Δευτέρα, Ιουλίου 25, 2005

S.O.S. Οδηγίες προς ναυτιλλομένους παρακαλώ...

Φέτος, δε μου περισσεύει φράγκο τσακιστό για διακοπές.
Μία, σάλιο, νιέντε, νάδα που λένε.

Κάτι απρόοπτα, κάτι θέματα υγείας, κάτι οι δουλειές που μείναν πίσω, ε, πολύ θέλει;
Τα κατάφερα η γυναίκα, κι έμεινα ταπί και ψύχραιμη (;) -λέμε τώρα-

Φέτος όμως, ειδικά φέτος, το χω όσο ποτέ ανάγκη να φύγω κάπου για λίγες μέρες. Και το ότι θα παω μια βδομάδα στην κυρία Βικτωρία (τη μάνα μου ντε!), δεν πιάνει για διακοπές, όσο κι αν θέλω να το δω έτσι.
Καλός κι ο Βόλος, ακόμα καλύτερο το Πήλιο, όνειρο οι Β. Σποράδες, αλλά δεν είναι διακοπές αυτό. Απ' τη μια, όταν γυρνάς στο πατρικό σπίτι, απ' όπου λείπεις κοντά δεκατέσσερα χρόνια τώρα, κάπως σου κάνει όλο αυτό.
Γυρνάς και η αίσθηση η μόνιμη είναι κάτι σαν το άσμα:
"Όλα τριγύρω αλλάζουνε, κι όλα τα ίδια μένουν..."
Απ' την άλλη, στα υπόλοιπα μέρη έχω παει καμιά εκατοστή φορές στα τελευταία χρόνια, και πως να το κάνουμε, όχι πως δε μ' αρέσουν, όχι πως δεν πήγαινα ξανά ευχαρίστως κάποια στιγμή, αλλά όχι τώρα...


Αυτόν τον καιρό, έχω ανάγκη να βρεθώ κάπου όπου δεν έχω ξαναπάει.
Να βρεθώ σ' ένα μέρος που δεν έχει καθόλου αναμνήσεις. Και να ναι κάπου χωρίς τρομερή κοσμοσυροή και φασαρία.
Να χει μόνο ατέλειωτες παραλίες, καλά μπαράκια, ωραίο ψάρι και καλή παρέα.

Θα μου πεις τώρα, που μας μωρή ζουρλή, εδώ ο κόσμος καίγεται...
Το νοίκι περιμένει να πληρωθεί, για τη ΔΕΗ κάνουμε το μαλάκα, για το τηλέφωνο με τα χίλια ζόρια τα βρήκαμε τα όβολα, οι διακοπές σε μάραναν...

Κι όμως, με μάραναν...
Άλλωστε, η φτώχια θέλει καλοπέραση,
μια ζωή την έχουμε κι αν δε τη γλεντήσουμε,
ή όπως λεει συχνά πυκνά η κυρά Βικτωρία, "εμείς είμαστε φτωχοί από πολλά, απο ένα ακόμα θα φτωχύνουμε;"
ή αλλιώς, όπως λεω εγώ ΘΕΛΩ ΔΙΑΚΟΠΕΣ ΕΔΩ ΚΑΙ ΤΩΡΑ, ΟΠΩΣ ΚΑΙ ΔΗΠΟΤΕ...

Χμμ... Did i make myself clear?

Όπερ, όσο αφραγκία και να χει πέσει, έχουν πέσει άλλες τόσες καράφλες και στριμώγματα τελευταία, κι εγώ πρέπει, πάση θυσία, να ηρεμήσω λιγάκι και να ανασυνταχτώ.
Έτσι, μετά απο ατέλειωτες δόσεις brainstorming, αποφασίσαμε με μια κολλητή μου να βρούμε μια λύση οικονομική και να την κοπανήσουμε για κανά δεκαήμερο.
Παραπάνω δεν μας παίρνει, εκείνη λόγω δουλειάς, εμένα λόγω επίσης δουλειάς plus και του οικονομικού.

Πως όμως να τη βγάλουμε φτηνά και να πάμε και κάπου που θα μας αρέσει;
Αφού απορρίψαμε καμιά εκατοστή πιθανά (και απίθανα) σενάρια, καταλήξαμε ΕΔΩ:



Το οποίον ΕΔΩ, σημαίνει Ελαφόνησος

Κι εντάξει, για την Ελαφόνησο έχω ακούσει διάφορα, διάβασα στο δίκτυο άλλα τόσα και άλλα τόσα επίσης σε διάφορα φυλλάδια και τουριστικούς οδηγούς.
Όμως... το καλό το άφησα για το τέλος.

Λόγω της έλλειψης φράγκων, πήραμε τη γενναία απόφαση (που δεν ξέρω κατά πόσο θα μου βγει σε καλό), να κάνουμε κάμπινγκ, στο Σίμο.
Κι εδώ είναι που θέλω τις οδηγίες σας...

S.O.S.
Μήπως ξέρει κανείς απο βέσπα;
Μήπως ξέρει κανείς απο κάμπινγκ;
Πηγαίνει κανείς; Πήγαινε κανείς;
Κάθε πληροφορία, υπόδειξη, οδηγία, δεκτή!!
(Κοινώς είμαστε άσχετες, κι εγώ κι η φιλενάς, οπότε μας βλέπω σε άθλια κατάσταση αν δε μας διαφωτίσει καμιά ευγενική ψυχή).

Με ενδιαφέρει το οτιδήποτε.
Απο το τί σκηνή να πάρουμε, πόσο εύχρηστο είναι το backpack, τί πρέπει να κουβαλήσουμε μαζί ως απαραίτητο, κλπ κλπ κλπ...

Για ρίχτε καμιά ιδέα, παρακαλώ...
Για δώστε και σώστε...

Gracias...

Στο μυαλό μου παίζει (απο τ' απόγευμα που τ' αποφάσισα) το: L' ombellico Del Mondo του Jovanotti.


Παρασκευή, Ιουλίου 22, 2005

Ο μικρός ΙΡΦΑΝ έχει άμεση ανάγκη βοήθειας. Βοηθήστε τον!




Δυστυχώς, η ιστορία του Ιρφάν δεν είχε πέσει νωρίτερα στην αντίληψή μου.
Σήμερα μόλις ενημερώθηκα και σπεύδω να ενημερώσω κι όσους ίσως δεν είχαν δει την αναφορά νωρίτερα, στο ποστ της Magica de Spell Αντιγράφω απο το ποστ της:

"Ο Ιρφάν είναι 6 μηνών. Η Αϊσέ είναι 21.
Είναι ο γιος της και είναι η μαμά του.
Αγαπιούνται πολύ και θα 'θελαν να μπορούν να αγαπιούνται για πάντα.
Όμως το «πάντα» του Ιρφάν, φαίνεται να είναι πολύ μικρό…

Γεννήθηκε με μια δυσπλασία της καρδιάς τόσο σοβαρή που οι περισσότεροι γιατροί στην Ελλάδα αρνούνται να χειρουργήσουν. Η κατάσταση της υγείας του Ιρφάν, χειροτερεύει μέρα με τη μέρα. Διάφορες επιπλοκές επιβαρύνουν το μικρό του σωματάκι και κάνουν όλο και δυσχερέστερη την πρόγνωση για τη ζωή του. Βρέθηκε επιτέλους ένας γιατρός που μπορεί να προχωρήσει στην επέμβαση στην Ελλάδα... "

Η βοήθειά σας είναι πολύτιμη.

Μπορείτε να την προσφέρετε καταθέτοντας στο λογαριασμό των Δρόμων Ζωής το ποσό που θέλετε.
Σ' αυτή την περίπτωση παρακαλούμε γράψτε το όνομά σας στο καταθετήριο και ενημερώστε μας με ένα mail για την κατάθεση, ώστε να ξέρουμε ότι δεν πρόκειται για άλλη ενίσχυση παρά για δωρεά για τον συγκεκριμένο σκοπό.
Εναλλακτικά μπορείτε να αποστείλετε το καταθετήριο με fax στον αριθμό 210 34 11 062 με την ένδειξη : Προς Δρόμους Ζωής – Για τον Ιρφάν.
Ο λογαριασμός των Δρόμων Ζωής είναι στην Eurobank και είναι ο εξής : 00260076500200041684

(Για κάθε κατάθεση, ανεξαρτήτως ποσού, θα πάρετε απόδειξη δωρεάς, που μπορείτε να χρησιμοποιήσετε στην φορολογική σας δήλωση για φοροαπαλλαγή.).


Αν θέλετε να ενημερωθείτε για τις δραστηριότητες των Δρόμων Ζωής, μπορείτε να το κάνετε εδώ


Όσοι μπορείτε, παρακαλώ βοηθήστε. Όσοι περισσότεροι, τόσο το καλύτερο.

Παρασκευή, Ιουλίου 15, 2005

(Hu)man touch

Το ότι είμαι Τύπος Νυχτερινός το είπα εξ' αρχής... να μην το ξαναλέω.
Να όμως, που κάπου κάπου κάνω κι εγώ τις υπερβάσεις μου. Ειδικά όταν πρόκειται γι' ανθρώπους που το αξίζουν.
Σήμερα λοιπόν είμαι Τύπος Πρωινός. Κι όχι απλώς Πρωινός...αξημέρωτος μπορώ να πω.


Χτες βράδυ τηλεφώνησα σ' έναν φίλο μου, που είχαμε να ειδωθούμε και να τα πούμε καιρό.
Είμαι στο δίκτυο, μου λεει, να σε πάρω σε λίγο;
Πάρε με στο γραφείο. Θέλω να σου μιλήσω, του είπα.
Σε λιγάκι, χτυπάει το τηλέφωνο.

Καλησπέρα σας. Θα μπορούσα να μιλήσω στην κυρία (πανάθεμά σε!) Τάδε, παρακαλώ; Ονομάζομαι Μ. Τάδε. (Αυτή του η επαγγελματική ευγένεια με κάνει χώμα)
Έλα βρε, χαμένο, εγώ είμαι, του απαντώ.
Έλα μωρή! Τι κάνεις; (Η ευγένεια μόλις μας τελείωσε... Τι ωραίο πράγμα οι φίλοι!)
Καλά είμαι. Θέλω να σε δω.
Πότε;
Τώρα.
Τσακίσου κι έλα απο το σπίτι, μου απαντά. (Μες τη γλύκα)
Θ' αργήσω λιγάκι, πειράζει;
Δεν πειράζει ρε ζώον, έλα. Εγώ πάντως στις δώδεκα κοιμάμαι.
Οκ, καναπέ έχει το σπίτι;
Έχει. Άντε, κλείσε και τελείωνε, θα τα πούμε απο κοντά.

Δυο ώρες αργότερα (δε φταίω εγώ, είχε δουλειά στο γραφείο, έπρεπε να ταίσω τη γάτα, να κάνω μπάνιο, να βρω ταξί, να του αγοράσω κόκα κόλα -συμπέρασμα εκείνος φταιει με καθυστέρησε με την κόκα κόλα), βρέθηκα έξω απ' την πόρτα του.

Το σπίτι διέθετε απέραντο μπαλκόνι (ααχ, που σαι Γιαννούλα), και μια κούκλα, τσίφτισα πανέμορφη μαύρη γατούλα, που μου κανε αγάπες και χαρές εξ' αρχής.
Το φιλαράκι μου περνάει κάτι προσωπικά ζόρια τελευταίως και το ήξερα.
Τελευταίως περνάω κι εγώ επίσης ζόρια κι εκείνος δεν το ήξερε. Είχαμε καιρό να τα πούμε.
Ήθελα ν' ακούσω τα δικά του, να μάθω πώς το παλεύει κι αν είναι καλά, κι ήθελα να του μιλήσω και για τα δικά μου.

Τα είπαμε.
Τα δικά του πρώτα.
Γενικότερα νέα, κουτσομπολιά και ανώδυνη κουβεντούλα μετά.
Και τα δικά μου στο τέλος. Που ήταν ζόρικα. Δε χρειάστηκαν πολλά λόγια. Ούτε απο μένα, ούτε απο κείνον.
Του είπα τί συμβαίνει, μ' άκουσε ψύχραιμα, και σε ένα λεπτό βρέθηκα στην αγκαλιά του. Χωρίς πολλά πολλά λόγια.

Μεγάλο πράγμα η αγκαλιά ενός φίλου. Μεγάλο...
Η κουβέντες του, η παρουσία του, και κυρίως η αγκαλιά του μου δωσαν κουράγιο.

Εκείνος δεν κοιμήθηκε στις δώδεκα, κι ας ξυπνούσε στις έξι.
Εγώ δεν κοιμήθηκα ως τις δώδεκα το πρωί ώς συνήθως, και ξύπνησα στις εξίμισι.

Καθόμουν κουλουριασμένη στο λευκό καναπέ του και τον άκουγα να πηγαινοέρχεται μες το σπίτι και να ετοιμάζεται. Ούτε που θυμάμαι πόσο καιρό έχω να ξυπνήσω τόσο πρωί. Όμως ξύπνησα και ξύπνησα καλά.
Όλως παραδόξως, ξύπνησα καλά. Με κέφι. Αφού μέχρι και καλημέρα του είπα... (:P)
Κι όχι μόνο αυτό. Στις εφτάμισι ήμασταν ήδη στο δρόμο και πηγαίναμε προς τον σταθμό.
Στις οχτώ παρά βρισκόμουν στην Πλ.Βικτωρίας κι έπινα τον πρώτο καφέ της ημέρας.
Λίγο αργότερα και πριν έρθω στο σπίτι, αγόρασα ένα κίτρινο χρυσάνθεμο και μια υπέροχη αφρικάνικη βιολέτα.

Τα έβαλα στο μπαλκόνι για να μου θυμίζουν αυτό το πρωινό.
Ένα πρωινό, που ο Τύπος ο Νυχτερινός έγινε Τύπος Πρωινός.
Ένα πρωινό που η μέρα μου φάνηκε καλή, που το άγχος μου μειώθηκε και μετά απο καιρό μπόρεσα να χαμογελάσω...

Γι αυτό, Μ. σ' ευχαριστώ.
Για το (hu)man touch...

Κυριακή, Ιουλίου 10, 2005

Ωραίο μου πλυντήριο

Όχι, δε λεω για την ταινία του Στήβεν Φρίαρς...
Για το δικό μου το πλυντήριο λεω.
Αυτό που μου κανε δώρο η μαμά μου και που έχω στο σπίτι μου και που αδιαμαρτύρητα τόσο καιρό πλένει στοίβες ρούχα (μακάρι να μου τα σιδέρωνε κιόλας, αλλά αυτό είναι μια άλλη πονεμένη ιστορία).



Χτες αργά το βράδυ λοιπόν, αξιώθηκα η ανεπρόκοπη να βάλω πλυντήριο.
Σήμερα το πρωί που πήγα ν' απλώσω τα ρούχα με περίμενε μια έκπληξη. Βρήκα μέσα στον κάδο ένα ροδακινί μπουρνούζι, μερικά πορτοκαλί εσώρουχα και κάτι τι σερτ σε χρώμα έντονο πράσινο-θαλασσί...
Για λίγο έμεινα σα χάνος να τα κοιτάζω.
Τα δικά μου ρούχα ήταν αυτά;
Εγώ χτες βράδυ είχα βάλει για πλύσιμο ένα μπεζ ανοιχτό μπουρνούζι, μερικά λευκά εσώρουχα και κανά δυο τι σερτ σε χρώμα ανοιχτό γαλάζιο.

Τραβώντας το τελευταίο ρούχο απο τον κάδο, μου λύθηκε η απορία.
Ήταν ένα έντονο φούξια μπλουζάκι, που ένας Θεός ξέρει πώς, το έχωσα κατά λάθος μαζί με τα υπόλοιπα.

Ρε τι σου κάνει ένα μικρό, τόσο δα, φούξια μπλουζάκι, σκέφτηκα, κι έσκασα στα γέλια.

Υπό άλλες συνθήκες μπορεί να έβριζα την τύχη μου (ή μάλλον τη χρόνια αφηρημάδα και βιασύνη μου), αλλά σήμερα το πρωί μου φάνηκε πολύ ωραίο αυτό που συνέβη.

Τελικά το πώς θα δεις ένα γεγονός, αν θα σε κάνει να τσατιστείς ή να σκάσεις στα γέλια είναι κάτι εντελώς υποκειμενικό.

Και στο κάτω-κάτω, πάντα ήθελα ένα ροδακινί μπουρνούζι.

Με γειά μου λοιπόν...

Κανείς που να θέλει να του βάλω πλυντήριο; Θα του κάνω τζάμπα ανανέωση στα ρούχα του...

Παρασκευή, Ιουλίου 08, 2005

Όνειρο θερινής νυχτός.

Απόψε ήθελα μονάχα εσένα.
Στον κόσμο γίνεται χαμός, κυριολεκτικά.
Όμως εγώ απόψε, ήθελα μονάχα ένα...

...να έρθω να σε βρω.

Να σηκώσω το ακουστικό και να καλέσω τον αριθμό σου, και να απαντούσες εσύ.
Να άκουγα τη ζεστή σου φωνή μες απ’ το σύρμα να με τυλίγει σα χάδι καθώς μου λες: Τι περιμένεις λοιπόν; Έλα
Και να έτρεχα κοντά σου, όπως τότε. Να μην υπολόγιζα χρόνο, κούραση, χρήματα, αποστάσεις. Όπως τότε.
Τα χιλιόμετρα να ξεδιπλώνονται μπροστά μου και να με φέρνουν όλο και πιο κοντά σου. Να κρατάω, με το ζόρι, τον κόμπο στο λαιμό, το δάκρυ στα μάτια, μέχρι να φτάσω σε σένα, μέχρι να ρθω στην αγκαλιά σου.

Να φτάνω και να βλέπω την ψιλόλιγνη, γνώριμη φιγούρα σου στην άκρη του δρόμου, δίπλα στη μηχανή σου.
Φοράς τζην κι ένα μαύρο γιλέκο, τα μαλλιά σου είναι μαζεμένα πίσω, στο λαιμό σου κρέμεται εκείνος ο ασημένιος, κέλτικος σταυρός και στα δάχτυλά σου αργοκαίγεται ένα τσιγάρο.
Παρατάω κάτω τα μπαγκάζια μου και τρέχω προς το μέρος σου. Μέσα σ’ ένα λεπτό είμαι στην αγκαλιά σου. Μέσα σ’ ένα λεπτό, όλα γύρω έχουν σβήσει, όλα φαίνονται μικρότερα, δεύτερα, λιγότερα.
Μέσα σ’ ένα λεπτό, τίποτα πια δεν μπορεί να με πειράξει, τίποτα δεν μπορεί να με πληγώσει, τίποτα να μ’ αγγίξει. Είσαι εσύ εκεί.
Εκεί για μένα.
Τα χέρια σου που με κρατάνε, που με κλείνουν μέσα τους, η θέρμη του κορμιού σου κι ο ήχος της καρδιάς σου που χτυπάει δυνατά και σίγουρα στο στέρνο σου.
Όλος μου ο κόσμος.

Δε με ρωτάς τι συνέβη… Ανέβα, μου λες.
Σκύβεις και παίρνεις τα πράγματά μου με το ένα σου χέρι και τα βολεύεις στη μηχανή.
Την επόμενη στιγμή είμαι ανεβασμένη πάνω στο συντροφάκι σου, το κορμί μου κολλημένο σφιχτά πάνω στο δικό σου, τα χέρια μου τυλίγονται στη μέση σου, ο αέρας μου κάνει άνω κάτω τα μαλλιά κι η άσφαλτος τρέχει κάτω απ’ τις ρόδες.
Με πας στο Μοναστηράκι για καφέ.
Μιλάμε ασταμάτητα για χίλια δυο. Οι κουβέντες μας δεν έχουν ειρμό. Θέλουμε να χωρέσουμε στη διάρκεια ενός καφέ τα νέα μας όλα. Περνάμε απ’ το ένα θέμα στο άλλο, σκάμε στα γέλια, εγώ χειρονομώ καθώς μιλάω και πάντα σου παίρνω το αναμμένο τσιγάρο απ’ το στόμα και πάντα μου γκρινιάζεις: Μα γιατί δεν ανάβεις δικό σου;
Όμως ξέρεις το γιατί και δε θυμώνεις... τα μάτια σου μου γελάνε καθώς τάχα με μαλώνεις…

Κάποια στιγμή οι φωνές μας χαμηλώνουν, οι κουβέντες σιωπούν και τότε το χέρι σου αγγίζει το μάγουλό μου, απομακρύνει τα μαλλιά που μου πέφτουν μονίμως στο πρόσωπο και με κοιτάζεις στα μάτια.
Είσαι καλά, κορίτσι μου; με ρωτάς.
Τώρα ναι, σου απαντώ και το εννοώ... Τα παράπονά μου μπορούν να περιμένουν λίγο ακόμα… Τώρα θέλω να γευτώ τις στιγμές κοντά σου.
Φεύγουμε. Τριγυρνάμε. Το κοντέρ της μηχανής σημειώνει τα χιλιόμετρα της ζωής μας.
Έχει νυχτώσει.
Πάντα είναι τόσο ωραία η Αθήνα τη νύχτα; σε ρωτάω.
Πάντα, μου απαντάς.
Τώρα ξέρω πως δεν είναι αλήθεια. Η Αθήνα ήταν μαγική τις νύχτες γιατί ήσουν εσύ εκεί… Τότε όμως το πίστευα.

Αργότερα, πολύ αργότερα, είμαι τυλιγμένη στο λευκό σου σεντόνι με τα μαλλιά μου μούσκεμα στον ιδρώτα. Έχω και τα δυο μαξιλάρια κι εσύ ακουμπάς τη γυμνή σου πλάτη στον τοίχο. Ανάβεις δυο τσιγάρα και μου δίνεις το ένα.
Το δωμάτιό σου είναι μισοφωτισμένο από ένα παλιό φωτιστικό στο πάτωμα κι από τη γαλαζωπή ανταύγεια της τηλεόρασης που ήταν πάντα ανοιχτή με τον ήχο σβηστό. Τα παράθυρα ανοιχτά κι έξω το καλοκαίρι αγκαλιάζει την πόλη.
Μου κάνεις νόημα να έρθω κοντά σου. Δε χρειάζομαι παρακάλια. Βρίσκομαι με τη μια πλάι σου. Περνάς το χέρι σου στους ώμους μου. Η ώρα τούτη είναι δική μας. Τώρα μόνο με ρωτάς...
Τι τρέχει; Τι έγινε; Πες μου

Κι εγώ σου λεω. Τα παράπονά μου. Τις δυσκολίες μου. Τις στραβές που μου χουν τύχει. Θυμώνω, οργίζομαι, φωνάζω, πονάω, κλαίω…
Δε με νοιάζει. Κοντά σου μπορώ να τα κάνω όλα αυτά.
Κοντά σου δεν έχω καμιά ταμπέλα.
Δεν είμαι υπάλληλος κανενός, συνάδελφος κανενός, γειτόνισσα κανενός, φίλη κανενός, γκόμενα κανενός, κόρη κανενός.
Είμαι απλώς εγώ.
Μ’ ακούς. Με κρατάς. Με παρηγορείς. Μου δίνεις κουράγιο. Με μαλώνεις. Με σπρώχνεις μπροστά. Με τσιγκλάς στο φιλότιμό μου. Μου θυμίζεις ξανά πόσο πιστεύεις σε μένα. Άμα χρειαστεί που και που, μου βάζεις και τις φωνές.
Και τέλος, μου λες: Εγώ είμαι εδώ. Εδώ για σένα. Ό,τι κι αν γίνει, ό,τι κι αν κάνεις, είμαι εδώ. Αν εσύ είσαι εντάξει, τότε είμαι κι εγώ εντάξει.
Δεν καταλαβαίνω για πότε με παίρνει ο ύπνος στην αγκαλιά σου...
Τη μέρα που είναι να φύγω, καθώς ετοιμάζω ξανά βαλίτσες μου λες: Μείνε…
Δε λες μείνε κι άλλο, μείνε λίγο ακόμα… λες απλώς μείνε. Κι εγώ ξέρω τι εννοείς, μα δεν μπορώ ακόμα, δεν είμαι ακόμα έτοιμη και το ξέρεις. Δεν απαντάω τίποτα και δεν το λες ξανά. Κάνουμε κι οι δυο πως δεν το είπες. Μου γελάς και παίρνεις τα κλειδιά. Έτοιμη; με ρωτάς.
Έτοιμη. Φύγαμε.

Ούτε που μπορώ να μετρήσω, ούτε που θυμάμαι πια πόσες φορές παίχτηκαν οι σκηνές αυτές, πόσες φορές έτρεξα να σε βρω.

Απόψε, ήθελα μονάχα αυτό.
Να έρθω ξανά να σε βρω.
Ήθελα να σε δω από μακριά να με περιμένεις.
Ήθελα να σ’ έχω καθισμένο απέναντί μου κι η ματιά μου να ξεκουράζεται στο πρόσωπό σου, να ψάχνει το βλέμμα σου και ν’ αράζει, ν’ απλώνεται εκεί.
Ήθελα να δω τις ρυτίδες του γέλιου στο πλάι των χειλιών σου και ν’ απλώσω το χέρι μου να τις αγγίξω, να τις χαϊδέψω. Ήθελα να περάσω τα δάχτυλά μου στο μαύρο μετάξι των μαλλιών σου. Ήθελα ν’ ακούσω το όμορφο, το λαμπερό, τ’ αστραφτερό σου γέλιο να κυλάει αβίαστο, ζωντανό, καθάριο.

Δεν είναι πως δεν υπάρχουν οι φίλοι, ούτε πως δεν χτυπάει το τηλέφωνο... Όχι, δεν είναι η μοναξιά. Και το τηλέφωνο χτυπάει κι οι φίλοι νοιάζονται, κι αυτοί που μ' αγαπούσαν μ' αγαπούν.

Όμως απόψε, δεν ήθελα να μιλήσω σε κανέναν άλλο. Απόψε ήθελα να κλείσω τα μάτια και να πιστέψω πως είσαι εδώ.
Απόψε ήθελα να μιλήσω μονάχα σε σένα.
Να σου πω πως όλα γύρω μου πια έχουν δυσκολέψει. Να σου πω πως παλεύω σ’ έναν αγώνα που συχνότερα χάνω παρά κερδίζω. Να σου πω πως οι καβάντζες μου πια έχουν λιγοστέψει, πως χάνω το κουράγιο μου.
Να σου πω πως λυγίζω, μέρα τη μέρα.
Κι ήθελα να σου πω αυτό που σήμερα δεν τολμώ να πω σε κανέναν.
Να σου πω πως φοβάμαι.


Τότε, κάποτε, έπρεπε να κάνω χιλιόμετρα για να ρθω να σε βρω κάθε φορά που όλα έδειχναν σκούρα και ζόρικα... Κάθε φορά που είχα ανάγκη να σ’ ακούσω.
Σήμερα δε χρειάζεται πια. Σήμερα ζω στην πόλη σου.
Εσύ όμως δεν το ξέρεις.
Εσύ δεν είσαι εδώ.

Κι απόψε, όσο κι αν ήθελα να σε βρω, όσο κι αν το ήθελα, δεν γινόταν.
Απόψε, όσο κι αν ήθελα να σου πω Ναι, θα μείνω, δεν μπορούσα, γιατί εσύ λείπεις, εσύ δεν είσαι εδώ.
Απόψε, όπως και τόσες νύχτες, εσύ, ακόμα κι αν το ήθελες, δεν μπορούσες να μου κάνεις το χατίρι.

Τ’ αποψινό ήταν μονάχα ένα απραγματοποίητο όνειρο.
Ένα όνειρο μιας νύχτας καλοκαιρινής.

People I know

Ο Νίκος. Εξαιρετική κιθάρα. Κάμποσα χρόνια σε ωδείο στην κλασσική, μετά ηλεκτρική, είχε ταλέντο, ήταν νέος, είχε εμφάνιση. Δούλεψε πολύ, δο...