Απόψε ήθελα μονάχα εσένα.
Στον κόσμο γίνεται χαμός, κυριολεκτικά.
Όμως εγώ απόψε, ήθελα μονάχα ένα...
...να έρθω να σε βρω.
Να σηκώσω το ακουστικό και να καλέσω τον αριθμό σου, και να απαντούσες εσύ.
Να άκουγα τη ζεστή σου φωνή μες απ’ το σύρμα να με τυλίγει σα χάδι καθώς μου λες: Τι περιμένεις λοιπόν; Έλα
Και να έτρεχα κοντά σου, όπως τότε. Να μην υπολόγιζα χρόνο, κούραση, χρήματα, αποστάσεις. Όπως τότε.
Τα χιλιόμετρα να ξεδιπλώνονται μπροστά μου και να με φέρνουν όλο και πιο κοντά σου. Να κρατάω, με το ζόρι, τον κόμπο στο λαιμό, το δάκρυ στα μάτια, μέχρι να φτάσω σε σένα, μέχρι να ρθω στην αγκαλιά σου.
Να φτάνω και να βλέπω την ψιλόλιγνη, γνώριμη φιγούρα σου στην άκρη του δρόμου, δίπλα στη μηχανή σου.
Φοράς τζην κι ένα μαύρο γιλέκο, τα μαλλιά σου είναι μαζεμένα πίσω, στο λαιμό σου κρέμεται εκείνος ο ασημένιος, κέλτικος σταυρός και στα δάχτυλά σου αργοκαίγεται ένα τσιγάρο.
Παρατάω κάτω τα μπαγκάζια μου και τρέχω προς το μέρος σου. Μέσα σ’ ένα λεπτό είμαι στην αγκαλιά σου. Μέσα σ’ ένα λεπτό, όλα γύρω έχουν σβήσει, όλα φαίνονται μικρότερα, δεύτερα, λιγότερα.
Μέσα σ’ ένα λεπτό, τίποτα πια δεν μπορεί να με πειράξει, τίποτα δεν μπορεί να με πληγώσει, τίποτα να μ’ αγγίξει. Είσαι εσύ εκεί.
Εκεί για μένα.
Τα χέρια σου που με κρατάνε, που με κλείνουν μέσα τους, η θέρμη του κορμιού σου κι ο ήχος της καρδιάς σου που χτυπάει δυνατά και σίγουρα στο στέρνο σου.
Όλος μου ο κόσμος.
Δε με ρωτάς τι συνέβη… Ανέβα, μου λες.
Σκύβεις και παίρνεις τα πράγματά μου με το ένα σου χέρι και τα βολεύεις στη μηχανή.
Την επόμενη στιγμή είμαι ανεβασμένη πάνω στο συντροφάκι σου, το κορμί μου κολλημένο σφιχτά πάνω στο δικό σου, τα χέρια μου τυλίγονται στη μέση σου, ο αέρας μου κάνει άνω κάτω τα μαλλιά κι η άσφαλτος τρέχει κάτω απ’ τις ρόδες.
Με πας στο Μοναστηράκι για καφέ.
Μιλάμε ασταμάτητα για χίλια δυο. Οι κουβέντες μας δεν έχουν ειρμό. Θέλουμε να χωρέσουμε στη διάρκεια ενός καφέ τα νέα μας όλα. Περνάμε απ’ το ένα θέμα στο άλλο, σκάμε στα γέλια, εγώ χειρονομώ καθώς μιλάω και πάντα σου παίρνω το αναμμένο τσιγάρο απ’ το στόμα και πάντα μου γκρινιάζεις: Μα γιατί δεν ανάβεις δικό σου;
Όμως ξέρεις το γιατί και δε θυμώνεις... τα μάτια σου μου γελάνε καθώς τάχα με μαλώνεις…
Κάποια στιγμή οι φωνές μας χαμηλώνουν, οι κουβέντες σιωπούν και τότε το χέρι σου αγγίζει το μάγουλό μου, απομακρύνει τα μαλλιά που μου πέφτουν μονίμως στο πρόσωπο και με κοιτάζεις στα μάτια.
Είσαι καλά, κορίτσι μου; με ρωτάς.
Τώρα ναι, σου απαντώ και το εννοώ... Τα παράπονά μου μπορούν να περιμένουν λίγο ακόμα… Τώρα θέλω να γευτώ τις στιγμές κοντά σου.
Φεύγουμε. Τριγυρνάμε. Το κοντέρ της μηχανής σημειώνει τα χιλιόμετρα της ζωής μας.
Έχει νυχτώσει.
Πάντα είναι τόσο ωραία η Αθήνα τη νύχτα; σε ρωτάω.
Πάντα, μου απαντάς.
Τώρα ξέρω πως δεν είναι αλήθεια. Η Αθήνα ήταν μαγική τις νύχτες γιατί ήσουν εσύ εκεί… Τότε όμως το πίστευα.
Αργότερα, πολύ αργότερα, είμαι τυλιγμένη στο λευκό σου σεντόνι με τα μαλλιά μου μούσκεμα στον ιδρώτα. Έχω και τα δυο μαξιλάρια κι εσύ ακουμπάς τη γυμνή σου πλάτη στον τοίχο. Ανάβεις δυο τσιγάρα και μου δίνεις το ένα.
Το δωμάτιό σου είναι μισοφωτισμένο από ένα παλιό φωτιστικό στο πάτωμα κι από τη γαλαζωπή ανταύγεια της τηλεόρασης που ήταν πάντα ανοιχτή με τον ήχο σβηστό. Τα παράθυρα ανοιχτά κι έξω το καλοκαίρι αγκαλιάζει την πόλη.
Μου κάνεις νόημα να έρθω κοντά σου. Δε χρειάζομαι παρακάλια. Βρίσκομαι με τη μια πλάι σου. Περνάς το χέρι σου στους ώμους μου. Η ώρα τούτη είναι δική μας. Τώρα μόνο με ρωτάς...
Τι τρέχει; Τι έγινε; Πες μου
Κι εγώ σου λεω. Τα παράπονά μου. Τις δυσκολίες μου. Τις στραβές που μου χουν τύχει. Θυμώνω, οργίζομαι, φωνάζω, πονάω, κλαίω…
Δε με νοιάζει. Κοντά σου μπορώ να τα κάνω όλα αυτά.
Κοντά σου δεν έχω καμιά ταμπέλα.
Δεν είμαι υπάλληλος κανενός, συνάδελφος κανενός, γειτόνισσα κανενός, φίλη κανενός, γκόμενα κανενός, κόρη κανενός.
Είμαι απλώς εγώ.
Μ’ ακούς. Με κρατάς. Με παρηγορείς. Μου δίνεις κουράγιο. Με μαλώνεις. Με σπρώχνεις μπροστά. Με τσιγκλάς στο φιλότιμό μου. Μου θυμίζεις ξανά πόσο πιστεύεις σε μένα. Άμα χρειαστεί που και που, μου βάζεις και τις φωνές.
Και τέλος, μου λες: Εγώ είμαι εδώ. Εδώ για σένα. Ό,τι κι αν γίνει, ό,τι κι αν κάνεις, είμαι εδώ. Αν εσύ είσαι εντάξει, τότε είμαι κι εγώ εντάξει.
Δεν καταλαβαίνω για πότε με παίρνει ο ύπνος στην αγκαλιά σου...
Τη μέρα που είναι να φύγω, καθώς ετοιμάζω ξανά βαλίτσες μου λες: Μείνε…
Δε λες μείνε κι άλλο, μείνε λίγο ακόμα… λες απλώς μείνε. Κι εγώ ξέρω τι εννοείς, μα δεν μπορώ ακόμα, δεν είμαι ακόμα έτοιμη και το ξέρεις. Δεν απαντάω τίποτα και δεν το λες ξανά. Κάνουμε κι οι δυο πως δεν το είπες. Μου γελάς και παίρνεις τα κλειδιά. Έτοιμη; με ρωτάς.
Έτοιμη. Φύγαμε.
Ούτε που μπορώ να μετρήσω, ούτε που θυμάμαι πια πόσες φορές παίχτηκαν οι σκηνές αυτές, πόσες φορές έτρεξα να σε βρω.
Απόψε, ήθελα μονάχα αυτό.
Να έρθω ξανά να σε βρω.
Ήθελα να σε δω από μακριά να με περιμένεις.
Ήθελα να σ’ έχω καθισμένο απέναντί μου κι η ματιά μου να ξεκουράζεται στο πρόσωπό σου, να ψάχνει το βλέμμα σου και ν’ αράζει, ν’ απλώνεται εκεί.
Ήθελα να δω τις ρυτίδες του γέλιου στο πλάι των χειλιών σου και ν’ απλώσω το χέρι μου να τις αγγίξω, να τις χαϊδέψω. Ήθελα να περάσω τα δάχτυλά μου στο μαύρο μετάξι των μαλλιών σου. Ήθελα ν’ ακούσω το όμορφο, το λαμπερό, τ’ αστραφτερό σου γέλιο να κυλάει αβίαστο, ζωντανό, καθάριο.
Δεν είναι πως δεν υπάρχουν οι φίλοι, ούτε πως δεν χτυπάει το τηλέφωνο... Όχι, δεν είναι η μοναξιά. Και το τηλέφωνο χτυπάει κι οι φίλοι νοιάζονται, κι αυτοί που μ' αγαπούσαν μ' αγαπούν.
Όμως απόψε, δεν ήθελα να μιλήσω σε κανέναν άλλο. Απόψε ήθελα να κλείσω τα μάτια και να πιστέψω πως είσαι εδώ.
Απόψε ήθελα να μιλήσω μονάχα σε σένα.
Να σου πω πως όλα γύρω μου πια έχουν δυσκολέψει. Να σου πω πως παλεύω σ’ έναν αγώνα που συχνότερα χάνω παρά κερδίζω. Να σου πω πως οι καβάντζες μου πια έχουν λιγοστέψει, πως χάνω το κουράγιο μου.
Να σου πω πως λυγίζω, μέρα τη μέρα.
Κι ήθελα να σου πω αυτό που σήμερα δεν τολμώ να πω σε κανέναν.
Να σου πω πως φοβάμαι.
Τότε, κάποτε, έπρεπε να κάνω χιλιόμετρα για να ρθω να σε βρω κάθε φορά που όλα έδειχναν σκούρα και ζόρικα... Κάθε φορά που είχα ανάγκη να σ’ ακούσω.
Σήμερα δε χρειάζεται πια. Σήμερα ζω στην πόλη σου.
Εσύ όμως δεν το ξέρεις.
Εσύ δεν είσαι εδώ.
Κι απόψε, όσο κι αν ήθελα να σε βρω, όσο κι αν το ήθελα, δεν γινόταν.
Απόψε, όσο κι αν ήθελα να σου πω Ναι, θα μείνω, δεν μπορούσα, γιατί εσύ λείπεις, εσύ δεν είσαι εδώ.
Απόψε, όπως και τόσες νύχτες, εσύ, ακόμα κι αν το ήθελες, δεν μπορούσες να μου κάνεις το χατίρι.
Τ’ αποψινό ήταν μονάχα ένα απραγματοποίητο όνειρο.
Ένα όνειρο μιας νύχτας καλοκαιρινής.
Παρασκευή, Ιουλίου 08, 2005
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
People I know
Ο Νίκος. Εξαιρετική κιθάρα. Κάμποσα χρόνια σε ωδείο στην κλασσική, μετά ηλεκτρική, είχε ταλέντο, ήταν νέος, είχε εμφάνιση. Δούλεψε πολύ, δο...
-
UPDATE Το συγκεκριμένο θέμα έχει ανανεωθεί με καινούριο ποστ εδώ , όπου δίνω νέες πληροφορίες για τους τρόπους παρασκευής χειροποίητου σαπου...
-
Για τη Βίκη έχω γράψει και παλιότερα. Έχουμε εφτά χρόνια διαφορά, είναι το πρώτο μου ανίψι, κι έχουμε μεγαλώσει σχεδόν σαν αδελφάκια. Αφού ...
-
Ο Νίκος. Εξαιρετική κιθάρα. Κάμποσα χρόνια σε ωδείο στην κλασσική, μετά ηλεκτρική, είχε ταλέντο, ήταν νέος, είχε εμφάνιση. Δούλεψε πολύ, δο...
8 σχόλια:
χμ...
ομολογώ οτι τα έχω τσούξει και μολις γύρισα σπιτι...
αλλά αυτό ήταν το λάθος πράμα να διαβάσω τέτοια ώρα..
γιατί με συγκινείτε ρε πάνω που λέω οτι καταφέρνω επιτέλους να γίνω λίγο γαιδούρι?ε? :)
.......
Υποκλίνομαι στην ομορφιά των συναισθημάτων και της γραφής.
Δεν ξέρεις ποτέ τι γίνεται' το κλειδί της μαγείας είναι η ανάγκη, λένε, και τα όνειρα έχουν τη δικιά τους ζωή (και το δικό τους τρόπο να πραγματοποιούνται).
πραγματικά το απόλαυσα... σαν καλοκαιρινό σφηνάκι ;)
και γω υποκλίνομαι στην ομορφιά των συναισθημάτων και της γραφής.
Mindstripper... na sai kala vre, tetoia dakrya eixa kairo na xysw... panemorfo keimeno...h mallon poihma...
Kai 3erw akrivws ti ennoeis, yparxei kai gia mena enas tetoios an8rwpos, pou mporei na mhn ton 8ymamai ka8e mera alla yparxoun fores pou 3erw oti den mporw na milhsw se kanenan allon. Pou exei ftasei na mou mila h kardia mou me th dikh tou fwnh, pou otan die3agetai maxh aimatovammenh mesa mou, ton psaxnw na tou milhsw, na tou pw oles tis malakismenes skepseis kai 3erw pws 8a mou ta xwsei agria kai 8a m' empsyxwsei tautoxrona oso kaneis allos. Dld sthn idia protash, 2 se 1. Den 3erw pws to kanei - einai magiko.
Dystyxws den provlepetai na zhsoume pote sthn idia polh, 8a to h8ela para poly... Elpizw o dikos sou fylakas-aggelos na einai kala kai na einai epilogh sou na mhn pas na ton vreis, kai oxi epeidh einai adynaton.
Autoi oi an8rwpoi pou 3eroun panta akrivws ti eidous stigmh einai, einai spanioi :)
Exm... xilia sygnwmh Type Nyxterine... molis syneidhtopoihsa oti se apokalesa mindstripper sto teleutaio sxolio... ntroph mou alla eixa zalistei apo to blogotrenaki...
Shame on me :(
Mhpws gi'auto me apokaleses ki esy Loucretia? xexexe
xriste mou poios to egrapse auto? poso tautistika einai sxedon tromaktiko.. thelw kai egw na grapsw...
margaritari, i afentia mou to egrapse, enas aplos typos nyxterinos... mia nyxta pou eixa anagi ena oneiro. Den einai tipota allo i grafi gia mena, monaxa oi lekseis mou sto xarti (h sto pliktrologio polles fores)
ki an oi lekseis mou se aggiksan ki an se ekanan na taftisteis, tote xairomai dipla
-sorry gia ta greeklish-
Δημοσίευση σχολίου