Κυριακή, Αυγούστου 31, 2014

Ανθρωπιά και συλλογική σκέψη, έννοιες ξεχασμένες ή όχι;

Το φετινό καλοκαίρι μου βγήκε λίγο έως πολύ ζόρικο.
Πολύ τρέξιμο, πολλές εκκρεμότητες, πολλοί λογαριασμοί που περίμεναν να πληρωθούν, πολλές στραβές φάσεις και να κυλούν οι μήνες ενώ αυτοί που σου χρωστάνε τα δεδουλευμένα σου κάνουν τον κουφό και σε αντιμετωπίζουν με θράσος και απαξίωση.

Δε θέλει και πολύ να σαλτάρει ο άνθρωπος, παιδιά.
Ούτε και θέλει πολύ να σου βγει κάνα θέμα υγείας μετά από συνεχόμενο άγχος.

Κάπως έτσι βρέθηκα, εν μέσω ολιγοήμερων διακοπών, αντί να ηρεμώ, να τρέχω στο νοσοκομείο με καρδιακή αρρυθμία.
Στην αναμονή λοιπόν, περιμένοντας να λειτουργήσει το σύστημα, για να μου γράψει ο καρδιολόγος μια εξέταση, λίγο παραδίπλα ένας νέος άντρας τηλεφωνεί στον εργοδότη του παρακαλώντας για μια προκαταβολή μισθού.

Ζητάει διακόσια ευρώ από τα τριακόσια εξήντα. Το αφεντικό αρνείται. Κλαίγοντας ο άνθρωπος παρακαλεί έστω για ένα πενηντάρι. Το δεκαέξι μηνών αγοράκι του χρειάζεται κάποιο φάρμακο που κοστίζει 26 ευρώ αλλιώς κινδυνεύει από λοίμωξη. Το αφεντικό αρνείται ξανά.
"Δεν είναι προσωπικό το θέμα", του εξηγεί, "αλλά αν δώσει σ΄ εκείνον μια προκαταβολή ίσως ζητήσουν κι άλλοι, καταλαβαίνει, ναι;"
Ο νεαρός πατέρας αφήνει τα δάκρυά του να κυλήσουν, όσο απολογείται στον εργοδότη του. Ναι, καταλαβαίνει, βεβαίως, είναι θέμα πολιτικής της εταιρείας, καταλαβαίνει και λυπάται που ενόχλησε, και ζητά συγγνώμη για το θάρρος.

Κλείνει το τηλέφωνο, παίρνει δυο βαθιές ανάσες και τηλεφωνεί σε κάποιο φίλο του. Λένε δυο κουβέντες, του εξηγεί τα ίδια, και του ζητά 25 ευρώ. Ο φίλος λυπάται, αλλά είναι απλήρωτος απ τη δουλειά του, του λέει. Ο άνθρωπος κλείνει ξανά το τηλέφωνο, ανεβάζει τα γυαλιά ηλίου στα μάτια του, σκύβει το κεφάλι στα χέρια του και κλαίει σιωπηλά.
Σηκώνομαι να πάω κοντά του.
Με προλαβαίνει ένας κύριος που καθόταν δίπλα του. Του βάζει στο χέρι ένα πενηντάρι.
Ο άνθρωπος τα χάνει. Δεν πιστεύει στα μάτια του. "Μα πώς; γιατί;", ψελλίζει, "δεν με ξέρετε, σας είμαι ξένος, δεν έχω να σας τα γυρίσω..."

Κάνει να σκύψει να φιλήσει το χέρι του κυρίου: "Πείτε μου το όνομά σας", του λέει, "να πάω σε μια εκκλησία να ανάψω ένα κερί για σας."

Ο κύριος έρχεται σε δύσκολη θέση,  του λέει πως δε χρειάζεται, ας γίνει καλά το μωρό του.
Εκείνη την ώρα τον χτυπάω στον ώμο, ο άνθρωπος στρέφεται προς εμένα, και του βάζω στο χέρι το τελευταίο μου εικοσάρικο.

Κοιτάζει μια την παλάμη του, μια εμένα, μια τον κύριο. Έχει χάσει τα λόγια του.
"Τι είναι αυτό που μου κάνατε βρε παιδιά", λέει και κλαίει ασταμάτητα.
"Φύγε, πήγαινε στο παιδί σου και περαστικά", του λέω.
Μας κοιτάζει μια φορά ακόμα, πάει να πει κάτι, τον παίρνουν πάλι τα δάκρυα.
Φεύγει σαν κυνηγημένος, κλαίει.

Η καρδιά μου καλμάρει τους χτύπους της.

People I know

Ο Νίκος. Εξαιρετική κιθάρα. Κάμποσα χρόνια σε ωδείο στην κλασσική, μετά ηλεκτρική, είχε ταλέντο, ήταν νέος, είχε εμφάνιση. Δούλεψε πολύ, δο...