Τετάρτη, Οκτωβρίου 18, 2006

Πρωινό ξύπνημα



Το πρωινό ξύπνημα, σου γίνεται όλο και πιο δύσκολο.
Όχι τόσο γιατί είσαι νυχτερινός τύπος, όσο γιατί η κάθε μέρα που ξημερώνει σου φαίνεται ίδια κι απαράλλαχτη με την προηγούμενη.

Το ηλεκτρονικό ξυπνητήρι ξεκινά συντονισμένο σε κάποιον ραδιοφωνικό σταθμό κι εσύ δεν το ακούς, ή δεν θέλεις να το ακούσεις.
Μισή ώρα αργότερα σηκώνεσαι απ' το κρεβάτι.
Αν έχεις θυμηθεί να βγάλεις ρούχα απ' την ντουλάπα το προηγούμενο βράδυ τα φοράς. Αν όχι, φοράς ό,τι βρεις μπροστά σου.
Άλλωστε δε σε νοιάζει, δεν έχει πια καμιά σημασία το τι ή το πώς το φοράς.

Ανοίγεις το παράθυρο, μπαίνει ο κρύος πρωινός αέρας.
Ξυπνάει το κορμί σου, το μυαλό σου ακόμα κοιμάται.
Ρίχνεις νερό στο πρόσωπό σου. Όσο πιο κρύο τόσο το καλύτερο.
Η καφετιέρα του εσπρέσο ετοιμάζει μυρωδάτο καφέ κι εσύ σκέφτεσαι μονάχα σε πόση ώρα θα καταφέρεις να είσαι στη δουλειά σου.

Βγαίνεις στο μπαλκόνι να ρίξεις μια ματιά στον ουρανό. Τώρα τελευταία είναι όλο και πιο συχνά συννεφιασμένος, γεμάτος συμπαγή θαρρείς, άσπρα σύννεφα. Ούτε κι αυτό όμως έχει σημασία αλήθεια. Το μόνο που σου θυμίζει είναι να ρίξεις ένα μπουφάν στους ώμους σου πριν βγεις.

Στρίβεις τσιγάρο με κινήσεις μηχανικές, ούτε που χρειάζεται πια να κοιτάξεις για να το κάνεις. Τα δάχτυλά σου ξεχωρίζουν το χαρτάκι, μετρούν μεμιάς την ποσότητα του καπνού που χρειάζεται, βάζουν το λεπτό φίλτρο και ρολάρουν από μόνα τους σχεδόν.
Ψάχνεις αναπτήρα. Πάντα βρίσκεις κάπου καταχωνιασμένο έναν. Το μόνο που δεν λείπει απ' αυτό το σπίτι είναι οι αναπτήρες.
Τότε μόνο κλείνεις για λίγο τα μάτια.
Τα κλείνεις και τραβάς μια ρουφηξιά. Την κρατάς στα πνευμόνια σου όσο περισσότερο μπορείς, λες κι είναι το οξυγόνο που χρειάζεται το μυαλό σου για ν' αρχίσει να λειτουργεί. Εκπνέεις αργά, κι εξίσου αργά ανοίγεις τα μάτια σου και πάλι παρατηρώντας πρώτα τον καπνό ν' ανεβαίνει κι ύστερα ρίχνεις μια βιαστική ματιά γύρω σου.
Τίποτα δεν έχει αλλάξει, όλα είναι ίδια.
Άλλη μια ρουφηξιά.

Πρέπει να φύγεις.
Κοντοστέκεσαι λιγάκι στην πόρτα με τα κλειδιά στο χέρι.
Αν πίστευες στο Θεό ίσως έκανες μια προσευχή να παει η μέρα σου καλά. Ούτως ή άλλως όμως ξέρεις τους νόμους των πιθανοτήτων.
Κι αν η μέρα σου κυλήσει σχετικά ανώδυνα είναι μάλλον μια καλή μέρα.
Παίρνεις μια βαθιά ανάσα, κλειδώνεις την πόρτα και βγαίνεις.
Συχνά ξεχνάς το κινητό σου στο σπίτι. Δε σε νοιάζει και πολύ, εκτός κι αν χρειαστεί να στείλεις κάπου ένα μήνυμα ή να καλέσεις κινητό, κάτι που δεν μπορείς να κάνεις απ' τη δουλειά σου.
Κόσμος μπαίνει και βγαίνει στο γραφείο, τηλέφωνα χτυπούν ασταμάτητα. Μιλάς, εξυπηρετείς, διευθετείς, λες ψέματα, καλύπτεις καταστάσεις, ανέχεσαι πρόσωπα που δεν συμπαθείς και που αν ήταν στο χέρι σου δε θα τους έλεγες ούτε καλημέρα, γελάς, αστειεύεσαι, και ξαφνικά ρίχνεις μια ματιά στο ρολόι και αντιλαμβάνεσαι πως η μέρα έχει κυλήσει και δεν το έχεις πάρει χαμπάρι.

Σ' ένα απ' όλα τα τηλεφωνήματα είναι κάποιος δικός σου άνθρωπος που σε παίρνει καθημερινά να σε ρωτήσει τι κάνεις, αν είσαι καλά, αν έχεις λεφτά, αν η δουλειά σου προχωράει, αν, αν, αν…
Και βέβαια είσαι καλά, ναι σίγουρα, όλα μια χαρά, μα φυσικά και έχεις λεφτά, εννοείται το ψυγείο σου είναι μονίμως γεμάτο, η δουλειά κανένα πρόβλημα, είσαι εντός προθεσμίας. Πότε, προχτές δε σ' έβρισκε στο τηλέφωνο; Α, ναι, ήταν τότε που είχες βγει με κάτι φίλους για καφέ, για φαγητό, για ποτό, στο σινεμά, ή είχες παει για ψώνια, ή στην οδοντίατρό σου.
Λες κι ήταν ποτέ δυνατό να μην ήταν αλήθεια όλα αυτά, λες και μπορεί να ήσουν απλώς στο σπίτι και να μην ήθελες, να μην είχες κουράγιο να απαντήσεις καν στο τηλέφωνο.
Κι ανάμεσα σ' όλα αυτά, ατέλειωτα τσιγάρα και καφές.

Κάποια στιγμή παίρνεις το δρόμο της επιστροφής. Σταμάτημα στα pits για λίγη ώρα -περνάς από την κολλητή σου δηλαδή να πείτε δυο κουβέντες- κι ύστερα ανεβαίνεις σπίτι σου.
Η καφετιέρα του εσπρέσο πιάνει ξανά δουλειά, το τσιγάρο ανάβει και πάλι, κλείνεις και πάλι για λίγο τα μάτια.
Σε επαναφέρει το νιαούρισμα της γάτας σου αν έχεις ξεχάσει να την ταίσεις ή το τρίψιμό της στα πόδια σου αν είναι ταισμένη και για κάποιο άγνωστο λόγο, ευτυχισμένη μες το γατίσιο μυαλό της.

Ρίχνεις ξανά μια ματιά γύρω. Όλα είναι όπως το πρωί, όπως τα άφησες.

Ανοίγεις το ραδιόφωνο, παλιές και καινούριες αγαπημένες μελωδίες ξεχύνονται στο χώρο.
Πίνεις τον καφέ σου, καμιά φορά ανοίγεις την τηλεόραση με τον ήχο σβηστό, συνήθως όμως σ' εκνευρίζει μετά από λίγα λεπτά και μένεις με τις μουσικές και τις μελωδίες.

Το δανεικό λάπτοπ σε περιμένει πάνω στο γραφείο. Ένα γιγάντιο ρολόι στο μυαλό σου κάνει τικ-τακ μετρώντας το χρόνο που σου απομένει μέχρι να παραδώσεις τη δουλειά σου. Έχεις αργήσει.
Έχεις αργήσει πολύ. Τόσο που σχεδόν δε σώζεται. Σηκώνεσαι βαριά και κάθεσαι μπροστά στην οθόνη. Ξεκινάς δουλειά.
Τα δάχτυλά σου κυλούν μηχανικά πάνω στα πλήκτρα, μεταφράζεις σχεδόν χωρίς να σκέφτεσαι. Δίπλα σου ο καφές στην κούπα κρυώνει, τα τσιγάρα σβήνουν κι ανάβουν.
Συνήθως η βραδυά έχει άλλη μια στάση στα pits -ξανά η κολλητή, για κουβέντα ή για την επιχείρηση 'πώς φτιάχνουμε φαγητό με αέρα κοπανιστό aka μέθοδος Χουντίνι', και μετά βρίσκεσαι ξανά μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή μέχρι που τσούζουν τα μάτια σου κι η μέση σου χρειάζεται τα υποστυλώματα του Παρθενώνα για να σε κρατήσει σε όρθια θέση.

Άλλο ένα τσιγάρο προτού πας για ύπνο;
Βέβαια, άλλο ένα. Το τελευταίο, σκέφτεσαι, κι ανάβεις ένα καθώς σώζεις τη δουλειά, κλείνεις τον υπολογιστή, σβήνεις τα φώτα, και τελευταίο το ραδιόφωνο.

Η γάτα σου κοιμάται από ώρα κουλουριασμένη στην καρέκλα της.
Η κολλητή σου είτε κοιμάται, είτε παλεύει στον δικό της υπολογιστή, είτε χαζεύει στην τηλεόραση για να βάλει φρένο στις σκέψεις που τρέχουν στο κεφάλι της χωρίς να κάνουν ποτέ στάση στα pits.
Οι δικοί σου άνθρωποι είναι χιλιόμετρα μακριά, κοιμούνται από ώρα. Όσο κι αν δεν πιστεύεις στο Θεό, εύχεσαι έτσι στον αέρα, να είναι καλά, να τους ακούσεις και την επόμενη μέρα στο τηλέφωνο κι ας χρειαστεί να τους πεις ξανά το ίδιο παραμύθι: ναι, μα και βέβαια είμαι καλά, είναι όλα μια χαρά, μην ανησυχείς.
Παλιοί φίλοι έχουν χαθεί στα δικά τους, κάπου τους είχες πετύχει μια βραδυά, κάπου ανάμεσα σε Ζωγράφου και Καισαριανή, παλιοί αγαπημένοι έχουν από χρόνια βγει απ' τη ζωή σου -ή μήπως τους έβγαλες εσύ;- κι άλλοι έχουν σβήσει εντελώς απ' την οθόνη του μυαλού σου, έτσι στα ξαφνικά, σαν να έγιναν σκόνη, σαν να μην ήταν μόλις προχτές που ακόμα ένιωθες κάτι για 'κείνους, που τους σκεφτόσουν κι απαντούσες στις κλήσεις τους στο κινητό.

Πριν σβήσεις το φως στο κομοδίνο σου, σκέφτεσαι εκείνους που μέχρι χτες σήμαιναν κάτι για σένα, και ξαφνικά σήμερα όλα τα χρόνια, όλες οι αναμνήσεις έχουν διαλυθεί, έχουν γίνει μικρά, ξεφτισμένα κουρελάκια. Προσπαθείς να φέρεις την εικόνα τους στο μυαλό σου, να ξαναβρείς έστω ένα απ' τα τρυφερά συναισθήματα που είχες για 'κείνους, αλλά δεν υπάρχει πια τίποτα.
Και σε πονάει αυτό.
Όχι γιατί σβήστηκαν εκείνοι απ' το νου σου, αλλά γιατί μαζί μ' αυτούς σβήστηκαν κι όλες οι δικές σου στιγμές μαζί τους, σβήστηκαν οι δικές σου αναμνήσεις, τα δικά σου όμορφα συναισθήματα, η δική σου αγάπη, τα δικά σου χαμόγελα, σβήστηκαν κι ούτε που θες να τα θυμηθείς ξανά, κι είναι λίγο σαν να 'χεις πάθει μια μικρή αμνησία, είναι λίγο λες και κάμποσα χρόνια της ζωής σου έχουν μείνει κενά.

Όμως δε σε παίρνει ν' αφήσεις το μυαλό σου να ξεστρατίσει τώρα σε τέτοια μονοπάτια.
Δε σε παίρνει γιατί οι κόκκινοι δείκτες του ηλεκτρονικού ρολογιού απέναντί σου δείχνουν τέσσερις, δείχνουν πεντέμισι, σε λίγο θα δείξουν έξι το πρωί.
Κι εσύ πρέπει, πρέπει να κοιμηθείς.
Πρέπει, γιατί σε λίγες ώρες σε περιμένει άλλο ένα πρωινό ξύπνημα.

Πέμπτη, Οκτωβρίου 12, 2006

Wish upon a star


...Μήπως γίνεται, παρακαλώ

για τις επόμενες δέκα ημέρες

το ρολόι να αποκτήσει σαράντα οχτώ ώρες;





Photo by Deviantart

Τρίτη, Οκτωβρίου 10, 2006

Καταλήψεως συνέχεια

...με σκέψεις, αναμνήσεις και απορίες.

Χτες βράδυ, με αφορμή το πρωινό περιστατικό, αλλά διάθεση εντελώς διαφορετική, σκεφτόμουν τα γεγονότα "της εποχής εκείνης".

Και βρέθηκα να θυμάμαι -κακό σύμπτωμα αυτό, αν μή τι άλλο δείχνει πως ίσως να 'χαν δίκιο τα "μικρά" που με κοίταζαν λες κι έβλεπαν δεινόσαυρο εν ζωή...-

Η Γιαννάκου σήμερα μιλάει για "ανύπαρκτα αιτήματα" και για "υποκινητές". Το έργο αυτό μου φαίνεται πως το 'χω ξαναδεί, που λεει κι ο στίχος.

Τα ίδια απ' ό,τι θυμάμαι έλεγε κι ο Κοντογιαννόπουλος επί της... εποχής μου. Και είχε έρθει να εκσυχρονίσει την Παιδεία, να ξεκαθαρίσει το τοπίο, να απαλλάξει τον τομέα από τα χρονίζοντα προβλήματά του. Με το τότε πολυνομοσχέδιο.

Το οποίο ουσιαστικά καταργούσε τα δωρέαν συγγράματα, τη στέγαση και τη σίτιση, καταργούσε το πανεπιστημιακό άσυλο και την επετηρίδα και φυσικά δεν άφηνε παραπονεμένους και τους μαθητές: καταργούσε τις γενικές συνελεύσεις, αποδυνάμωνε τα δεκαπενταμελή, μείωνε τον αριθμό των εισακτέων στα ΤΕΙ και στα ΑΕΙ, περιόριζε τις αδικαιολόγητες απουσίες και έφερνε κι ένα νέο φρούτο, το πόιντ σύστεμ (σύστημα ποινής) για τους μαθητές...κάτι σαν τ' αυτοκίνητα δηλαδή...

Κι έτσι τον Νοέμβριο του '90 ξεκίνησαν οι καταλήψεις που ξεδιπλώθηκαν σαν παλιρροϊκό κύμα σ' ολόκληρη την Ελλάδα και κλιμακώθηκαν πριν και μετά τις γιορτές.
Την ίδια στιγμή η τότε κυβέρνηση έστελνε φρεγάτες στον Περσικό, στηρίζοντας τον Μπους στο Ιράκ. Θυμάμαι ακόμα ένα απ' τα συνθήματα που ήταν "δώστε λεφτά για την παιδεία κι όχι φρεγάτες στην Αραβία".

Το 1ο ΤΕΛ Βόλου, όπου φοιτούσα τότε, τελούσε υπό κατάληψη τρεις ολόκληρους μήνες.
Κατάληψη που δεν σταμάτησε ούτε την περίοδο των εορτών (κάτι που περίμενε η κυβέρνηση θεωρώντας πως έτσι θα εκτονωνόταν η κρίση και θα ξεθύμαινε το πράγμα).

Τα θυμάμαι όλα.
Το κρύο, τη βροχή και το χιόνι που υπομέναμε όντας καταληψίες.
Τον αγώνα που κάναμε για να μας αφήσουν ανοιχτή μια γραμμή τηλεφώνου ώστε να μπορούμε να καλέσουμε νοσοκομεία ή αστυνομία αν παρουσιαζόταν έκτακτη ανάγκη.
Τις φωτιές μέσα στα βαρέλια που έκαιγαν στην αυλή για τα παιδιά που χτυπούσαν βάρδιες και "γερμανικά νούμερα" στις ομάδες περιφρούρησης.
Τα στρώματα και τα σλίπινγκ-μπαγκ στρωμένα στη σειρά μέσα στο χώρο του γυμναστηρίου.
Τις ομάδες σίτισης που προσπαθούσαν να μαζέψουν τα απαραίτητα χρήματα για το φαγητό μας πουλώντας εφημερίδες, μοιράζοντας φυλλάδια, χτυπώντας πόρτες και ζητώντας ενίσχυση, αλλά και τους ανθρώπους που ερχόντουσαν και μας μοίραζαν φαγητό και είδη πρώτης ανάγκης, και μιλάω για απλό κόσμο, πολλές φορές άσχετο με το μαθητικό χώρο και τα προβλήματά του.
Το πρώτο πανελλαδικό συλλαλητήριο το Δεκέμβρη και τη διαδήλωση με την τεράστια συμμετοχή από τα Προπύλαια στο Υπουργείο Παιδείας, διαδήλωση στην οποία συμμετείχα κι εγώ ως μέλος εκπροσώπησης του σχολείου μου, όπως συμμετείχαν και πολλές ομάδες εκπροσώπησης από ένα σωρό σχολεία της επαρχίας.

Κι ύστερα, μετά τις γιορτές θυμάμαι τα πράγματα να ζορίζουν και τον κλοιό γύρω μας να σφίγγει.
Να θέλουν ν' ανοίξουν τα σχολεία με κάθε τρόπο.
Και να ξεφυτρώνουν ξαφνικά σαν τα μανιτάρια οι "αγανακτισμένοι πολίτες" και οι αγανακτισμένοι "γονείς", που ερχόντουσαν κάθε βράδυ να μας "σπάσουν τον τσαμπουκά" με βρισιές και απειλές, οπλισμένοι με σιδηρολοστούς και κόφτες για να σπάσουν τα λουκέτα και τις αλυσσίδες, ώστε να μπουν και να κάνουν ανακατάληψη στο χώρο.
Να κάνουν φασαρίες έξω απ' το χώρο του σχολείου για να προκαλέσουν την εντύπωση πως οι καταληψίες ήταν ένα σωρό τσογλανάκια που βρίσκονταν εκεί για να σπάσουν πλάκα.
Να πετάνε μες τα άγρια μεσάνυχτα γυάλινα μπουκάλια μπύρας και άδειες φιάλες ουισκιού ώστε να βγαίνουν την επόμενη μέρα στον Τύπο και να καταγγέλουν πως η κατάληψη είχε γίνει "μπαράκι και άντρο ακολασίας"...
(άραγε θυμάται κανείς τις ομάδες κρούσης της ΟΝΝΕΔ τους λεγόμενους "Κένταυρους";)
Τον Λυκειάρχη έξαλλο να απειλεί θεούς και δαιμόνους, να τηλεφωνεί στους γονείς μας, να παίρνει απουσίες στο πεζοδρόμιο και να ωρύεται: "Θα πατάξουμε τα αναρχικο-εξτρεμιστικο-κομουνιστικά στοιχεία, θα φτύσετε της μάνας σας το γάλα κωλόπαιδα, κανείς σας δε θα αποφοιτήσει, κανείς δε θα περάσει σε σχολή, θα αποβληθείτε δια παντός απ' όλα τα Λύκεια της χώρας..."

Θυμάμαι κι εκείνο το βράδυ που τελικά οι "αγανακτισμένοι πολίτες και γονείς" κατάφεραν με κόφτες και λοστούς να ξεθεμελιώσουν τη μεγάλη καγκελόπορτα του προαυλίου κι εγώ, που ήμουν σκαρφαλωμένη πάνω στα κάγκελα να βρίσκομαι ξαφνικά σωριασμένη κάτω με σπασμένο αστράγαλο. Θυμάμαι το ξύλο που έπεσε και τον αγώνα των συμμαθητών μου να τους απωθήσουν και να ασφαλίσουν ξανά την πόρτα με πρόχειρα οδοφράγματα.
Τους φοιτητές που έτρεξαν σχεδόν αμέσως να συμπαρασταθούν και ξανά συμπλοκή και ξανά ξύλο.
Την αστυνομία που δεν ερχόταν παρόλο που τους τηλεφωνούσαμε κάθε τρία λεπτά ζητώντας βοήθεια.
Την οδό Κασσαβέτη κλειστή από τα παραταγμένα αυτοκίνητα των "αγανακτισμένων" για να μην μπορεί να περάσει το νοσοκομειακό και να παραλάβει τους χτυπημένους μαθητές...

Θυμάμαι και τον Νίκο Τεμπονέρα. Θυμάμαι και την ημερομηνία. Οχτώ Γενάρη ήταν. Η νύχτα με το πιο διαβολεμένο ψοφόκρυο που μπορώ να θυμηθώ, με το χιόνι στο Βόλο πάνω από μισό μέτρο. Τα τηλέφωνα να πέρνουν φωτιά:
"Χτύπησαν καθηγητή στην Πάτρα. Είναι σοβαρά".
"Τον χτύπησαν με λοστό στο κεφάλι. Μπορεί και να μη ζήσει".
"Φυλαχτείτε. Βάλτε κι άλλες ομάδες περιφρούρησης. Αν δείτε οποιαδήποτε ύποπτη κίνηση, φωνάξτε βοήθεια, φωνάξτε τους μπάτσους ή εγκαταλείψτε το κτίριο".
Δεν ξέραμε ακόμα ότι ο Τεμπονέρας ήταν κλινικά νεκρός. Αργότερα ακούσαμε και το όνομα Καλαμπόκας. Μαζεύαμε σκόρπια τα νέα, το τηλέφωνο χτυπούσε συνεχώς.
Γονείς που μάθαιναν τα νέα απ' την τηλεόραση έτρεχαν πανικόβλητοι και μας παρακαλούσαν να φύγουμε, να εγκαταλείψουμε την κατάληψη.
Έκτακτες συνελεύσεις μες τα άγρια μεσάνυχτα.
Φόβος που πάγωνε το μυαλό μας χειρότερα απ' το ψοφόκρυο που πάγωνε τα κορμιά μας.
Φόβος στην αρχή, οργή, λύσσα στη συνέχεια.

Θυμάμαι κι έναν καθηγητή μας που πέρασε εκείνο το βράδι απο 'κει.
Ερχόταν και μας έφερνε τσιγάρα και φαγητό συχνά πυκνά. Ήταν ο καθηγητής της Λογιστικής. Ο Σπύρος Σ. που έμπαινε στην τάξη φορώντας μαύρα γυαλιά κι έμοιαζε ίδιος ο Μπρους Σπρίγκστιν, με την περιβόητη ατάκα στα χείλη: "Η Λογιστική είναι απλή λογική. Έχεις λογική; Θα μάθεις και λογιστική".
Έψαξα την ιστοσελίδα του λυκείου μου, που τώρα πια έχει μετονομαστεί σε ΤΕΕ. Απ' όλους τους παλιούς μου καθηγητές μόνο ο Σπύρος έχει μείνει. Να 'σαι καλά, Σπύρο, να 'σαι καλά.
Τον θυμάμαι εκείνο το βράδι να μας λεει: "Τούτη την ώρα κωλόπαιδα, γράφεται η ιστορία. Βάλτε το καλά στο μυαλό σας, ανοίξτε τα μάτια σας, ανοίξτε τα αφτιά σας, ίσως εσείς έχετε μια ελπίδα".

Τα θυμάμαι όλα.
Και την κηδεία του Νίκου Τεμπονέρα, και τις κινητοποιήσεις που ακολούθησαν, τα συλλαλητήρια τις τρεις ερχόμενες μέρες μετά την κηδεία, το ξύλο στο Πολυτεχνείο, την Ομόνοια, τα δακρυγόνα και τα χημικά που έπεσαν στο Κ.Μαρούσης, το θάνατο τεσσάρων ανθρώπων.

Την παραίτηση του Κοντογιαννόπουλου, την απόσυρση του πολυνομοσχεδίου, τον Σουφλιά στο ΥΠΕΘ να λεει "θα αρχίσουμε το διάλογο σε μηδενική βάση".

Και ενώ η παλιά ιστοσελίδα των Ελληνικών Γραμμών με "ενημερώνει" μεταξύ άλλων πως ο Νίκος Τεμπονέρας ως αρχηγός των ομάδων κρούσης του Εργατικού Αντι-ιμπεριαλιστικού Μετώπου (ΕΑΜ) είχε επιβάλλει στην Πάτρα "καθεστώς βίας και τρομοκρατίας", πως οι λιγοστοί "συναγωνιστές" του Καλαμπόκα" πολιορκήθηκαν" από ένα "έξαλλο πλήθος ακροαριστερών τραμπούκων" καιπως δέχθηκαν τις επιθέσεις του "αριστερού παρακράτους", εγώ ρίχνω φάσκελα στην οθόνη.
Γιατί ξέρω την αλήθεια. Γιατί τα έζησα. Γιατί έφαγα ξύλο.

Αλλά και γιατί φοβάμαι κι εξοργίζομαι όταν βλέπω τον κωλο-εθνικισμό τους να φουντώνει, όταν διαβάζω άρθρα σαν κι αυτό , αυτό, και αυτό.
Εξοργίζομαι γιατί τέτοιοι άνθρωποι έχουν παιδιά, επηρεάζουν παιδιά, γαλουχούν παιδιά, μεγαλώνουν παιδιά μ' αυτά τα σκατά.
Εξοργίζομαι γιατί η μισαλλοδοξία κι ο Μεσαίωνας κρατούν καλά σε τούτο τον τόπο.

Και φοβάμαι πως οι αγώνες, οι πορείες κι οι διαδηλώσεις, όσοι χάθηκαν κι όσοι θα χαθούν στο μέλλον, έχουν παει στα χαμένα.
Φοβάμαι πως όταν ο Σπύρος μας έλεγε "ανοίξτε μάτια κι αφτιά κωλόπαιδα, τώρα γράφεται η ιστορία", δεν είχαμε καταλάβει καλά το νόημα, δεν είχαμε πάρει πρέφα τι συνέβαινε γύρω μας.
Γιατί αν είχαμε καταλάβει, αν είχαμε "δει" και "ακούσει" ίσως να ήταν αλλιώς κάποια πράγματα σήμερα.
Φοβάμαι γιατί νιώθω κουρασμένη κι όσο κι αν θα ήθελα να παω να πω δυο κουβέντες στα πιτσιρίκια που με παρακαλούσαν δε θα το έκανα. Γιατί φοβάμαι πως δε θα ήξερα πραγματικά τι σκατά να τους πω. Κι οργίζομαι γι' αυτό.
Ίσως το μόνο που θα μπορούσα να τους πω είναι να έχουν αυτά το νου, τα μάτια και τ' αφτιά τους ανοιχτά.
Η ιστορία γράφεται κάθε μέρα.

Όσο για μένα, να σας ευχηθώ καλό απόγευμα κυρίες και κύριοι. Η βουτιά στο παρελθόν ετελείωσε. Μην καταντήσω και γραφική.
Το λεει κι ο Κ. Τριπολίτης: "...και επιτέλους, σκασμός οι ρήτορες, πολύ μιλήσαμε..."

Οπότε, για πείτε μου αλήθεια, έχει κανένα Ντριμ Σόου απόψε να χαζέψουμε στην τιβί;

Δευτέρα, Οκτωβρίου 09, 2006

Η κατάληψη


Δευτέρα πρωί, πηγαίνω σ' ένα τυροπιτάδικο της Πλατείας Αμερικής να πάρω τυρόπιτες και καφέδες.

Στο δρόμο με σταματάει μια παρέα από τέσσερα πέντε πιτσιρίκια κοντά στα δεκατέσσερα. Γυμνασιόπαιδα.
Μου δίνουν ένα φυλλάδιο με τίτλο "Με συνελεύσεις, πορείες, καταλήψεις, οι μαθητές ξανά στον αγώνα!", κι αρχίζουν να με ενημερώνουν για την κατάληψή τους και τα αιτήματά τους.

Κοντοστέκομαι να τους ακούσω, και ρίχνω μια ματιά στο ομολογουμένως καλοφτιαγμένο φυλλάδιάκι τους.
Διαβάζω στις πρώτες γραμμές:
"Εμείς, οι μαθητές με τους αγώνες μας τα προηγούμενα χρόνια δυσκολέψαμε τα σχέδιά τους.
Το '98 τους καθυστερήσαμε!
Τώρα που έρχονται αποφασισμένοι να περάσουν όλα όσα ετοίμαζαν για τα σχολεία μας, να
μας πείσουν να εγκαταλείπουμε νωρίς το σχολείο, να μας σπρώξουν στην ψευτοκατάρτιση,
ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΥΜΕ
Μαζί με τους φοιτητές, τους εκπαιδευτικούς και όλο το λαό!
Θα τους σταματήσουμε!"


Χαμογελάω ασυναίσθητα, και τους ρωτάω:
-Ώστε σοβαρά θα προχωρήσετε σε καταλήψεις;
-Τι σοβαρά; Ξεκινάμε την ερχόμενη εβδομάδα, λεει ένας νεαρός της παρέας.
-Στις 3 Νοέμβρη μάλιστα έχουμε μεγάλο μαθητικό συλλαλητήριο σε όλη την Ελλάδα, συμπληρώνει μια ξανθιά κοπελιά όλο ενθουσιασμό.
-Έχετε οργανώσει επιτροπή συντονισμού; Ομάδα σύνταξης και διανομής φυλλαδίων; Έχουν γίνει Γενικές Συνελεύσεις; Έχετε ορίσει κάποιους εκπροσώπους αν χρειαστεί να μιλήσει κάποιος από σας στον Τύπο; τους ρωτάω.

Ξαφνικά πέφτει σιγή στην ομήγυρη. Μουτράκια συνοφρυώνονται για λίγο κι έπειτα με κοιτάζουν καλά-καλά.
-Από κανένα ΤΕΙ θα είναι, ακούω να ψιθυρίζουν ο ψηλός νεαρός με το σκουλαρίκι στο φρύδι και η ξανθιά κοπέλα, κι έπειτα στρέφονται ξανά προς το μέρος μου με ανανεωμένο ενδιαφέρον.
-Εσύ από ποιά κατάληψη είσαι; με ρωτούν ταυτόχρονα.
-Από του '91! τους απαντάω γελώντας.
Σιγή.
Κι ύστερα κραυγές ενθουσιασμού και δέους απ' όλους μαζί:
-Ποιού '91; Του 1991 δηλαδή;
-Σοβαρά μιλάς; Ήσουν στις καταλήψεις του '91;
-Ήσουν στις συντονιστικές επιτροπές;
-Πώς ήταν τότε; Τους τσακίσατε εσείς!
-Μπορείς να μας πείς μερικά πράγματα από εκείνη την εποχή;
-Θέλεις να έρθεις ως το σχολείο μας να κάνεις μια ομιλία;
-Να βγάλουμε και μερικές φωτογραφίες με την ψηφιακή;

Ώπα, ώπα ρε παιδιά...μπάστα! Βραχυκύκλωσα! Τι λένε τούτα;

"Από εκείνη την εποχή;"
"Τους τσακίσαμε εμείς τότε;"
"Να βγάλω ομιλία;"
"Να βγάλουμε φωτογραφίες;"

Μα δεν ήμουν δα και στην κατάληψη του Πολυτεχνείου! ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΜΟΥΣΕΙΑΚΟ ΕΙΔΟΣ, μου 'ρθε να τους βροντοφωνάξω...
Σκιάχτηκα.
Μου φάνηκε πως με κοιτάζανε κάπως λες και βλέπανε τον Άρη Βελουχιώτη και τον Τσε Γκεβάρα μαζί και ήθελαν οπωσδήποτε αναμνηστικές φωτογραφίες, σουβενίρ και αυτόγραφα.
Μ' έπιασε "πιασμός" που λεει κι η μάνα μου. Ανατρίχιασα.
Και συγχρόνως μου 'ρθε να βάλω και τα γέλια.
Ότι θα έφτανα να νιώσω "θρύλος της επανάστασης" δεν το περίμενα...
Ώρα να του δίνω, σκέφτηκα.

Μουρμούρισα μια δικαιολογία ότι τάχα μου έπρεπε να γυρίσω στη δουλειά μου και πως θα προσπαθούσα να περάσω απ' το σχολείο τους να τους δω, κι έστριψα στη γωνία του δρόμου.

Πηγαίνοντας στο τυροπιτάδικο είχα μια διάθεση ανάμεσα στο "μπρρρ!" και στο "έ, ρε γέλια!".
-Καλημέρα. Τι έχεις εσύ; με ρωτάει η κοπέλα που δουλεύει στο μαγαζί.
-Άσε, τι να σου εξηγώ, της απάντησα. Μόλις προ ολίγου με πέρασαν για τον...Τσε Γκεβάρα...

People I know

Ο Νίκος. Εξαιρετική κιθάρα. Κάμποσα χρόνια σε ωδείο στην κλασσική, μετά ηλεκτρική, είχε ταλέντο, ήταν νέος, είχε εμφάνιση. Δούλεψε πολύ, δο...