Παρασκευή, Δεκεμβρίου 09, 2005

Χριστουγεννιάτικες ευχές

Είναι γιορτές.
Προπαραμονές Χριστουγέννων.
Και τα σχολεία έχουν κλείσει.
Όλη μέρα στο σπίτι γίνεται χαμός. Πόρτες ανοιγοκλείνουν, κόσμος μπαινοβγαίνει. Γειτόνισσες έρχονται στη μάνα μου να τους φτιάξει κουραμπιέδες και μελομακάρονα, άλλες να πιουν καφέ, θείες θείοι και ξαδέλφια έρχονται και φεύγουν κι εγώ βαριέμαι και θέλω την ησυχία μου.
Θέλω να μ’ αφήσουν να διαβάσω τα καινούρια μου βιβλία και παραμύθια που μου φέραν για δώρο οι θείοι μου απ’ την Αθήνα.
Η μέρα κυλάει. Είναι πια απόγευμα. Το πήγαινε έλα ησύχασε λιγάκι. Έξω το κρύο τσουχτερό. Εγώ τριγυρνάω μες το σπίτι κι όλο κρυφοκοιτάω το κουτί που είναι κάτω απ’ το χριστουγεννιάτικο δέντρο.

Μα γιατί δε μ’ αφήνουν να τ’ ανοίξω; Αφού ξέρω τι έχει μέσα.
Είναι τα παπούτσια που μου πήρε ο νονός μου, το ξέρω πως αυτά είναι. Αφού του τα ζήτησα κι εκείνος μου είπε: ό,τι θες μουσμούλι. Κόκκινα θες; Κόκκινα θα σου πάρω.
Δε μου χαλάει εμένα χατήρι ο νονός μου. Μου έχει αδυναμία. Κι εγώ το ίδιο όμως. Μόνο η μάνα μου με σκάζει που δε μ’ αφήνει ν’ ανοίξω από τώρα το κουτί.
Δεν κάνει. Δεν είναι ώρα ακόμα. Την Πρωτοχρονιά, μου λεει κοφτά και γυρίζει στην κουζίνα.
Παω από πίσω της. Έλα ρε μαμά, εγώ θέλω να τα βάλω τα παπούτσια τώρααα, γκρινιάζω μιξοκλαίγοντας τάχα.
Για κοίτα δω, απαντάει η κυρά Βικτώρια κουνώντας μου τάχα απειλητικά τον πλάστη. Το πολύ πολύ να τα φορέσεις αύριο που ναι η γιορτή σου, αμάν, μ’ έσκασες πια. Δεν πας καμιά βόλτα στη Μαίρη να ησυχάσει λίγο το κεφάλι μου; και συνεχίζει ν’ ανοίγει το φύλλο για την τυρόπιτά της.
Άλλο που δεν ήθελα κι εγώ. Παω στο χολ και παίρνω τηλέφωνο τη Μαίρη: Η μάνα μου κάνει δουλειές και μου είπε να φύγω απ’ τα πόδια της. Να έρθω από κει να κάτσουμε;
Δεν έλεγα πια να παίξουμε. Τώρα ήμασταν μεγάλες. Έκτη δημοτικού βλέπεις. Έλεγα "να έρθω να κάτσουμε".
Ακόμα εκεί είσαι; Τρέχα, έχω νέα να σου πω, απαντάει η Μαίρη.

Φοράω ένα κόκκινο ριγέ παλτουδάκι, η μάνα μου στην πόρτα με φορτώνει και με το πορτοκαλί κασκόλ. Δεν παει, ρε μαμά το χρώμα, της γκρινιάζω. Μωρ’ τι μας λες! μ’ αποστομώνει εκείνη. Άντε γρήγορα και μην αργήσεις.
Τρέχω στο δρόμο σαν το αφηνιασμένο άλογο. Φυσέκι. Λαχανιασμένη στέκομαι έξω απ’ την πόρτα της Μαίρης σε λιγότερο από πέντε λεπτά.
Μπαίνω μέσα σίφουνας.

Γεια σου, θεία Ρένα. Ήρθα να κάτσουμε με τη Μαίρη.
Πέρνα μέσα, κορίτσι μου, στο δωμάτιό της είναι, μου απαντάει η μαμά της και μου γελάει. Σε λίγο θα σας φέρω κουραμπιέδες να φάτε.
Το σπίτι τους μοσχοβολάει γλυκά.
Στο δωμάτιό της η Μαίρη μου δείχνει τα χριστουγεννιάτικα δώρα της.
Κούκλες (λες κι είμαστε μωρά, σχολιάζουμε κι οι δυο ξινίζοντας τη μούρη), βιβλία (πφ! σιγά λεει η Μαίρη, ενώ εγώ τα λοξοκοιτάζω με λαχτάρα), μια υπέροχη κόκκινη μπλούζα που της παει τρέλα, και ταρά τα τάν! ένα απίστευτο απόκτημα: ένα γυαλιστερό, ροζ γουοκμαν. Κοντεύω να πέσω κάτω! Το πασπατεύουμε με τις ώρες, βάζουμε και βγάζουμε κασέτες, κοντεύουμε να το χαλάσουμε μια ώρα αρχύτερα αλλά το μούτρο μας λάμπει…
Θα πηγαίνω στο σχολείο μ’ αυτό μετά τις γιορτές, μου λεει η Μαίρη όλο καμάρι. Να με δει ο Γιώργος και να σκάσει, ο παλιοφαντασμένος!
Ο Γιώργος ήταν ο μεγάλος έρωτας της Μαίρης εκείνη την εποχή, και δεν καταδεχόταν να της ρίξει ματιά.

Πάμε στο σαλόνι τους και χαζεύουμε το δέντρο τους.
Είναι τόσο μεγάλο και γεμάτο με όμορφα στολίδια που δεν βλέπω σε άλλα σπίτια.
Είναι στολίδια από τη Γερμανία και την Σουηδία. Εκεί που ζούσε η Μαίρη πριν έρθουν με τη μαμά της στην Ελλάδα. Η Μαίρη δεν έχει μπαμπά.
Εγώ όμως, ζηλεύω το μεγάλο τους σπίτι, που είναι ήσυχο χωρίς φασαρία και χωρίς κόσμο να μπαινοβγαίνει, ζηλεύω το ωραίο τους δέντρο. Ζηλεύω που η μαμά της είναι ξανθιά, νέα κι όμορφη. Ζηλεύω το καινούριο της γουόκμαν.
Η Μαίρη όμως, ζηλεύει το δικό μας σπίτι. Που είναι μικρό και ποτέ δεν έχεις την ησυχία σου, που όλο κάποιος ανοίγει την πόρτα κι έρχεται χωρίς να σε ρωτήσει. Η Μαίρη ζηλεύει που έχω αδελφό, ανίψι, και ένα σωρό ξαδέρφια.

Εγώ εύχομαι όταν μεγαλώσω να παντρευτώ και να κάνω πολλά παιδιά, μου εκμυστηρεύεται μπροστά στο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Δε θέλω να είναι άδειο άλλο το σπίτι, δε θέλω να μην έχω μπαμπά, θέλω κόσμο, φωνές, φασαρία, θέλω να έχω τον άντρα μου και παιδιά και φίλους και να κάνουμε πολλές γιορτές και τραπέζια και να μπαίνει κόσμος και να είναι το σπίτι γεμάτο όπως το δικό σας…
Γυρίζει και με κοιτάζει.
Εσύ τι εύχεσαι; με ρωτάει.

Κοιτάζω για λίγο ένα χρυσαφί αγγελάκι που κρέμεται σ’ ένα ψηλό κλαδί κι είναι μισοκρυμμένο απ’ την μπορντό γιρλάντα.
Εγώ δε θέλω φασαρία, της απαντώ. Εγώ βαρέθηκα να μπαινοβγαίνει κόσμος. Δε θέλω να παντρευτώ και να κάνω παιδιά. Εγώ θέλω να έχω δικό μου σπίτι, να έχω την ησυχία μου, να έχω το δωμάτιό μου, μόνη μου, να έρχονται οι φίλοι μου όποτε θέλω, να έχω όμως τα δικά μου κλειδιά και το δικό μου σπίτι. Να είμαι μακριά από δω, από τη γειτονιά αυτή. Θέλω ν’ ακούω μουσική όποτε θέλω εγώ, να μην έχω τηλεόραση, να μ’ αγαπάει κάποιος και να τον αγαπάω κι εγώ, αλλά να μην έχω παιδιά και να μην παντρευτώ μικρή. Θέλω να κάνω πολλά ταξίδια., κατέληξα κι στράφηκα προς το μέρος της είδα πως εκείνη με κοιτούσε σα χάνος.

Δε σε καταλαβαίνω ώρες ώρες ρε φιλενάδα, μου λεει. Κι ύστερα: Αλλά είσαι η καλύτερή μου φίλη και σου ορκίζομαι, πως όσα χρόνια κι αν περάσουν, ό,τι και να κάνουμε, όπου κι αν είμαστε θα είμαστε πάντα μαζί, μου λεει και με παίρνει αγκαλιά.
Πάμε ν’ ακούσουμε τώρα τις καινούριες μου κασέτες;
Πάμε.

Κοντεύουν Χριστούγεννα.
Χτύπησε το τηλέφωνο το πρωί.
Έλα, φιλενάδα, που είσαι τι κάνεις; Χαθήκαμε ρε ψυχή, λεω στη Μαίρη.
Από μέσα ακούω το μωρό της να κλαιει και τον μεγάλο της γιο να γκρινιάζει. Σκάστε επιτέλους, φωνάζει εκείνη και γυρίζει πάλι στο ακουστικό.
Άσε, θα με τρελάνουν και τα δυο, σοβαρά σου μιλάω… Αμάν! Δώδεκα χρονών μουλάρι ο μεγάλος τίποτα δεν καταλαβαίνει ακόμα. Γκρινιάζει και συνερίζεται το μικρό λες κι είναι μωρό…

Ακούω λίγη ώρα τα δικά της. Την κούρασή της με τα δυο παιδιά, τα παράπονά της για το γάμο της που έχει ξεφτίσει, για τον άντρα της που έχουν χαθεί, για το σπίτι της που είναι μονίμως γεμάτο κόσμο, φίλους και συγγενείς και δε της μένει λίγη ώρα ξεκούρασης.
Θυμάσαι μια εποχή, τότε που ήμασταν εμείς στην ηλικία του γιου σου, τι ευχόσουν; της λεω, και της θυμίζω.
Αχ, ρε συ φιλενάδα, θυμάμαι, θυμάμαι, μου λεει και μελαγχολεί…
Κι εσύ θυμάσαι τι ευχόσουν; μου αντιγυρίζει την ερώτηση…
Αμ, πως δε θυμάμαι; της απαντώ και ρίχνω μια ματιά γύρω μου.

Έχω το σπίτι μου και τα κλειδιά μου εδώ και χρόνια, όπως ήθελα. Στο σπίτι μου έρχονται οι φίλοι μου όταν το θέλω εγώ, δεν μπαινοβγαίνει κόσμος χωρίς να με ρωτήσει. Ζω μόνη μου, δεν έχω παντρευτεί, δεν έχω παιδιά ούτε κανέναν πάνω απ’ το κεφάλι μου.
Ξέρεις κάτι, μου λεει η Μαίρη, δε φαντάζεσαι πόσες φορές έχω λαχταρήσει την ησυχία και την ηρεμία που είχα εκείνα τα χρόνια.
Νόμιζα πως θα ήμουν ευτυχισμένη μ’ ένα γάμο. Έπεσα έξω, φιλενάδα όμως, έπεσα έξω. Τουλάχιστον εσύ έχεις τη ζωή που πάντα ήθελες. Να ήξερες πόσο σε ζηλεύω γι αυτό… Για πες μου όμως τα δικά σου, είσαι καλά; Σε πήρα μονότερμα.
Καλά είμαι, της λεω κι έπειτα από λίγο, κλείνουμε το τηλέφωνο.

Δεν της λεω όμως πως οι γιατροί στους οποίους έτρεχα τις προάλλες που είπαν πως είμαι στα πρόθυρα υπερκόπωσης και πως τα νεύρα μου είναι χάλια. Δεν της λεω ούτε πως μου διέταξαν αυστηρή ξεκούραση, ξάπλα, ύπνο και καθόλου δουλειά τουλάχιστον για ένα δεκαήμερο.
Δεν της λεω πως ξεκίνησα χάπια για τους ιλίγγους και την αστάθεια και πως το πρωί παω τοίχο-τοίχο ως το μπάνιο. Ούτε πως μου είπαν πως αν καταρρεύσω τώρα θα μου πάρει μήνες για να συνέλθω. Δεν της είπα πως με το ζόρι βγάζω ένα οχτάωρο στο γραφείο κι όταν γυρίζω σπίτι δεν έχω κουράγιο ούτε να λούσω τα μαλλιά μου…
Και φυσικά, δεν της είπα πόσες φορές μου έλειψε το ασταμάτητο σούρτα-φέρτα του πατρικού μου σπιτιού, ο κόσμος που μπαινόβγαινε, οι συγγενείς κι οι φίλοι. Ούτε βέβαια της είπα εκείνο το κλασσικό: πρόσεξε τι εύχεσαι μην τυχόν και σου τύχει.

Δεν κάνει. Άγιες μέρες που είναι.
Στο κάτω κάτω εκείνη νομίζει πως είμαι ευτυχισμένη γιατί κάνω τη ζωή που ήθελα. Δεν υπάρχει λόγος να της χαλάσω τα κέφια. Άλλωστε ξέρω πως απ’ όσα ευχηθήκαμε, τουλάχιστον κρατήσαμε το ένα: δε χαθήκαμε.
Χρόνια πολλά, φιλενάδα. Και του χρόνου.

People I know

Ο Νίκος. Εξαιρετική κιθάρα. Κάμποσα χρόνια σε ωδείο στην κλασσική, μετά ηλεκτρική, είχε ταλέντο, ήταν νέος, είχε εμφάνιση. Δούλεψε πολύ, δο...