Παρασκευή, Μαΐου 27, 2005

Τρίτη, Μαΐου 24, 2005

Το πρόγραμμα γι απόψε έλαβε τέλος...

Απόψε δεν είχα λόγια.
Απόψε ήμουν κομμάτια.
It' s been a hard days night...
Μιας μέρας όπου όλα μου πήγαν στραβά...
Όπου σ' όλους τους τομείς της ζωής μου έφαγα στραπάτσα.



Στη δουλειά μου. Που την πήρα πίσω αλλά με νέους, δυσμενείς για μένα, όρους.
Στην δεύτερή μου δουλειά όπου υπολόγιζα να πάρω κάποια χρήματα και μέχρι να γίνει
αυτό κόντεψε να μου τρυπήσει το στομάχι.
Στα οικογενειακά μου.
Στην υγεία μου.
Στην υγεία πολύ κοντινών κι αγαπημένων μου προσώπων.
Στα λόγια ενός ανθρώπου που κάποτε σήμαινε πολλά για μένα, και που πίστεψα πως μπορούσα να μοιραστώ πια μαζί του τα νέα μου, τη χαρά μου...
Κι εκείνος μου πε πράγματα που δεν είχε πια κανένα, μα κανένα δικαίωμα να πει, μ' έκανε να πονέσω, να πικραθώ, ν' αμφιβάλλω για τον εαυτό μου...

Και κοντά σ' όλα αυτά, κάποιες περίεργες συμπτώσεις, με γέμισαν περισσότερες ανασφάλειες, φόβους, πίκρα και άγχος.

Κι η αντίδρασή μου, ως συνήθως, εντελώς παρορμητική και χωρίς καθόλου διπλωματία...

Εκτός απο το ότι δεν τα παω καλά με το πρωινό ξύπνημα, δεν τα παω καθόλου καλά και με
τη διπλωματία, ειδικά σ' ό,τι αφορά τα συναισθήματά μου...
Ντουγρού μπροστά, κι ό,τι βγει...

Μόνο να βγει απο μέσα μου...

Καθώς οι νυχτερινές ώρες κυλούνε, σκέφτομαι πως ίσως αύριο να χρειαστεί να δώσω κάποιες εξηγήσεις για την, με μια ματιά, αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά μου απόψε σε κάποιον άνθρωπο...

Εύχομαι, αν συμβεί τελικά αυτό κι αποδειχτεί πως για όλα έφταιγε μια hard, real hard day of my life για τα όσα πέρασαν απόψε απ' το μυαλό μου, εύχομαι λοιπόν να βρω τα λόγια να εξηγήσω...

Κι εκείνος να βρει τρόπο να με καταλάβει... κι όπως και πριν, έτσι και τώρα να με νιώσει...

Παράξενη γιορτή...

Χόρεψα μόνος μου ό,τι ονειρεύτηκα
ζωή παράξενη πάντα σε δέχτηκα
Πρόποση επίσημη σ’ όλα τα ψεύτικα
παράξενη γιορτή

Σε ό,τι δέθηκα κι ύστερα χώρισα
σ’ ό,τι αγάπησα κι ό,τι δε μπόρεσα
Σ’ ό,τι αρνήθηκα και σ’ ό,τι δώρισα
παράξενη γιορτή



Με γλυκό κουταλιού
και στη θλίψη δωμάτιου παλιού
μάνα εγώ θα σε δω
όλα χάθηκαν κι όλα είναι εδώ
Ένα μονόλογο στο τζάμι έγραψα
ύστερα γέλασα, τα δάκρυα έβαψα
Χρόνια που σώθηκαν, χρόνια που έθαψα
παράξενη γιορτή

Παίρνει ο άνεμος μέρες και θύμησες
κι εσένα που έφυγες και δε με φίλησες
Ένα φθινόπωρο σαν στάχυ λύγισες
παράξενη γιορτή



Με γλυκό κουταλιού...
Χόρεψα μόνος μου ό,τι ονειρεύτηκα...
Παίρνει ο άνεμος μέρες και θύμησες...

Προσωπικά...

Προσωπικά δεν έχω αισθήματα για σένα φιλικά
μονάχα βήματα θιγμένα ερωτικά,
που μ' αναγκάζουνε να φεύγω βιαστικά

Προσωπικά δε θέλω τίποτα μαζί σου λογικά
μου πάει ο ήχος της φωνής σου τραγικά
και δεν αλλάζω το κορμί σου με την άψογη ζωή σου
τελικά


Προσωπικά εγώ τρελαίνομαι,
στο παραμύθι σου γεννιέμαι κι ανασταίνομαι
Προσωπικά δεν έχω αίσθηση
αυτό που ζούμε αν είναι αλήθεια ή παραίσθηση,

προσωπικά....

Προσωπικά, τυχαίνει βράδια με τραγούδια λαϊκά
ντυμένη κι άδεια κι αφημένη γενικά
να μεταφράζω τη σκηνή δραματικά

Προσωπικά, εμένα ο χρόνος μου γυρίζει κυκλικά
κι αλλάζει ο τόνος μου στο τέλος ειδικά
γι' αυτό να ξέρεις κι επιμένω, κι ας μου το 'χεις ξεγραμμένο
οριστικά

Προσωπικά....

Έλα λίγο...

Έλα λίγο… μόνο για λίγο…
ζω και ξαναζώ κάθε μας στιγμή,
σε χώρο μυστικό, καρδιά μου,
σ’ ανταμώνω…

Έλα λίγο… μόνο για λίγο…
μέσα μου σιωπή,
μίλα μου εσύ…
Όλη μου η ζωή,
στα χέρια σου κλεισμένη…

Studio 216 F.M.

Όταν ήμουν στην εφηβεία, ήταν της μόδας οι ραδιοφωνικοί σταθμοί.
Οι πειρατικοί. Δεν υπήρχε τότε ελεύθερη ραδιοφωνία.
Ήταν τρομερή φάση εκείνοι οι σταθμοί. Κι είχα και γω κάποτε έναν.
Στούντιο 216 στα FM τον λέγανε.
Ήταν τα λόγια σου όταν δεν είχες πια άλλα λόγια να πεις. Κι εγώ απόψε, ή τουλάχιστον για την ώρα, δεν έχω καθόλου λόγια να πω. Δεν μπορώ.
Πονάω πολύ απόψε.
Πολύ για να βάλω τα όσα νιώθω σε λέξεις...
Θα κάνω πρόγραμμα λοιπόν απόψε...

Σκόρπια τραγούδια... που κάτι λένε απ' όσα νιώθω, απ' όσα περνούν απ΄το μυαλό μου απόψε...

Κι ίσως να λένε κάτι και σε κάποιους άλλους...

Κεραυνός κι αστραπή
ξάφνου στο ανήξερο καλοκαίρι
η κακιά η στιγμή
φίδι, σκορπιός, μαχαίρι
στην καρδιά μου όρμησε να τη φαρμακώσει.
Κεραυνό κι αστραπή
ελπίζει πια η ζωή μας στο θαύμα
άγγελο της χαράς κι εκδικητή αντάμα
τους ανθρώπους που χωρίσαν πάλι να ενώσει...



Δευτέρα, Μαΐου 23, 2005

So sad...

I’m crying everyone’s tears
And there inside our private war
I died the night before
And all of these remnants of joy and disaster
What am I suppose to do

I want to cook you a soup that warms your soul
But nothing would change, nothing would change at all
It’s just a day that brings it all about
Just another day and nothing’s any good

The dj’s playing the same song
I have so much to do
I have to carry on
I wonder if this grief will ever let me go
I feel like I am the king of sorrow, yeah
The king of sorrow

I suppose I could just walk away
Will I disappoint my future if I stay
It’s just a day that brings it all about
Just another day and nothing’s any good

Επειδή απόψε είμαι λυπημένη. Πολύ λυπημένη...

Κυριακή, Μαΐου 22, 2005

Ταρίφες, Σικάγο, γιουροβίζιον, ταρίφες

Μια βραδιά που ξεκίνησε σκατά, συνεχίστηκε υπέροχα και τέλειωσε σκατά ή σχεδόν σκατά.

Σάββατο βραδάκι. Ετοιμάζομαι για να βγω. Έχω κανονίσει με μια φίλη μου να πάμε να δούμε το μιούζικαλ Σικάγο και παρόλο που εδώ και μια εβδομάδα με ταλαιπωρεί ένας ενοχλητικός, συνεχόμενος πόνος στο διάφραγμα, δε σκοπεύω να το χάσω με τίποτα. Λατρεύω τα μιούζικαλ, ξέρω πως το συγκεκριμένο δε θα με απογοητεύσει, το περίμενα όλη τη βδομάδα πως και πως κι έτσι αγνοώ όσο μπορώ τον πόνο κι ετοιμάζομαι.

Έχουμε ραντεβού στις οχτώμιση. Από τις εφτάμιση προσπαθώ να βρω ταξί. Μετά από ατέλειωτη αναμονή και τρεις αρνητικές απαντήσεις από το τηλεφωνικό κέντρο, αποφασίζω να βγω στο δρόμο μπας και βρω κανέναν ελεύθερο. Βρίσκομαι λοιπόν στην Πατησίων κι είναι πια περασμένες οχτώ. Λεω δέκα πάτερ ημών, πέντε άβε Μαρία, καμιά εκατοστή ξόρκια κι ελπίζω να βρω γρήγορα ταξί.
Πάνω στην ώρα σταματά ένα.

-Που πάτε; με ρωτάει ο ταρίφας παρόλο που έχει σηκωμένη σημαία.
Αγνοώ την ερώτησή του, μπαίνω μέσα και θρονιάζομαι στο μπροστινό κάθισμα.
-Δε μου είπατε που πάτε, μου λεει ξανά.
α τώρα μπήκα, πότε να σας το πω; απαντάω εγώ δήθεν αθώα. Στρέφομαι προς το μέρος του, και βλέπω μια φάτσα σαν το Μιχάλη Μανιάτη ξενυχτισμένο. Παρεμπιπτόντως, ο Μανιάτης δε μ’ αρέσει μία, είτε ξενυχτισμένος είτε ξεκούραστος.
Μέχρι να πω ωχ, αρχίζει να παίζει από το σιντι πλέιερ ο Σταμάτης Γονίδης. Τώρα το ωχ μου ’ρχεται από μόνο του. Ωραία αρχή κάναμε, λεω από μέσα μου.
-Στο Αθηνών Αρένα, του απαντώ, Πειραιώς 166.
-Στο ποιο; με ρωτάει σα χάνος.
Επαναλαμβάνω.
Το σκέφτεται λίγο σα να του ζήτησα να αποδείξει το θεώρημα του Πυθαγόρα με τον διακοσιοστό εξηκοστό τέταρτο τρόπο.
-Τι είναι αυτό; μου κάνει.
Τι να του εξηγώ τώρα…

-Θέατρο, του λεω, ελπίζοντας να κόψει τη συζήτηση εκεί. Στην Πειραιώς στο νούμερο 166, επαναλαμβάνω, αργά και καθαρά αυτή τη φορά.
-Όπως πάμε στ’ αριστερά μας ε;
-Όχι, στην κάθοδο της Πειραιώς είναι, του εξηγώ.
-Α, καλά λεω… στ’ αριστερά μας δηλαδή…

Μα ρε πούστη μου, είναι δυνατό να έχουν κάτι τέτοιοι τύποι επαγγελματικό δίπλωμα οδήγησης; Έλεος…

-Όχι, τον κόβω. Στην κάθοδο λέμε της Πειραιώς, δηλαδή στη δεξιά πλευρά του δρόμου.
Κουνάει το κεφάλι του πάνω κάτω, για να μου δώσει να καταλάβω πως κατάλαβε.
Ένα λεπτό αργότερα ρωτάει ξανά:
-Και τι είπαμε πως είναι εκεί;
-Θέατρο, του επαναλαμβάνω μονολεκτικά.
-Δηλαδή εσύ τώρα πας θέατρο; με ρωτάει και με κοιτάει λοξά λες και φοβάται πως σε λίγο θα πεταχτεί το Άλιεν απ’ το στομάχι μου. Εδώ που τα λέμε, έτσι όπως πήγαινε ο πόνος στο διάφραγμα δεν ήταν κι απίθανη σκέψη.
-Ναι, παω στο θέατρο, του απαντώ και στρέφω το κεφάλι μου προς το παράθυρο κοιτώντας έξω. Τίποτα ο τύπος, εκεί, ακάθεκτος.
-Και τι πας να δεις;
-Ένα μιούζικαλ.
-Ένα τι;
-Μιούζικαλ. Μια μουσική παράσταση. Το Σικάγο, του εξηγώ ελπίζοντας να κόψει την παρλαρία γρήγορα, αλλά φευ, ο ταρίφας δεν είχε τέτοιο σκοπό.
-Α! μου πετάει λες και κατάλαβε. Και δε μου λες, μόνη σου πας;
Ώρες είναι τώρα να προσφερθεί να με συνοδέψει, συλλογίζομαι και μου σηκώνεται η πέτσα.
-Ναι, γιατί, το απαγορεύει κανένας νόμος και δεν το ήξερα;
Με κοιτάει ξανά σα χάνος.
-Όχι, αλλά να πηγαίνεις μόνη σου; Γιατί; Δεν έχεις καμιά φίλη σου να πάρεις μαζί;

Ώ, ρε πούστη μου, δε θα το γλιτώσει το καντήλι αυτός, σκέφτομαι αλλά δίνω τόπο στην οργή προς ώρας.
-Εγώ γουστάρω να βλέπω μιούζικαλ μόνη μου, υπάρχει πρόβλημα;
-Μα δεν είναι δυνατό να θέλεις να βλέπεις θέατρο μόνη σου. Που ακούστηκε αυτό; Θα είναι σκέτη πλήξη.
-Ναι σωστά… Σε μια παράσταση πηγαίνεις για να πιάσεις κουβενταρία με τους φίλους σου, λες κι έπινες καφέ, κι όχι για να δεις την ίδια την παράσταση, του πετάω, αλλά δεν ιδρώνει τ’ αυτί του.

-Δεν έχεις φίλο; με ρωτάει σε λιγάκι.
Αναρωτιέμαι αν ήρθε η ώρα να αρχίσω τα καντήλια και τα δώδεκα ευαγγέλια, είχα όμως τόσο καλή διάθεση, αν εξαιρέσει κανείς τον πόνο, που είπα να το δω χαλαρά το θέμα.
-Έχω, του λεω.
-Και γιατί δεν τον πήρες μαζί;
-Τι είναι να τον πάρω μαζί, βαλίτσα;

Εκεί ο εγκέφαλός του θα πρέπει να κόλλησε για λίγο στην απύθμενη βλακεία του, γιατί για κανά δυο λεπτά με άφησε ήσυχη.

-Μα έπρεπε να τον πάρεις μαζί, μου λεει στο τέλος.
-Δεν του αρέσουν τα μιούζικαλ, λεω ελπίζοντας μ’ αυτό να κόψω την κουβέντα.
-Και τι πειράζει; Ας τον έπαιρνες εσύ κι ας μην του άρεσε. Μια σταλιά κορίτσι να πηγαίνεις να δεις μόνη σου θέατρο είναι κρίμα.
-Λέτε να έχω πρόβλημα; Μετά τα 18, ξέρετε, δε χρειάζεσαι κηδεμόνα για να κυκλοφορήσεις.
-Μα πόσο είσαι δα; Δεν είσαι και τόσο μεγάλη!
Ω, τι ευγενική ψυχή… Δόξα το Θεό, δεν είμαι και σαν την Πελοπόννησο.
-Είμαι 36, του λεω ψέματα.
-Και δεν είσαι παντρεμένη ακόμα;
-Όχι, του πετάω ενώ έχω αρχίσει να φορτώνω.
-Και γιατί; Γιατί να μην παντρευτείς; Τι πρόβλημα έχεις;

Α, μα βέβαια, πως δε το σκέφτηκα… Έτσι κι ήμουν 36, ανύπαντρη και μάλιστα πήγαινα να δω μιούζικαλ ασυνόδευτη, τότε το μόνο σίγουρο ήταν πως είχα ψυχολογικά προβλήματα. Πως δε το χα δει νωρίτερα;

ε μου αρέσει η ιδέα του γάμου, του απαντάω φουρκισμένη.
-Μα γιατί; να επιμένει εκείνος. Τι θα πει δε σου αρέσει η ιδέα; Όλοι πρέπει να παντρεύονται κάποια στιγμή, συνέχισε με στόμφο. Δεν ήρθε ακόμα η ώρα σου, απεφάνθη, κουνώντας το κεφάλι του με ύφος αυθεντίας.
Ευτυχώς, γιατρέ μου, κι είχα μια αγωνία. Πάλι καλά, δεν ήρθε ακόμα η ώρα μου… προφανώς λοιπόν, θα ζήσω κι άλλο.
Αποφασίζω να δώσω και πάλι τόπο στην οργή και στρέφω όλη μου την προσοχή στο δρόμο γυρίζοντάς του σχεδόν την πλάτη.
Μετά από λίγο, κι ενώ το ρεπερτόριο είχε περάσει στον Τερλέγκα, κι ενώ εγώ προσευχόμουν να δω επιτέλους το νούμερο 166 της οδού Πειραιώς, μου πετάει ξανά το αστροπελέκι:
-Πάντως κοίτα να δεις, είναι κρίμα που βγαίνεις μόνη σου. Δεν έχει πλάκα να πηγαίνεις κάπου μόνη. Γιατί δεν τηλεφωνείς σε καμιά φίλη σου τώρα να έρθει κι αυτή; Θα είναι βαρετά αλλιώς.
-Ναι σωστά, του απαντώ. Θα είναι βαρετά να πας να δεις μουσικοχορευτική παράσταση μόνος σου. Δε θα χεις κανέναν δίπλα σου να σχολιάζετε τι φοράει η διπλανή, ποιος γκόμενος τη συνοδεύει και τα ρέστα. Αλλά κοίτα που εγώ, (εδώ έκοψα τον πληθυντικό), το χω βίτσιο να πηγαίνω μόνη μου στο θέατρο, μόνη στο σινεμά, μόνη για καφέ και μόνη για ποτό. Άμα έχω άνθρωπο κοντά μου σπάζομαι, γυαλίζει το μάτι μου, κάτι με πιάνει. Κοινώς, έτσι γουστάρω, έτσι τη βρίσκω, τι να κάνουμε, του λεω μονοκοπανιά.

Φαίνεται θα είχε γυαλίσει όντως το μάτι μου, διότι ο ταρίφαμαν με κοίταξε λοξά και τρομαγμένα, αποφάσισε να βγει από τη δεξιά λωρίδα όπου είχαμε κολλήσει πίσω από τον κώλο του τρόλεϊ, να επιταχύνει κι έτσι έφτασα επιτέλους στον προορισμό μου.
Βρήκα τη φίλη μου να με περιμένει από ώρα, είπα να μη γκρινιάξω για την ιστορία με τον ταξιτζή κι αρχίσαμε να λέμε τα δικά μας και να συζητάμε για την παράσταση.
Σε λιγάκι άνοιξαν οι πόρτες και μπήκαμε μέσα. Είχαμε άλλη μισή ώρα στη διάθεσή μας μέχρι ν’ αρχίσει, οπότε προλάβαμε να πούμε τα νέα μας και να κάνω εγώ (εκείνη δεν καπνίζει) κι ένα τσιγάρο.

Επιτέλους η παράσταση αρχίζει με όλους τους περφόρμερ επί σκηνής και την «Βέλμα» (που θύμιζε εκπληκτικά την Annie Lenox στα νιάτα της) να τραγουδάει με απίστευτη φωνή το All that jazz…
Για τις επόμενες δυόμισι ώρες, κόντεψε να μου εξαρθρωθεί ο ώμος από το χειροκρότημα, και το χαμόγελο είχε κολλήσει μόνιμα στη φάτσα μου, σαν τον Τζιμ Κάρεϊ στη Μάσκα.
Ο χώρος τεράστιος, η ακουστική του εκπληκτική, το σκηνικό λιτό με την εκπληκτική ορχήστρα εγκατεστημένη στη μέση και τους περφόρμερ να παίζουν, να τραγουδούν και να χορεύουν ένα επίπεδο μπροστά χρησιμοποιώντας παράλληλα την ορχήστρα σαν μέρος του σκηνικού, οι φωτισμοί υποβλητικοί, το θέαμα απίστευτα καλό, οι χορευτές υπέροχοι κι από φωνές… φωνάρες και κορμάρες μαζί.
Για δυόμισι ώρες ξέχασα στην κυριολεξία πως βρισκόμουν στην Ελλάδα, πως βρισκόμουν στην Αθήνα, και μάλιστα στο σωτήριο έτος 2005. Για δυόμισι ώρες νόμιζα πως ήμουν στο Μπρόντγουέι, με την υπέροχη τζαζ μουσική και τις εκπληκτικές φωνές να γεμίζουν το χώρο και να με στέλνουν στη δεκαετία του είκοσι.

Κάποια στιγμή η παράσταση τελείωσε και πήραμε το δρόμο της επιστροφής, εκστασιασμένες ακόμα απ’ το υπερθέαμα. Το μόνο που μας έκανε αρνητική εντύπωση ήταν πως το θέατρο ήταν σχεδόν άδειο, ενώ όπως είχαμε ακούσει να λένε οι ταξιθέτριες, υπήρξαν πολλές ακυρώσεις της τελευταίας στιγμής. Βέβαια δεν είχαμε και καημό, ίσα ίσα, που αυτό μας βοήθησε να μετακινηθούμε κάποια στιγμή σε καλύτερες θέσεις χωρίς να μας πει κανείς το παραμικρό.
Είπαμε λοιπόν να πάμε με τη φίλη μου προς το Μοναστηράκι ή στου Ψυρρή να πιούμε κανά ποτάκι. Καταλήξαμε στο Μοναστηράκι να τσιμπολογάμε μια ποικιλία μεζέδων συνοδεία κρασιού και να σχολιάζουμε τη βραδιά.

Ξαφνικά ακούστηκε οχλοβοή. Κοιταχτήκαμε ταραγμένες.
Τι γίνεται ρε; Πόλεμος; Πραξικόπημα; Πήρε φωτιά πουθενά; Σεισμός; Ήρθαν τα Άλιεν; Έφτασε ο Αρμαγεδδών; Κατέβηκε ο λαός σε επανάσταση, απηυδισμένος πια από τα νέα μέτρα της κυβερνητικής πολιτικής, μην αντέχοντας άλλο τις περικοπές, τις συντάξεις της πείνας, την ακρίβεια, τις αρχιδιές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το γαμημένο Ευρωσύνταγμα που μας περιμένει σε λίγο, τις επόμενες κωλοσφήνες που όπου να ναι φτάνουν; Τι στο διάολο είχε συμβεί;
Πληρώσαμε το λογαριασμό και βγήκαμε στο δρόμο.
Τι να δούμε…

Ουρές ατελείωτες αυτοκινήτων να έχουν πλημμυρίσει τους δρόμους κορνάροντας ασταμάτητα ενώ απ’ όλα τα γαμάτα ηχοσυστήματα και τα πειραγμένα σαμπγούφερ ακουγόταν το άσμα της γιουροβίζιον…
Κοιταχτήκαμε με τη φίλη μου αποσβολωμένες…
-Δε το πιστεύω ρε, πήραμε την πρώτη θέση στη μαλακία της γιουρό τέτοιας με την άλλη την Παπα πως τη λένε, μου λεει η φίλη μου.
Εγώ δεν είχα λόγια να σχολιάσω… Τι να έλεγα; Από το Μπρόντγουέι είχα βρεθεί ξαφνικά στην πρωτεύουσα της Μπανανίας.
Στο μυαλό μου έπαιζε στο μπακγκράουντ ο Χάρυ Κλυν, τραγουδώντας το :Ελλάδα η χώρα του πράσινου ήλιου… Άσχετο που δεν είναι ο πράσινος ήλιος στην κυβέρνηση. Μια απ’ τα ίδια παίζει ούτως ή άλλως.
-Να δεις που γι αυτό δεν είχε κόσμο στο Σικάγο και γι αυτό είχαν τόσες ακυρώσεις, συνεχίζει. Θα μείναν μέσα τα ζωντανά να δουν το θέαμα.
-Πάμε να δούμε αν θα βρούμε πουθενά ταξί τώρα, απάντησα στη φίλη μου, που είχε αρχίσει ήδη ν’ αγχώνεται μια και μένει στο Περιστέρι.

Ταξί; Τι είναι αυτό; Οι ταρίφες αντί να ψαρεύουν πελάτες παραληρούσαν και χόρευαν στους ρυθμούς του νάμπερ ουάν… Καλά κάναν οι ανθρώποι θα μου πεις, γίναμε που γίναμε νούμερο γενικώς, τουλάχιστον να μην πανηγυρίσουμε το ότι είμαστε νούμερο ένα;
Η ώρα ήταν μιάμιση. Κατά τις τρεις, αφού πια έχουμε ανέβει στο Σύνταγμα, βρίσκουμε ταξί και το παραχωρώ στη φίλη μου φυσικά μια που έμενε πιο μακριά από μένα. Γύρω στις τέσσερις παρά τέταρτο βρίσκω κι εγώ, επιτέλους, ένα άδειο ταξί και μπαίνω μέσα.
Με το που γύρισα να πω στον ταρίφα που πάμε, ξεκινάει να μου λεει για το θρίαμβο της γιουροβίζιον… Τον κοιτάω καλά-καλά. Θα ήταν κοντά στα σαράντα. Δεν είχα αντοχές να του πω λέξη, οπότε γυρνάω και σε άπταιστα αγγλικά του πετάω: Sorry, I don’t speak Greek. I want to go to this address… Please, hurry up, it’s an emergency!
Με κοιτάει κι έχει μείνει άφωνος.
-Ok, miss, ok! μου πετάει.

Σε λίγο χτυπάει το κινητό του, ενώ είμαστε πηγμένοι στην οδό Σόλωνος.
-Έλα ρε μαλάκα, που να είμαι… πέτυχα μια ταλαίπωρη στο δρόμο να περιμένει ταξί κι είπα να την πάρω, κι αυτή είναι ξένη τελικά, δεν καταλαβαίνει γρι ελληνικά, και χαμπάρι δεν έχει για γιουροβίζιον γαμώ την ατυχία μου… Ναι, ναι… τι να σου λεω… Θα την παω σφαίρα να γυρίσω να πάρω κανά χριστιανό Έλληνα, να φχαριστηθώ τη διαδρομή, να γουστάρουμε μωρέ… Ναι, έγινε φιλάρα, θα τα πούμε μετά… κι έκλεισε το τηλέφωνο.
Δόξα το Δία, είπα μέσα μου… Θα φτάσω νωρίς στο σπιτάκι μου να ξεραθώ… Είχαν πονέσει τα πόδια μου απ’ το περπάτημα ενώ τ’ αυτιά μου βούιζαν λες κι είχα βγει για κλάμπιγκ.
Είχα δίκιο.
Μ’ έφερε στο σπίτι σφαίρα. Ήταν περασμένες τέσσερις. Τα πόδια μου δε με κρατούσαν, τα μάτια μου έκλειναν… Όμως ήταν αδύνατο να πέσω να κοιμηθώ έτσι, με τέτοια ψυχολογία.

Έβγαλα από την τσάντα μου την ψηφιακή μου κάμερα και πέρασα στο πισί το βιντεάκι που είχα τραβήξει από την έναρξη του Σικάγο.
Το έβαλα να παίζει ξανά και ξανά. Όταν βεβαιώθηκα πως είχε σβήσει απ’ το μυαλό μου το ρεφρέν του νάμπερ ουάν, και μου χε εντυπωθεί για τα καλά το All that jazz, χαμογέλασα ευτυχισμένη κι έπεσα για ύπνο…
Καληνύχτα, Ελλάδα…

P.S. Δείτε εδώ το πολύ καλό ποστ του Πιτσιρίκου… εγώ δεν αντέχω να γράψω τόσα… Μπράβο, μικρέ.

Πέμπτη, Μαΐου 19, 2005

Γράφω, γράφεις, γράφει…

Όταν πρωτοάκουσα για τα μπλογκ ήμουν επιφυλακτική, διστακτική και μάλλον αρνητική.
Μου φαινόταν… αμερικανιά, να κάθεται κανείς να γράφει ημερολόγιο ή κάτι σαν ημερολόγιο και μετά να το ποστάρει στο δίκτυο προς τέρψιν των χρηστών…
Μου φαινόταν, πώς να το πω… κουλό κάπως.

Επειδή όμως δεν είμαι κολλημένος άνθρωπος (εντάξει, τουλάχιστον όχι με πολλά), όταν καλοεξέτασα το θέμα (με αφορμή το μπλογκ μιας φίλης), οφείλω να πω ότι άλλαξα γνώμη και άποψη.
Δε θα πω ότι τα μπλογκ διαφέρουν τρομερά από κάθε άλλη έκφανση της δικτυακής πραγματικότητας.
Κι εδώ, στη μπλογκόσφαιρα δηλαδή, όπως κι οπουδήποτε αλλού στο δίκτυο, θα βρεις κάθε καρυδιάς καρύδι. Κι όσοι οι χρήστες, άλλοι τόσοι οι λόγοι που τους ωθούν είτε να γράψουν ένα μπλογκ, είτε να στήσουν μια ιστοσελίδα, είτε να μιλούν σε κάποιο κανάλι…

Και δεκάρα δε δίνω για τους λόγους κανενός.
Όχι επειδή δε μ’ ενδιαφέρουν. Αν δε μ’ ενδιέφερε να γράφω αλλά και να διαβάζω γραπτά και σκέψεις άλλων, δε θα έφτιαχνα μπλογκ.
Εννοώ πως δε με ενοχλούν, ούτε μ’ απασχολούν στο ελάχιστο. Ο καθένας έχει το λόγο του για να κρατά μπλογκ. Άλλος γιατί όντως νιώθει σα να γράφει ημερολόγιο, άλλος για την επαφή με το «κοινό», άλλος για να ικανοποιήσει το ψώνιο του και τη ματαιοδοξία του, άλλος γιατί το βρίσκει χαβαλετζίδικο, άλλος για να υποστηρίξει όσα θεωρεί σωστά, άλλος από απωθημένο wannabe journalist, άλλος γιατί εκεί υποδύεται κάτι που δεν είναι στην πραγματική του ζωή…

Τι σημασία έχει όμως; Το ίδιο δε συμβαίνει όχι μόνο στο δίκτυο αλλά και στην καθημερινότητα;
Ο καθένας μας δεν «παίζει» κάποιους ρόλους, δεν ακολουθεί κάποιες νόρμες, δεν κάνει ό,τι μπορεί τέλος πάντων;
Άλλωστε, είναι και μια μορφή ψυχοθεραπείας… (Doc μου που είσαι;)
Οπότε, γράφτε… Όσοι περισσότεροι τόσο το καλύτερο.

Όσο για τους δικούς μου λόγους που άνοιξα μπλογκ…

Έχει σημασία αν πω ότι πάντα κρατούσα ημερολόγιο και μου αρέσει, αλλά πως πια, μετά από τόσα χρόνια πληκτρολόγηση λόγω δουλειάς, δε μπορώ να γράψω στο χέρι;
Ή μήπως θα παίξει κανένα ρόλο αν πω ότι έχω ένα κάρο σκέψεις καθημερινά στο κεφάλι μου, που θέλω κάπου να τις ακουμπήσω;

Δε νομίζω πως θα παίξει κανένα ρόλο.

Το θέμα μας ήταν άλλο… Γράφω, γράφεις, γράφει…

Κυριακή, Μαΐου 15, 2005

Τύπος Νυχτερινός

«Όταν ξυπνήσω το πρωί,
τα βλέπω όλα μαύρα,
θέλω μια κούπα με καφέ,
και τέσσερα τσιγάρα».


Όταν άκουσα για πρώτη φορά τους παραπάνω στίχους τραγουδισμένους από τον Παπάζογλου, είπα μέσα μου: δε μπορεί, για μένα τα λέει… κι έχει και δίκιο…
Ανέκαθεν δεν τα πήγαινα καλά με το πρωινό ξύπνημα.
Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου η μάνα μου φώναζε: «Πουλάς μέρα κι αγοράζεις νύχτα!»
Ομολογώ ότι ποτέ δεν κατάλαβα που ήταν το κακό στο ότι πούλαγα μέρα κι αγόραζα νύχτα… That was fine with me!

Γιατί θα έπρεπε ντε και καλά να πετάγομαι το πρωί απ’ το κρεβάτι όλο χαρά και να κάνω τούμπες επειδή έσκαγε μύτη ο ήλιος, μου είναι ακόμα και σήμερα, μυστήριο μεγάλο. Φχαριστώ, δεν είμαι φίλος, που λέει κι ο Πανούσης.

Ακόμα κι όταν πήγαινα στα νήπια, ήταν αδύνατο να με βάλουν για ύπνο πριν παει δώδεκα η ώρα και καθόμουν μπάστακας μαζί με τους μεγάλους, είτε μέχρι απ’ την τηλεόραση να ακουστεί το ηχητικό εφέ της στάνης μαζί με τα γκλιν γκλιν απ’ τα κουδουνάκια των προβάτων, πράγμα που σήμαινε πως το πρόγραμμα είχε λάβει τέλος, είτε μέχρι να βαρεθούν οι παρέες των γονιών μου να κάθονται στη βεράντα τα καλοκαιρινά βράδια και ν’ αρχίσουν να την κάνουν για τα σπίτια τους.

Αργότερα στο δημοτικό, οι πρωινές ώρες διδασκαλίας ήταν ο διάολός μου… Δεν ήθελα με τίποτα να σηκωθώ απ’ το ωραίο μου, ζεστό κρεβατάκι, να τρέχω μες τα κρύα και τη βροχή (αν ήταν χειμώνας) για το σχολείο, ή να παρατάω τη χαρά του θεού (ήλιος παιχνίδι κοκ, αν ήταν άνοιξη προς καλοκαιράκι) και να κλείνομαι στους τέσσερις τοίχους της αίθουσας.

Πιο μετά, στο Γυμνάσιο και το Λύκειο, συνέχισε το ίδιο βιολάκι. Είχαμε, θυμάμαι, δυο βάρδιες. Μια βδομάδα πρωί και μια βδομάδα απόγευμα. Στις πρωινές ο εγκέφαλός μου μονίμως ήταν σε μια κατάσταση χλιαρής σούπας. Ιδέα δεν είχα τι πολεμούσαν να πουν οι ταλαίπωροι καθηγητές μπροστά στο μαυροπίνακα.

Στις απογευματινές βάρδιες πάλι, γινόμουν εγώ ο εφιάλτης των καθηγητών. Γιατί στις δύσκολες ώρες της ραστώνης κι έπειτα από το μεσημεριανό φαγητό, όταν εκείνοι με το ζόρι έσερναν τα πόδια τους ως την αίθουσα, εγώ ήμουν μες την καλή χαρά, και τότε ήθελα να λύσω όλες μου τις απορίες, τότε ήθελα να κάνουμε την πλήρη ανάλυση του νοήματος του κειμένου στα Νέα Ελληνικά, τότε μ’ έπιανε ασυγκράτητη λογοδιάρροια και πνεύμα αντιλογίας και συμμετοχής…

Στη διάρκεια των σπουδών τα ίδια… Φρόντιζα πάντα –όσο μπορούσα– να έχω στις πρωινές παραδόσεις τίποτα άσχετα, εύκολα θεωρητικά μαθήματα και να βάζω τα εργαστήριά μου απογευματινές. Μόνο το Εμπορικό Δίκαιο ήταν μόνιμα πρωί, κι αυτό εξηγεί γιατί έκανα 5 εξάμηνα να το περάσω.

Ως τα σήμερα δεν έχουν αλλάξει και πολλά.
Για μένα το πρωί ισχύει το άσμα: μη του μιλάτε του παιδιού, αφήστε το … όχι να κλάψει, αλλά να κοιμηθεί… Δε θέλω πολλά πολλά το πρωί… Δε θέλω καλημέρες, δε θέλω πολλές κουβέντες, τουλάχιστον όχι μέχρι να πιω τον πρώτο καφέ της ημέρας και να κάνω τουλάχιστον δυο τσιγάρα. Στριφτά.
Από τις δώδεκα το μεσημέρι και μετά, αρχίζει ο εγκέφαλός μου να συντονίζεται. Προς το απόγευμα ο κόσμος μοιάζει καλύτερος. Από τις οχτώ, εννιά κι έπειτα όλα είναι μια χαρά κι εγώ αρχίζω ν’ ανεβαίνω με χίλια, ενώ λίγο πριν κι αρκετά μετά τα μεσάνυχτα, είμαι στα καλύτερά μου.

Εκείνες τις ώρες είχα πάντα και συνεχίζω να έχω, τις πιο φαεινές μου ιδέες. Και δε βλέπω πού είναι το κακό να κάθομαι εκείνες τις ώρες να κάνω διάφορα που μ’ ευχαριστούν: απ’ το να βάφω το σπίτι ας πούμε, μέχρι να κάνω μουσακά, ν’ ανακαλύπτω νέες εκδοχές για τούρτα σοκολάτα, ν’ ακούω μουσική, να γράφω, να διαβάζω, να μιλάω στο τηλέφωνο, ή μ’ ένα καφέ στο χέρι –ναι, καφέ ρε, γιατί είπε κανείς πως καφέ πίνει ο κόσμος το πρωί μονάχα;– να συζητάω, να αμπελοφιλοσοφώ, να γκρινιάζω ή ν’ αναλύω με τους φίλους μου το κυπριακό, το μεσανατολικό, τα γκομενικά, κι ό,τι άλλο σπουδαίο κι ωραίο απασχολεί τον εγκέφαλό μου εκείνες τις άγιες ώρες…

Πειράζει που μ’ αρέσει περισσότερο το φως του φεγγαριού, τα χρώματα, τ’ αρώματα της νύχτας;
Πειράζει που χαίρομαι περισσότερο τη θάλασσα το βράδυ, που μ’ αρέσουν οι ώρες οι νυχτερινές, ιδιαίτερα εκείνες οι ώρες «μετά τα περίεργα μεσάνυχτα»;

Εμένα πάντως, δε με πειράζει καθόλου…
Τι να κάνουμε, είμαι… Τύπος Νυχτερινός

People I know

Ο Νίκος. Εξαιρετική κιθάρα. Κάμποσα χρόνια σε ωδείο στην κλασσική, μετά ηλεκτρική, είχε ταλέντο, ήταν νέος, είχε εμφάνιση. Δούλεψε πολύ, δο...