρα θα πρέπει να πας για δουλειά;
Ότι έκανες και την προηγούμενη μέρα.
Δεν πας για δουλειά.
Εκεί ήθελα να καταλήξω. Δεύτερη μέρα κοπάνας απ' τη δουλειά.
Όχι επειδή ξενύχτησα.
Όχι λόγω πιοτού και hangover (ούτε ήπια, ούτε hungover έχω).
Όχι επειδή αύριο έχω να κάνω κάτι εξαιρετικό κι είπα να γαμήσω τη δουλειά.
Έτσι απλά, δε θέλω να παω για δουλειά. Αρνούμαι. Δε θέλω. Δεν παω λέμεεεε!
Έκατσα και τέλειωσα τα "Κορίτσια των Γκαρσία", έφτιαξα κι ένα French manucure, έβγαλα τη γάτα (που είχε σαλτάρει κυνηγώντας ένα μυγάκι και μου χε πρήξει το συκώτι), έξω απ' το δωμάτιό μου, έκλεισα το μάτι στον ήλιο που σκαγε μύτη, κι έγραψα ένα ποστ για να χαιρετήσω τον καινούριο μήνα με κοπάνα απ' το γραφείο.
Δεν παω λέμεεε!
Καλό μήνα σε όλους.
Υ.Γ. Ψάχνω για καινούρια δουλειά. Το περιβάλλον πια, (ή για να είμαι ειλικρινής, εδώ και καιρό), δε με σηκώνει...
Κανένας υποψήφιος εργοδότης να του στείλω βιογραφικό;
Θα μου πεις τώρα, λες πως κάνεις κοπάνες απ' το γραφείο και ψάχνεις και υποψήφιο εργοδότη; Ε, μα, φαντάζομαι, εκτός απο τα άλλα μου προσόντα, θα εκτιμήσει ΚΑΙ την ειλικρίνειά μου!
Δευτέρα, Αυγούστου 08, 2005
Θα ήθελα να…
έχω μονίμως απόθεμα από παγωτό πεπόνι. Του Σκλαβενίτη. Το φτηνό.
Έχει υπέροχη γεύση…
Έχει υπέροχη γεύση…
ρίξει μια βροχή που να κρατήσει όλη νύχτα.
να μην ξεμένω από καπνό και χαρτάκια.
είχα ένα σπίτι με μεγάλα μπαλκόνια ή, ακόμα καλύτερα, μεγάλο κήπο.
είχα ακόμα τον Μπιτιγιού.
ήταν χειμώνας, με χιόνι βαρύ, να ήμουν στο σπίτι στη Ζαγορά –όπως ήταν πριν την ανακαίνιση– να ζει ο παππούς μου και να μου ψήνει κάστανα στο τζάκι.
μακρύνω κι άλλο τα μαλλιά μου.
έχω ξανά δική μου μηχανή.
γράψω κι άλλη νουβέλα.
παω διακοπές φθινόπωρο στο Πήλιο με τη Γιάννα.
αγοράσω (κι αυτή τη φορά να μη χάσω) το Άρωμα του Ονείρου.
δω ένα ξημέρωμα στον Άη-Γιάννη.
ανέβω στην Ακρόπολη.
δω ένα ηλιοβασίλεμα στη Σαντορίνη.
πήγαινα στα μαγαζιά για ν’ αγοράσω δώρα στους αγαπημένους μου ανθρώπους.
...θα ήθελα ακόμη να
είχα ένα ολόκληρο καλοκαίρι δικό μου, να είμαι σ’ ένα νησί, να γυρνάω όλη μέρα στα σοκάκια του και ν’ αράζω με τις ώρες στην παραλία.
μάθω να οδηγώ αυτοκίνητο.
χάσω δέκα κιλά.πήγαινα για καφέ με κάποιους παλιούς φίλους.
άκουγα ξανά τη φωνή σου.βάλω σε κορνίζα το πορτρέτο σου.
ακούσω ξανά τη μάνα μου να γελάει, όπως τη θυμάμαι παλιά.να έχω λίγη απ’ την παλιά μου ηρεμία και μοναξιά.
ξημερώσει μια μέρα όπου δε θα χτυπήσει κανένα τηλέφωνο. Ούτε σταθερό, ούτε κινητό.τραβήξω ξανά ασπρόμαυρες φωτογραφίες.
μπορέσω να συγχωρέσω.
ζωγραφίσω πάλι με κάρβουνο.
ανέβω στο ξωκλήσι του Προφήτη Ηλία.
έχω λιγότερο άγχος.
ήσουν ακόμα εδώ.
ξαναβρώ τα καλοκαίρια της εφηβείας μου.
παω θερινό σινεμά.
συναντήσω τη Λίζα στο Τρινιτάντ.
είχαμε ζήσει κι άλλα μαζί.
δω το Κάμελ τυπωμένο.
συναντούσα ξανά τον Τάσο.
ζωγραφίσω ξανά έναν τοίχο.
φυσήξει ένα αέρας τρελός και μανιασμένος κι εγώ να περπατάω στους δρόμους.
πιω καφέ στην Αριστοτέλους.
ταξιδεύω έναν ολόκληρο χρόνο.
Πότε είναι η νύχτα της βροχής των Λεοντιδών;
Πόσες ευχές δικαιούμαι να ζητήσω;
Πόσες άραγε, μπορούν να μου χαρίσουν;
Πόσες ευχές δικαιούμαι να ζητήσω;
Πόσες άραγε, μπορούν να μου χαρίσουν;
Πέμπτη, Αυγούστου 04, 2005
Τί το θελες πουλάκι μου το ντελίβερι;
Κοντεύει τρεις το μεσημέρι και στο γραφείο δεν υπάρχει ούτε έστω μια προπολεμική φρυγανιά για ροκάνισμα.
Το στομάχι μου εδώ και ώρα συνθέτει συμφωνίες κι αν πιω άλλη μια γουλιά καφέ μου φαίνεται πως θ' αρχίσει να παίζει και ταμπούρλο.
Το πρωί μου είχαν φέρει ένα φυλλάδιο κάποιου Ιταλικού εστιατορίου και ξαφνικά μου ρθε η φαϊνή ιδέα: Θα έπαιρνα φαγητό απ' έξω.
Δεν το κάνω πολύ συχνά, ιδίως άμα δεν ξέρω το εστιατόριο, έλα ντε όμως που τα δύο απ' τα οποία συνήθως παραγγέλνουμε είχαν κλείσει. Απ' την άλλη πάλι, το φυλλάδιο που λέγαμε αναφερόταν σε σχετικά γνωστό εστιατόριο της Φωκίωνος, οπότε είπα κι εγώ, τί στο διάτανο, κάτι της προκοπής θα χει.
Πήρα τον κατάλογο στα χέρια μου κι άρχισα να τον ξεφυλλίζω.
Αποφασίζω να παραγγείλω εσκαλόπ με σως μαδέρα, που μαύρη η ώρα κι η στιγμή...
Δεν είχα δοκιμάσει ξανά το συγκεκριμένο πιάτο, αλλά μου κατσε ωραία στ' αυτί (όχι δεν είμαι ξανθιά βαμμένη μελαχρινή), κι είπα να το δοκιμάσω.
Παίρνω τηλέφωνο κι αφού πέρασα πέντε λεπτά στην αναμονή, κι άλλα δέκα να προσπαθώ να συννενοηθώ με την υπεύθυνη που δεν εννοούσε να καταλάβει πως θα κάνει παράδοση σε γραφείο και ζητούσε όνομα, επίθετο, τηλέφωνο -μόνο ΑΦΜ και βεβαίωση απ' το ΙΚΑ δεν ήθελε- κάποια στιγμή τέλειωσε ο γολγοθάς κι είχα πια κατορθώσει να παραγγείλω το ρημάδι, παρά τα δώδεκα ευρουλάκια του...
Και περιμένω, και περιμένω, και περιμένω... όχι να περάσει το τρένο, αλλά να εμφανιστεί ο ντελιβεράς με το εσκαλόπ μου... Και περνούν σαρανταπέντε ολόκληρα λεπτά...
Μα τι διάτανο, τώρα το σφάζουν το ζωντανό;
Πάνω που ήμουν έτοιμη να πάρω ξανά τηλέφωνο και να αρχίσω τα καντήλια, εμφανίζεται ο ντελίβερι μποι... Λέω μέσα μου άει σιχτίρ, δώσε τόπο στην οργή... Σε λίγο το στομαχάκι σου θα σταματήσει να παίζει την 9η του Μπετόβεν...
-Δεκαπέντε ευρώ, μου λέει το αλλοδαπό.
-Μα ο κατάλογος λεει δώδεκα, του κάνω εγώ...
-Ναι, μου απαντάει, αλλά παραγγείλατε και ψωμί! (συγνώμη παιδιά, δε θα το ξανακάνω!)
Τρία ευρώ το κουβέρ!!! μουρμουρίζω μες τη τσαντίλα, αλλά αποφασίζω να το πνίξω κι αυτό... Ψάχνω για τα υπόλοιπα ψιλά, βρίσκω, του τα δίνω, φεύγει.
Ανοίγω την, ομολογουμένως προσεγμένη, συσκευασία και το ωραίον του πράγματος σταματά εκεί.
Διότι εγώ η κουτή, χαζή κι ανόητη (το ίδιο πράγμα δεν είναι όλα τούτα μπαι δε γουέι;), περίμενα να αντικρίσω κάτι, χμμμ... πάνω κάτω σαν κι αυτό:
...όμως, αντίκρισα κάτι μάλλον σαν... αυτό:
ή έστω, σχεδόν σαν κι αυτό... Μου ρθε ο θάνατος!
Βλέπω ένα πιατάκι τύπου Σάνιτας χωρισμένο σε τρία μέρη.
Στο ένα υπήρχε το υποτιθέμενο εσκαλόπ.
Στο άλλο πατάτες τηγανιτές (που δεν τις ήθελα) και στο τρίτο ολίγη από σαλάτα.
Τα εσκαλόπ ήταν τελικά κάτι κομμάτια λεπτού μεν αλλά σχεδόν άψητου κρέατος που κολυμπούσαν σε μια περίεργη, πηχτή σάλτσα, πνιγμένα σ' ένα σωρό μανιτάρια και μάλιστα κονσέρβας.
Η γεύση άθλια... Δεν τρωγόταν με τίποτα...
Κάνω μια φιλότιμη προσπάθεια, δυο, τρεις, μπα! Πού να πάει κάτω... Θα έπρεπε να το σπρώξω με το σκουπόξυλο και πάλι...
Ρίχνω ένα βλέμμα στις πατάτες... Τηγανισμένες τόσο που έμοιαζαν πια με τσιπς Τσακίρης, μαύρες και γκαργκανιασμένες... θα ΄χαν να αλλάξουν καιρό το λάδι της φριτέζας μάλλον... Το απέκλεισα κι αυτό παρόλη την πείνα μου.
Απελπισμένη πια, στράφηκα στην ας πούμε σαλάτα.
Ήταν ένα μίγμα από δύο τούφες κουνουπιδιού, τρεις κορυφές μπρόκολου, πέντε ροδέλες καρότου κι αυτό ήταν όλο.... Έτοιμη κατεψυγμένη συσκευασία κι ούτε καν του επιπέδου Μπάρμπα-Στάθης ρε παιδί μου!
Επίσης, ούτε ίχνος λαδιού, ξυδιού, σος, λεμονιού ή οποιουδήποτε σχετικού αρτύματος...
Δε βαριέσαι λέω μέσα μου, από το ολότελα, καλή κι η Παναγιώταινα...
Κόβω μια μπουκιά ψωμί και τσιμπάω μια τούφα κουνουπίδι...
Με το που το φέρνω ως το στόμα μου κόντεψα να βγάλω το στομάχι μου από τη μπόχα...
Μπόχα, ναι μπόχα...
Όχι, δεν ήταν χαλασμένη η σαλάτα... απλώς, βρώμαγε ψαρίλα...
Γιατί ψαρίλα; Θα σας γελάσω και δεν το θέλω... Λεω βρε λες να είναι η ιδέα μου;
Μπα, δυστυχώς όχι...δεν ήταν... Η σαλάτα μύριζε ψαρίλα...
Είπα να πάρω τηλέφωνο τελικά να τους ξεχέσω... Αλλά δεν το έκανα...
Δεν άντεχα αδελφάκι μου. Είχα τσακίσει απ' την πείνα, την κούραση και τη ζέστη.
Βγήκα έξω και πέταξα στον κάδο απορριμάτων όλο το πακέτο...
Κράτησα το ψωμί και το μασούλησα αργά λες κι ήταν παντεσπάνι στην Κατοχή...
Βρε πώς ακρίβυνε τελικά το ψωμάκι...
Δεκαπέντε ευρουλάκια το πλήρωσα...
-Ποτέ μην κρίνεις βιβλίο απ' το περιτύλιγμα
(ή γκόμενο, αυτοκίνητο, φαί απο τη φωτογραφία του φυλλαδίου κοκ)
-Η πείνα είναι κακός σύμβουλος
-Καλά έκανε η γιαγιά μου και νήστευε μέχρι το δεκαπενταύγουστο
Το στομάχι μου εδώ και ώρα συνθέτει συμφωνίες κι αν πιω άλλη μια γουλιά καφέ μου φαίνεται πως θ' αρχίσει να παίζει και ταμπούρλο.
Το πρωί μου είχαν φέρει ένα φυλλάδιο κάποιου Ιταλικού εστιατορίου και ξαφνικά μου ρθε η φαϊνή ιδέα: Θα έπαιρνα φαγητό απ' έξω.
Δεν το κάνω πολύ συχνά, ιδίως άμα δεν ξέρω το εστιατόριο, έλα ντε όμως που τα δύο απ' τα οποία συνήθως παραγγέλνουμε είχαν κλείσει. Απ' την άλλη πάλι, το φυλλάδιο που λέγαμε αναφερόταν σε σχετικά γνωστό εστιατόριο της Φωκίωνος, οπότε είπα κι εγώ, τί στο διάτανο, κάτι της προκοπής θα χει.
Πήρα τον κατάλογο στα χέρια μου κι άρχισα να τον ξεφυλλίζω.
Αποφασίζω να παραγγείλω εσκαλόπ με σως μαδέρα, που μαύρη η ώρα κι η στιγμή...
Δεν είχα δοκιμάσει ξανά το συγκεκριμένο πιάτο, αλλά μου κατσε ωραία στ' αυτί (όχι δεν είμαι ξανθιά βαμμένη μελαχρινή), κι είπα να το δοκιμάσω.
Παίρνω τηλέφωνο κι αφού πέρασα πέντε λεπτά στην αναμονή, κι άλλα δέκα να προσπαθώ να συννενοηθώ με την υπεύθυνη που δεν εννοούσε να καταλάβει πως θα κάνει παράδοση σε γραφείο και ζητούσε όνομα, επίθετο, τηλέφωνο -μόνο ΑΦΜ και βεβαίωση απ' το ΙΚΑ δεν ήθελε- κάποια στιγμή τέλειωσε ο γολγοθάς κι είχα πια κατορθώσει να παραγγείλω το ρημάδι, παρά τα δώδεκα ευρουλάκια του...
Και περιμένω, και περιμένω, και περιμένω... όχι να περάσει το τρένο, αλλά να εμφανιστεί ο ντελιβεράς με το εσκαλόπ μου... Και περνούν σαρανταπέντε ολόκληρα λεπτά...
Μα τι διάτανο, τώρα το σφάζουν το ζωντανό;
Πάνω που ήμουν έτοιμη να πάρω ξανά τηλέφωνο και να αρχίσω τα καντήλια, εμφανίζεται ο ντελίβερι μποι... Λέω μέσα μου άει σιχτίρ, δώσε τόπο στην οργή... Σε λίγο το στομαχάκι σου θα σταματήσει να παίζει την 9η του Μπετόβεν...
-Δεκαπέντε ευρώ, μου λέει το αλλοδαπό.
-Μα ο κατάλογος λεει δώδεκα, του κάνω εγώ...
-Ναι, μου απαντάει, αλλά παραγγείλατε και ψωμί! (συγνώμη παιδιά, δε θα το ξανακάνω!)
Τρία ευρώ το κουβέρ!!! μουρμουρίζω μες τη τσαντίλα, αλλά αποφασίζω να το πνίξω κι αυτό... Ψάχνω για τα υπόλοιπα ψιλά, βρίσκω, του τα δίνω, φεύγει.
Ανοίγω την, ομολογουμένως προσεγμένη, συσκευασία και το ωραίον του πράγματος σταματά εκεί.
Διότι εγώ η κουτή, χαζή κι ανόητη (το ίδιο πράγμα δεν είναι όλα τούτα μπαι δε γουέι;), περίμενα να αντικρίσω κάτι, χμμμ... πάνω κάτω σαν κι αυτό:
...όμως, αντίκρισα κάτι μάλλον σαν... αυτό:
ή έστω, σχεδόν σαν κι αυτό... Μου ρθε ο θάνατος!
Βλέπω ένα πιατάκι τύπου Σάνιτας χωρισμένο σε τρία μέρη.
Στο ένα υπήρχε το υποτιθέμενο εσκαλόπ.
Στο άλλο πατάτες τηγανιτές (που δεν τις ήθελα) και στο τρίτο ολίγη από σαλάτα.
Τα εσκαλόπ ήταν τελικά κάτι κομμάτια λεπτού μεν αλλά σχεδόν άψητου κρέατος που κολυμπούσαν σε μια περίεργη, πηχτή σάλτσα, πνιγμένα σ' ένα σωρό μανιτάρια και μάλιστα κονσέρβας.
Η γεύση άθλια... Δεν τρωγόταν με τίποτα...
Κάνω μια φιλότιμη προσπάθεια, δυο, τρεις, μπα! Πού να πάει κάτω... Θα έπρεπε να το σπρώξω με το σκουπόξυλο και πάλι...
Ρίχνω ένα βλέμμα στις πατάτες... Τηγανισμένες τόσο που έμοιαζαν πια με τσιπς Τσακίρης, μαύρες και γκαργκανιασμένες... θα ΄χαν να αλλάξουν καιρό το λάδι της φριτέζας μάλλον... Το απέκλεισα κι αυτό παρόλη την πείνα μου.
Απελπισμένη πια, στράφηκα στην ας πούμε σαλάτα.
Ήταν ένα μίγμα από δύο τούφες κουνουπιδιού, τρεις κορυφές μπρόκολου, πέντε ροδέλες καρότου κι αυτό ήταν όλο.... Έτοιμη κατεψυγμένη συσκευασία κι ούτε καν του επιπέδου Μπάρμπα-Στάθης ρε παιδί μου!
Επίσης, ούτε ίχνος λαδιού, ξυδιού, σος, λεμονιού ή οποιουδήποτε σχετικού αρτύματος...
Δε βαριέσαι λέω μέσα μου, από το ολότελα, καλή κι η Παναγιώταινα...
Κόβω μια μπουκιά ψωμί και τσιμπάω μια τούφα κουνουπίδι...
Με το που το φέρνω ως το στόμα μου κόντεψα να βγάλω το στομάχι μου από τη μπόχα...
Μπόχα, ναι μπόχα...
Όχι, δεν ήταν χαλασμένη η σαλάτα... απλώς, βρώμαγε ψαρίλα...
Γιατί ψαρίλα; Θα σας γελάσω και δεν το θέλω... Λεω βρε λες να είναι η ιδέα μου;
Μπα, δυστυχώς όχι...δεν ήταν... Η σαλάτα μύριζε ψαρίλα...
Είπα να πάρω τηλέφωνο τελικά να τους ξεχέσω... Αλλά δεν το έκανα...
Δεν άντεχα αδελφάκι μου. Είχα τσακίσει απ' την πείνα, την κούραση και τη ζέστη.
Βγήκα έξω και πέταξα στον κάδο απορριμάτων όλο το πακέτο...
Κράτησα το ψωμί και το μασούλησα αργά λες κι ήταν παντεσπάνι στην Κατοχή...
Βρε πώς ακρίβυνε τελικά το ψωμάκι...
Δεκαπέντε ευρουλάκια το πλήρωσα...
Ηθικά διδάγματα της ιστορίας:
-Ποτέ μην κρίνεις βιβλίο απ' το περιτύλιγμα
(ή γκόμενο, αυτοκίνητο, φαί απο τη φωτογραφία του φυλλαδίου κοκ)
-Η πείνα είναι κακός σύμβουλος
-Καλά έκανε η γιαγιά μου και νήστευε μέχρι το δεκαπενταύγουστο
Δευτέρα, Ιουλίου 25, 2005
S.O.S. Οδηγίες προς ναυτιλλομένους παρακαλώ...
Φέτος, δε μου περισσεύει φράγκο τσακιστό για διακοπές.
Κάτι απρόοπτα, κάτι θέματα υγείας, κάτι οι δουλειές που μείναν πίσω, ε, πολύ θέλει;
Τα κατάφερα η γυναίκα, κι έμεινα ταπί και ψύχραιμη (;) -λέμε τώρα-
Φέτος όμως, ειδικά φέτος, το χω όσο ποτέ ανάγκη να φύγω κάπου για λίγες μέρες. Και το ότι θα παω μια βδομάδα στην κυρία Βικτωρία (τη μάνα μου ντε!), δεν πιάνει για διακοπές, όσο κι αν θέλω να το δω έτσι.
Καλός κι ο Βόλος, ακόμα καλύτερο το Πήλιο, όνειρο οι Β. Σποράδες, αλλά δεν είναι διακοπές αυτό. Απ' τη μια, όταν γυρνάς στο πατρικό σπίτι, απ' όπου λείπεις κοντά δεκατέσσερα χρόνια τώρα, κάπως σου κάνει όλο αυτό.
Γυρνάς και η αίσθηση η μόνιμη είναι κάτι σαν το άσμα:
"Όλα τριγύρω αλλάζουνε, κι όλα τα ίδια μένουν..."
Απ' την άλλη, στα υπόλοιπα μέρη έχω παει καμιά εκατοστή φορές στα τελευταία χρόνια, και πως να το κάνουμε, όχι πως δε μ' αρέσουν, όχι πως δεν πήγαινα ξανά ευχαρίστως κάποια στιγμή, αλλά όχι τώρα...
Αυτόν τον καιρό, έχω ανάγκη να βρεθώ κάπου όπου δεν έχω ξαναπάει.
Να βρεθώ σ' ένα μέρος που δεν έχει καθόλου αναμνήσεις. Και να ναι κάπου χωρίς τρομερή κοσμοσυροή και φασαρία.
Να χει μόνο ατέλειωτες παραλίες, καλά μπαράκια, ωραίο ψάρι και καλή παρέα.
Θα μου πεις τώρα, που μας μωρή ζουρλή, εδώ ο κόσμος καίγεται...
Το νοίκι περιμένει να πληρωθεί, για τη ΔΕΗ κάνουμε το μαλάκα, για το τηλέφωνο με τα χίλια ζόρια τα βρήκαμε τα όβολα, οι διακοπές σε μάραναν...
Κι όμως, με μάραναν...
Άλλωστε, η φτώχια θέλει καλοπέραση,
μια ζωή την έχουμε κι αν δε τη γλεντήσουμε,
ή όπως λεει συχνά πυκνά η κυρά Βικτωρία, "εμείς είμαστε φτωχοί από πολλά, απο ένα ακόμα θα φτωχύνουμε;"
ή αλλιώς, όπως λεω εγώ ΘΕΛΩ ΔΙΑΚΟΠΕΣ ΕΔΩ ΚΑΙ ΤΩΡΑ, ΟΠΩΣ ΚΑΙ ΔΗΠΟΤΕ...
Χμμ... Did i make myself clear?
Όπερ, όσο αφραγκία και να χει πέσει, έχουν πέσει άλλες τόσες καράφλες και στριμώγματα τελευταία, κι εγώ πρέπει, πάση θυσία, να ηρεμήσω λιγάκι και να ανασυνταχτώ.
Έτσι, μετά απο ατέλειωτες δόσεις brainstorming, αποφασίσαμε με μια κολλητή μου να βρούμε μια λύση οικονομική και να την κοπανήσουμε για κανά δεκαήμερο.
Παραπάνω δεν μας παίρνει, εκείνη λόγω δουλειάς, εμένα λόγω επίσης δουλειάς plus και του οικονομικού.
Πως όμως να τη βγάλουμε φτηνά και να πάμε και κάπου που θα μας αρέσει;
Αφού απορρίψαμε καμιά εκατοστή πιθανά (και απίθανα) σενάρια, καταλήξαμε ΕΔΩ:
Το οποίον ΕΔΩ, σημαίνει Ελαφόνησος
Κι εντάξει, για την Ελαφόνησο έχω ακούσει διάφορα, διάβασα στο δίκτυο άλλα τόσα και άλλα τόσα επίσης σε διάφορα φυλλάδια και τουριστικούς οδηγούς.
Όμως... το καλό το άφησα για το τέλος.
Λόγω της έλλειψης φράγκων, πήραμε τη γενναία απόφαση (που δεν ξέρω κατά πόσο θα μου βγει σε καλό), να κάνουμε κάμπινγκ, στο Σίμο.
Κι εδώ είναι που θέλω τις οδηγίες σας...
Μήπως ξέρει κανείς απο κάμπινγκ;
Πηγαίνει κανείς; Πήγαινε κανείς;
Κάθε πληροφορία, υπόδειξη, οδηγία, δεκτή!!
(Κοινώς είμαστε άσχετες, κι εγώ κι η φιλενάς, οπότε μας βλέπω σε άθλια κατάσταση αν δε μας διαφωτίσει καμιά ευγενική ψυχή).
Με ενδιαφέρει το οτιδήποτε.
Απο το τί σκηνή να πάρουμε, πόσο εύχρηστο είναι το backpack, τί πρέπει να κουβαλήσουμε μαζί ως απαραίτητο, κλπ κλπ κλπ...
Για ρίχτε καμιά ιδέα, παρακαλώ...
Για δώστε και σώστε...
Gracias...
Στο μυαλό μου παίζει (απο τ' απόγευμα που τ' αποφάσισα) το: L' ombellico Del Mondo του Jovanotti.
Μία, σάλιο, νιέντε, νάδα που λένε.
Κάτι απρόοπτα, κάτι θέματα υγείας, κάτι οι δουλειές που μείναν πίσω, ε, πολύ θέλει;
Τα κατάφερα η γυναίκα, κι έμεινα ταπί και ψύχραιμη (;) -λέμε τώρα-
Φέτος όμως, ειδικά φέτος, το χω όσο ποτέ ανάγκη να φύγω κάπου για λίγες μέρες. Και το ότι θα παω μια βδομάδα στην κυρία Βικτωρία (τη μάνα μου ντε!), δεν πιάνει για διακοπές, όσο κι αν θέλω να το δω έτσι.
Καλός κι ο Βόλος, ακόμα καλύτερο το Πήλιο, όνειρο οι Β. Σποράδες, αλλά δεν είναι διακοπές αυτό. Απ' τη μια, όταν γυρνάς στο πατρικό σπίτι, απ' όπου λείπεις κοντά δεκατέσσερα χρόνια τώρα, κάπως σου κάνει όλο αυτό.
Γυρνάς και η αίσθηση η μόνιμη είναι κάτι σαν το άσμα:
"Όλα τριγύρω αλλάζουνε, κι όλα τα ίδια μένουν..."
Απ' την άλλη, στα υπόλοιπα μέρη έχω παει καμιά εκατοστή φορές στα τελευταία χρόνια, και πως να το κάνουμε, όχι πως δε μ' αρέσουν, όχι πως δεν πήγαινα ξανά ευχαρίστως κάποια στιγμή, αλλά όχι τώρα...
Αυτόν τον καιρό, έχω ανάγκη να βρεθώ κάπου όπου δεν έχω ξαναπάει.
Να βρεθώ σ' ένα μέρος που δεν έχει καθόλου αναμνήσεις. Και να ναι κάπου χωρίς τρομερή κοσμοσυροή και φασαρία.
Να χει μόνο ατέλειωτες παραλίες, καλά μπαράκια, ωραίο ψάρι και καλή παρέα.
Θα μου πεις τώρα, που μας μωρή ζουρλή, εδώ ο κόσμος καίγεται...
Το νοίκι περιμένει να πληρωθεί, για τη ΔΕΗ κάνουμε το μαλάκα, για το τηλέφωνο με τα χίλια ζόρια τα βρήκαμε τα όβολα, οι διακοπές σε μάραναν...
Κι όμως, με μάραναν...
Άλλωστε, η φτώχια θέλει καλοπέραση,
μια ζωή την έχουμε κι αν δε τη γλεντήσουμε,
ή όπως λεει συχνά πυκνά η κυρά Βικτωρία, "εμείς είμαστε φτωχοί από πολλά, απο ένα ακόμα θα φτωχύνουμε;"
ή αλλιώς, όπως λεω εγώ ΘΕΛΩ ΔΙΑΚΟΠΕΣ ΕΔΩ ΚΑΙ ΤΩΡΑ, ΟΠΩΣ ΚΑΙ ΔΗΠΟΤΕ...
Χμμ... Did i make myself clear?
Όπερ, όσο αφραγκία και να χει πέσει, έχουν πέσει άλλες τόσες καράφλες και στριμώγματα τελευταία, κι εγώ πρέπει, πάση θυσία, να ηρεμήσω λιγάκι και να ανασυνταχτώ.
Έτσι, μετά απο ατέλειωτες δόσεις brainstorming, αποφασίσαμε με μια κολλητή μου να βρούμε μια λύση οικονομική και να την κοπανήσουμε για κανά δεκαήμερο.
Παραπάνω δεν μας παίρνει, εκείνη λόγω δουλειάς, εμένα λόγω επίσης δουλειάς plus και του οικονομικού.
Πως όμως να τη βγάλουμε φτηνά και να πάμε και κάπου που θα μας αρέσει;
Αφού απορρίψαμε καμιά εκατοστή πιθανά (και απίθανα) σενάρια, καταλήξαμε ΕΔΩ:
Το οποίον ΕΔΩ, σημαίνει Ελαφόνησος
Κι εντάξει, για την Ελαφόνησο έχω ακούσει διάφορα, διάβασα στο δίκτυο άλλα τόσα και άλλα τόσα επίσης σε διάφορα φυλλάδια και τουριστικούς οδηγούς.
Όμως... το καλό το άφησα για το τέλος.
Λόγω της έλλειψης φράγκων, πήραμε τη γενναία απόφαση (που δεν ξέρω κατά πόσο θα μου βγει σε καλό), να κάνουμε κάμπινγκ, στο Σίμο.
Κι εδώ είναι που θέλω τις οδηγίες σας...
S.O.S.
Μήπως ξέρει κανείς απο βέσπα;Μήπως ξέρει κανείς απο κάμπινγκ;
Πηγαίνει κανείς; Πήγαινε κανείς;
Κάθε πληροφορία, υπόδειξη, οδηγία, δεκτή!!
(Κοινώς είμαστε άσχετες, κι εγώ κι η φιλενάς, οπότε μας βλέπω σε άθλια κατάσταση αν δε μας διαφωτίσει καμιά ευγενική ψυχή).
Με ενδιαφέρει το οτιδήποτε.
Απο το τί σκηνή να πάρουμε, πόσο εύχρηστο είναι το backpack, τί πρέπει να κουβαλήσουμε μαζί ως απαραίτητο, κλπ κλπ κλπ...
Για ρίχτε καμιά ιδέα, παρακαλώ...
Για δώστε και σώστε...
Gracias...
Στο μυαλό μου παίζει (απο τ' απόγευμα που τ' αποφάσισα) το: L' ombellico Del Mondo του Jovanotti.
Παρασκευή, Ιουλίου 22, 2005
Ο μικρός ΙΡΦΑΝ έχει άμεση ανάγκη βοήθειας. Βοηθήστε τον!
Δυστυχώς, η ιστορία του Ιρφάν δεν είχε πέσει νωρίτερα στην αντίληψή μου.
Σήμερα μόλις ενημερώθηκα και σπεύδω να ενημερώσω κι όσους ίσως δεν είχαν δει την αναφορά νωρίτερα, στο ποστ της Magica de Spell Αντιγράφω απο το ποστ της:
"Ο Ιρφάν είναι 6 μηνών. Η Αϊσέ είναι 21.
Είναι ο γιος της και είναι η μαμά του.
Αγαπιούνται πολύ και θα 'θελαν να μπορούν να αγαπιούνται για πάντα.
Όμως το «πάντα» του Ιρφάν, φαίνεται να είναι πολύ μικρό…
Γεννήθηκε με μια δυσπλασία της καρδιάς τόσο σοβαρή που οι περισσότεροι γιατροί στην Ελλάδα αρνούνται να χειρουργήσουν. Η κατάσταση της υγείας του Ιρφάν, χειροτερεύει μέρα με τη μέρα. Διάφορες επιπλοκές επιβαρύνουν το μικρό του σωματάκι και κάνουν όλο και δυσχερέστερη την πρόγνωση για τη ζωή του. Βρέθηκε επιτέλους ένας γιατρός που μπορεί να προχωρήσει στην επέμβαση στην Ελλάδα... "
Η βοήθειά σας είναι πολύτιμη.
Μπορείτε να την προσφέρετε καταθέτοντας στο λογαριασμό των Δρόμων Ζωής το ποσό που θέλετε.
Σ' αυτή την περίπτωση παρακαλούμε γράψτε το όνομά σας στο καταθετήριο και ενημερώστε μας με ένα mail για την κατάθεση, ώστε να ξέρουμε ότι δεν πρόκειται για άλλη ενίσχυση παρά για δωρεά για τον συγκεκριμένο σκοπό.
Εναλλακτικά μπορείτε να αποστείλετε το καταθετήριο με fax στον αριθμό 210 34 11 062 με την ένδειξη : Προς Δρόμους Ζωής – Για τον Ιρφάν.
Ο λογαριασμός των Δρόμων Ζωής είναι στην Eurobank και είναι ο εξής : 00260076500200041684
(Για κάθε κατάθεση, ανεξαρτήτως ποσού, θα πάρετε απόδειξη δωρεάς, που μπορείτε να χρησιμοποιήσετε στην φορολογική σας δήλωση για φοροαπαλλαγή.).
Αν θέλετε να ενημερωθείτε για τις δραστηριότητες των Δρόμων Ζωής, μπορείτε να το κάνετε εδώ
Όσοι μπορείτε, παρακαλώ βοηθήστε. Όσοι περισσότεροι, τόσο το καλύτερο.
Παρασκευή, Ιουλίου 15, 2005
(Hu)man touch
Το ότι είμαι Τύπος Νυχτερινός το είπα εξ' αρχής... να μην το ξαναλέω.
Να όμως, που κάπου κάπου κάνω κι εγώ τις υπερβάσεις μου. Ειδικά όταν πρόκειται γι' ανθρώπους που το αξίζουν.
Σήμερα λοιπόν είμαι Τύπος Πρωινός. Κι όχι απλώς Πρωινός...αξημέρωτος μπορώ να πω.
Χτες βράδυ τηλεφώνησα σ' έναν φίλο μου, που είχαμε να ειδωθούμε και να τα πούμε καιρό.
Είμαι στο δίκτυο, μου λεει, να σε πάρω σε λίγο;
Πάρε με στο γραφείο. Θέλω να σου μιλήσω, του είπα.
Σε λιγάκι, χτυπάει το τηλέφωνο.
Καλησπέρα σας. Θα μπορούσα να μιλήσω στην κυρία (πανάθεμά σε!) Τάδε, παρακαλώ; Ονομάζομαι Μ. Τάδε. (Αυτή του η επαγγελματική ευγένεια με κάνει χώμα)
Έλα βρε, χαμένο, εγώ είμαι, του απαντώ.
Έλα μωρή! Τι κάνεις; (Η ευγένεια μόλις μας τελείωσε... Τι ωραίο πράγμα οι φίλοι!)
Καλά είμαι. Θέλω να σε δω.
Πότε;
Τώρα.
Τσακίσου κι έλα απο το σπίτι, μου απαντά. (Μες τη γλύκα)
Θ' αργήσω λιγάκι, πειράζει;
Δεν πειράζει ρε ζώον, έλα. Εγώ πάντως στις δώδεκα κοιμάμαι.
Οκ, καναπέ έχει το σπίτι;
Έχει. Άντε, κλείσε και τελείωνε, θα τα πούμε απο κοντά.
Δυο ώρες αργότερα (δε φταίω εγώ, είχε δουλειά στο γραφείο, έπρεπε να ταίσω τη γάτα, να κάνω μπάνιο, να βρω ταξί, να του αγοράσω κόκα κόλα -συμπέρασμα εκείνος φταιει με καθυστέρησε με την κόκα κόλα), βρέθηκα έξω απ' την πόρτα του.
Το σπίτι διέθετε απέραντο μπαλκόνι (ααχ, που σαι Γιαννούλα), και μια κούκλα, τσίφτισα πανέμορφη μαύρη γατούλα, που μου κανε αγάπες και χαρές εξ' αρχής.
Το φιλαράκι μου περνάει κάτι προσωπικά ζόρια τελευταίως και το ήξερα.
Τελευταίως περνάω κι εγώ επίσης ζόρια κι εκείνος δεν το ήξερε. Είχαμε καιρό να τα πούμε.
Ήθελα ν' ακούσω τα δικά του, να μάθω πώς το παλεύει κι αν είναι καλά, κι ήθελα να του μιλήσω και για τα δικά μου.
Τα είπαμε.
Τα δικά του πρώτα.
Γενικότερα νέα, κουτσομπολιά και ανώδυνη κουβεντούλα μετά.
Και τα δικά μου στο τέλος. Που ήταν ζόρικα. Δε χρειάστηκαν πολλά λόγια. Ούτε απο μένα, ούτε απο κείνον.
Του είπα τί συμβαίνει, μ' άκουσε ψύχραιμα, και σε ένα λεπτό βρέθηκα στην αγκαλιά του. Χωρίς πολλά πολλά λόγια.
Μεγάλο πράγμα η αγκαλιά ενός φίλου. Μεγάλο...
Η κουβέντες του, η παρουσία του, και κυρίως η αγκαλιά του μου δωσαν κουράγιο.
Εκείνος δεν κοιμήθηκε στις δώδεκα, κι ας ξυπνούσε στις έξι.
Εγώ δεν κοιμήθηκα ως τις δώδεκα το πρωί ώς συνήθως, και ξύπνησα στις εξίμισι.
Καθόμουν κουλουριασμένη στο λευκό καναπέ του και τον άκουγα να πηγαινοέρχεται μες το σπίτι και να ετοιμάζεται. Ούτε που θυμάμαι πόσο καιρό έχω να ξυπνήσω τόσο πρωί. Όμως ξύπνησα και ξύπνησα καλά.
Όλως παραδόξως, ξύπνησα καλά. Με κέφι. Αφού μέχρι και καλημέρα του είπα... (:P)
Κι όχι μόνο αυτό. Στις εφτάμισι ήμασταν ήδη στο δρόμο και πηγαίναμε προς τον σταθμό.
Στις οχτώ παρά βρισκόμουν στην Πλ.Βικτωρίας κι έπινα τον πρώτο καφέ της ημέρας.
Λίγο αργότερα και πριν έρθω στο σπίτι, αγόρασα ένα κίτρινο χρυσάνθεμο και μια υπέροχη αφρικάνικη βιολέτα.
Τα έβαλα στο μπαλκόνι για να μου θυμίζουν αυτό το πρωινό.
Ένα πρωινό, που ο Τύπος ο Νυχτερινός έγινε Τύπος Πρωινός.
Ένα πρωινό που η μέρα μου φάνηκε καλή, που το άγχος μου μειώθηκε και μετά απο καιρό μπόρεσα να χαμογελάσω...
Γι αυτό, Μ. σ' ευχαριστώ.
Για το (hu)man touch...
Να όμως, που κάπου κάπου κάνω κι εγώ τις υπερβάσεις μου. Ειδικά όταν πρόκειται γι' ανθρώπους που το αξίζουν.
Σήμερα λοιπόν είμαι Τύπος Πρωινός. Κι όχι απλώς Πρωινός...αξημέρωτος μπορώ να πω.
Χτες βράδυ τηλεφώνησα σ' έναν φίλο μου, που είχαμε να ειδωθούμε και να τα πούμε καιρό.
Είμαι στο δίκτυο, μου λεει, να σε πάρω σε λίγο;
Πάρε με στο γραφείο. Θέλω να σου μιλήσω, του είπα.
Σε λιγάκι, χτυπάει το τηλέφωνο.
Καλησπέρα σας. Θα μπορούσα να μιλήσω στην κυρία (πανάθεμά σε!) Τάδε, παρακαλώ; Ονομάζομαι Μ. Τάδε. (Αυτή του η επαγγελματική ευγένεια με κάνει χώμα)
Έλα βρε, χαμένο, εγώ είμαι, του απαντώ.
Έλα μωρή! Τι κάνεις; (Η ευγένεια μόλις μας τελείωσε... Τι ωραίο πράγμα οι φίλοι!)
Καλά είμαι. Θέλω να σε δω.
Πότε;
Τώρα.
Τσακίσου κι έλα απο το σπίτι, μου απαντά. (Μες τη γλύκα)
Θ' αργήσω λιγάκι, πειράζει;
Δεν πειράζει ρε ζώον, έλα. Εγώ πάντως στις δώδεκα κοιμάμαι.
Οκ, καναπέ έχει το σπίτι;
Έχει. Άντε, κλείσε και τελείωνε, θα τα πούμε απο κοντά.
Δυο ώρες αργότερα (δε φταίω εγώ, είχε δουλειά στο γραφείο, έπρεπε να ταίσω τη γάτα, να κάνω μπάνιο, να βρω ταξί, να του αγοράσω κόκα κόλα -συμπέρασμα εκείνος φταιει με καθυστέρησε με την κόκα κόλα), βρέθηκα έξω απ' την πόρτα του.
Το σπίτι διέθετε απέραντο μπαλκόνι (ααχ, που σαι Γιαννούλα), και μια κούκλα, τσίφτισα πανέμορφη μαύρη γατούλα, που μου κανε αγάπες και χαρές εξ' αρχής.
Το φιλαράκι μου περνάει κάτι προσωπικά ζόρια τελευταίως και το ήξερα.
Τελευταίως περνάω κι εγώ επίσης ζόρια κι εκείνος δεν το ήξερε. Είχαμε καιρό να τα πούμε.
Ήθελα ν' ακούσω τα δικά του, να μάθω πώς το παλεύει κι αν είναι καλά, κι ήθελα να του μιλήσω και για τα δικά μου.
Τα είπαμε.
Τα δικά του πρώτα.
Γενικότερα νέα, κουτσομπολιά και ανώδυνη κουβεντούλα μετά.
Και τα δικά μου στο τέλος. Που ήταν ζόρικα. Δε χρειάστηκαν πολλά λόγια. Ούτε απο μένα, ούτε απο κείνον.
Του είπα τί συμβαίνει, μ' άκουσε ψύχραιμα, και σε ένα λεπτό βρέθηκα στην αγκαλιά του. Χωρίς πολλά πολλά λόγια.
Μεγάλο πράγμα η αγκαλιά ενός φίλου. Μεγάλο...
Η κουβέντες του, η παρουσία του, και κυρίως η αγκαλιά του μου δωσαν κουράγιο.
Εκείνος δεν κοιμήθηκε στις δώδεκα, κι ας ξυπνούσε στις έξι.
Εγώ δεν κοιμήθηκα ως τις δώδεκα το πρωί ώς συνήθως, και ξύπνησα στις εξίμισι.
Καθόμουν κουλουριασμένη στο λευκό καναπέ του και τον άκουγα να πηγαινοέρχεται μες το σπίτι και να ετοιμάζεται. Ούτε που θυμάμαι πόσο καιρό έχω να ξυπνήσω τόσο πρωί. Όμως ξύπνησα και ξύπνησα καλά.
Όλως παραδόξως, ξύπνησα καλά. Με κέφι. Αφού μέχρι και καλημέρα του είπα... (:P)
Κι όχι μόνο αυτό. Στις εφτάμισι ήμασταν ήδη στο δρόμο και πηγαίναμε προς τον σταθμό.
Στις οχτώ παρά βρισκόμουν στην Πλ.Βικτωρίας κι έπινα τον πρώτο καφέ της ημέρας.
Λίγο αργότερα και πριν έρθω στο σπίτι, αγόρασα ένα κίτρινο χρυσάνθεμο και μια υπέροχη αφρικάνικη βιολέτα.
Τα έβαλα στο μπαλκόνι για να μου θυμίζουν αυτό το πρωινό.
Ένα πρωινό, που ο Τύπος ο Νυχτερινός έγινε Τύπος Πρωινός.
Ένα πρωινό που η μέρα μου φάνηκε καλή, που το άγχος μου μειώθηκε και μετά απο καιρό μπόρεσα να χαμογελάσω...
Γι αυτό, Μ. σ' ευχαριστώ.
Για το (hu)man touch...
Κυριακή, Ιουλίου 10, 2005
Ωραίο μου πλυντήριο
Όχι, δε λεω για την ταινία του Στήβεν Φρίαρς...
Για το δικό μου το πλυντήριο λεω.
Αυτό που μου κανε δώρο η μαμά μου και που έχω στο σπίτι μου και που αδιαμαρτύρητα τόσο καιρό πλένει στοίβες ρούχα (μακάρι να μου τα σιδέρωνε κιόλας, αλλά αυτό είναι μια άλλη πονεμένη ιστορία).
Χτες αργά το βράδυ λοιπόν, αξιώθηκα η ανεπρόκοπη να βάλω πλυντήριο.
Σήμερα το πρωί που πήγα ν' απλώσω τα ρούχα με περίμενε μια έκπληξη. Βρήκα μέσα στον κάδο ένα ροδακινί μπουρνούζι, μερικά πορτοκαλί εσώρουχα και κάτι τι σερτ σε χρώμα έντονο πράσινο-θαλασσί...
Για λίγο έμεινα σα χάνος να τα κοιτάζω.
Τα δικά μου ρούχα ήταν αυτά;
Εγώ χτες βράδυ είχα βάλει για πλύσιμο ένα μπεζ ανοιχτό μπουρνούζι, μερικά λευκά εσώρουχα και κανά δυο τι σερτ σε χρώμα ανοιχτό γαλάζιο.
Τραβώντας το τελευταίο ρούχο απο τον κάδο, μου λύθηκε η απορία.
Ήταν ένα έντονο φούξια μπλουζάκι, που ένας Θεός ξέρει πώς, το έχωσα κατά λάθος μαζί με τα υπόλοιπα.
Ρε τι σου κάνει ένα μικρό, τόσο δα, φούξια μπλουζάκι, σκέφτηκα, κι έσκασα στα γέλια.
Υπό άλλες συνθήκες μπορεί να έβριζα την τύχη μου (ή μάλλον τη χρόνια αφηρημάδα και βιασύνη μου), αλλά σήμερα το πρωί μου φάνηκε πολύ ωραίο αυτό που συνέβη.
Τελικά το πώς θα δεις ένα γεγονός, αν θα σε κάνει να τσατιστείς ή να σκάσεις στα γέλια είναι κάτι εντελώς υποκειμενικό.
Και στο κάτω-κάτω, πάντα ήθελα ένα ροδακινί μπουρνούζι.
Με γειά μου λοιπόν...
Κανείς που να θέλει να του βάλω πλυντήριο; Θα του κάνω τζάμπα ανανέωση στα ρούχα του...
Για το δικό μου το πλυντήριο λεω.
Αυτό που μου κανε δώρο η μαμά μου και που έχω στο σπίτι μου και που αδιαμαρτύρητα τόσο καιρό πλένει στοίβες ρούχα (μακάρι να μου τα σιδέρωνε κιόλας, αλλά αυτό είναι μια άλλη πονεμένη ιστορία).
Χτες αργά το βράδυ λοιπόν, αξιώθηκα η ανεπρόκοπη να βάλω πλυντήριο.
Σήμερα το πρωί που πήγα ν' απλώσω τα ρούχα με περίμενε μια έκπληξη. Βρήκα μέσα στον κάδο ένα ροδακινί μπουρνούζι, μερικά πορτοκαλί εσώρουχα και κάτι τι σερτ σε χρώμα έντονο πράσινο-θαλασσί...
Για λίγο έμεινα σα χάνος να τα κοιτάζω.
Τα δικά μου ρούχα ήταν αυτά;
Εγώ χτες βράδυ είχα βάλει για πλύσιμο ένα μπεζ ανοιχτό μπουρνούζι, μερικά λευκά εσώρουχα και κανά δυο τι σερτ σε χρώμα ανοιχτό γαλάζιο.
Τραβώντας το τελευταίο ρούχο απο τον κάδο, μου λύθηκε η απορία.
Ήταν ένα έντονο φούξια μπλουζάκι, που ένας Θεός ξέρει πώς, το έχωσα κατά λάθος μαζί με τα υπόλοιπα.
Ρε τι σου κάνει ένα μικρό, τόσο δα, φούξια μπλουζάκι, σκέφτηκα, κι έσκασα στα γέλια.
Υπό άλλες συνθήκες μπορεί να έβριζα την τύχη μου (ή μάλλον τη χρόνια αφηρημάδα και βιασύνη μου), αλλά σήμερα το πρωί μου φάνηκε πολύ ωραίο αυτό που συνέβη.
Τελικά το πώς θα δεις ένα γεγονός, αν θα σε κάνει να τσατιστείς ή να σκάσεις στα γέλια είναι κάτι εντελώς υποκειμενικό.
Και στο κάτω-κάτω, πάντα ήθελα ένα ροδακινί μπουρνούζι.
Με γειά μου λοιπόν...
Κανείς που να θέλει να του βάλω πλυντήριο; Θα του κάνω τζάμπα ανανέωση στα ρούχα του...
Παρασκευή, Ιουλίου 08, 2005
Όνειρο θερινής νυχτός.
Απόψε ήθελα μονάχα εσένα.
Στον κόσμο γίνεται χαμός, κυριολεκτικά.
Όμως εγώ απόψε, ήθελα μονάχα ένα...
...να έρθω να σε βρω.
Να σηκώσω το ακουστικό και να καλέσω τον αριθμό σου, και να απαντούσες εσύ.
Να άκουγα τη ζεστή σου φωνή μες απ’ το σύρμα να με τυλίγει σα χάδι καθώς μου λες: Τι περιμένεις λοιπόν; Έλα
Και να έτρεχα κοντά σου, όπως τότε. Να μην υπολόγιζα χρόνο, κούραση, χρήματα, αποστάσεις. Όπως τότε.
Τα χιλιόμετρα να ξεδιπλώνονται μπροστά μου και να με φέρνουν όλο και πιο κοντά σου. Να κρατάω, με το ζόρι, τον κόμπο στο λαιμό, το δάκρυ στα μάτια, μέχρι να φτάσω σε σένα, μέχρι να ρθω στην αγκαλιά σου.
Να φτάνω και να βλέπω την ψιλόλιγνη, γνώριμη φιγούρα σου στην άκρη του δρόμου, δίπλα στη μηχανή σου.
Φοράς τζην κι ένα μαύρο γιλέκο, τα μαλλιά σου είναι μαζεμένα πίσω, στο λαιμό σου κρέμεται εκείνος ο ασημένιος, κέλτικος σταυρός και στα δάχτυλά σου αργοκαίγεται ένα τσιγάρο.
Παρατάω κάτω τα μπαγκάζια μου και τρέχω προς το μέρος σου. Μέσα σ’ ένα λεπτό είμαι στην αγκαλιά σου. Μέσα σ’ ένα λεπτό, όλα γύρω έχουν σβήσει, όλα φαίνονται μικρότερα, δεύτερα, λιγότερα.
Μέσα σ’ ένα λεπτό, τίποτα πια δεν μπορεί να με πειράξει, τίποτα δεν μπορεί να με πληγώσει, τίποτα να μ’ αγγίξει. Είσαι εσύ εκεί.
Εκεί για μένα.
Τα χέρια σου που με κρατάνε, που με κλείνουν μέσα τους, η θέρμη του κορμιού σου κι ο ήχος της καρδιάς σου που χτυπάει δυνατά και σίγουρα στο στέρνο σου.
Όλος μου ο κόσμος.
Δε με ρωτάς τι συνέβη… Ανέβα, μου λες.
Σκύβεις και παίρνεις τα πράγματά μου με το ένα σου χέρι και τα βολεύεις στη μηχανή.
Την επόμενη στιγμή είμαι ανεβασμένη πάνω στο συντροφάκι σου, το κορμί μου κολλημένο σφιχτά πάνω στο δικό σου, τα χέρια μου τυλίγονται στη μέση σου, ο αέρας μου κάνει άνω κάτω τα μαλλιά κι η άσφαλτος τρέχει κάτω απ’ τις ρόδες.
Με πας στο Μοναστηράκι για καφέ.
Μιλάμε ασταμάτητα για χίλια δυο. Οι κουβέντες μας δεν έχουν ειρμό. Θέλουμε να χωρέσουμε στη διάρκεια ενός καφέ τα νέα μας όλα. Περνάμε απ’ το ένα θέμα στο άλλο, σκάμε στα γέλια, εγώ χειρονομώ καθώς μιλάω και πάντα σου παίρνω το αναμμένο τσιγάρο απ’ το στόμα και πάντα μου γκρινιάζεις: Μα γιατί δεν ανάβεις δικό σου;
Όμως ξέρεις το γιατί και δε θυμώνεις... τα μάτια σου μου γελάνε καθώς τάχα με μαλώνεις…
Κάποια στιγμή οι φωνές μας χαμηλώνουν, οι κουβέντες σιωπούν και τότε το χέρι σου αγγίζει το μάγουλό μου, απομακρύνει τα μαλλιά που μου πέφτουν μονίμως στο πρόσωπο και με κοιτάζεις στα μάτια.
Είσαι καλά, κορίτσι μου; με ρωτάς.
Τώρα ναι, σου απαντώ και το εννοώ... Τα παράπονά μου μπορούν να περιμένουν λίγο ακόμα… Τώρα θέλω να γευτώ τις στιγμές κοντά σου.
Φεύγουμε. Τριγυρνάμε. Το κοντέρ της μηχανής σημειώνει τα χιλιόμετρα της ζωής μας.
Έχει νυχτώσει.
Πάντα είναι τόσο ωραία η Αθήνα τη νύχτα; σε ρωτάω.
Πάντα, μου απαντάς.
Τώρα ξέρω πως δεν είναι αλήθεια. Η Αθήνα ήταν μαγική τις νύχτες γιατί ήσουν εσύ εκεί… Τότε όμως το πίστευα.
Αργότερα, πολύ αργότερα, είμαι τυλιγμένη στο λευκό σου σεντόνι με τα μαλλιά μου μούσκεμα στον ιδρώτα. Έχω και τα δυο μαξιλάρια κι εσύ ακουμπάς τη γυμνή σου πλάτη στον τοίχο. Ανάβεις δυο τσιγάρα και μου δίνεις το ένα.
Το δωμάτιό σου είναι μισοφωτισμένο από ένα παλιό φωτιστικό στο πάτωμα κι από τη γαλαζωπή ανταύγεια της τηλεόρασης που ήταν πάντα ανοιχτή με τον ήχο σβηστό. Τα παράθυρα ανοιχτά κι έξω το καλοκαίρι αγκαλιάζει την πόλη.
Μου κάνεις νόημα να έρθω κοντά σου. Δε χρειάζομαι παρακάλια. Βρίσκομαι με τη μια πλάι σου. Περνάς το χέρι σου στους ώμους μου. Η ώρα τούτη είναι δική μας. Τώρα μόνο με ρωτάς...
Τι τρέχει; Τι έγινε; Πες μου
Κι εγώ σου λεω. Τα παράπονά μου. Τις δυσκολίες μου. Τις στραβές που μου χουν τύχει. Θυμώνω, οργίζομαι, φωνάζω, πονάω, κλαίω…
Δε με νοιάζει. Κοντά σου μπορώ να τα κάνω όλα αυτά.
Κοντά σου δεν έχω καμιά ταμπέλα.
Δεν είμαι υπάλληλος κανενός, συνάδελφος κανενός, γειτόνισσα κανενός, φίλη κανενός, γκόμενα κανενός, κόρη κανενός.
Είμαι απλώς εγώ.
Μ’ ακούς. Με κρατάς. Με παρηγορείς. Μου δίνεις κουράγιο. Με μαλώνεις. Με σπρώχνεις μπροστά. Με τσιγκλάς στο φιλότιμό μου. Μου θυμίζεις ξανά πόσο πιστεύεις σε μένα. Άμα χρειαστεί που και που, μου βάζεις και τις φωνές.
Και τέλος, μου λες: Εγώ είμαι εδώ. Εδώ για σένα. Ό,τι κι αν γίνει, ό,τι κι αν κάνεις, είμαι εδώ. Αν εσύ είσαι εντάξει, τότε είμαι κι εγώ εντάξει.
Δεν καταλαβαίνω για πότε με παίρνει ο ύπνος στην αγκαλιά σου...
Τη μέρα που είναι να φύγω, καθώς ετοιμάζω ξανά βαλίτσες μου λες: Μείνε…
Δε λες μείνε κι άλλο, μείνε λίγο ακόμα… λες απλώς μείνε. Κι εγώ ξέρω τι εννοείς, μα δεν μπορώ ακόμα, δεν είμαι ακόμα έτοιμη και το ξέρεις. Δεν απαντάω τίποτα και δεν το λες ξανά. Κάνουμε κι οι δυο πως δεν το είπες. Μου γελάς και παίρνεις τα κλειδιά. Έτοιμη; με ρωτάς.
Έτοιμη. Φύγαμε.
Ούτε που μπορώ να μετρήσω, ούτε που θυμάμαι πια πόσες φορές παίχτηκαν οι σκηνές αυτές, πόσες φορές έτρεξα να σε βρω.
Απόψε, ήθελα μονάχα αυτό.
Να έρθω ξανά να σε βρω.
Ήθελα να σε δω από μακριά να με περιμένεις.
Ήθελα να σ’ έχω καθισμένο απέναντί μου κι η ματιά μου να ξεκουράζεται στο πρόσωπό σου, να ψάχνει το βλέμμα σου και ν’ αράζει, ν’ απλώνεται εκεί.
Ήθελα να δω τις ρυτίδες του γέλιου στο πλάι των χειλιών σου και ν’ απλώσω το χέρι μου να τις αγγίξω, να τις χαϊδέψω. Ήθελα να περάσω τα δάχτυλά μου στο μαύρο μετάξι των μαλλιών σου. Ήθελα ν’ ακούσω το όμορφο, το λαμπερό, τ’ αστραφτερό σου γέλιο να κυλάει αβίαστο, ζωντανό, καθάριο.
Δεν είναι πως δεν υπάρχουν οι φίλοι, ούτε πως δεν χτυπάει το τηλέφωνο... Όχι, δεν είναι η μοναξιά. Και το τηλέφωνο χτυπάει κι οι φίλοι νοιάζονται, κι αυτοί που μ' αγαπούσαν μ' αγαπούν.
Όμως απόψε, δεν ήθελα να μιλήσω σε κανέναν άλλο. Απόψε ήθελα να κλείσω τα μάτια και να πιστέψω πως είσαι εδώ.
Απόψε ήθελα να μιλήσω μονάχα σε σένα.
Να σου πω πως όλα γύρω μου πια έχουν δυσκολέψει. Να σου πω πως παλεύω σ’ έναν αγώνα που συχνότερα χάνω παρά κερδίζω. Να σου πω πως οι καβάντζες μου πια έχουν λιγοστέψει, πως χάνω το κουράγιο μου.
Να σου πω πως λυγίζω, μέρα τη μέρα.
Κι ήθελα να σου πω αυτό που σήμερα δεν τολμώ να πω σε κανέναν.
Να σου πω πως φοβάμαι.
Τότε, κάποτε, έπρεπε να κάνω χιλιόμετρα για να ρθω να σε βρω κάθε φορά που όλα έδειχναν σκούρα και ζόρικα... Κάθε φορά που είχα ανάγκη να σ’ ακούσω.
Σήμερα δε χρειάζεται πια. Σήμερα ζω στην πόλη σου.
Εσύ όμως δεν το ξέρεις.
Εσύ δεν είσαι εδώ.
Κι απόψε, όσο κι αν ήθελα να σε βρω, όσο κι αν το ήθελα, δεν γινόταν.
Απόψε, όσο κι αν ήθελα να σου πω Ναι, θα μείνω, δεν μπορούσα, γιατί εσύ λείπεις, εσύ δεν είσαι εδώ.
Απόψε, όπως και τόσες νύχτες, εσύ, ακόμα κι αν το ήθελες, δεν μπορούσες να μου κάνεις το χατίρι.
Τ’ αποψινό ήταν μονάχα ένα απραγματοποίητο όνειρο.
Ένα όνειρο μιας νύχτας καλοκαιρινής.
Στον κόσμο γίνεται χαμός, κυριολεκτικά.
Όμως εγώ απόψε, ήθελα μονάχα ένα...
...να έρθω να σε βρω.
Να σηκώσω το ακουστικό και να καλέσω τον αριθμό σου, και να απαντούσες εσύ.
Να άκουγα τη ζεστή σου φωνή μες απ’ το σύρμα να με τυλίγει σα χάδι καθώς μου λες: Τι περιμένεις λοιπόν; Έλα
Και να έτρεχα κοντά σου, όπως τότε. Να μην υπολόγιζα χρόνο, κούραση, χρήματα, αποστάσεις. Όπως τότε.
Τα χιλιόμετρα να ξεδιπλώνονται μπροστά μου και να με φέρνουν όλο και πιο κοντά σου. Να κρατάω, με το ζόρι, τον κόμπο στο λαιμό, το δάκρυ στα μάτια, μέχρι να φτάσω σε σένα, μέχρι να ρθω στην αγκαλιά σου.
Να φτάνω και να βλέπω την ψιλόλιγνη, γνώριμη φιγούρα σου στην άκρη του δρόμου, δίπλα στη μηχανή σου.
Φοράς τζην κι ένα μαύρο γιλέκο, τα μαλλιά σου είναι μαζεμένα πίσω, στο λαιμό σου κρέμεται εκείνος ο ασημένιος, κέλτικος σταυρός και στα δάχτυλά σου αργοκαίγεται ένα τσιγάρο.
Παρατάω κάτω τα μπαγκάζια μου και τρέχω προς το μέρος σου. Μέσα σ’ ένα λεπτό είμαι στην αγκαλιά σου. Μέσα σ’ ένα λεπτό, όλα γύρω έχουν σβήσει, όλα φαίνονται μικρότερα, δεύτερα, λιγότερα.
Μέσα σ’ ένα λεπτό, τίποτα πια δεν μπορεί να με πειράξει, τίποτα δεν μπορεί να με πληγώσει, τίποτα να μ’ αγγίξει. Είσαι εσύ εκεί.
Εκεί για μένα.
Τα χέρια σου που με κρατάνε, που με κλείνουν μέσα τους, η θέρμη του κορμιού σου κι ο ήχος της καρδιάς σου που χτυπάει δυνατά και σίγουρα στο στέρνο σου.
Όλος μου ο κόσμος.
Δε με ρωτάς τι συνέβη… Ανέβα, μου λες.
Σκύβεις και παίρνεις τα πράγματά μου με το ένα σου χέρι και τα βολεύεις στη μηχανή.
Την επόμενη στιγμή είμαι ανεβασμένη πάνω στο συντροφάκι σου, το κορμί μου κολλημένο σφιχτά πάνω στο δικό σου, τα χέρια μου τυλίγονται στη μέση σου, ο αέρας μου κάνει άνω κάτω τα μαλλιά κι η άσφαλτος τρέχει κάτω απ’ τις ρόδες.
Με πας στο Μοναστηράκι για καφέ.
Μιλάμε ασταμάτητα για χίλια δυο. Οι κουβέντες μας δεν έχουν ειρμό. Θέλουμε να χωρέσουμε στη διάρκεια ενός καφέ τα νέα μας όλα. Περνάμε απ’ το ένα θέμα στο άλλο, σκάμε στα γέλια, εγώ χειρονομώ καθώς μιλάω και πάντα σου παίρνω το αναμμένο τσιγάρο απ’ το στόμα και πάντα μου γκρινιάζεις: Μα γιατί δεν ανάβεις δικό σου;
Όμως ξέρεις το γιατί και δε θυμώνεις... τα μάτια σου μου γελάνε καθώς τάχα με μαλώνεις…
Κάποια στιγμή οι φωνές μας χαμηλώνουν, οι κουβέντες σιωπούν και τότε το χέρι σου αγγίζει το μάγουλό μου, απομακρύνει τα μαλλιά που μου πέφτουν μονίμως στο πρόσωπο και με κοιτάζεις στα μάτια.
Είσαι καλά, κορίτσι μου; με ρωτάς.
Τώρα ναι, σου απαντώ και το εννοώ... Τα παράπονά μου μπορούν να περιμένουν λίγο ακόμα… Τώρα θέλω να γευτώ τις στιγμές κοντά σου.
Φεύγουμε. Τριγυρνάμε. Το κοντέρ της μηχανής σημειώνει τα χιλιόμετρα της ζωής μας.
Έχει νυχτώσει.
Πάντα είναι τόσο ωραία η Αθήνα τη νύχτα; σε ρωτάω.
Πάντα, μου απαντάς.
Τώρα ξέρω πως δεν είναι αλήθεια. Η Αθήνα ήταν μαγική τις νύχτες γιατί ήσουν εσύ εκεί… Τότε όμως το πίστευα.
Αργότερα, πολύ αργότερα, είμαι τυλιγμένη στο λευκό σου σεντόνι με τα μαλλιά μου μούσκεμα στον ιδρώτα. Έχω και τα δυο μαξιλάρια κι εσύ ακουμπάς τη γυμνή σου πλάτη στον τοίχο. Ανάβεις δυο τσιγάρα και μου δίνεις το ένα.
Το δωμάτιό σου είναι μισοφωτισμένο από ένα παλιό φωτιστικό στο πάτωμα κι από τη γαλαζωπή ανταύγεια της τηλεόρασης που ήταν πάντα ανοιχτή με τον ήχο σβηστό. Τα παράθυρα ανοιχτά κι έξω το καλοκαίρι αγκαλιάζει την πόλη.
Μου κάνεις νόημα να έρθω κοντά σου. Δε χρειάζομαι παρακάλια. Βρίσκομαι με τη μια πλάι σου. Περνάς το χέρι σου στους ώμους μου. Η ώρα τούτη είναι δική μας. Τώρα μόνο με ρωτάς...
Τι τρέχει; Τι έγινε; Πες μου
Κι εγώ σου λεω. Τα παράπονά μου. Τις δυσκολίες μου. Τις στραβές που μου χουν τύχει. Θυμώνω, οργίζομαι, φωνάζω, πονάω, κλαίω…
Δε με νοιάζει. Κοντά σου μπορώ να τα κάνω όλα αυτά.
Κοντά σου δεν έχω καμιά ταμπέλα.
Δεν είμαι υπάλληλος κανενός, συνάδελφος κανενός, γειτόνισσα κανενός, φίλη κανενός, γκόμενα κανενός, κόρη κανενός.
Είμαι απλώς εγώ.
Μ’ ακούς. Με κρατάς. Με παρηγορείς. Μου δίνεις κουράγιο. Με μαλώνεις. Με σπρώχνεις μπροστά. Με τσιγκλάς στο φιλότιμό μου. Μου θυμίζεις ξανά πόσο πιστεύεις σε μένα. Άμα χρειαστεί που και που, μου βάζεις και τις φωνές.
Και τέλος, μου λες: Εγώ είμαι εδώ. Εδώ για σένα. Ό,τι κι αν γίνει, ό,τι κι αν κάνεις, είμαι εδώ. Αν εσύ είσαι εντάξει, τότε είμαι κι εγώ εντάξει.
Δεν καταλαβαίνω για πότε με παίρνει ο ύπνος στην αγκαλιά σου...
Τη μέρα που είναι να φύγω, καθώς ετοιμάζω ξανά βαλίτσες μου λες: Μείνε…
Δε λες μείνε κι άλλο, μείνε λίγο ακόμα… λες απλώς μείνε. Κι εγώ ξέρω τι εννοείς, μα δεν μπορώ ακόμα, δεν είμαι ακόμα έτοιμη και το ξέρεις. Δεν απαντάω τίποτα και δεν το λες ξανά. Κάνουμε κι οι δυο πως δεν το είπες. Μου γελάς και παίρνεις τα κλειδιά. Έτοιμη; με ρωτάς.
Έτοιμη. Φύγαμε.
Ούτε που μπορώ να μετρήσω, ούτε που θυμάμαι πια πόσες φορές παίχτηκαν οι σκηνές αυτές, πόσες φορές έτρεξα να σε βρω.
Απόψε, ήθελα μονάχα αυτό.
Να έρθω ξανά να σε βρω.
Ήθελα να σε δω από μακριά να με περιμένεις.
Ήθελα να σ’ έχω καθισμένο απέναντί μου κι η ματιά μου να ξεκουράζεται στο πρόσωπό σου, να ψάχνει το βλέμμα σου και ν’ αράζει, ν’ απλώνεται εκεί.
Ήθελα να δω τις ρυτίδες του γέλιου στο πλάι των χειλιών σου και ν’ απλώσω το χέρι μου να τις αγγίξω, να τις χαϊδέψω. Ήθελα να περάσω τα δάχτυλά μου στο μαύρο μετάξι των μαλλιών σου. Ήθελα ν’ ακούσω το όμορφο, το λαμπερό, τ’ αστραφτερό σου γέλιο να κυλάει αβίαστο, ζωντανό, καθάριο.
Δεν είναι πως δεν υπάρχουν οι φίλοι, ούτε πως δεν χτυπάει το τηλέφωνο... Όχι, δεν είναι η μοναξιά. Και το τηλέφωνο χτυπάει κι οι φίλοι νοιάζονται, κι αυτοί που μ' αγαπούσαν μ' αγαπούν.
Όμως απόψε, δεν ήθελα να μιλήσω σε κανέναν άλλο. Απόψε ήθελα να κλείσω τα μάτια και να πιστέψω πως είσαι εδώ.
Απόψε ήθελα να μιλήσω μονάχα σε σένα.
Να σου πω πως όλα γύρω μου πια έχουν δυσκολέψει. Να σου πω πως παλεύω σ’ έναν αγώνα που συχνότερα χάνω παρά κερδίζω. Να σου πω πως οι καβάντζες μου πια έχουν λιγοστέψει, πως χάνω το κουράγιο μου.
Να σου πω πως λυγίζω, μέρα τη μέρα.
Κι ήθελα να σου πω αυτό που σήμερα δεν τολμώ να πω σε κανέναν.
Να σου πω πως φοβάμαι.
Τότε, κάποτε, έπρεπε να κάνω χιλιόμετρα για να ρθω να σε βρω κάθε φορά που όλα έδειχναν σκούρα και ζόρικα... Κάθε φορά που είχα ανάγκη να σ’ ακούσω.
Σήμερα δε χρειάζεται πια. Σήμερα ζω στην πόλη σου.
Εσύ όμως δεν το ξέρεις.
Εσύ δεν είσαι εδώ.
Κι απόψε, όσο κι αν ήθελα να σε βρω, όσο κι αν το ήθελα, δεν γινόταν.
Απόψε, όσο κι αν ήθελα να σου πω Ναι, θα μείνω, δεν μπορούσα, γιατί εσύ λείπεις, εσύ δεν είσαι εδώ.
Απόψε, όπως και τόσες νύχτες, εσύ, ακόμα κι αν το ήθελες, δεν μπορούσες να μου κάνεις το χατίρι.
Τ’ αποψινό ήταν μονάχα ένα απραγματοποίητο όνειρο.
Ένα όνειρο μιας νύχτας καλοκαιρινής.
Πέμπτη, Ιουνίου 23, 2005
Ο Πόλεμος των Bloggers….
Με αφορμή το ποστ της Κουρούνας εδώ είπα να αφήσω ένα σχολιάκι στο μπλογκ της. Ξεκίνησα να γράφω κι από σχόλιο κατέληξα σε ποστ.
Άνθρωποι, άνθρωποι, προς τι το μίσος κι ο αλληλοσπαραγμός; (που έλεγε κι ο αείμνηστος Χρήστος Τσαγανέας).
Οι λύσεις, προφανώς, είναι απλές.
Ας πάρουμε το κειμενάκι κι ας το αναλύσουμε στα κύρια στοιχεία και νοήματά του. Όπως κάνατε στο σχολείο, στα Ν. Ελληνικά. Ενθυμείσθε;
Αν υποθέσουμε πως ισχύει το: "...O ρομαντικός blogger δεν είναι αθώος. Θέλει να γίνει πλούσιος και διάσημος όπως όλοι μας. Δεν είναι τυχαίο που βλέπεις blogs να αλλάζουν ανάλογα με τις διαθέσεις των επισκεπτών τους…", τότε μάλλον ισχύει και το "Any publicity is good publicity", οπότε ίσως πρέπει να πούμε ευχαριστώ στον κύριο Γιώργο Πανόπουλο.
Εν συνεχεία, γράφει σε κάποιο άλλο σημείο ο κύριος Πανόπουλος: «…Γράφουν για τον εαυτό τους αντί να τον εφευρίσκουν…» Μήπως θα πρέπει να θεσπιστεί νέο νομικό πλαίσιο που ν’ απαγορεύει όχι μόνο στους μπλογκερς αλλά και σε όσους ασχολούνται με τον γραπτό λόγο εν γένει, να "γράφουν για τον εαυτό τους"; Μήπως να μπει δικλείδα ασφαλείας στα συμβόλαια των εκδοτικών οίκων με τους συγγραφείς, που να απαγορεύει ακριβώς αυτό; Να υποχρεώνονται με ποινικές ρήτρες να "εφευρίσκουν!?" τον εαυτό τους κι όχι να "γράφουν για τον εαυτό τους"; Να κάψουμε μήπως σε μια μεγάλη φωτιά στην πλατεία Συντάγματος όσα βιβλία συγγραφέων τόλμησαν να «γράψουν για τον εαυτό τους»;
Φυσικά θα μου πείτε, οι μπλογκερς δεν είναι συγγραφείς, είναι απλώς… μπλογκερς. Και λοιπόν; Για τους μεν ισχύει η οκά και για τους δε το κιλό;
Αν πάλι το μεγαλύτερο πρόβλημα του προαναφερόμενου κυρίου είναι πως: "...Προσφέρεις τίποτα ανακυκλώνοντας την τηλεοπτική πραγματικότητα που θα έκανε οποιονδήποτε πράο Θιβετιανό μοναχό να αυτοπυρποληθεί στο Σύνταγμα; Ή όταν διηγείσαι προσωπικές ιστορίες που είναι τόσο πληκτικές, ανέμπνευστες, κουρασμένες ώστε, αν είσαι πάνω από δεκατριών χρόνων, θα ’πρεπε να σε μαντρώσουν για δημόσια ασέλγεια; Ποιος έχει ανάγκη την αντρική και γυναικεία «ευαισθησία» που σε κάνει να σκέφτεσαι τον ευνουχισμό σου;", κρίμα δεν είναι να τον αφήνουμε να "σκέφτεται τον ευνουχισμό του";
Ας του προτείνουμε το αυτονόητο, το ίδιο που συχνά χρησιμοποιείται ως επιχείρημα και στις αντιπαραθέσεις για την ποιότητα των τηλεοπτικών εκπομπών:
-Δεν σας αρέσει η τάδε εκπομπή; Αλλάξτε κανάλι.
-Δεν σας αρέσει η τηλεόραση γενικώς;
Πατήστε το off ή δωρίστε την τηλεόρασή σας, ή ακόμα, πετάξτε την απ’ το παράθυρο. (Προσοχή μόνο μην περνάει κανάς χριστιανός από κάτω και βγούμε στα κανάλια).
-Δεν σας αρέσουν τα μπλογκς, θεωρείτε τους μπλογκερς το βδέλυγμα του ελληνικού διαδικτύου; Μην τα διαβάζετε.
Θα μου πεις απ' την άλλη, αν δεν τα διαβάζουν, αν δεν ασχολούνται, αν δεν προσφέρουν την κριτική τους πως θα βγάλουν κι εκείνοι το ψωμάκι τους και πως εμείς θα κερδίσουμε τα πολυπόθητα 15 λεπτά της δημοσιότητάς μας;
Έλα μου ντε... τι να πω...
Η χαμηλή μου διανόηση δε μου επιτρέπει να εκφέρω γνώμη και άποψη. "Εκείνοι" ξέρουν καλύτερα.
Ίσως τελικά να πρέπει ν' αρχίσουμε να μοιράζουμε ευχαριστήριες, ενυπόγραφες επιστολές (ηλεκτρονικές και όχι μόνο), οι οποίες θα κλείνουν με ένα σεμνό "Υes, Master!" κι έπειτα λεω να πάμε να προμηθευτούμε μερικά τσαντόρ.
Ξέρω κάτι Πακιστανούς που στα ράβουν σε χρόνο dt. Κι ύστερα να σταματήσουμε και να ψηφίζουμε.
Ούστ απο δω, λοιπόν μουλάρες ξεσαμάρωτες. Είχατε και στο χωριό σας μπλογκ; (Για τις κυρίες της μπλογκόσφαιρας αυτό).
Όσο για τους κυρίους, τώρα που ξέρουμε πως οι περισσότεροι "...ανήκουν στην ηλικιακή ομάδα 35-44 ετών, δηλαδή στη βαρεμένη γενιά που καπελώνει με τα άγχη, τις φοβίες και την αποτυχία της τους πιτσιρικάδες θεωρώντας την ιστορία σαν τεράστιο κάδο ανακύκλωσης· είναι αυτή που ευθύνεται για τους πρώτους μικρομέγαλους τινέιτζερ στην ιστορία της ανθρωπότητας, οι οποίοι πιθηκίζουν τις ιδέες τους αντί να τους δώσουν ένα χαστούκι και να προχωρήσουν. Mια γενιά που αναγόρευσε το Xρήμα σε μοναδική αξία δεν μπορεί να προσφέρει τίποτα παρά τη Mίζερη Tάση...", καλό θα ήταν ν' αρχίσουν να στρέφουν την προσοχή τους στον κλάδο της Ιεροσύνης.
Εκεί και τη δημοσιότητά τους θα έχουν τζαμπέ (κι όχι μόνο για 15 λεπτά...) και πρώτες μούρες θα γίνουν κι επιτέλους θα σώσουν αυτή τη ρημάδα τη χώρα.
Άσε που θ' αλλάξουν και όνομα και δεν θα ναι πλέον "...ο βαρετός Κώστας…", αλλά ο αξιομακάριστος αδελφός Ευσέβιος ας πούμε, και last but not least, θα διευρυνθούν οι ερωτικοί τους ορίζοντες, θα πάψουν να είναι στερημένοι κι επιτέλους, θ' αποκτήσουν "real life"...
Και πριν το τέλος, μια μικρή απορία, προς τον κύριο Πανόπουλο. Σχολιάζει στο κείμενό του: «…Aν έχεις τη δυνατότητα να μην είσαι ο εαυτός σου και να πολλαπλασιάζεσαι με ψευδώνυμα on line, γιατί πρέπει να είσαι συνεχώς και αδιαλείπτως ο βαρετός Kώστας και η κατατονική Mαρία που μπορεί να συναντήσει κάποιος on live;»
Απορία: Πόσους μπλόγκερς έχει συναντήσει on live ο κύριος; Πόσους απ’ όσους "διαβάζει" στο Διαδίκτυο; Πόσους "φορουμίστες;" Πόσους "συνchatters";
Γιατί για να το λεει, σίγουρα έχει προσωπική άποψη… Δε μπορεί να γράφει πράγματα, έτσι για τον ντόρο και μόνο, έτσι για το ονόρε….
Ας μας πει λοιπόν… Πόσους έχει συναντήσει on live;
Υ.Γ. Για να προλάβω…
1. Το κείμενο του κυρίου Τσαγκαρουσιάνου καμία σχέση δεν έχει με του κυρίου Πανόπουλου. Μπορεί το θέμα να είναι κοινό, αλλά άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας, άσε που το θέμα δεν είναι και τόσο κοινό. (Τουλάχιστον έτσι κατάλαβα εγώ η ταλαίπωρη πτωχή μπλογκερού).
2. Αν κάποιοι που διαβάσουν το ποστ μου νομίσουν πως θίχτηκα βαθιά και δε θα φαω το βράδυ, μάλλον το διαβάζουν με… "λάθος μάτι". Για να μην υπάρχουν απορίες λοιπόν, η διάθεσή μου στο παραπάνω κείμενό μου, αντικατοπτρίζεται τέλεια με το ΚaraLOL.
Άνθρωποι, άνθρωποι, προς τι το μίσος κι ο αλληλοσπαραγμός; (που έλεγε κι ο αείμνηστος Χρήστος Τσαγανέας).
Οι λύσεις, προφανώς, είναι απλές.
Ας πάρουμε το κειμενάκι κι ας το αναλύσουμε στα κύρια στοιχεία και νοήματά του. Όπως κάνατε στο σχολείο, στα Ν. Ελληνικά. Ενθυμείσθε;
Αν υποθέσουμε πως ισχύει το: "...O ρομαντικός blogger δεν είναι αθώος. Θέλει να γίνει πλούσιος και διάσημος όπως όλοι μας. Δεν είναι τυχαίο που βλέπεις blogs να αλλάζουν ανάλογα με τις διαθέσεις των επισκεπτών τους…", τότε μάλλον ισχύει και το "Any publicity is good publicity", οπότε ίσως πρέπει να πούμε ευχαριστώ στον κύριο Γιώργο Πανόπουλο.
Εν συνεχεία, γράφει σε κάποιο άλλο σημείο ο κύριος Πανόπουλος: «…Γράφουν για τον εαυτό τους αντί να τον εφευρίσκουν…» Μήπως θα πρέπει να θεσπιστεί νέο νομικό πλαίσιο που ν’ απαγορεύει όχι μόνο στους μπλογκερς αλλά και σε όσους ασχολούνται με τον γραπτό λόγο εν γένει, να "γράφουν για τον εαυτό τους"; Μήπως να μπει δικλείδα ασφαλείας στα συμβόλαια των εκδοτικών οίκων με τους συγγραφείς, που να απαγορεύει ακριβώς αυτό; Να υποχρεώνονται με ποινικές ρήτρες να "εφευρίσκουν!?" τον εαυτό τους κι όχι να "γράφουν για τον εαυτό τους"; Να κάψουμε μήπως σε μια μεγάλη φωτιά στην πλατεία Συντάγματος όσα βιβλία συγγραφέων τόλμησαν να «γράψουν για τον εαυτό τους»;
Φυσικά θα μου πείτε, οι μπλογκερς δεν είναι συγγραφείς, είναι απλώς… μπλογκερς. Και λοιπόν; Για τους μεν ισχύει η οκά και για τους δε το κιλό;
Αν πάλι το μεγαλύτερο πρόβλημα του προαναφερόμενου κυρίου είναι πως: "...Προσφέρεις τίποτα ανακυκλώνοντας την τηλεοπτική πραγματικότητα που θα έκανε οποιονδήποτε πράο Θιβετιανό μοναχό να αυτοπυρποληθεί στο Σύνταγμα; Ή όταν διηγείσαι προσωπικές ιστορίες που είναι τόσο πληκτικές, ανέμπνευστες, κουρασμένες ώστε, αν είσαι πάνω από δεκατριών χρόνων, θα ’πρεπε να σε μαντρώσουν για δημόσια ασέλγεια; Ποιος έχει ανάγκη την αντρική και γυναικεία «ευαισθησία» που σε κάνει να σκέφτεσαι τον ευνουχισμό σου;", κρίμα δεν είναι να τον αφήνουμε να "σκέφτεται τον ευνουχισμό του";
Ας του προτείνουμε το αυτονόητο, το ίδιο που συχνά χρησιμοποιείται ως επιχείρημα και στις αντιπαραθέσεις για την ποιότητα των τηλεοπτικών εκπομπών:
-Δεν σας αρέσει η τάδε εκπομπή; Αλλάξτε κανάλι.
-Δεν σας αρέσει η τηλεόραση γενικώς;
Πατήστε το off ή δωρίστε την τηλεόρασή σας, ή ακόμα, πετάξτε την απ’ το παράθυρο. (Προσοχή μόνο μην περνάει κανάς χριστιανός από κάτω και βγούμε στα κανάλια).
-Δεν σας αρέσουν τα μπλογκς, θεωρείτε τους μπλογκερς το βδέλυγμα του ελληνικού διαδικτύου; Μην τα διαβάζετε.
Θα μου πεις απ' την άλλη, αν δεν τα διαβάζουν, αν δεν ασχολούνται, αν δεν προσφέρουν την κριτική τους πως θα βγάλουν κι εκείνοι το ψωμάκι τους και πως εμείς θα κερδίσουμε τα πολυπόθητα 15 λεπτά της δημοσιότητάς μας;
Έλα μου ντε... τι να πω...
Η χαμηλή μου διανόηση δε μου επιτρέπει να εκφέρω γνώμη και άποψη. "Εκείνοι" ξέρουν καλύτερα.
Ίσως τελικά να πρέπει ν' αρχίσουμε να μοιράζουμε ευχαριστήριες, ενυπόγραφες επιστολές (ηλεκτρονικές και όχι μόνο), οι οποίες θα κλείνουν με ένα σεμνό "Υes, Master!" κι έπειτα λεω να πάμε να προμηθευτούμε μερικά τσαντόρ.
Ξέρω κάτι Πακιστανούς που στα ράβουν σε χρόνο dt. Κι ύστερα να σταματήσουμε και να ψηφίζουμε.
Ούστ απο δω, λοιπόν μουλάρες ξεσαμάρωτες. Είχατε και στο χωριό σας μπλογκ; (Για τις κυρίες της μπλογκόσφαιρας αυτό).
Όσο για τους κυρίους, τώρα που ξέρουμε πως οι περισσότεροι "...ανήκουν στην ηλικιακή ομάδα 35-44 ετών, δηλαδή στη βαρεμένη γενιά που καπελώνει με τα άγχη, τις φοβίες και την αποτυχία της τους πιτσιρικάδες θεωρώντας την ιστορία σαν τεράστιο κάδο ανακύκλωσης· είναι αυτή που ευθύνεται για τους πρώτους μικρομέγαλους τινέιτζερ στην ιστορία της ανθρωπότητας, οι οποίοι πιθηκίζουν τις ιδέες τους αντί να τους δώσουν ένα χαστούκι και να προχωρήσουν. Mια γενιά που αναγόρευσε το Xρήμα σε μοναδική αξία δεν μπορεί να προσφέρει τίποτα παρά τη Mίζερη Tάση...", καλό θα ήταν ν' αρχίσουν να στρέφουν την προσοχή τους στον κλάδο της Ιεροσύνης.
Εκεί και τη δημοσιότητά τους θα έχουν τζαμπέ (κι όχι μόνο για 15 λεπτά...) και πρώτες μούρες θα γίνουν κι επιτέλους θα σώσουν αυτή τη ρημάδα τη χώρα.
Άσε που θ' αλλάξουν και όνομα και δεν θα ναι πλέον "...ο βαρετός Κώστας…", αλλά ο αξιομακάριστος αδελφός Ευσέβιος ας πούμε, και last but not least, θα διευρυνθούν οι ερωτικοί τους ορίζοντες, θα πάψουν να είναι στερημένοι κι επιτέλους, θ' αποκτήσουν "real life"...
Και πριν το τέλος, μια μικρή απορία, προς τον κύριο Πανόπουλο. Σχολιάζει στο κείμενό του: «…Aν έχεις τη δυνατότητα να μην είσαι ο εαυτός σου και να πολλαπλασιάζεσαι με ψευδώνυμα on line, γιατί πρέπει να είσαι συνεχώς και αδιαλείπτως ο βαρετός Kώστας και η κατατονική Mαρία που μπορεί να συναντήσει κάποιος on live;»
Απορία: Πόσους μπλόγκερς έχει συναντήσει on live ο κύριος; Πόσους απ’ όσους "διαβάζει" στο Διαδίκτυο; Πόσους "φορουμίστες;" Πόσους "συνchatters";
Γιατί για να το λεει, σίγουρα έχει προσωπική άποψη… Δε μπορεί να γράφει πράγματα, έτσι για τον ντόρο και μόνο, έτσι για το ονόρε….
Ας μας πει λοιπόν… Πόσους έχει συναντήσει on live;
Υ.Γ. Για να προλάβω…
1. Το κείμενο του κυρίου Τσαγκαρουσιάνου καμία σχέση δεν έχει με του κυρίου Πανόπουλου. Μπορεί το θέμα να είναι κοινό, αλλά άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας, άσε που το θέμα δεν είναι και τόσο κοινό. (Τουλάχιστον έτσι κατάλαβα εγώ η ταλαίπωρη πτωχή μπλογκερού).
2. Αν κάποιοι που διαβάσουν το ποστ μου νομίσουν πως θίχτηκα βαθιά και δε θα φαω το βράδυ, μάλλον το διαβάζουν με… "λάθος μάτι". Για να μην υπάρχουν απορίες λοιπόν, η διάθεσή μου στο παραπάνω κείμενό μου, αντικατοπτρίζεται τέλεια με το ΚaraLOL.
Δευτέρα, Ιουνίου 20, 2005
Τι εστί φιλία;
Προ καιρού ήμουν στο πατρικό μου κι αποφάσισα να ξεκαθαρίσω παλιά χαρτιά, γράμματα, φωτογραφίες και διάφορα που κρατούσα από την εποχή των… παγετώνων.
Βρήκα λοιπόν μια κούτα που περιείχε διάφορα καλούδια… Πολλά παλιά γράμματα από την εποχή που η αλληλογραφία ήταν της μόδας (όχι η ηλεκτρονική, η άλλη, η παραδοσιακή, με κόλλα χαρτιού, στυλό και φάκελο), παλιές φωτογραφίες, κάρτες και μέσα σ’ όλα αυτά, τα παιδικά κι εφηβικά μου λευκώματα.
Ξέρετε, αυτά που κρατούσαν κάποτε τα κοριτσάκια στο σχολείο με κλασσικές ερωτήσεις του τύπου: Τι είναι φιλία, τι μουσική ακούς, αν σ’ αρέσει το σχολείο, τι ζώδιο είσαι, ποιος ο αγαπημένος σου ηθοποιός, αν είσαι ερωτευμένος, τι είναι ο έρωτας και τα συναφή.
Καθόμουν και το διάβαζα, σ’ άλλα σημεία γελούσα τρομερά, σ’ άλλα μελαγχολούσα κάπως.
Τι εστί, λοιπόν, φιλία;
Ο Λεό Μπουσκάλια (ένα πολύ όμορφο μυαλό και χαρισματικός ομιλητής που είχα κάποτε την τύχη να τον ακούσω σε μια υπέροχη ομιλία του στη Θεσσαλονίκη), έγραφε κάποτε στο Να ζεις, ν’ αγαπάς και να μαθαίνεις, πάνω κάτω το εξής:
Οικογένεια είναι το μέρος όπου μπορείς πάντα να επιστρέψεις, ό,τι κι αν έχεις κάνει, όσο θάλασσα κι αν τα χεις κάνει, και θα σου ανοίξουν, θα σε πάρουν μέσα, θα σ’ ακούσουν, δε θα σε κρίνουν, θα σε παρηγορήσουν, θα σε κρατήσουν κοντά τους όσο να γίνεις καλά, να νιώσεις ξανά δυνατός, κι έπειτα, θ’ ανοίξουν πάλι την πόρτα και θα σε στείλουν να συνεχίσεις το δρόμο σου και τη ζωή σου.
Οικογένεια δε σημαίνει πατέρας, μητέρα, αδελφός, αδελφή ή σύζυγος.
Οικογένεια είναι να έχεις έστω έναν άνθρωπο στη ζωή σου, που να σου λεει: Δεν πειράζει. Δεν πειράζει που τα ’κανες σκατά. Δεν πειράζει που απέτυχες. Δεν πειράζει που δεν έχεις γίνει πλούσιος, που δεν είσαι διάσημος, που δεν έχεις σώμα μοντέλου, που δεν έχεις μεζονέτα, που, που, που…. Δεν πειράζει. Εγώ σ’ αγαπάω έτσι όπως είσαι.
Μου άρεσε πάντα πολύ αυτός ο ορισμός. Μη με ρωτήσετε αν είναι έτσι τελικά οι οικογένειες. Αυτό είναι άλλο βαρέλι με σαρδέλες.
Το θέμα είναι πως για μένα, το ίδιο πράγμα είναι κι η φιλία, ο φίλος.
Αυτός που θα μπορείς πάντα να του χτυπάς την πόρτα, να σου ανοίγει, ν’ ακούει τις μαλακίες που έχεις κάνει, να μη στις χτυπάει αλλά ούτε και να σου χαϊδεύει τ’ αυτιά, να σε παρηγορεί, να σου στέκεται και να σου λεει απλά δεν πειράζει… εγώ σ’ αγαπάω γι αυτό που είσαι.
Αν όλοι είχαμε έστω έναν τέτοιο άνθρωπο στη ζωή μας, πιστέψτε με, οι ψυχίατροι θα είχαν λιγότερη πελατεία.
Είναι απίστευτα πιο εύκολο για τον άνθρωπο να ξεστομίσει την κακία του παρά μια κουβέντα καλοσύνης. Ευκολότερο να κρίνει παρά να συγχωρήσει. Ευκολότερο να νιώθει καλά με ό,τι του είναι οικείο, παρά με ό,τι είναι διαφορετικό. Αγαπάμε μόνο τα άσπρα προβατάκια που δεν ξεχωρίζουν μέσα στη στάνη. Τα μαύρα… στον Καιάδα.
Όχι πως δεν είναι σημαντικό να έχεις κοινά στοιχεία με κάποιον ώστε να μπορέσεις να τον θεωρήσεις εν δυνάμει φίλο σου. Φυσικά και χρειάζεται. Χρειάζονται οι κοινοί δρόμοι, οι κοινές πορείες, οι παρόμοιες εμπειρίες (όχι όμως οι ταυτόσημες), χρειάζεται να έχετε έναν κοινό κώδικα επικοινωνίας, να γελάτε με τα ίδια πράγματα, να εκτιμάτε τα ίδια, να έχετε κοντινές αξίες. Χρειάζεται.
Όμως, παρόλο που κάποιες κοινές νόρμες είναι απαραίτητες για να κυλήσει και να χτιστεί μια φιλία, για μένα, είναι σημαντικότερες οι διαφορές που κάνουν τον φίλο κι όχι οι ομοιότητες. Τι εννοώ;
Οι γνωστοί μου είναι πολλοί. Οι φίλοι μου ελάχιστοι.
Οι φίλοι μου μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού, κι είναι όλοι τους, μα όλοι τους, εντελώς διαφορετικοί μεταξύ τους.
Στην Αθήνα ήρθα πριν οχτώ χρόνια. Δυο χρόνια αργότερα και σε δύσκολη εποχή της ζωής μου, είχα αρχίσει ν’ ασχολούμαι με το διαδίκτυο. Ήμουν μέλος σε μια δικτυακή κοινότητα κι από κει γνώρισα αρκετά άτομα.
Σήμερα, έξι χρόνια μετά, ένας άνθρωπος απ’ όλους εκεί μέσα, είναι ακόμα φίλος. Ή μάλλον φίλη, αφού είναι γυναίκα.
Νομίζω πως είμαι εξαιρετικά τυχερή που απέκτησα μια φίλη από κεί. Το ποσοστό που δίνω στο να συμβεί κάτι τέτοιο, είναι μικρό και έτσι θεωρώ επιτυχημένη την παρθενική βουτιά μου στο διαδίκτυο.
Με τη φίλη αυτή, πρωτοεπικοινωνήσαμε μ’ ένα μέηλ κι αποφασίσαμε να συναντηθούμε για να γνωριστούμε από κοντά. Είπαμε να πάμε για καφέ και βρεθήκαμε, αν δε με απατά η μνήμη μου –εκτός από τους γκόμενούς μου–, κάπου στο Θησείο. Ήρθε με τη λιμουζίνα της (τον Κανέλλο, ένα σαραβαλάκι τογιότα στάρλετ του 82, που όμως ήταν θηρίο και στα χρόνια που ακολούθησαν μας έβγαλε παλικαρίσια), το βιτριολικό χιούμορ της, το κέφι της, την ανατρεπτική της φιλοσοφία και μένα μου φάνηκε πως βρήκα έναν άνθρωπο που, επιτέλους, ήταν αυτό που έδειχνε και εντός δικτύου και δεν κουβαλούσε διαφορετική περσόνα, κάτι πολύ συνηθισμένο σε τέτοιες περιπτώσεις.
Τότε, όπως είπα και πριν, περνούσα δύσκολες εποχές και… άγριες πείνες. Οικονομικά στριμώγματα, χωρισμούς, χρέη. Χρωστούσα λοιπόν δυο νοίκια και μ’ είχε πιάσει τεταρταίος. Δεν ήμουν συνηθισμένη σε τέτοια (μετά έμαθα), και κόντευα να κρεπάρω. Βρέθηκα να της το εξιστορώ λοιπόν, και τσουπ! στα ξαφνικά βγάζει από την τσάντα της το ποσό που χρώσταγα και μου λεει: Πάρτο να βολευτείς.
Περιττό να σας πω ότι μου ’ρθε ο θάνατος. Έπαθα έναν ντουβρουτζά και κάτι ψιλά, που λεω κι εγώ. Με πήραν τα ζουμιά εκεί στο καφέ που καθόμασταν κι απόμεινα να την κοιτάζω σαν ούφο. Δεν ήθελα να πάρω τα χρήματα με τίποτα κι ένιωθα και τρομερά άσχημα που το είχα θίξει το ζήτημα. Εκείνη ανένδοτη, είδε κι έπαθε και στο τέλος με κατάφερε να τα πάρω. Άρχισα να της λεω πως δεν ήξερα πότε θα ήμουν σε θέση να της τα γυρίσω, μ’ αποστόμωσε όμως και κει: Πάρτα τώρα, μου λεει, γιατί αυτή τη στιγμή βρίσκομαι με χρήματα και μπορώ να σ’ εξυπηρετήσω. Αύριο μεθαύριο δεν ξέρω τι μου ξημερώνει κι αν θα χω χρήματα. Οπότε πάρτα κι όποτε μπορείς μου τα επιστρέφεις.
Τα πήρα και θυμάμαι πως όταν επέστρεψα το βράδυ στο σπίτι, έκλαιγα με μαύρο δάκρυ. Όχι από ντροπή. Έχω δανείσει κι εγώ χρήματα σε φίλους πολλές φορές. Έκλαιγα όμως επειδή ένας άνθρωπος που ως τα χτες δε μ’ ήξερε στη φάτσα, βρέθηκε να με ξελασπώνει σε δύσκολη στιγμή, ενώ κάποιοι άλλοι φίλοι, γνωστοί, παρατρεχάμενοι και συγγενείς μ’ είχαν συνδέσει με Κάϊρο.
Δεν έχει σημασία αυτό. Σημασία έχει πως έτσι ξεκίνησε η φιλία μας. Εκείνα τα χρήματα τρεις φορές προσπάθησα να της τα επιστρέψω και καμία δε δέχτηκε να τα πάρει. Θα μου πεις τώρα, γι αυτό γίνατε φίλες; Το κάθε άλλο. Όμως αυτή ήταν η αρχή. Ένας άνθρωπος που στάθηκε σ’ έναν συνάνθρωπό του, χωρίς ίδιον όφελος, χωρίς να χει κάτι να κερδίσει και να ωφεληθεί μακροπρόθεσμα.
Τι είναι λοιπόν φιλία;
Φιλία για μένα είναι αυτό που μοιράζομαι τόσα χρόνια μ’ αυτή τη φίλη.
Φιλία είναι να μπορείς να πεις στον άλλο όσα δεν μπορείς να πεις κάποιες φορές ούτε στον ίδιο σου τον εαυτό.
Φιλία είναι να ρίχνεις ένα βλέμμα κι ο άλλος να το πιάνει στον αέρα, να μιλάτε πια με τα μάτια, να έχετε δικούς σας κώδικες επικοινωνίας.
Να γελάτε με τις ίδιες μαλακίες. Να κλαιτε επίσης με τις ίδιες.
Να παίρνετε το αυτοκίνητο και να τρέχετε στη Δάφνη ή στην Ηλιούπολη για να κλέψετε λουλούδια από τις νησίδες του δρόμου. Να μαζεύετε αδέσποτα γατιά ενώ δεν έχετε να φάτε.
Να έχετε δουλειά με deadline και να κάθεστε ωραία ωραία στον καναπέ του σαλονιού, αμπελοφιλοσοφώντας, λέγοντας ιστορίες απ’ τα παλιά, ή να ονειρεύεστε σε τι σπίτι θέλετε να ζήσετε και πως θα το επιπλώσετε και πόσα στρέμματα κήπο χρειάζεστε για να βγάλετε το άχτι σας. Επίσης, όταν η ώρα πια έχει παει τέσσερις, να αλληλοφασκελώνεστε γιατί πάλι χάσατε μια μέρα δουλειάς και να υπόσχεστε πως αύριο θα στρώσετε κώλο. Λέμε τώρα.
Φιλία είναι να μπορείς να πεις στον άλλο πόσες φορές έχεις γαμηθεί, πόσους γκόμενους είχες, πόσα one night έκανες, πόσα ψέματα έχεις πει, πόσα κέρατα έχεις ρίξει και φαει, πόσους γκόμενους γουστάρεις και γιατί και πόσοι σε ξενερώνουν μέχρι αηδίας.
Φιλία είναι να κάνετε μαζί δίαιτα και να ονειρεύεστε τη μέρα που θα επιδοθείτε σε ανελέητο shopping therapy και θα φοράτε ό,τι πιο ξέκωλο βρείτε μπροστά σας.
Φιλία είναι να παίρνεις το τελευταίο σου σακουλάκι με φακές απ’ το ντουλάπι μαζί με κάτι μακαρόνια από πρόπερσι και ένα κουτάκι Πουμαρό, και να τρέχεις στην άλλη άκρη της Αθήνας για να το μοιραστείτε κάτι Σαββατοκύριακα που η πείνα κι η αφραγκία πήγαινε σύννεφο και ακόμα και τα αδέσποτα γατιά της γειτονιάς περνούσαν καλύτερα.
Φιλία είναι να ξέρεις πως ναι μεν υπάρχει περίπτωση κάποτε να σχολιάσετε το φίλο σας, (όπως κάνουμε όλοι για όλους μας τους φίλους με άλλους φίλους), να πείτε τα στραβά του, να σας σπάει τ’ αρχίδια η Χ ή Ψ συνήθειά του, όμως να τον υπερασπίζεστε μέχρι θανάτου που λεει ο λόγος όταν κάποιος άλλος τον προσβάλει, τον μειώσει τον σκάσει ή τον στεναχωρήσει.
Φιλία είναι να μη σε νοιάζει αν ο άλλος είναι 45 ή 145 κιλά, αν φοράει τα προπέρσινά του παπούτσια και ρούχα ή αν ντύνεται με Ντόλτσε-Καμπάνα.
Φιλία είναι να αναλύεστε και να ψυχαναλύεστε, να μιλάτε για τα λάθη σας, για τις ενοχές σας, για τους γονείς σας, για τις αποτυχίες σας, για τις μαλακίες σας για την ανωριμότητα και τον ωχαδελφισμό σας, για την αναβλητικότητά σας, και παρόλα αυτά να δέχεστε ο ένας τον άλλο γι αυτό που είναι.
Κι εκεί είναι το σημαντικό.
Φίλος δεν είναι αυτός που είναι κόπια δική μου.
Φίλος δεν είναι αυτός που μου χαϊδεύει τ’ αυτιά και μου λεει τι καλή και χρυσή που είμαι.
Φίλος δεν είναι αυτός που γνωρίζει και πρεσβεύει τη μόνη αλήθεια κι απαιτεί να την ασπαστείς και συ.
Φίλος δεν είναι αυτός που τρέχει στα καλά και φεύγει στα σκατά.
Φίλος δεν είναι αυτός που έχει φτιάξει μια κλίκα κοντά του και σε τεστάρει για να δει αν είσαι άξιος κι αν θα σου κάνει τη χάρη να μπεις κι εσύ στη γαμημένη ψευδαίσθηση της ανωτερότητας που διακρίνει την δήθεν ελίτ των εκλεκτών που τον περιτριγυρίζουν.
Φιλία είναι να δέχεσαι και ν’ αγαπάς τον άλλον όχι μόνο για τα κοινά σας, αλλά κυρίως για τα διαφορετικά σας.
Γιατί φιλία, αν μη τι άλλο, είναι ανοχή, είναι αποδοχή.
Φιλία είναι ν’ ακούς εσύ τους Secret Garden για να χαλαρώσεις κι ο άλλος να βάζει τον Αηδονίδη, αλλά παρ’ όλα αυτά να μη σε χαλάει καθόλου.
Φιλία είναι να μη δίνεις δυάρα που εσύ διαβάζεις συνομοσιωλογικές θεωρίες, κούφια γη, θούλη και υπερβορεία κι ασχολείσαι με βοτάνια, μαντζούνια, οικολογία, κι ό,τι άλλο σε διασκεδάζει, κι ο άλλος είναι ορθολογιστής, πραγματιστής, και δεν πιστεύει σε τίποτα απ’ όλα αυτά ενώ χαλαρώνει διαβάζοντας Κινγκ.
Φιλία είναι ο ένας να βλέπει ρομαντικές κομεντί κι ο άλλος να προτιμάει το σπλάτερ.
Φιλία είναι να πιστεύεις στον άλλο και να βλέπεις τα καλά του. Αυτά που ο ίδιος, συχνά, δε βλέπει στον εαυτό του.
Φιλία είναι να λες μια καλή κουβέντα όταν μπορείς, κι όταν δεν μπορείς να το βουλώνεις.
Φιλία είναι ακριβώς αυτά. Όχι μόνο τα κοινά. Οι διαφορές.
Εκεί είναι που μετράει η φιλία για μένα.
Έχω άλλες δυο τέτοιες φίλες, εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους κι αρκετά διαφορετικές από μένα. Όμως αυτό το κομμάτι εδώ, είναι αφιερωμένο στη φίλη μου της Αθήνας.
Διότι σήμερα είμαι εδώ κι αύριο δεν ξέρω που θα ξημερώσω.
Κι επειδή κάποτε μου ’χε στείλει ένα μήνυμα στο κινητό και μου έγραφε: Ξέρεις κάτι, σε αισθάνομαι σαν αδελφή μου.
Κι επειδή δεν νομίζω να της είχα απαντήσει τότε, ευκαιρία να της απαντήσω τώρα.
Κι επειδή δεν έχει εύκολες τις αγκαλιές και τα φιλιά κι εγώ πάλι, έχω ευκολότερο το γράψιμο, ας πούμε πως της το χρώσταγα.
Κι επειδή…. πολλά, Φιλενάδα, να ξέρεις πως χαίρομαι που σε γνώρισα κι είμαι περήφανη για σένα. Σ’ αγαπάω σαν αδελφή ακόμα κι όταν μπορεί να μου σπας τα νεύρα.
Όπου κι αν μας ξημερώσει ο μεγαλοδύναμος (που όπως ξέρουμε κι οι δυο έχει ιδιότυπο χιούμορ), να θυμάσαι πως η πόρτα μου είναι πάντα ανοιχτή.
Όσο για το τι σκυλάκια θα μας τραβάνε, στο λεω, ψάχνε από τώρα για διπλανά δωμάτια. (Το που δεν έχει και τόση σημασία…)
Σμουτς.
Βρήκα λοιπόν μια κούτα που περιείχε διάφορα καλούδια… Πολλά παλιά γράμματα από την εποχή που η αλληλογραφία ήταν της μόδας (όχι η ηλεκτρονική, η άλλη, η παραδοσιακή, με κόλλα χαρτιού, στυλό και φάκελο), παλιές φωτογραφίες, κάρτες και μέσα σ’ όλα αυτά, τα παιδικά κι εφηβικά μου λευκώματα.
Ξέρετε, αυτά που κρατούσαν κάποτε τα κοριτσάκια στο σχολείο με κλασσικές ερωτήσεις του τύπου: Τι είναι φιλία, τι μουσική ακούς, αν σ’ αρέσει το σχολείο, τι ζώδιο είσαι, ποιος ο αγαπημένος σου ηθοποιός, αν είσαι ερωτευμένος, τι είναι ο έρωτας και τα συναφή.
Καθόμουν και το διάβαζα, σ’ άλλα σημεία γελούσα τρομερά, σ’ άλλα μελαγχολούσα κάπως.
Τι εστί, λοιπόν, φιλία;
Ο Λεό Μπουσκάλια (ένα πολύ όμορφο μυαλό και χαρισματικός ομιλητής που είχα κάποτε την τύχη να τον ακούσω σε μια υπέροχη ομιλία του στη Θεσσαλονίκη), έγραφε κάποτε στο Να ζεις, ν’ αγαπάς και να μαθαίνεις, πάνω κάτω το εξής:
Οικογένεια είναι το μέρος όπου μπορείς πάντα να επιστρέψεις, ό,τι κι αν έχεις κάνει, όσο θάλασσα κι αν τα χεις κάνει, και θα σου ανοίξουν, θα σε πάρουν μέσα, θα σ’ ακούσουν, δε θα σε κρίνουν, θα σε παρηγορήσουν, θα σε κρατήσουν κοντά τους όσο να γίνεις καλά, να νιώσεις ξανά δυνατός, κι έπειτα, θ’ ανοίξουν πάλι την πόρτα και θα σε στείλουν να συνεχίσεις το δρόμο σου και τη ζωή σου.
Οικογένεια δε σημαίνει πατέρας, μητέρα, αδελφός, αδελφή ή σύζυγος.
Οικογένεια είναι να έχεις έστω έναν άνθρωπο στη ζωή σου, που να σου λεει: Δεν πειράζει. Δεν πειράζει που τα ’κανες σκατά. Δεν πειράζει που απέτυχες. Δεν πειράζει που δεν έχεις γίνει πλούσιος, που δεν είσαι διάσημος, που δεν έχεις σώμα μοντέλου, που δεν έχεις μεζονέτα, που, που, που…. Δεν πειράζει. Εγώ σ’ αγαπάω έτσι όπως είσαι.
Μου άρεσε πάντα πολύ αυτός ο ορισμός. Μη με ρωτήσετε αν είναι έτσι τελικά οι οικογένειες. Αυτό είναι άλλο βαρέλι με σαρδέλες.
Το θέμα είναι πως για μένα, το ίδιο πράγμα είναι κι η φιλία, ο φίλος.
Αυτός που θα μπορείς πάντα να του χτυπάς την πόρτα, να σου ανοίγει, ν’ ακούει τις μαλακίες που έχεις κάνει, να μη στις χτυπάει αλλά ούτε και να σου χαϊδεύει τ’ αυτιά, να σε παρηγορεί, να σου στέκεται και να σου λεει απλά δεν πειράζει… εγώ σ’ αγαπάω γι αυτό που είσαι.
Αν όλοι είχαμε έστω έναν τέτοιο άνθρωπο στη ζωή μας, πιστέψτε με, οι ψυχίατροι θα είχαν λιγότερη πελατεία.
Είναι απίστευτα πιο εύκολο για τον άνθρωπο να ξεστομίσει την κακία του παρά μια κουβέντα καλοσύνης. Ευκολότερο να κρίνει παρά να συγχωρήσει. Ευκολότερο να νιώθει καλά με ό,τι του είναι οικείο, παρά με ό,τι είναι διαφορετικό. Αγαπάμε μόνο τα άσπρα προβατάκια που δεν ξεχωρίζουν μέσα στη στάνη. Τα μαύρα… στον Καιάδα.
Όχι πως δεν είναι σημαντικό να έχεις κοινά στοιχεία με κάποιον ώστε να μπορέσεις να τον θεωρήσεις εν δυνάμει φίλο σου. Φυσικά και χρειάζεται. Χρειάζονται οι κοινοί δρόμοι, οι κοινές πορείες, οι παρόμοιες εμπειρίες (όχι όμως οι ταυτόσημες), χρειάζεται να έχετε έναν κοινό κώδικα επικοινωνίας, να γελάτε με τα ίδια πράγματα, να εκτιμάτε τα ίδια, να έχετε κοντινές αξίες. Χρειάζεται.
Όμως, παρόλο που κάποιες κοινές νόρμες είναι απαραίτητες για να κυλήσει και να χτιστεί μια φιλία, για μένα, είναι σημαντικότερες οι διαφορές που κάνουν τον φίλο κι όχι οι ομοιότητες. Τι εννοώ;
Οι γνωστοί μου είναι πολλοί. Οι φίλοι μου ελάχιστοι.
Οι φίλοι μου μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού, κι είναι όλοι τους, μα όλοι τους, εντελώς διαφορετικοί μεταξύ τους.
Στην Αθήνα ήρθα πριν οχτώ χρόνια. Δυο χρόνια αργότερα και σε δύσκολη εποχή της ζωής μου, είχα αρχίσει ν’ ασχολούμαι με το διαδίκτυο. Ήμουν μέλος σε μια δικτυακή κοινότητα κι από κει γνώρισα αρκετά άτομα.
Σήμερα, έξι χρόνια μετά, ένας άνθρωπος απ’ όλους εκεί μέσα, είναι ακόμα φίλος. Ή μάλλον φίλη, αφού είναι γυναίκα.
Νομίζω πως είμαι εξαιρετικά τυχερή που απέκτησα μια φίλη από κεί. Το ποσοστό που δίνω στο να συμβεί κάτι τέτοιο, είναι μικρό και έτσι θεωρώ επιτυχημένη την παρθενική βουτιά μου στο διαδίκτυο.
Με τη φίλη αυτή, πρωτοεπικοινωνήσαμε μ’ ένα μέηλ κι αποφασίσαμε να συναντηθούμε για να γνωριστούμε από κοντά. Είπαμε να πάμε για καφέ και βρεθήκαμε, αν δε με απατά η μνήμη μου –εκτός από τους γκόμενούς μου–, κάπου στο Θησείο. Ήρθε με τη λιμουζίνα της (τον Κανέλλο, ένα σαραβαλάκι τογιότα στάρλετ του 82, που όμως ήταν θηρίο και στα χρόνια που ακολούθησαν μας έβγαλε παλικαρίσια), το βιτριολικό χιούμορ της, το κέφι της, την ανατρεπτική της φιλοσοφία και μένα μου φάνηκε πως βρήκα έναν άνθρωπο που, επιτέλους, ήταν αυτό που έδειχνε και εντός δικτύου και δεν κουβαλούσε διαφορετική περσόνα, κάτι πολύ συνηθισμένο σε τέτοιες περιπτώσεις.
Τότε, όπως είπα και πριν, περνούσα δύσκολες εποχές και… άγριες πείνες. Οικονομικά στριμώγματα, χωρισμούς, χρέη. Χρωστούσα λοιπόν δυο νοίκια και μ’ είχε πιάσει τεταρταίος. Δεν ήμουν συνηθισμένη σε τέτοια (μετά έμαθα), και κόντευα να κρεπάρω. Βρέθηκα να της το εξιστορώ λοιπόν, και τσουπ! στα ξαφνικά βγάζει από την τσάντα της το ποσό που χρώσταγα και μου λεει: Πάρτο να βολευτείς.
Περιττό να σας πω ότι μου ’ρθε ο θάνατος. Έπαθα έναν ντουβρουτζά και κάτι ψιλά, που λεω κι εγώ. Με πήραν τα ζουμιά εκεί στο καφέ που καθόμασταν κι απόμεινα να την κοιτάζω σαν ούφο. Δεν ήθελα να πάρω τα χρήματα με τίποτα κι ένιωθα και τρομερά άσχημα που το είχα θίξει το ζήτημα. Εκείνη ανένδοτη, είδε κι έπαθε και στο τέλος με κατάφερε να τα πάρω. Άρχισα να της λεω πως δεν ήξερα πότε θα ήμουν σε θέση να της τα γυρίσω, μ’ αποστόμωσε όμως και κει: Πάρτα τώρα, μου λεει, γιατί αυτή τη στιγμή βρίσκομαι με χρήματα και μπορώ να σ’ εξυπηρετήσω. Αύριο μεθαύριο δεν ξέρω τι μου ξημερώνει κι αν θα χω χρήματα. Οπότε πάρτα κι όποτε μπορείς μου τα επιστρέφεις.
Τα πήρα και θυμάμαι πως όταν επέστρεψα το βράδυ στο σπίτι, έκλαιγα με μαύρο δάκρυ. Όχι από ντροπή. Έχω δανείσει κι εγώ χρήματα σε φίλους πολλές φορές. Έκλαιγα όμως επειδή ένας άνθρωπος που ως τα χτες δε μ’ ήξερε στη φάτσα, βρέθηκε να με ξελασπώνει σε δύσκολη στιγμή, ενώ κάποιοι άλλοι φίλοι, γνωστοί, παρατρεχάμενοι και συγγενείς μ’ είχαν συνδέσει με Κάϊρο.
Δεν έχει σημασία αυτό. Σημασία έχει πως έτσι ξεκίνησε η φιλία μας. Εκείνα τα χρήματα τρεις φορές προσπάθησα να της τα επιστρέψω και καμία δε δέχτηκε να τα πάρει. Θα μου πεις τώρα, γι αυτό γίνατε φίλες; Το κάθε άλλο. Όμως αυτή ήταν η αρχή. Ένας άνθρωπος που στάθηκε σ’ έναν συνάνθρωπό του, χωρίς ίδιον όφελος, χωρίς να χει κάτι να κερδίσει και να ωφεληθεί μακροπρόθεσμα.
Τι είναι λοιπόν φιλία;
Φιλία για μένα είναι αυτό που μοιράζομαι τόσα χρόνια μ’ αυτή τη φίλη.
Φιλία είναι να μπορείς να πεις στον άλλο όσα δεν μπορείς να πεις κάποιες φορές ούτε στον ίδιο σου τον εαυτό.
Φιλία είναι να ρίχνεις ένα βλέμμα κι ο άλλος να το πιάνει στον αέρα, να μιλάτε πια με τα μάτια, να έχετε δικούς σας κώδικες επικοινωνίας.
Να γελάτε με τις ίδιες μαλακίες. Να κλαιτε επίσης με τις ίδιες.
Να παίρνετε το αυτοκίνητο και να τρέχετε στη Δάφνη ή στην Ηλιούπολη για να κλέψετε λουλούδια από τις νησίδες του δρόμου. Να μαζεύετε αδέσποτα γατιά ενώ δεν έχετε να φάτε.
Να έχετε δουλειά με deadline και να κάθεστε ωραία ωραία στον καναπέ του σαλονιού, αμπελοφιλοσοφώντας, λέγοντας ιστορίες απ’ τα παλιά, ή να ονειρεύεστε σε τι σπίτι θέλετε να ζήσετε και πως θα το επιπλώσετε και πόσα στρέμματα κήπο χρειάζεστε για να βγάλετε το άχτι σας. Επίσης, όταν η ώρα πια έχει παει τέσσερις, να αλληλοφασκελώνεστε γιατί πάλι χάσατε μια μέρα δουλειάς και να υπόσχεστε πως αύριο θα στρώσετε κώλο. Λέμε τώρα.
Φιλία είναι να μπορείς να πεις στον άλλο πόσες φορές έχεις γαμηθεί, πόσους γκόμενους είχες, πόσα one night έκανες, πόσα ψέματα έχεις πει, πόσα κέρατα έχεις ρίξει και φαει, πόσους γκόμενους γουστάρεις και γιατί και πόσοι σε ξενερώνουν μέχρι αηδίας.
Φιλία είναι να κάνετε μαζί δίαιτα και να ονειρεύεστε τη μέρα που θα επιδοθείτε σε ανελέητο shopping therapy και θα φοράτε ό,τι πιο ξέκωλο βρείτε μπροστά σας.
Φιλία είναι να παίρνεις το τελευταίο σου σακουλάκι με φακές απ’ το ντουλάπι μαζί με κάτι μακαρόνια από πρόπερσι και ένα κουτάκι Πουμαρό, και να τρέχεις στην άλλη άκρη της Αθήνας για να το μοιραστείτε κάτι Σαββατοκύριακα που η πείνα κι η αφραγκία πήγαινε σύννεφο και ακόμα και τα αδέσποτα γατιά της γειτονιάς περνούσαν καλύτερα.
Φιλία είναι να ξέρεις πως ναι μεν υπάρχει περίπτωση κάποτε να σχολιάσετε το φίλο σας, (όπως κάνουμε όλοι για όλους μας τους φίλους με άλλους φίλους), να πείτε τα στραβά του, να σας σπάει τ’ αρχίδια η Χ ή Ψ συνήθειά του, όμως να τον υπερασπίζεστε μέχρι θανάτου που λεει ο λόγος όταν κάποιος άλλος τον προσβάλει, τον μειώσει τον σκάσει ή τον στεναχωρήσει.
Φιλία είναι να μη σε νοιάζει αν ο άλλος είναι 45 ή 145 κιλά, αν φοράει τα προπέρσινά του παπούτσια και ρούχα ή αν ντύνεται με Ντόλτσε-Καμπάνα.
Φιλία είναι να αναλύεστε και να ψυχαναλύεστε, να μιλάτε για τα λάθη σας, για τις ενοχές σας, για τους γονείς σας, για τις αποτυχίες σας, για τις μαλακίες σας για την ανωριμότητα και τον ωχαδελφισμό σας, για την αναβλητικότητά σας, και παρόλα αυτά να δέχεστε ο ένας τον άλλο γι αυτό που είναι.
Κι εκεί είναι το σημαντικό.
Φίλος δεν είναι αυτός που είναι κόπια δική μου.
Φίλος δεν είναι αυτός που μου χαϊδεύει τ’ αυτιά και μου λεει τι καλή και χρυσή που είμαι.
Φίλος δεν είναι αυτός που γνωρίζει και πρεσβεύει τη μόνη αλήθεια κι απαιτεί να την ασπαστείς και συ.
Φίλος δεν είναι αυτός που τρέχει στα καλά και φεύγει στα σκατά.
Φίλος δεν είναι αυτός που έχει φτιάξει μια κλίκα κοντά του και σε τεστάρει για να δει αν είσαι άξιος κι αν θα σου κάνει τη χάρη να μπεις κι εσύ στη γαμημένη ψευδαίσθηση της ανωτερότητας που διακρίνει την δήθεν ελίτ των εκλεκτών που τον περιτριγυρίζουν.
Φιλία είναι να δέχεσαι και ν’ αγαπάς τον άλλον όχι μόνο για τα κοινά σας, αλλά κυρίως για τα διαφορετικά σας.
Γιατί φιλία, αν μη τι άλλο, είναι ανοχή, είναι αποδοχή.
Φιλία είναι ν’ ακούς εσύ τους Secret Garden για να χαλαρώσεις κι ο άλλος να βάζει τον Αηδονίδη, αλλά παρ’ όλα αυτά να μη σε χαλάει καθόλου.
Φιλία είναι να μη δίνεις δυάρα που εσύ διαβάζεις συνομοσιωλογικές θεωρίες, κούφια γη, θούλη και υπερβορεία κι ασχολείσαι με βοτάνια, μαντζούνια, οικολογία, κι ό,τι άλλο σε διασκεδάζει, κι ο άλλος είναι ορθολογιστής, πραγματιστής, και δεν πιστεύει σε τίποτα απ’ όλα αυτά ενώ χαλαρώνει διαβάζοντας Κινγκ.
Φιλία είναι ο ένας να βλέπει ρομαντικές κομεντί κι ο άλλος να προτιμάει το σπλάτερ.
Φιλία είναι να πιστεύεις στον άλλο και να βλέπεις τα καλά του. Αυτά που ο ίδιος, συχνά, δε βλέπει στον εαυτό του.
Φιλία είναι να λες μια καλή κουβέντα όταν μπορείς, κι όταν δεν μπορείς να το βουλώνεις.
Φιλία είναι ακριβώς αυτά. Όχι μόνο τα κοινά. Οι διαφορές.
Εκεί είναι που μετράει η φιλία για μένα.
Έχω άλλες δυο τέτοιες φίλες, εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους κι αρκετά διαφορετικές από μένα. Όμως αυτό το κομμάτι εδώ, είναι αφιερωμένο στη φίλη μου της Αθήνας.
Διότι σήμερα είμαι εδώ κι αύριο δεν ξέρω που θα ξημερώσω.
Κι επειδή κάποτε μου ’χε στείλει ένα μήνυμα στο κινητό και μου έγραφε: Ξέρεις κάτι, σε αισθάνομαι σαν αδελφή μου.
Κι επειδή δεν νομίζω να της είχα απαντήσει τότε, ευκαιρία να της απαντήσω τώρα.
Κι επειδή δεν έχει εύκολες τις αγκαλιές και τα φιλιά κι εγώ πάλι, έχω ευκολότερο το γράψιμο, ας πούμε πως της το χρώσταγα.
Κι επειδή…. πολλά, Φιλενάδα, να ξέρεις πως χαίρομαι που σε γνώρισα κι είμαι περήφανη για σένα. Σ’ αγαπάω σαν αδελφή ακόμα κι όταν μπορεί να μου σπας τα νεύρα.
Όπου κι αν μας ξημερώσει ο μεγαλοδύναμος (που όπως ξέρουμε κι οι δυο έχει ιδιότυπο χιούμορ), να θυμάσαι πως η πόρτα μου είναι πάντα ανοιχτή.
Όσο για το τι σκυλάκια θα μας τραβάνε, στο λεω, ψάχνε από τώρα για διπλανά δωμάτια. (Το που δεν έχει και τόση σημασία…)
Σμουτς.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)
People I know
Ο Νίκος. Εξαιρετική κιθάρα. Κάμποσα χρόνια σε ωδείο στην κλασσική, μετά ηλεκτρική, είχε ταλέντο, ήταν νέος, είχε εμφάνιση. Δούλεψε πολύ, δο...
-
UPDATE Το συγκεκριμένο θέμα έχει ανανεωθεί με καινούριο ποστ εδώ , όπου δίνω νέες πληροφορίες για τους τρόπους παρασκευής χειροποίητου σαπου...
-
Για τη Βίκη έχω γράψει και παλιότερα. Έχουμε εφτά χρόνια διαφορά, είναι το πρώτο μου ανίψι, κι έχουμε μεγαλώσει σχεδόν σαν αδελφάκια. Αφού ...
-
Ο Νίκος. Εξαιρετική κιθάρα. Κάμποσα χρόνια σε ωδείο στην κλασσική, μετά ηλεκτρική, είχε ταλέντο, ήταν νέος, είχε εμφάνιση. Δούλεψε πολύ, δο...