Παρασκευή, Δεκεμβρίου 03, 2010
Ο Μίλτος και η Στέλλα...
Από διάφορες συζητήσεις κατά καιρούς με φίλους, έχω μείνει με την εντύπωση πως ο Φούντας ήταν από τους ηθοποιούς που είτε δεν τον άντεχες, σου την έσπαγε το ύφος του, η φωνή του, η άρθρωσή του, το παίξιμό του και γενικώς δεν τον πήγαινες καθόλου, είτε τον λάτρευες κι όταν έπαιζε κάθε λέξη που ξεστόμιζε σε διαπερνούσε και σε καθήλωνε.
Εγώ ανήκω στη δεύτερη κατηγορία.
Τον Φούντα τον λάτρευα. Από τόσο δα πιτσιρίκι.
Δεν υπήρξε ταινία του που να μην έχω δει ξανά και ξανά.
Για τη Στέλλα δε το συζητώ. Ξέρω όλους τους διαλόγους, όλων των ρόλων, απ' έξω.
Και τον Κούρκουλο τον πήγαινα με τα χίλια, και σ' αυτόν αγαπούσα πολλά απ' όσα αγαπούσα στον Φούντα, αλλά ο Φούντας είχε όλα αυτά και "κάτι" παραπάνω...
Λάτρευα το βλέμμα του, τον τρόπο που μίλαγε, τη χροιά της φωνής του, το λεβέντικο παράστημά του, το περπάτημά του, το πώς στεκόταν, το πώς κρεμόταν το τσιγάρο στα χείλη του, το "βαρύ κι ασήκωτό του"...
Λιτός, δωρικός, ό,τι κοντινότερο στον ορισμό του "άντρα" που 'χα στο μυαλό μου κι ο τέλειος ενσαρκωτής του ελληνικού νεορεαλισμού.
Πριν λίγες μέρες ο Μίλτος πήγε να βρει ξανά τη Στέλλα.. Κι αυτός στη συνοικία των αγγέλων πια..
Γεια σου Μίλτο, γεια σου παλικάρι...
Δευτέρα, Νοεμβρίου 08, 2010
Εναλλακτική Ψυχοθεραπεία
Κάπου στο σύμπαν ακούστηκε πως η αφεντιά μου εδώ κι ένα τετράμηνο γκρινιάζει...
Γκρινιάζει μια για το ένα και μια για το άλλο... μια για πόνους, μια για έναν παγωμένο ώμο, την άλλη που δεν κουνιέται το χέρι και έχει μπει σε αχρηστία, κι ύστερα για το βαλάντιο που συρρικνώθηκε τόσο που κοντεύει να εξανεμιστεί και να το ψάχνουμε..
Είπε λοιπόν (το σύμπαν λέμε), να μου πετάξει στην κεφάλα όχι παντόφλα, αλλά εναλλακτική ψυχοθεραπεία.
Έτσι μια ωραία πρωία άνοιξε την πόρτα του μαγαζιού που δουλεύω παρτ-τάιμ τα απογεύματα, και μπήκε μέσα ένας αδέσποτος γατούλης. Γουργούρισε, τρίφτηκε στα πόδια των αφεντικών και των παρατρεχάμενων, τους έκανε ματάκια και πατουσίτσες, τον τάισαν καλά-καλά, κι ύστερα διάλεξε μια κούτα κι άραξε και με περίμενε να πάω. Είχε έρθει με αποστολή βλέπεις.
Το μπος, ανίδεο στις κρυφές αποστολές του σύμπαντος και του γατακίου επίσης, κάποια στιγμή άνοιξε και πάλι την πόρτα κι "ευγενικά" τον έστειλε από εκεί που ήρθε. Φιλόζωος-φιλόζωος σου λέει, αλλά μη μας γίνει και ταγάρι το αδέσποτο!
Το απόγευμα που εγώ, ανυποψίαστη για ό,τι με περίμενε, μπήκα στο μαγαζί βρίζοντας νοερά -από χαρά για άλλο ένα δημιουργικό τετράωρο που με περίμενε, δεν είδα πουθενά κανένα γατάκι. Όμως το μπος με ενημέρωσε για τα πρωινά συμβάντα.
Δεν έδωσα σημασία. Ξέροντας το... πόσο φιλόζωο είναι το μπος, ήξερα πως η "αγάπη" του και η "συγκίνηση" για το αδεσποτάκι είχαν ήδη ξεθυμάνει.
Όμως εκείνο το ρημάδι το σύμπαν είχε άλλα σχέδια (και πού να συμπαθούσα και τον Κοέλιο δηλαδή!)
Λίγη ώρα αργότερα ένα ασπροπορτοκαλί γατί στεκόταν μπροστά στην γυάλινη πόρτα του μαγαζιού, περιμένοντας να του ανοίξουν, με φυσικότητα ανθρώπου που επέστρεφε στο σπίτι του.
Το μπος είπε πως ναι, ήταν το ίδιο γατί το πρωινό, και μ' άφησε να του ανοίξω την πόρτα.
Εκείνο μπήκε μέσα, χώθηκε στην αγκαλιά μου, ρουθούνισε δυνατότερα από κατσαρόλα που βράζει, έκανε πατουσίτσες, χαϊδεύτηκε πάνω μου, και μετά διάλεξε ένα κουτί δίπλα στο γραφείο και κοιμήθηκε μέχρι την ώρα που σχόλαγα και κλείναμε το μαγαζί.
Πες-πες, έπεισα το μπος που το είχε χτυπήσει δεύτερη κρίση φιλοζωίας για εκείνη την ημέρα, ν' αφήσει τον μικρό να μείνει ένα βράδυ να κοιμηθεί στο μαγαζί.
Την επόμενη μέρα που πήγα ο γατούλης ήταν ξανά εκεί, αλλά όπως ήταν αναμενόμενο, η κρίση φιλοζωίας του μπος είχε περάσει ανεπιστρεπτί.
"Άμα θες πάρτον σπίτι σου να κοιμηθεί απόψε, ή αλλιώς να τον αφήνουμε εδώ τη μέρα και το βράδυ να τον βγάζουμε έξω να κοιμάται".
Κάτι μου ήρθε... Να το αφήσουμε πάλι έξω στο δρόμο; Γιατί βρε τσιφούτη άνθρωπε, θα σου φάει το κωλομάγαζό σου άμα κοιμηθεί τη νύχτα πάνω στα κουτιά σου; Κι άρχισα να σκέφτομαι την πιθανότητα να το πάρω στο σπίτι για το βράδυ.
Την ίδια στιγμή, ο λογικός μου εαυτός άρχισε την αντιπαράθεση: "Όχι, μαντάμ, ούτε να το φανταστείς, ΔΕΝ θέλεις άλλο γατί στο σπίτι, δεν αντέχεις άλλο γατί, φτάνει η Λούνα και περισσεύει, και φτάνει που έχουμε να ταίζουμε και τον Ρωμαίο που τρώει με δέκα μασέλες και θέλει κι αυτός φαρμακάκια κι εμβόλια, άσε που το ειδικό φαγητό της Λού κοστίζει παραπάνω απ' όσο το δικό σου, και μη σου μπαίνουν ιδέες".
Παρόλα τα ατράνταχτα επιχειρήματα του λογικού μου εαυτού, είπα να πάρω τον γατούλη για μια νύχτα μόνο, δοκιμαστικά, ίσα-ίσα για να μην κοιμηθεί πάλι στους δρόμους.
Η Λούνα, σαν γνήσια γάτα οικοδέσποινα, τον υποδέχτηκε με άπειρα γρυλίσματα, μουγκρίσματα και σφαλιάρες πρώτης ποιότητας.
Αφού είδα κι έπαθα να τους χωρίσω, και να ξεκολλήσω τον μπόμπιρα από την αγκαλιά μου, αποφασίσαμε να τον βάλουμε στην κρεβατοκάμαρά μας για το βράδυ.
Ο νεαρός αφού σνόμπαρε επιδεικτικά το καλαθάκι που του ετοιμάσαμε, αποφάσισε πως δεν υπήρχε καλύτερο μέρος από την αφράτη, μαλακή κουβέρτα μας, και κοιμήθηκε εναλλάξ μια στα πόδια του Δ. και μια σκαρφαλωμένος στο μαξιλάρι μου πάνω από το κεφάλι μου γουργουρίζοντας σαν τρελαμένος.
Την επόμενη μέρα τον κατέβασα στο μαγαζί, και τον άφησα όλη μέρα εκεί. Το βράδυ όμως;
Για μαντέψτε!
Τον ξαναπήρα σπίτι. Αυτή τη φορά πέρασε τη νύχτα στο σαλόνι τρομάζοντας τη μάνα μου η οποία φιλοξενείται στον καναπέ μας, κάθε φορά που αρπαζόταν με τη Λου και τις έτρωγε.
Το άλλο πρωί ο Δ. τον κατέβασε νωρίς στο μαγαζί, για να μην καλομαθαίνει συνεχώς στο σπίτι μας.
Κοίτα όμως που όταν ξύπνησα εγώ αργότερα και δεν τον βρήκα εκεί, πώς να το πω ρε παιδιά.. μου κακοφάνηκε πολύ. Κι ας ήμουν εγώ αυτή που είχα ζητήσει από τον Δ. να το κάνει αυτό.
Ε, αυτό ήταν.
Άργησα λίγο να το πιάσω (έτσι είναι τα δίποδα, δεν κόβει η γκλάβα τους με τη μία φίλτατε γατούλη), αλλά στο τέλος αντελαβού..
Ο γατούλης είχε έρθει για να μείνει... Σπίτι μου that is.
Άντε λοιπόν κυρία Ιφιγένεια τώρα να σου περισέψει χρόνος να παραπονεθείς ότι πονάς ή ότι δεν κουνιέται το χέρι σου, ή ότι μαγκώνει κάθε φορά που κάνεις λάθος κίνηση και χρειάζεσαι βοήθεια για να το ισιώσεις...
Όσο κι αν ισχύουν όλα κι ακόμη περισσότερα, τις τελευταίες μέρες έχω γελάσει όσο δεν γέλασα τους τέσσερις μήνες που τραβιέμαι μες τον πόνο.
Κι αυτό γιατρέ μου, αυτό να δείτε τι ψυχοθεραπεία είναι!
Υ.Γ. Το γατάκι δεν έχει ακόμη όνομα.. δεν κατάφερα να σκεφτώ κάτι της προκοπής. Όσοι θέλετε κάντε προτάσεις, είμαστε ανοιχτοί σε όλα.
Υ.Γ.2 Εμένα ο γατούλης μου φαίνεται ασχημούλης. Οι δικοί μου (ο Δ. κι η μάνα μου), μου λένε πως είμαι χαζή και να κοιτάξω τα μάτια μου. Εγώ επιμένω πως είναι ασχημόφατσα (είχα πάντα κι ένα θέμα με τα πορτοκαλί γατιά), αλλά όπως και να 'χει ήδη το αγαπώ.
Γκρινιάζει μια για το ένα και μια για το άλλο... μια για πόνους, μια για έναν παγωμένο ώμο, την άλλη που δεν κουνιέται το χέρι και έχει μπει σε αχρηστία, κι ύστερα για το βαλάντιο που συρρικνώθηκε τόσο που κοντεύει να εξανεμιστεί και να το ψάχνουμε..
Είπε λοιπόν (το σύμπαν λέμε), να μου πετάξει στην κεφάλα όχι παντόφλα, αλλά εναλλακτική ψυχοθεραπεία.
Έτσι μια ωραία πρωία άνοιξε την πόρτα του μαγαζιού που δουλεύω παρτ-τάιμ τα απογεύματα, και μπήκε μέσα ένας αδέσποτος γατούλης. Γουργούρισε, τρίφτηκε στα πόδια των αφεντικών και των παρατρεχάμενων, τους έκανε ματάκια και πατουσίτσες, τον τάισαν καλά-καλά, κι ύστερα διάλεξε μια κούτα κι άραξε και με περίμενε να πάω. Είχε έρθει με αποστολή βλέπεις.
Το μπος, ανίδεο στις κρυφές αποστολές του σύμπαντος και του γατακίου επίσης, κάποια στιγμή άνοιξε και πάλι την πόρτα κι "ευγενικά" τον έστειλε από εκεί που ήρθε. Φιλόζωος-φιλόζωος σου λέει, αλλά μη μας γίνει και ταγάρι το αδέσποτο!
Το απόγευμα που εγώ, ανυποψίαστη για ό,τι με περίμενε, μπήκα στο μαγαζί βρίζοντας νοερά -από χαρά για άλλο ένα δημιουργικό τετράωρο που με περίμενε, δεν είδα πουθενά κανένα γατάκι. Όμως το μπος με ενημέρωσε για τα πρωινά συμβάντα.
Δεν έδωσα σημασία. Ξέροντας το... πόσο φιλόζωο είναι το μπος, ήξερα πως η "αγάπη" του και η "συγκίνηση" για το αδεσποτάκι είχαν ήδη ξεθυμάνει.
Όμως εκείνο το ρημάδι το σύμπαν είχε άλλα σχέδια (και πού να συμπαθούσα και τον Κοέλιο δηλαδή!)
Λίγη ώρα αργότερα ένα ασπροπορτοκαλί γατί στεκόταν μπροστά στην γυάλινη πόρτα του μαγαζιού, περιμένοντας να του ανοίξουν, με φυσικότητα ανθρώπου που επέστρεφε στο σπίτι του.
Το μπος είπε πως ναι, ήταν το ίδιο γατί το πρωινό, και μ' άφησε να του ανοίξω την πόρτα.
Εκείνο μπήκε μέσα, χώθηκε στην αγκαλιά μου, ρουθούνισε δυνατότερα από κατσαρόλα που βράζει, έκανε πατουσίτσες, χαϊδεύτηκε πάνω μου, και μετά διάλεξε ένα κουτί δίπλα στο γραφείο και κοιμήθηκε μέχρι την ώρα που σχόλαγα και κλείναμε το μαγαζί.
Πες-πες, έπεισα το μπος που το είχε χτυπήσει δεύτερη κρίση φιλοζωίας για εκείνη την ημέρα, ν' αφήσει τον μικρό να μείνει ένα βράδυ να κοιμηθεί στο μαγαζί.
Την επόμενη μέρα που πήγα ο γατούλης ήταν ξανά εκεί, αλλά όπως ήταν αναμενόμενο, η κρίση φιλοζωίας του μπος είχε περάσει ανεπιστρεπτί.
"Άμα θες πάρτον σπίτι σου να κοιμηθεί απόψε, ή αλλιώς να τον αφήνουμε εδώ τη μέρα και το βράδυ να τον βγάζουμε έξω να κοιμάται".
Κάτι μου ήρθε... Να το αφήσουμε πάλι έξω στο δρόμο; Γιατί βρε τσιφούτη άνθρωπε, θα σου φάει το κωλομάγαζό σου άμα κοιμηθεί τη νύχτα πάνω στα κουτιά σου; Κι άρχισα να σκέφτομαι την πιθανότητα να το πάρω στο σπίτι για το βράδυ.
Την ίδια στιγμή, ο λογικός μου εαυτός άρχισε την αντιπαράθεση: "Όχι, μαντάμ, ούτε να το φανταστείς, ΔΕΝ θέλεις άλλο γατί στο σπίτι, δεν αντέχεις άλλο γατί, φτάνει η Λούνα και περισσεύει, και φτάνει που έχουμε να ταίζουμε και τον Ρωμαίο που τρώει με δέκα μασέλες και θέλει κι αυτός φαρμακάκια κι εμβόλια, άσε που το ειδικό φαγητό της Λού κοστίζει παραπάνω απ' όσο το δικό σου, και μη σου μπαίνουν ιδέες".
Παρόλα τα ατράνταχτα επιχειρήματα του λογικού μου εαυτού, είπα να πάρω τον γατούλη για μια νύχτα μόνο, δοκιμαστικά, ίσα-ίσα για να μην κοιμηθεί πάλι στους δρόμους.
Η Λούνα, σαν γνήσια γάτα οικοδέσποινα, τον υποδέχτηκε με άπειρα γρυλίσματα, μουγκρίσματα και σφαλιάρες πρώτης ποιότητας.
Αφού είδα κι έπαθα να τους χωρίσω, και να ξεκολλήσω τον μπόμπιρα από την αγκαλιά μου, αποφασίσαμε να τον βάλουμε στην κρεβατοκάμαρά μας για το βράδυ.
Ο νεαρός αφού σνόμπαρε επιδεικτικά το καλαθάκι που του ετοιμάσαμε, αποφάσισε πως δεν υπήρχε καλύτερο μέρος από την αφράτη, μαλακή κουβέρτα μας, και κοιμήθηκε εναλλάξ μια στα πόδια του Δ. και μια σκαρφαλωμένος στο μαξιλάρι μου πάνω από το κεφάλι μου γουργουρίζοντας σαν τρελαμένος.
Την επόμενη μέρα τον κατέβασα στο μαγαζί, και τον άφησα όλη μέρα εκεί. Το βράδυ όμως;
Για μαντέψτε!
Τον ξαναπήρα σπίτι. Αυτή τη φορά πέρασε τη νύχτα στο σαλόνι τρομάζοντας τη μάνα μου η οποία φιλοξενείται στον καναπέ μας, κάθε φορά που αρπαζόταν με τη Λου και τις έτρωγε.
Το άλλο πρωί ο Δ. τον κατέβασε νωρίς στο μαγαζί, για να μην καλομαθαίνει συνεχώς στο σπίτι μας.
Κοίτα όμως που όταν ξύπνησα εγώ αργότερα και δεν τον βρήκα εκεί, πώς να το πω ρε παιδιά.. μου κακοφάνηκε πολύ. Κι ας ήμουν εγώ αυτή που είχα ζητήσει από τον Δ. να το κάνει αυτό.
Ε, αυτό ήταν.
Άργησα λίγο να το πιάσω (έτσι είναι τα δίποδα, δεν κόβει η γκλάβα τους με τη μία φίλτατε γατούλη), αλλά στο τέλος αντελαβού..
Ο γατούλης είχε έρθει για να μείνει... Σπίτι μου that is.
Άντε λοιπόν κυρία Ιφιγένεια τώρα να σου περισέψει χρόνος να παραπονεθείς ότι πονάς ή ότι δεν κουνιέται το χέρι σου, ή ότι μαγκώνει κάθε φορά που κάνεις λάθος κίνηση και χρειάζεσαι βοήθεια για να το ισιώσεις...
Όσο κι αν ισχύουν όλα κι ακόμη περισσότερα, τις τελευταίες μέρες έχω γελάσει όσο δεν γέλασα τους τέσσερις μήνες που τραβιέμαι μες τον πόνο.
Κι αυτό γιατρέ μου, αυτό να δείτε τι ψυχοθεραπεία είναι!
Υ.Γ. Το γατάκι δεν έχει ακόμη όνομα.. δεν κατάφερα να σκεφτώ κάτι της προκοπής. Όσοι θέλετε κάντε προτάσεις, είμαστε ανοιχτοί σε όλα.
Υ.Γ.2 Εμένα ο γατούλης μου φαίνεται ασχημούλης. Οι δικοί μου (ο Δ. κι η μάνα μου), μου λένε πως είμαι χαζή και να κοιτάξω τα μάτια μου. Εγώ επιμένω πως είναι ασχημόφατσα (είχα πάντα κι ένα θέμα με τα πορτοκαλί γατιά), αλλά όπως και να 'χει ήδη το αγαπώ.
Παρασκευή, Οκτωβρίου 15, 2010
Ψυχοθεραπεία
Ο τελευταίος γιατρός που επισκέφτηκα για το πρόβλημα με τον ώμο μου (το τι συνέβει στο μεταξύ και τις διαφορετικές διαγνώσεις που είχα, θα τα πούμε σε άλλο ποστ), με συμβούλεψε να κάνω πράγματα που με κάνουν και νιώθω καλά, οτιδήποτε για να μειωθεί το στρες και το άγχος, γιατί αλλιώς λέει, δεν πρόκειται να συνέλθει ο ώμος...
Εντάξει γιατρέ, τα έβαλα κάτω και τα μέτρησα τα πράγματα.. Να κάνω μερικά ταξιδάκια στο Μαρόκο ξανά, πράγμα που θα με έκανε μάλλον περδίκι, δε με παίρνει.
Το να μη χρωστάω πουθενά επίσης δεν είναι πιθανό, τουλάχιστον όχι άμεσα.
Το να κάνω ανακαίνιση στο σπίτι, βαψίματα, και να πάρω νέα έπιπλα, επίσης δε το βλέπω πιθανό για τώρα κοντά.
Τι μας μένει; Εκτός από το διάβασμα, που κι αυτό κοντεύει να μου εξαντληθεί.. πόσα να έχει γράψει πια ο ταλαίπωρος Koonz...
Οπότε τι; Μουσική.
Το τελευταίο κόλλημα είναι η όπερα.
Το αγαπημένο των τελευταίων ημερών είναι το E lucevan le stelle, η άρια από την τρίτη πράξη της Tosca.
Και η καλύτερη εκτέλεση από όσες άκουσα, μία του Παβαρότι.
Κλαίω κάθε φορά.
Κι ακόμη και τα λόγια να μην ήξερα ή το τι σημαίνουν, πάλι θα έκλαιγα.
Αν βοηθάει στη μείωση του στρες, δεν ξέρω γιατρέ μου, αλλά εμένα με κάνει να νιώθω καλύτερα.
Εντάξει γιατρέ, τα έβαλα κάτω και τα μέτρησα τα πράγματα.. Να κάνω μερικά ταξιδάκια στο Μαρόκο ξανά, πράγμα που θα με έκανε μάλλον περδίκι, δε με παίρνει.
Το να μη χρωστάω πουθενά επίσης δεν είναι πιθανό, τουλάχιστον όχι άμεσα.
Το να κάνω ανακαίνιση στο σπίτι, βαψίματα, και να πάρω νέα έπιπλα, επίσης δε το βλέπω πιθανό για τώρα κοντά.
Τι μας μένει; Εκτός από το διάβασμα, που κι αυτό κοντεύει να μου εξαντληθεί.. πόσα να έχει γράψει πια ο ταλαίπωρος Koonz...
Οπότε τι; Μουσική.
Το τελευταίο κόλλημα είναι η όπερα.
Το αγαπημένο των τελευταίων ημερών είναι το E lucevan le stelle, η άρια από την τρίτη πράξη της Tosca.
Και η καλύτερη εκτέλεση από όσες άκουσα, μία του Παβαρότι.
Κλαίω κάθε φορά.
Κι ακόμη και τα λόγια να μην ήξερα ή το τι σημαίνουν, πάλι θα έκλαιγα.
Αν βοηθάει στη μείωση του στρες, δεν ξέρω γιατρέ μου, αλλά εμένα με κάνει να νιώθω καλύτερα.
E lucevan le stelle
Ed olezzava la terra
Stridea l'uscio dell'orto
Ed un passo sfiorava la rena
Entrava ella, fragrante
Mi cadea fra le braccia
O dolci baci, o languide carezze
Mentr'io fremente
Le belle forme disciogliea dai veli
Svani per sempre
Il sogno mio d'amore
L'ora è fuggita
E muoio disperato
E muoio disperato
E non ho amato mai tanto la vita
Tanto la vita
Ed olezzava la terra
Stridea l'uscio dell'orto
Ed un passo sfiorava la rena
Entrava ella, fragrante
Mi cadea fra le braccia
O dolci baci, o languide carezze
Mentr'io fremente
Le belle forme disciogliea dai veli
Svani per sempre
Il sogno mio d'amore
L'ora è fuggita
E muoio disperato
E muoio disperato
E non ho amato mai tanto la vita
Tanto la vita
Κυριακή, Σεπτεμβρίου 12, 2010
Περιαρθρίτιδα λέει...
Στα μέσα καλοκαιριού, ξύπνησα ένα πρωί με πόνο στον ώμο. Επειδή συνηθίζω να κοιμάμαι ακουμπώντας στο χέρι μου το οποίο τις περισσότερες φορές θα έχω σηκωμένο ψηλά, πάνω απ' το κεφάλι μου, πολλά πρωινά ξυπνώ με το χέρι ή τον ώμο μου πιασμένο.
Έτσι δεν ανησύχησα πολύ.
Ο πόνος στον ώμο μια έφευγε και μια επέστρεφε, άλλοτε ήταν ένα μικρό τσίμπημα, άλλοτε δυνατότερος κι υπήρχαν μέρες που δε με ενοχλούσε καθόλου.
Πάντως κάποια στιγμή, κοντά στον Αύγουστο, άρχισε να χειροτερεύει σταθερά.
Ένα ωραίο πρωί ανακάλυψα ότι δεν μπορούσα να μετακινήσω το χέρι μου προς τα επάνω και προς τα πίσω. Ανέβαινε μέχρι ενός ορισμένου σημείου κι ύστερα βέλαζα από τον πόνο.
Μασάζ, αλοιφές, λαδάκια, έμπλαστρα, παυσίπονα δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα.
Έλεγα ΟΚ, ας δούμε πώς θα πάει και στην τελική πάμε και στο γιατρό.
Κι ύστερα έφυγα για λίγες μέρες διακοπών. Πλακώθηκα στο κολύμπι, παρόλο τον πόνο, γιατί μέσα στο νερό τα πράγματα γίνονταν καλύτερα κι ο πόνος είχε μειωθεί αρκετά.
Είπα, εντάξει, κάτι κάναμε, βοηθήθηκε η κατάσταση.
Ε, μάλλον όχι.
Με την επιστροφή ο πόνος και η δυσκαμψία προχώρησαν και χειροτέρεψαν με ραγδαίους ρυθμούς, με αποτέλεσμα σε φάση όπου έσκυψα να πάρω κάτι από το ντουλάπι της κουζίνας κόντεψα να μείνω από τον πόνο.
Γιατρός λοιπόν. Ανάμεσα στο να πάω στο ΚΑΤ ως επείγον περιστατικό και στο να πάω στον ορθοπεδικό του ταμείου μου, αποφάσισα το δεύτερο με το σκεπτικό να έχω τον γιατρό όσο πιο κοντά και προσβάσιμα γίνεται για να με παρακολουθεί.
Και πήγα.
Τέτοια εξπρές εξέταση και διάγνωση δεν μου 'χουν ξανατύχει.
Περιαθρίτιδα ώμου, μου λέει ο ειδικός, πάρε τούτα τα αντιφλεγμονώδη, πάρε και χάπια για το στομάχι, πάρε ένα ειδικό αντιφλεγμονώδες διάλυμα για εντριβές, και αν σε δεκαπέντε μέρες δεν έχει βελτιωθεί η κατάσταση τα ξαναλέμε.
Προσπάθησα κανά δυο φορές ν' ανοίξω το στόμα μου και να του πω αυτά που ήθελα (πώς χειροτέρεψε ο πόνος, ποιές κινήσεις δεν μπορώ να κάνω και ποιές μπορώ), αλλά δεν μου έδωσε την ευκαιρία, λέγοντάς μου "δεν χρειάζεται να μου εξηγείτε περαιτέρω, κατάλαβα".
Ούτε κατάφερα να του πω ότι με ο όρος "περιαθρίτιδα" δε μου λέει τίποτε, γιατί ουσιαστικά δεν σημαίνει τίποτε. Δεν υπάρχει δηλαδή πάθηση με το όνομα περιαθρίτιδα ώμου, είναι ένας γενικός όρος που σημαίνει παθολογία στην περιοχή του ώμου.
Το ξέρω πως οι παθήσεις του ώμου έρχονται δεύτερες σε συχνότητα μετά τις παθήσεις της μέσης, όπως επίσης ξέρω πως οι αιτίες του επώδυνου ώμου είναι ένα σωρό και διαφορετικές, κυρίως εξαιτίας βλαβών στα μαλακά μόρια και λιγότερο στα οστά. Όσο για την περιαρθρίτιδα γιατρέ μου, ευχαριστώ πολύ για τα ψάρια, είναι σαν μου λες οσφυαλγία στην περίπτωση που μου πόναγε η μέση. Ή μήπως έπρεπε να νιώσω καλύτερα επειδή που επιβεβαίωσες κι εσύ αυτό που ήξερα, ότι δηλαδή ναι, έχω πρόβλημα στον ώμο μου;
Εγώ περίμενα να μου πει για ακτινογραφίες για αρχή, ή για καμιά μαγνητική ώμου, κι όχι να με πλακώσει στα αντιφλεγμονώδη για δεκαπέντε μέρες "και βλέπουμε".
Και γαμώ την αφραγκία μας μέσα που δεν μου επιτρέπει για την ώρα (είδες, τελικά είμαι αισιόδοξος άνθρωπος), να σηκωθώ και να πάρω σβάρνα τους "ειδικούς" μέχρι που να βρω άνθρωπο να συνεννοηθώ και να θέλει να ψάξει να βρει την αιτιολογία του πόνου, και να έχει και συγκεκριμένες λύσεις να μου πει.
Μέχρι τότε καταπίνω μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη και σφίγγω τα δόντια.
Σάββατο, Αυγούστου 07, 2010
Χρόνος
Δεκαέξι χρόνια πριν μου έκανες ένα δώρο.
Το παρέλαβα απόψε, στις πέντε το πρωί.
Τότε δεν ήξερα, τώρα ξέρω.
Τότε έκλαψα για λάθος λόγους, σήμερα έκλαψα ξανά, ίσως για τους σωστούς. Ίσως και όχι.
Σ' ευχαριστώ, όπως και να 'χει.
Το παρέλαβα απόψε, στις πέντε το πρωί.
Τότε δεν ήξερα, τώρα ξέρω.
Τότε έκλαψα για λάθος λόγους, σήμερα έκλαψα ξανά, ίσως για τους σωστούς. Ίσως και όχι.
Σ' ευχαριστώ, όπως και να 'χει.
Τρίτη, Ιουλίου 20, 2010
Ζητείται γάτα αλανιάρα και κυνηγιάρα...
Μου φαίνεται πως η Λου είναι έτοιμη να πάρει σύνταξη... Αντί να κυνηγάει κάνει χαρές και τούμπες.
Κι όχι τίποτε άλλο, αλλά έχω ένα θέμα με τα ποντίκια τελευταία.
Όχι ποντίκια του αγρού (πού να βρεθεί ο αγρός εδώ κοντά χρυσέ μου άνθρωπε!), ούτε ποντίκια των υπογείων, των φωταγωγών ή δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο.
Με αρουραίους έχω πρόβλημα, και μάλιστα αρουραίους των πλοίων.
Από εκείνους που μόλις το πλοίο πάρει να μπατάρει και κινδυνεύει να βουλιάξει, την κοπανάνε πρώτοι-πρώτοι και μην τον είδατε μην τον απαντήσατε...
Κι ας τον καπετάνιο να βουρλίζεται σου λέει.
Να μην ήταν τόσο μαλάκας να μη γινόταν καπετάνιος.
Έτσι λοιπόν, γέμισε τελευταία η ζωή μου με αρουραίους των πλοίων.
Γι' αυτό θέλω μια γάτα μαγκιόρα, αλανιάρα, κυνηγιάρα και καθόλου ψυχοπονιάρα.
Να τους κάνει μια χραπ, κι άντε καλά, να μην τους φάει (θα την έχουμε χορτάτη λέμε), αλλά να τους κάνει να πάνε στον αγύριστο μια ώρα γρηγορότερα.
Στον αγύριστο είπα; Ε, κι ακόμα παραπέρα...
Τετάρτη, Ιουλίου 07, 2010
Τώρα ξέρω... ρετάρω αυτή είναι η απάντηση.
Ρετάρει κανονικά ο εγκέφαλος, βαράει μπιέλα, βαράει διάλυση και όλα αυτά μαζί.
Προχτές ξέχασα, ή για να το πω σωστά, μπέρδεψα το χρόνο παράδοσης της μετάφρασης που κάνω τώρα.
Στα οκτώ χρόνια που δουλεύω ως μεταφράστρια, κάτι τέτοιο δε μου 'χει συμβεί ποτέ.
Το να μην προλαβαίνω να τελειώσω στο χρόνο που πρέπει, ναι, το να θυμάμαι άλλα αντί άλλων για το πότε πρέπει να παραδώσω δουλειά ποτέ λέμε.
Η προθεσμία ήταν για τις πέντε του μηνός, εγώ ήμουν σίγουρη πως είναι για την Πέμπτη αυτής της εβδομάδας. Άνετη και χαλαρή λοιπόν η αφεντιά μου, ετοιμάζομαι χτες να στείλω ένα μήνυμα στην υπεύθυνη και να της πω θα το έχεις Παρασκευή πρωί, να προλάβω να κάνω κάτι μικροδιορθώσεις.
Με το που ανοίγω το ρημαδοτζιμέιλ, σμπάφ! μου 'ρχεται η κεραμίδα.
Μου 'χε -φυσικά- γράψει η γυναίκα και με ρώταγε γιατί δεν πήγε η δουλειά την προηγουμένη.
Η πρώτη μου σκέψη ήταν "καλά, μπερδεύτηκε κι έχασε τις μέρες". Πολύ σύντομα βέβαια διαπίστωσα πως η μόνη που έχασε τ' αυγά και τα καλάθια ήμουν εγώ.
Άντε τώρα να σε πιστέψει ο άλλος ότι πράγματι τα έκανες μπάχαλο στο μυαλό σου και δεν έκανες τον κινέζο γιατί δεν τελείωσες εγκαίρως.
Τι να έκανα όμως; Της έγραψα την αλήθεια που ξέρω πολύ καλά ότι ακούγεται ως οικτρό ψέμα.
Και λέω πάει στο διάτανο, μπέρδεψα το πέντε με την Πέμπτη, άντε δεν είναι τίποτα κι έτυχε.
Σήμερα όμως, είχα ραντεβού με τον γιατρό μου για μια εξέταση την οποία θα έπρεπε να είχα κάνει εδώ και καιρό για να δούμε που βρισκόμαστε κι αν ξύπνησε κανένα κακό θηρίο ή αν κοιμάται μακαρίως, και θέλω να πω ότι δεν ήταν κάτι που θα το ξεχνούσα εύκολα.
Σηκώνομαι λοιπόν η καλή σου, ντύνομαι, σουλουπώνομαι, φτιάχνομαι και ξεκινάω για το ιατρείο.
Φτάνω νταν στις 11 που είχαμε το ραντεβού, χτυπάω το κουδούνι, ξαναχτυπάω, κανείς...
Λέω καλά, μπορεί να εξετάζει, μπορεί να λείπει η γραμματέας του, ας περιμένω λίγο.
Πέντε λεπτά αργότερα χτυπάω ξανά, τίποτε.
Το ίδιο και δέκα λεπτά μετά.
Βγάζω την κάρτα του γιατρού απ' το πορτοφόλι μου για να τον καλέσω στο κινητό σκεφτόμενη "καλά, άνθρωπος είναι, μπορεί να έμπλεξε στην κίνηση", για να διαπιστώσω, πως φαρδιά πλατιά πάνω στην κάρτα είχα σημειώσει το ραντεβού, το οποίο μεν ήταν για σήμερα, αλλά στις 9 το πρωί κι όχι στις 11 όπως τόσο σίγουρη ήμουν εγώ.
Για λίγο μου φάνηκε πως ζωντάνεψε η Ζώνη του Λυκόφωτος κι όλα ήταν τα πάνω κάτω κι όχι εκεί που θα έπρεπε να είναι.
Θα μου πεις τώρα, καλά παιδάκι μου, φρικάρισες με δυο πραγματάκια που ξέχασες, σιγά σε όλους συμβαίνει.
Ίσως.
Όμως όχι σε μένα.
Τουλάχιστον όχι ως τα τώρα.
Αν το ξεχνούσα εντελώς ας πούμε, αν μου έφευγε εντελώς απ' το μυαλό, μπορεί και να μην σαλτάριζα τόσο. Όμως να είμαι τόσο σίγουρη για άλλα αντί άλλων, αυτό μου έκατσε λίγο περίεργα.
Δεν είναι τίποτα, μου λέει ο Δ. σήμερα, welcome to the club. Περισσότερος ύπνος, καλύτερη διατροφή, λιγότερο κάπνισμα και κάμποση ψυχική ηρεμία μείον δύο τόνους στρες και θα 'σαι περδίκι".
Μάλιστα, γιατρέ μου, ό,τι πείτε...
Μήπως να φύγω διακοπές, λέω μήπως;
Αργότερα το ίδιο απόγευμα, τηλεφωνώ στο γιατρό μου, για να του πω την πατάτα που έκανα σήμερα το πρωί και να κλείσω καινούριο ραντεβού.
-Ήρθα το πρωί, ξεκινάω να λέω, αλλά στις 11 γιατί...
-Το πρωί; Μα δεν είχαμε ραντεβού το πρωί, μου απαντά η γραμματέας του.
-Δεν είχαμε; Μα εγώ νόμιζα.. δηλαδή αφού... δεν είχαμε σήμερα ραντεβού;
-Ναι, είχαμε σήμερα ραντεβού Ιφιγένεια, αλλά το βράδυ. Στις εννιά το βράδυ.
Σμπαφ! νέος φούσκος.
Εξηγώ συνοπτικά στη γυναίκα την τρικυμία εν κρανίω κατάστασή μου, βάζει τα γέλια και συμφωνεί χαλαρά ότι ο εγκέφαλός μου έχει μάλλον κατεβάσει ρολλά και κάτι ίσως προσπαθεί να μου πει.
Αχ, γιατρέ μου. Διακοπές είπαμε; Ή μήπως βιταμίνες Geriatric; Εδώ σε θέλω...!
Προχτές ξέχασα, ή για να το πω σωστά, μπέρδεψα το χρόνο παράδοσης της μετάφρασης που κάνω τώρα.
Στα οκτώ χρόνια που δουλεύω ως μεταφράστρια, κάτι τέτοιο δε μου 'χει συμβεί ποτέ.
Το να μην προλαβαίνω να τελειώσω στο χρόνο που πρέπει, ναι, το να θυμάμαι άλλα αντί άλλων για το πότε πρέπει να παραδώσω δουλειά ποτέ λέμε.
Η προθεσμία ήταν για τις πέντε του μηνός, εγώ ήμουν σίγουρη πως είναι για την Πέμπτη αυτής της εβδομάδας. Άνετη και χαλαρή λοιπόν η αφεντιά μου, ετοιμάζομαι χτες να στείλω ένα μήνυμα στην υπεύθυνη και να της πω θα το έχεις Παρασκευή πρωί, να προλάβω να κάνω κάτι μικροδιορθώσεις.
Με το που ανοίγω το ρημαδοτζιμέιλ, σμπάφ! μου 'ρχεται η κεραμίδα.
Μου 'χε -φυσικά- γράψει η γυναίκα και με ρώταγε γιατί δεν πήγε η δουλειά την προηγουμένη.
Η πρώτη μου σκέψη ήταν "καλά, μπερδεύτηκε κι έχασε τις μέρες". Πολύ σύντομα βέβαια διαπίστωσα πως η μόνη που έχασε τ' αυγά και τα καλάθια ήμουν εγώ.
Άντε τώρα να σε πιστέψει ο άλλος ότι πράγματι τα έκανες μπάχαλο στο μυαλό σου και δεν έκανες τον κινέζο γιατί δεν τελείωσες εγκαίρως.
Τι να έκανα όμως; Της έγραψα την αλήθεια που ξέρω πολύ καλά ότι ακούγεται ως οικτρό ψέμα.
Και λέω πάει στο διάτανο, μπέρδεψα το πέντε με την Πέμπτη, άντε δεν είναι τίποτα κι έτυχε.
Σήμερα όμως, είχα ραντεβού με τον γιατρό μου για μια εξέταση την οποία θα έπρεπε να είχα κάνει εδώ και καιρό για να δούμε που βρισκόμαστε κι αν ξύπνησε κανένα κακό θηρίο ή αν κοιμάται μακαρίως, και θέλω να πω ότι δεν ήταν κάτι που θα το ξεχνούσα εύκολα.
Σηκώνομαι λοιπόν η καλή σου, ντύνομαι, σουλουπώνομαι, φτιάχνομαι και ξεκινάω για το ιατρείο.
Φτάνω νταν στις 11 που είχαμε το ραντεβού, χτυπάω το κουδούνι, ξαναχτυπάω, κανείς...
Λέω καλά, μπορεί να εξετάζει, μπορεί να λείπει η γραμματέας του, ας περιμένω λίγο.
Πέντε λεπτά αργότερα χτυπάω ξανά, τίποτε.
Το ίδιο και δέκα λεπτά μετά.
Βγάζω την κάρτα του γιατρού απ' το πορτοφόλι μου για να τον καλέσω στο κινητό σκεφτόμενη "καλά, άνθρωπος είναι, μπορεί να έμπλεξε στην κίνηση", για να διαπιστώσω, πως φαρδιά πλατιά πάνω στην κάρτα είχα σημειώσει το ραντεβού, το οποίο μεν ήταν για σήμερα, αλλά στις 9 το πρωί κι όχι στις 11 όπως τόσο σίγουρη ήμουν εγώ.
Για λίγο μου φάνηκε πως ζωντάνεψε η Ζώνη του Λυκόφωτος κι όλα ήταν τα πάνω κάτω κι όχι εκεί που θα έπρεπε να είναι.
Θα μου πεις τώρα, καλά παιδάκι μου, φρικάρισες με δυο πραγματάκια που ξέχασες, σιγά σε όλους συμβαίνει.
Ίσως.
Όμως όχι σε μένα.
Τουλάχιστον όχι ως τα τώρα.
Αν το ξεχνούσα εντελώς ας πούμε, αν μου έφευγε εντελώς απ' το μυαλό, μπορεί και να μην σαλτάριζα τόσο. Όμως να είμαι τόσο σίγουρη για άλλα αντί άλλων, αυτό μου έκατσε λίγο περίεργα.
Δεν είναι τίποτα, μου λέει ο Δ. σήμερα, welcome to the club. Περισσότερος ύπνος, καλύτερη διατροφή, λιγότερο κάπνισμα και κάμποση ψυχική ηρεμία μείον δύο τόνους στρες και θα 'σαι περδίκι".
Μάλιστα, γιατρέ μου, ό,τι πείτε...
Μήπως να φύγω διακοπές, λέω μήπως;
UPDATE
Αργότερα το ίδιο απόγευμα, τηλεφωνώ στο γιατρό μου, για να του πω την πατάτα που έκανα σήμερα το πρωί και να κλείσω καινούριο ραντεβού.
-Ήρθα το πρωί, ξεκινάω να λέω, αλλά στις 11 γιατί...
-Το πρωί; Μα δεν είχαμε ραντεβού το πρωί, μου απαντά η γραμματέας του.
-Δεν είχαμε; Μα εγώ νόμιζα.. δηλαδή αφού... δεν είχαμε σήμερα ραντεβού;
-Ναι, είχαμε σήμερα ραντεβού Ιφιγένεια, αλλά το βράδυ. Στις εννιά το βράδυ.
Σμπαφ! νέος φούσκος.
Εξηγώ συνοπτικά στη γυναίκα την τρικυμία εν κρανίω κατάστασή μου, βάζει τα γέλια και συμφωνεί χαλαρά ότι ο εγκέφαλός μου έχει μάλλον κατεβάσει ρολλά και κάτι ίσως προσπαθεί να μου πει.
Αχ, γιατρέ μου. Διακοπές είπαμε; Ή μήπως βιταμίνες Geriatric; Εδώ σε θέλω...!
Δεν ξέρω...
...μπορεί να φταίει η μέρα.
Το μυαλό μου σήμερα δεν είναι εδώ. Δεν είναι και πουθενά.
Χιλιάδες σκέψεις τρέχουν και συγκρούονται με τρελή ταχύτητα στο στερέωμα της σκέψης μου, έρχονται και χάνονται γρήγορα σαν φωτοβολίδες, χωρίς να παραμένει καμιά τους για πολύ.
Δε μπορώ να συγκρατήσω τη σκέψη μου πουθενά.
Έρχονται στιγμές που τα παίζεις εντελώς, τα φτύνεις, χωρίς απαραίτητα να 'χει συμβεί κάτι ιδιαίτερα άσχημο. Ή τουλάχιστον όχι κάτι παραπάνω από τις καθημερινές φρίκες που έχεις (;) πια συνηθίσει.
Κι ενώ λοιπόν δε σου έχει πέσει ακριβώς (ακόμη) το ταβάνι στο κεφάλι, έτσι απλά, ανοίγεις τα μάτια σου το πρωί, και δε θες να κάνεις τίποτα απ’ ότι κάνεις συνήθως.
Δε θες να πας στη δουλειά (αν κι εδώ που τα λέμε αυτό μου συμβαίνει κάθε μέρα), δε θες να ντυθείς, δε θες να πιείς ούτε καφέ.
Με το ζόρι να θες μονάχα να στρίψεις τσιγάρο. Κι αυτό με το ζόρι.
Το μυαλό μου σήμερα δεν είναι εδώ. Δεν είναι και πουθενά.
Χιλιάδες σκέψεις τρέχουν και συγκρούονται με τρελή ταχύτητα στο στερέωμα της σκέψης μου, έρχονται και χάνονται γρήγορα σαν φωτοβολίδες, χωρίς να παραμένει καμιά τους για πολύ.
Δε μπορώ να συγκρατήσω τη σκέψη μου πουθενά.
Έρχονται στιγμές που τα παίζεις εντελώς, τα φτύνεις, χωρίς απαραίτητα να 'χει συμβεί κάτι ιδιαίτερα άσχημο. Ή τουλάχιστον όχι κάτι παραπάνω από τις καθημερινές φρίκες που έχεις (;) πια συνηθίσει.
Κι ενώ λοιπόν δε σου έχει πέσει ακριβώς (ακόμη) το ταβάνι στο κεφάλι, έτσι απλά, ανοίγεις τα μάτια σου το πρωί, και δε θες να κάνεις τίποτα απ’ ότι κάνεις συνήθως.
Δε θες να πας στη δουλειά (αν κι εδώ που τα λέμε αυτό μου συμβαίνει κάθε μέρα), δε θες να ντυθείς, δε θες να πιείς ούτε καφέ.
Με το ζόρι να θες μονάχα να στρίψεις τσιγάρο. Κι αυτό με το ζόρι.
Last night's sounds:
Ολονυχτίς τον πότισες με το κρασί του Μίδα
κι ο φάρος τον ελίκνιζε με τρεις αναλαμπές
Δίπλα ο λοστρόμος με μακριά πειρατική πλεξίδα
κι αλάργα μας το σκοτεινό λιμάνι του Gabes
Ολονυχτίς τον πότισες με το κρασί του Μίδα
κι ο φάρος τον ελίκνιζε με τρεις αναλαμπές
Δίπλα ο λοστρόμος με μακριά πειρατική πλεξίδα
κι αλάργα μας το σκοτεινό λιμάνι του Gabes
Τρίτη, Ιουνίου 01, 2010
Ελλάδα και επίπεδο πολιτισμού δύο έννοιες ασύμβατες
Το γνωστό που έλεγε ο Μαχάτμα "το επίπεδο πολιτισμού ενός λαού φαίνεται από το πώς φέρεται στα ζώα", το έχουν πει και αναπαράγει πολλοί και διάφοροι κατά καιρούς.
Τετριμμένο ίσως λοιπόν ως ρητό, αλλά αληθινό μέχρι εκεί που δεν παίρνει.
Το χειρότερο πράγμα που θα κληθείς να αντιμετωπίσεις αν έχεις την ατυχία να είσαι κάτοχος ζώου και να ζεις στην Ελλάδα, είναι η στιγμή που ο καλός, ευσεβής, οικογενειάρχης, θεοσεβούμενος γείτονας θα πετάξει τη φόλα του στο ζωντανό σου, προφανώς γιατί η πράξη αυτή ανήκει στις θεάρεστες που θα βοηθήσουν να έρθει η "ψυχή" του λίγο κοντύτερα στον Παράδεισο και στον καλό Θεούλη.
Και λέω το χειρότερο, γιατί δεν είναι ο θάνατος του ζώου μπροστά στα μάτια σου (αν καταφέρει να συρθεί και να φτάσει ως τα σένα), δεν είναι το μαρτύριό του μέχρι να βγει η ψυχή του, είναι η τεράστια, σαρωτική, ισοπεδωτική αίσθηση ΟΡΓΗΣ ΚΑΙ ΑΝΗΜΠΟΡΙΑΣ που σε κατακλύζει.
Ποτέ δεν την άντεξα, ποτέ δεν θα την αντέξω, κι έχω ορκιστεί η Λούνα να είναι το τελευταίο ζωντανό που υπάρχει στη ζωή μου.
(Τώρα αν θα τον τηρήσω τον όρκο μου, αυτό είναι αλλουνού παπά ευαγέλιο).
Διαβάζοντας λοιπόν το ποστ και το facebook της Ίσις και το ποστ της Κουρούνας, ένιωσα να με πλημμυρίζει ξανά αυτή η τόσο οικεία αίσθηση οργής και ανημπόριας.
Η ίδια αίσθηση με πνίγει και σε άλλες περιπτώσεις της καθημερινής μου ζωής και της αναπόφευκτης συνδιαλλαγής μου με τους "συνανθρώπους" μου.
Όταν έχω να αντιμετωπίσω τη γαϊδουριά τους, τον ωχαδελφισμό τους, την απύθμενη βλακεία τους, τον όλο και πιο σκοταδιστικό ρατσισμό τους, την βαθύτατη άγνοια και ημιμάθεια στολισμένη με τσιτάτα για την αρχαιοελληνική κληρονομιά τους που δικαιολογεί κάθε κανιβαλισμό και καγκουριά και όλα τα υπόλοιπα φρούτα του μπαχτσέ.
Το ίδιο μ' έπιασε και χτες στο τοπικό ταχυδρομείο όπου ξεκατινιάστικα με μια γριά. Εκεί που έλεγα να δώσω τόπο στην οργή, ξαφνικά είδα κόκκινα, κυριολεκτικά, και μου ανέβηκε η πίεση στα ύψη.
Άνοιξα το στόμα μου και της έσυρα τα εξ αμάξης.
Τι το θες!
Εγώ ταράχτηκα κι έτρεμα για μισή ώρα, κι η κωλόγρια συνέχισε πέντε βήματα παραπέρα το πηγαδάκι του θαψίματος. Αλλά η γριά είναι άλλο ποστ.
Το θέμα μου εδώ είναι ο Σνούπη.
Το αναπαράγω, χωρίς να ξέρω σε τι ακριβώς ελπίζω.
Ίσως στο να γίνει ντόρος, όπως είπε κι η Κουρούνα.
Αν με ρωτούσες τι θα ήθελα να γίνει, κι όχι τι ελπίζω, είναι ειλικρινά να μπορούσα να ρίξω ένα χέρι βρωμόξυλο σε κάμποσους μέχρι να πουν ήμαρτον...
Ναι, το παραδέχομαι, τα ένστικτά μου όσο πάνε και γίνονται πιο σκοτεινά.
Τετριμμένο ίσως λοιπόν ως ρητό, αλλά αληθινό μέχρι εκεί που δεν παίρνει.
Το χειρότερο πράγμα που θα κληθείς να αντιμετωπίσεις αν έχεις την ατυχία να είσαι κάτοχος ζώου και να ζεις στην Ελλάδα, είναι η στιγμή που ο καλός, ευσεβής, οικογενειάρχης, θεοσεβούμενος γείτονας θα πετάξει τη φόλα του στο ζωντανό σου, προφανώς γιατί η πράξη αυτή ανήκει στις θεάρεστες που θα βοηθήσουν να έρθει η "ψυχή" του λίγο κοντύτερα στον Παράδεισο και στον καλό Θεούλη.
Και λέω το χειρότερο, γιατί δεν είναι ο θάνατος του ζώου μπροστά στα μάτια σου (αν καταφέρει να συρθεί και να φτάσει ως τα σένα), δεν είναι το μαρτύριό του μέχρι να βγει η ψυχή του, είναι η τεράστια, σαρωτική, ισοπεδωτική αίσθηση ΟΡΓΗΣ ΚΑΙ ΑΝΗΜΠΟΡΙΑΣ που σε κατακλύζει.
Ποτέ δεν την άντεξα, ποτέ δεν θα την αντέξω, κι έχω ορκιστεί η Λούνα να είναι το τελευταίο ζωντανό που υπάρχει στη ζωή μου.
(Τώρα αν θα τον τηρήσω τον όρκο μου, αυτό είναι αλλουνού παπά ευαγέλιο).
Διαβάζοντας λοιπόν το ποστ και το facebook της Ίσις και το ποστ της Κουρούνας, ένιωσα να με πλημμυρίζει ξανά αυτή η τόσο οικεία αίσθηση οργής και ανημπόριας.
Η ίδια αίσθηση με πνίγει και σε άλλες περιπτώσεις της καθημερινής μου ζωής και της αναπόφευκτης συνδιαλλαγής μου με τους "συνανθρώπους" μου.
Όταν έχω να αντιμετωπίσω τη γαϊδουριά τους, τον ωχαδελφισμό τους, την απύθμενη βλακεία τους, τον όλο και πιο σκοταδιστικό ρατσισμό τους, την βαθύτατη άγνοια και ημιμάθεια στολισμένη με τσιτάτα για την αρχαιοελληνική κληρονομιά τους που δικαιολογεί κάθε κανιβαλισμό και καγκουριά και όλα τα υπόλοιπα φρούτα του μπαχτσέ.
Το ίδιο μ' έπιασε και χτες στο τοπικό ταχυδρομείο όπου ξεκατινιάστικα με μια γριά. Εκεί που έλεγα να δώσω τόπο στην οργή, ξαφνικά είδα κόκκινα, κυριολεκτικά, και μου ανέβηκε η πίεση στα ύψη.
Άνοιξα το στόμα μου και της έσυρα τα εξ αμάξης.
Τι το θες!
Εγώ ταράχτηκα κι έτρεμα για μισή ώρα, κι η κωλόγρια συνέχισε πέντε βήματα παραπέρα το πηγαδάκι του θαψίματος. Αλλά η γριά είναι άλλο ποστ.
Το θέμα μου εδώ είναι ο Σνούπη.
Το αναπαράγω, χωρίς να ξέρω σε τι ακριβώς ελπίζω.
Ίσως στο να γίνει ντόρος, όπως είπε κι η Κουρούνα.
Αν με ρωτούσες τι θα ήθελα να γίνει, κι όχι τι ελπίζω, είναι ειλικρινά να μπορούσα να ρίξω ένα χέρι βρωμόξυλο σε κάμποσους μέχρι να πουν ήμαρτον...
Ναι, το παραδέχομαι, τα ένστικτά μου όσο πάνε και γίνονται πιο σκοτεινά.
Δευτέρα, Μαΐου 31, 2010
Life is...
Φίλοι και φίλες,
ρίξτε μια ματιά στο παρακάτω και όσοι θέλετε, κάντε μια αναπαραγωγή κι εσείς.
Αξίζει τον κόπο.
Μη σας πω δηλαδή, πως άρχισαν να μου μπαίνουν κι εμένα ιδέες τώρα που με χαιρετάει από απόσταση βολής η ανεργία, και ένα τεράστιο -για τις αντοχές της τσέπης μου- χρέος στο Δημόσιο, κρέμεται σαν τη Δαμόκλειο σπάθη πάνω απ' το κεφάλι μου...
Life is what happens to you, while you're busy making other plans...
Υ.Γ. Ευτυχώς που είναι νύχτα, Δημήτρη.
ρίξτε μια ματιά στο παρακάτω και όσοι θέλετε, κάντε μια αναπαραγωγή κι εσείς.
Αξίζει τον κόπο.
Μη σας πω δηλαδή, πως άρχισαν να μου μπαίνουν κι εμένα ιδέες τώρα που με χαιρετάει από απόσταση βολής η ανεργία, και ένα τεράστιο -για τις αντοχές της τσέπης μου- χρέος στο Δημόσιο, κρέμεται σαν τη Δαμόκλειο σπάθη πάνω απ' το κεφάλι μου...
Life is what happens to you, while you're busy making other plans...
Υ.Γ. Ευτυχώς που είναι νύχτα, Δημήτρη.
Παρασκευή, Μαΐου 07, 2010
Στη μνήμη του Λιαντίνη -κι επίκαιρο όσο ποτέ-
Θα είναι το μεγαλύτερο ποστ που θα αναρτήσω ποτέ εδώ πέρα, είμαι σίγουρη γι' αυτό, και τα γραφόμενα και λεγόμενα δεν είναι δικά μου.
Όμως επειδή πολλά απ' αυτά τριγυρίζουν στο μυαλό μου τώρα που η ρημαδοχώρα που ζω φτάνει στο τελευταίο σκαλί της αβύσσου, θυμήθηκα τον Λιαντίνη και την Γκέμμα του, και επιλεκτικά ανεβάζω το ακόλουθο.
Δεν ξέρω πόσοι θα έχουν την υπομονή και τα άντερα που έλεγε κι ο παππούς μου, να το διαβάσουν.
Κι ούτε πόσοι απ' αυτούς που θα το κάνουν δε θ' αρχίσουν να σιχτιρίζουν και να εθνικοταράζονται απ' τις πρώτες παραγράφους.
Αλλά ποσώς και μ' ενδιαφέρει.
Εδώ δεν γράφω για να γίνω συμπαθής σε κανέναν (αν το έκανα βέβαια, θα 'χα σίγουρα και κανένα φραγκάκι παραπάνω και καμιά διαφορετική δουλειά ως τα τώρα, αλλά δε βαριέσαι, είναι να το 'χει η κούτρα σου να κατεβάζει ψείρες).
Οπότε το ανεβάζω μόνο και μόνο γιατί έστω κι ένας να το διαβάσει και να προβληματιστεί ή να συμφωνήσει έστω και σ' ένα απ' τα γραφόμενα του Λιαντίνη (να 'ναι καλά εκεί που είναι), θα γουστάρω πολύ.
Αν όχι πάλι, δεν τρέχει μία, έβγαλα το άχτι μου.
...Είμαστε ένας λαός χωρίς ταυτότητα...
Είμαστε ένας λαός χωρίς ταυτότητα. Με μια ιστορία που ο ίδιος τη νομίζει λαμπρή. Και απορεί, πώς και δεν πέφτουν οι ξένοι ξεροί μπροστά στο μεγαλείο της. Οι ξένοι όμως, σαν συλλογιούνται την ελληνική ιστορία, την αρχαία εννοώ, γιατί για τη νέα δεν έχουν ακούσει, και βάλουν απέναντι της εμάς τους Νεοέλληνες, φέρνουν στο μυαλό τους άλλες παραστάσεις. Φέρνουν στο μυαλό τους κάποιους καμηλιέρηδες που περπατούν στο Καρνάκ και στη Γκίζα. Τι σχέση ημπορεί νά ‘χουν, συλλογιούνται, ετούτοι οι φελλάχοι του Μισιριού σήμερα με τους αρχαίους Φαραώ, και το βασιλικό ήθος των πυραμίδων τους;
Την ίδια σχέση βρίσκουν οι ξένοι στους σημερινούς Έλληνες με τους αρχαίους. Οι θεωρίες των διάφορων Φαλμεράυερ έχουν περάσει στους Φράγκους.
Εμείς θέλουμε να πιστεύουμε ότι τους αποσβολώσαμε με τους ιστορικούς, τους γλωσσολόγους, και τους λαογράφους μας. Λάθος. Κρύβουμε το κεφάλι με το λιανό μας δάχτυλο. Και βέβαια. Πώς μπορούσε να γίνει αλλιώς, αφού ο μέγας γλωσσολόγος Γ. Χατζιδάκις έλεγε αυτά που έλεγε, -ορθά- κι από την άλλη έβριζε το Σολωμό μας αγράμματο, και τη γλώσσα του σκύβαλα και μαλλιαρά μαλλιά;
Σχέση με τους αρχαίους Έλληνες έχουμε εμείς, λένε οι Γάλλοι, οι Εγγλέζοι και οι Γερμανοί. Εμείς, που τους ανακαλύψαμε, τους αναστυλώσαμε, τους εξηγήσαμε. Για τους Ευρωπαίους οι Νεοέλληνες είμαστε μια δράκα ανθρώπων απρόσωπη, ανάμεσα σε βαλκανιλίκι, τουρκολογιά και αράπηδες. Είμαστε οι ορτοντόξ. Με το ρούσικο τυπικό στη γραφή, με τους κουμπέδες και τους τρούλλους πάνω από τα σπίτια των χωριών μας, με ακτινογραφίες σωμάτων και σκουληκόμορφες φιγούρες αγίων στους τοίχους των εκκλησιών. Οι Ευρωπαίοι βλέπουνε τους πολιτικούς μας να ψηφίζουν στη Βουλή να μπει το «ορθόδοξος» στην ευρωπαϊκή μας ταυτότητα, κατά τη διαταγή των παπάδων, και κοιτάνε ανακατωμένοι και ναυτιάζοντας κατά το θεοκρατικό Ιράν και τους Αγιατολάχους. Τέτοιοι οι βουλευτές μας, ακόμη και της Αριστεράς. «Αυτοί οι πολιτικοί, αυτοί οι βουλεπταί (sic) εκατάστρεψαν το έθνος». Έτσι γράφει ο Παπαδιαμάντης.
Θέλεις νά ‘χεις πιστή την εικόνα του Νεοέλληνα; Λάβε το ράσο του γύπα και του κόρακα. Λάβε τις ασπιδωτές κοιλιές των ιερέων, το καλυμμαύκι Μακαρίου Β’ της Κύπρου. Και τα γένεια τα καλογερικά, που κρύβουν το πρόσωπο, καθώς άκοσμοι αγκαθεροί φράχτες τους αγρούς. Και τις κουκουλωμένες καλόγριες, την άλλη έκδοση του φερετζέ της Τούρκισσας, και έχεις το Νεοέλληνα φωτογραφία στον τοίχο.
Απέναντι σε τούτη τη μελανή και γανιασμένη φοβέρα, φέρε την εικόνα του αρχαίου Έλληνα, για να μετρήσεις τη διαφορά. Φέρε τις μορφές των νέων σωμάτων, τις ευσταλείς και τις διακριτές. Να ανεβαίνουν από την Ολυμπία και τους Δελφούς, καθώς λευκοί αργυρόηχοι κρότοι κυμβάλων. Τους ωραίους χιτώνες τους χειριδωτούς, και τα λευκά ιμάτια τα πτυχωτά και τα ποδήρη. Τα πέδιλα από δέρματα μαροκινά, αρμοσμένα στις δυνατές φτέρνες. Φέρε την εικόνα που μας αφήσανε οι γυναίκες της αρχαίας Ελλάδας. Οι κοντυλογραμμένες, με τις λεπτές ζώνες, τον κυανό κεφαλόδεσμο, και το ζαρκαδένιο τόνο του κορμιού. Οι Ελληνίδες του Αργούς και της Ιωνίας, οι λινές και οι φαινομηρίδες. Τρέχουνε στα όρη μαζί με την Αταλάντη. Και κοιμούνται στα κοιμητήρια σαν την Κόρη του Ευθυδίκου. Όλες και όλοι στηριγμένοι χαρούμενα σε κάποια μαρμάρινη στήλη, σ’ ένα λιτό κιονόκρανο, σε μια κρήνη λευκή της Αγοράς. Με περίγυρα τους ωραίους γεωμετρημένους ναούς, αναπαμένους στο φως και στην αιθρία. Άνθρωποι, και θεοί, και αγάλματα ένα.
Όλα ετούτα, για να συγκρίνεις την παλαιή και τη νέα Ελλάδα, να τα βάλεις και να τα παραβάλεις. Και στήσε τον Φράγκο από δίπλα, να τα κοιτάει και να τα αποτιμά. Με το δίκιο του θά ‘χει να σου ειπεί: άλλο πράμα η μέρα και το φως, και άλλο η νύχτα και οι μαύροι βρυκολάκοι. Δε γίνεται να βάλεις στο ίδιο βάζο υάκινθους και βάτα.
Και κάπου θα αποσώσουν επιτιμητικά την κρίση τους: Ακούς αναίδεια; Να μας ζητούν κι από πάνω τα ελγίνεια μάρμαρα. Ποιοι μωρέ; Οι χριστιανοχομεΐνηδες;
Αλλά είναι καιρός από τις ασκήσεις επί χάρτου να περάσουμε στα πεδία των επιχειρήσεων. Να κοιτάξουμε την πυρκαγιά που αποτεφρώνει το σπιτάκι μας.
Γιατί είμαστε σβησμένοι από τον κατάλογο των εθνών;
Γιατί η Μακεδονία γίνεται Σκόπια, η Κύπρος γίνεται τουρκιά, το Αιγαίο διεκδικιέται ως το mare nostrum των Οθωμανών;
Γιατί ο πρόεδρος της Τουρκίας είπε πρόσφατα στην Αθήνα, ότι είμαστε μια επαρχία του παλιού οθωμανικού κράτους, που αποσχίσθηκε και πρέπει να μας ξαναπροσαρτήσουν;
Γιατί ο Μπερίσα της Αλβανίας έχει να λέει πως οι Έλληνες κάνουν διπλωματία που έρχεται από το Μεσαίωνα και τους παπάδες;
Γιατί ο Αλέξανδρος βαφτίζεται Ισκεντέρ, και ο Όμηρος Ομέρ Βρυώνης;
Γιατί οι διακόσιες χιλιάδες Έλληνες της Πόλης γίνανε χίλιοι, και οι Τούρκοι της Δυτικής Θράκης θρασομανούν, και γίνουνται όγκος κακοήθης που ‘τοιμάζει μεταστάσεις;
Γιατί δύο από τους πιο σημαντικούς ποιητές μας, ο μέτριος Σεφέρης κι ο μεγάλος Καβάφης, καταγράφουνται στις διεθνείς ανθολογίες και τους ποιητικούς καταλόγους μισό Έλληνες μισό Τούρκοι;
Γιατί όλα τα αυτονόητα εθνικά μας δίκαια Ευρωπαίοι και Αλβανοί, Βούλγαροι και Εβραίοι, ορθόδοξοι και Ρούσοι, Τούρκοι και Βουσμανοαμερικανοί τα βλέπουν σαν ανόητες και μίζερες προκλήσεις, σαν υλακές και κλεφτοεπαιτείες; Ποια τύφλωση μας φέρνει να μη βλέπουμε ότι στα μάτια των ξένων εκαταντήσαμε πάλι οι παλαιοί εκείνοι γραικολιγούρηδες; Οι esurientes graeculi του Γιουβενάλη και του Κικέρωνα;
Το πράγμα έχει και περιγραφή και ερμηνεία. Μέσα στη χώρα, μέσα στην παιδεία δηλαδή και την παράδοση μας, εμείς περνάμε τους εαυτούς μας λιοντάρια, εκεί που οι έξω από τη χώρα μας βλέπουνε ποντίκια. Θαρρούμε πως είμαστε τα παιδόγγονα του Αριστοτέλη και του Αλέξανδρου. Οι ξένοι όμως σε μας βλέπουνε τις μούμιες που βρεθήκανε σε κάποια ασήμαντα Μασταβά.
Γιατί; Τα διότι είναι πολλά. Όλα όμως συρρέουν σε μια κοίτη. Σε μια απλή εξίσωση με δύο όρους και ένα ίσον. Είναι ‘τη: Νεοέλληνες ίσον Ελληνοεβραίοι.
Αν εφαρμόσουμε αυτή την εξίσωση στα πράγματα, θα μας δώσει δύο γινόμενα. Το πρώτο είναι ότι ζούμε σε εθνική πόλωση. Το δεύτερο, ακολουθία του πρώτου, ότι ζούμε χωρίς εθνική ταυτότητα. Οι Νεοέλληνες είμαστε ένα γέννημα μπασταρδεμένο και νόθο. Ούτε ίπποι ούτε όνοι, ούτε όνισσες ούτε φοράδες. Είμαστε μούλοι. Δηλαδή μουλάρια. Και τα μουλάρια δε γεννούν.
Ότι οι Νεοέλληνες είμαστε Ελληνοεβραίοι σημαίνει το εξής: Ενώ λέμε και φωνάζουμε και κηρύχνουμε ότι είμαστε Έλληνες, στην ουσία κινιόμαστε και υπάρχουμε και μιλάμε σα να είμαστε Εβραίοι. Αυτή είναι η αντίφαση. Είναι η σύγκρουση και η αντινομία που παράγει την πόλωση. Και η πόλωση στην πράξη γίνεται απώλεια της εθνικής ταυτότητας. Και το τελευταίο τούτο σημαίνει πολλά. Στην πιο απλή διατύπωση, σημαίνει νά ‘σαι τουρκόγυφτας, και να ζητάς να σε βλέπουν οι άλλοι πρίγκιπα. Σημαίνει νά ‘σαι η μούμια των Μασταβά, και να ζητάς από τους Ευρωπαίους να σε βλέπουν ιδιοκτήτη της Ακρόπολης. Σημαίνει να σε θωρείς λιοντάρι, και οι ξένοι να σε λογαριάζουνε πόντικα.
Είναι μεγάλη ιστορία να πιαστώ να σε πείσω, ότι οι Νεοέλληνες από τους αρχαίους έχουμε μόνο το τομάρι που κρέμεται στο τσιγκέλι του σφαγέα, θέλει κότσια το πράμα. Θέλει καιρό και κόπο. Θέλει σκύψιμο μέσα μας, και σκάψιμο βαθύ. Και κυρίως αυτό: θέλει το μεγάλο πόνο.
Θα σε καλέσω όμως σ’ έναν απλό περίπατο. Θα κάνουμε ένα πείραμα, που λένε οι φυσικοί. Για νά ‘χουμε αποτέλεσμα έμπεδο. Και η γνώση που θα κερδίσουμε νά ‘ναι σίγουρη. Θα επιχειρήσουμε μια στατιστική έρευνα. Θα διατρέξουμε τη χώρα απ’ άκρη σ’ άκρη. Από το χωριό Πυρσόγιαννη της Ηπείρου ως την επαρχία Βιάνου της Κρήτης. Από τη Νίψα και τις Σάππες της Θράκης ως το Παραλίμνι της Κύπρου, κι ως την άκρη το Ταίναρο. Θα ρωτήσουμε Νεοέλληνες απ’ όλες τις τάξεις και όλα τα επίπεδα. Γυναίκες και άντρες, γερόντους και παιδιά, αγράμματους και επιστήμονες, φτωχούς και πλούσιους, ακοινώνητους και αριστοκράτες, πουτάνες και καλόγριες, ξωχάρηδες και αστούς, φιλέρημους και χαροκόπους. Για νά ‘ναι το δείγμα μας ευρύ και πλήρες, που λένε οι γραφειοκράτες. Όλα ετούτα τα αθώα και ανυποψίαστα πλήθη θα τα ρωτήσουμε δυό τρεις ερωτήσεις από το Ελληνικό, κι άλλες τόσες από το Εβραίικο.
Στο Ελληνικό λοιπόν. Να μας ειπούν τι γνωρίζουν για την αρχαία Ελλάδα. Ζητούμε μια γνώση σοβαρή και υποψιασμένη. Όχι φολκλόρ και γραφικότητες. Γιατί γνώση της Ελλάδας είναι εκείνο που ξέρουμε να το ζούμε κιόλας. Όχι δηλαδή ο Ηρακλής μωρό έπνιξε τα φίδια• ότι ο Αρχιμήδης εχάραζε κύκλους στην άμμο, ούτε τάν ή επί τάς, μέτρον άριστον, ο Μινώταυρος στην Κρήτη και το πιθάρι του Διογένη, ούτε αν ξέρουν πως η ψωλή του Δία εγίνηκε κεραυνός και χτύπησε τους σχιστούς λειμώνες της Ολυμπιάδας, για να γεννήσει στο Φίλιππο τον Αλέξανδρο. Τέτοια γνώση της κλασικής Ελλάδας θά ‘τανε τουρισμός στην Τυνησία. Η φουστανέλα και το κόκκινο φέσι στη Μελβούρνη και στην Πέμπτη Λεωφόρο κατά τις εθνικές γιορτές. Θα ζητήσουμε γνώση ουσίας.
Να μας ειπούνε, δηλαδή, αν έχουνε ακουστά τα ονόματα Εμπεδοκλής, Αναξίμανδρος, Αριστόξενος ο Ταραντίνος, Διογένης Λαέρτιος, Αγελάδας, Λεύκιππος, Πυθαγόρας ο Ρηγίνος, Πυθέας, που στον καιρό μας αντίστοιχα σημαίνουν Αϊνστάιν, Δαρβίνος, Μπετόβεν, Έγελος, Μιχαήλ Άγγελος, Μαξ Πλανκ, Ροντέν, Κολόμβος. Να μας μιλήσουν για κάποιους όρους σειράς και βάσης, όπως σφαίρας στον Εμπεδοκλή, κενό στο Δημόκριτο, εκπύρωση στον Ηράκλειτο, μηδέν στον Παρμενίδη, κατηγορία στον Αριστοτέλη, τόνος στους Στωικούς.
Να μας ειπούν οι κάθε λογής Έλληνες επιστήμονες τι τους λέει η λέξη ψυχρά φλογί στον Πίνδαρο, μεταδάλλον αναπαύεται στον Ηράκλειτο, δακρυόεν γελάσασα στον Όμηρο, χαλεπώς μετεχείρισαν στο Θουκυδίδη. Να μας ειπούνε, πόσοι φιλόλογοι, έξω από τα σχολικά κολυβογράμματα, έχουν διαβάσει στο πρωτότυπο τρεις διάλογους του Πλάτωνα, δύο Νεμεόνικους του Πινδάρου, την Ωδή στην αρετή του Αριστοτέλη, έναν Ομηρικό Ύμνο. (Και αυτό δεν είναι ραψωδία).
Και για να μας πιάσει τεταρταίος και καλπάζουσα, να μας ειπεί ποιος γνωρίζει και διδάσκει από τους ειδικούς προφεσσόρους στα πανεπιστήμια ότι οι τρεις τραγικοί ποιητές μας στη βάση τους είναι φυσικοί επιστήμονες, ότι στη διάλεξη του για την αρετή ο Πλάτων έκαμε στους ακροατές του ένα μάθημα γεωμετρίας, ότι η Ακρόπολη των Αθηνών είναι δωρικό, και όχι ιωνικό καλλιτέχνημα, ότι η διδασκαλία τραγωδίας στο θέατρο ήταν κήρυγμα από άμβωνος, ότι η θρησκεία των Ελλήνων ήταν αισθητική προσέγγιση των φυσικών φαινομένων.
Δε νομίζω, αναγνώστη μου, ότι σε όλα αυτά τα επίπεδα η έρευνα μας θα δώσει ποσοστά γνώσης και κατοχής σε βάθος του κλασικού κόσμου από τους Νεοέλληνες που να υπερβαίνουν τους δύο στους χίλιους. Τι φωνάζουμε τότε, και φουσκώνουμε, και χτυπάμε το κούτελο στο μάρμαρο ότι είμαστε Έλληνες; Για το θεό δηλαδή. Παράκρουση και παραφροσύνη.
Θα μου ειπείτε:
- Μήπως και οι Ευρωπαίοι γνωρίζουν σε τέτοιο βάθος την αρχαία Ελλάδα;
Θα σας ειπώ:
- Όχι. Αλλά οι Ευρωπαίοι δεν καυχιούνται ότι είναι Έλληνες, όπως εμείς. Καυχιούνται ότι είναι Γάλλοι, και Ιταλοί, και Βέλγοι. Γιατί αυτό είναι στην ουσία της η αρχαία Ελλάδα. Δεν είναι τα πασουμάκια του Ηρακλή στο παλάτι της Ομφάλης. Ούτε ο Οδυσσέας με το παλούκι του στη σπηλιά του Κύκλωπα. Η αρχαία Ελλάδα είναι ένας πολιτισμός ασύγκριτος. Μια κοσμοθεωρία πλήρης. Ένας τρόπος ζωής ολοκληρωμένος και τέλειος. Είναι η πιο κοντά στη φύση και στη φυσική ιδιότητα κοινωνία, που έσωσε να δημιουργήσει ο άνθρωπος.
Δεν είναι τυχαίο που λέξεις ελληνικές, όπως μουσική, θέατρο, οργασμός, φιλοσοφία, μαθηματικά, φυσική, δημοκρατία, γεωμετρία, πολιτική, περάσανε σε όλες τις γλώσσες των εθνών του OHE σήμερα. Και με τις λέξεις αυτές ζουν και δηλώνουν τις βαθύτερες ουσίες του ανθρώπινου βίου τα δισεκατομμύρια του πλανήτη. Δεν είναι τυχαίο, που όχι μόνο ο πλανήτης αλλά και ο ουρανός, το σύμπαν ολόκληρο είναι κατάσπαρτο με τις ελληνικές λέξεις και με τα ελληνικά γράμματα που ονομάζουν διεθνώς τους αστερισμούς, και τους φωτεινότερους αστέρες του κάθε αστερισμού. Όχι. Δεν είναι καθόλου τυχαίο.
Εκείνο που είναι τυχαίο, είναι πως ο λαός που κατοικεί σήμερα στη χώρα που παλαιά την εκατοίκησαν οι Έλληνες, ονομάζουνται Έλληνες. Η έρευνα μας έδειξε ότι μόνο Έλληνες δεν είναι. Γιατί τους Έλληνες ούτε τους βλέπουν ούτε τους γνωρίζουν.
Από το Ελληνικό ερχόμαστε στό Εβραίικο. Ερωτάμε το ίδιο στατιστικό δείγμα, το ευρύ και το πλήρες, αν έχουν ακουστά τα ονόματα Μωϋσής, Αβραάμ, Ησαΐας, Ηλίας με το άρμα, Νώε, Βαφτιστής, Εύα η πρωτόπλαστη, Ιώβ, ο Δαναήλ στο λάκκο, η Σάρα που γέννησε με εξωσωματική. Και όχι μόνο τα ονόματα, αλλά και τις πράξεις ή τις αξίες που εκφράζουν αυτά τα ονόματα. Υπάρχει γριά στην επικράτεια που να μην τους ξεύρει τούτους τους Εβραίους; Δεν υπάρχει ούτε γριά, ούτε ορνιθοκλόπος στις Σποράδες, ούτε κλεφτογιδάς στην Κρήτη. Εδώ τα ποσοστά αντιστρέφουνται.
Στους χίλιους Νεοέλληνες τα ναι γίνουνται εννιακόσια τόσα, και τα όχι δύο. Και δεν ξεύρουν μόνο τα ονόματα, αλλά είναι έτοιμοι να σου κάνουν αναλύσεις στην ουνιβερσιτά και στην ακαντέμια για τις ηθικές και άλλες αξίες που εκφράζει το κάθε όνομα.
Το ίδιο συμβαίνει και για φράσεις όπως Προς Κολασσαεΐς, Προς Κορινθίους, Έκ τοϋ κατά Λουκάν.
Εδώ μάλιστα μεγάλος αριθμός Νεοελλήνων ξεύρει απόξω ολόκληρα χωρία και περικοπές. Το ίδιο συμβαίνει, αν τους ειπείς για τόπους όπως Ιορδάνης, Γαλιλαία, Γεσθημανή (sic), Όρος Σινά, Καπερναούμ, Τιβεριάς. Αν όμως τους ειπείς για Βάσσες ή Φιγαλία, για Αργινούσες ή Πλημμύριον, για Περίπατο ή Κήπο (περιπατητικοί, επικούρειοι), σου απαντούν, όπως ο Μακρυγιάννης. Όταν είδε το Σκούρτη και τους άλλους ναυάρχους στα όρη να οδηγούν σε μάχη τους στρατιώτες του Νικηταρά με ναυτικά παραγγέλματα:
- Τι όρτζα, πότζα, και γαμώ το κανλί του μας λέει ο κερατάς;
Το ίδιο συμβαίνει, αν ζητήσεις να σου αναλύσουν την επί του Όρους Ομιλία, ή να σου τραβήξουνε διάλεξη περί νηστείας, περί προσευχής, περί του «Δεύτε οι ευλογημένοι…». Ο κάθε Νεοέλληνας εδώ είναι πτυχιούχος και ειδήμονας. Είναι κληρονόμος και καθηγητής. Ξέρει να ταΐσει άχυρα το σκυλί του, και κόκαλα το γαϊδούρι του. Γνώση και πίστη και σοφία, που να ιδούν τα μάτια σου και να μην πιστεύει ο νους σου.
Ένας παπάς, και Κρητικός μάλιστα, στη μητρόπολη Κορίνθου, με κοίταζε κάποτε γλαρωμένος.
-Τι βλέπεις παπά;
-Έχω ένα όραμα, μου λέει. Να μαζέψω κάποτες λεφτά από τους ομογενήδες. Να σηκώσω εδώ στον Ισθμό, μπαίνοντας στο Μοριά να το βλέπουν ούλος ο κόσμος, ένα άγαλμα του απόστολου Παύλου. Ίσαμε πενήντα πήχες ψήλος, και βάλε.
-Σαν το άγαλμα της Ελευθερίας ε; του κάνω.
-Έτσι, μου λέει. Κι όλο έπαιρνε φωτιά.
-Και γιατί του Παύλου, δηλαδή; Και τόσο πελώριο.
-Μα…για τις Προς Κορινθίους ντε!
-Τον ξέρεις τον Κολοσσό της Ρόδου; τον ερωτώ.
-Ναι. Τέτοιονε θέλω και τον Παύλο.
-Τον Κολοσσό του Μαρουσιού τον ξέρεις;
-Εννοείς το βιβλίο για τον Κατσίμπαλη; Το ξέρω.
-Τον κώλο του Μαρουσιού, παπά, τον ξέρεις;
-…
-Άστα αυτά, του λέω. Είναι της αριστερής διανόησης.
-Εμ, λέω κι εγώ. Γι’ αυτό δεν τον ξέρω. Μου απαντάει.
- Γιατί, βρε αρκουδόπαπα, ξέσπασα, δε στήνεις ένα άγαλμα του Νικηταρά ή του Κολοκοτρώνη, που μας λευτερώσανε και είδαμε μοίρα στον ήλιο; Και να το κάμεις ψηλό και βαρύ ωσάν τον Ακροκόρινθο που βλέπεις αντίκρια σου; Όπως θα ταίριαζε στους παλικαράδες μας; Μόνο μου θέλεις τον Εβραίο. Δεν ξέρεις ότι με τους Εβραίους οι Έλληνες είμαστε η φωτιά με το νερό; Όχι από εθνικό μίσος, όπως με άλλους, αλλά από αντιπαράθεση κοσμοθεωριών; Δεν άκουσες ποτέ την ιερή βρισιά του λαού μας: «Γαμώ τον Εβραίο σου!». Δεν άκουσες ποτέ το δημοτικό μας τραγούδι, «Και κείνη η σκύλα η άνομη, Οβρέσσας θυγατέρα»; Άιντε, καημένε μου. Που να ζεις και νά είσαι. Κι είσαι κι από τα χωριά του Ερωτόκριτου και του Βενιζέλου.
Μ’ ένα λόγο, ο μέγας και ο βαθύς εβραίικος πολιτισμός -δεν ειρωνεύομαι, κυριολεκτώ- μέσα από τη χριστιανική του μετάλλαξη, κι αυτή πια δεν είναι ούτε μεγάλη ούτε βαθιά, πέρασε ως το μυελό των οστών και στη διπλή σπείρα του DNA όλων των Νεοελλήνων. Ένα μόνο δε γνωρίζουν. Ότι ο σπουδαίος αυτός πολιτισμός είναι εντελώς αντίθετος με τον πολιτισμό της κλασικής Ελλάδας. Το αρνί και ο λύκος. Ο πάμφωτος ναός της Αφαίας στην Αίγινα, και το μονύδριο της αγίας Ελεούσας στο νησί της λίμνης των Ιωαννίνων, με την αγράμματη καλόγρια που κυνηγά τις έγκυες και τις λεχώνες, γιατί ‘ναι μαγαρισμένες, λέει. Αλλά δεν είναι εδώ ο καιρός και ο τόπος για τέτοιες εξηγήσεις. Το θηρίο το καταπάλαιψα σε άλλες εκστρατείες. Ήμουν κι εγώ στον πόλεμο τοξότης που ξαστόχησε, λέει ο ποιητής.
Τέτοιας λογής αποτέλεσμα θα μας δώσει η στατιστική έρευνα στον πληθυσμό της χώρας αναφορικά με την απόδραση του Ελληνικού, και την επίδραση του Εβραίικου. Στην επιφάνεια και στον τύπο και στο όνομα είμαστε Έλληνες. Στο βυθό όμως και στην ουσία και στην ύλη είμαστε Εβραίοι. Και μη μας παραπλανά το απλοϊκό δικηγοριλίκι, που κανοναρχούν ιεροκήρυκες και ιερολόγοι, ότι τάχατες άλλο Εβραίοι κι άλλο χριστιανοί. Άλλο ορθόδοξοι κι άλλο ρωμαιοκαθολικοί. Ο ισχυρισμός αυτός είναι δόλιο σόφισμα, και αφέλεια ξεχειλωμένη. Όσοι λένε τούτη την παλαβομάρα, είναι σα να λένε: Άλλο εταίρα κι άλλο πουτάνα. Μα σε σεμνεία δουλεύουνε και οι δύο. Άλλο δρομέας κι άλλο δισκοβόλος. Μα αθλητές είναι και οι δύο. Άλλο λέμφωμα, άλλο λευχαιμία, κι άλλο νεοπλασία του λάρυγγα. Μα καρκίνοι είναι όλοι τους. Και κακά σπυριά, που σκοτώσανε Καβάφη και Φρόυντ.
Οι Νεοέλληνες εκρατήσαμε το σχήμα μόνο από τους Έλληνες. Η μάζα όμως, το πι που λένε οι φυσικοί, είναι καθαρά εβραίικη. Και ο χώρος, το βραύνιπι ή β που λένε οι φυσικοί, μέσα στον οποίο συντελέστηκε η αφελλήνιση των Ελλήνων είναι το χριστιανικό Βυζάντιο. Και ο χρόνος, ο Ιειτιριιβ ή το ΐ που λένε οι φυσικοί, που στη διάρκεια του συντελέστηκε ο εξεβραϊσμός των Ελλήνων είναι από τον καιρό του Θεοδόσιου μέχρι σήμερα. Ο Θεοδόσιος εγκρέμισε τους ναούς, έσπασε τα αγάλματα, έκλεισε τα στάδια, τα θέατρα, τα ελληνικά σχολεία.
Όλες τις πηγές που ποτίζανε την ελληνική αντίληψη ζωής. Γι’ αυτό τον εβαφτίσανε Μέγας. Όπως εβαφτίσανε Μέγας και τον προαγωγό του, με τη διπλή σημασία η λέξη, τον Κωνσταντίνο. Τον καίσαρα που έσφαξε τη γυναίκα του και το γιό του. Και τους εβάφτισαν Μέγας, εκείνοι που εβάφτισαν Μέγας και τους Αθανάσιους, τους Βασίλειους, και όσους τέτοιους. Όλοι τους γκρεμιστάδες, παραχαράκτες, αλάριχοι, βάνδαλοι της ελληνικής ιδέας.
Η άλλη φωνή, που λέει ότι τίποτα δεν εσήμαιναν ετούτες οι φρικαλεότητες των χριστιανών κατά των Ελλήνων, για όσους δεν εξεφτίσανε σε Εβραιοέλληνες αλλά έμειναν Ελληνοέλληνες, έρχεται από πολύ μακρυά και την ακούνε λίγοι:
«Γιατί τα σπάσαμε τ’ αγάλματα των, γιατί τους διώξαμεν
απ’ τους ναούς των, διόλου δεν πέθαναν γι’ αυτό οι θεοί».
Καβάφης ειν’ αυτός, αναγνώστη μου, δεν είναι σαράφης. Ούτε Βούδας και Κούδας. Και το ποίημα λέγεται Ιωνικόν. Δε λέγεται Χερουβικόν.
Ο κακουργημός και η εξόντωση του κλασικού Έλληνα από τον εβραιόφρονα χριστιανό εκράτησε από το Θεοδόσιο ως την αυγούστα Ευδοξία. Ως το 843 που έγινε η επίσημη αναστύλωση των εικόνων. Η γιορτή της Ορθοδοξίας που γιορτάζεται κάθε χρόνο από τότε, στο έμπα της άνοιξης, πολύ λαμπρά και με την παρουσία όλης της επιφάνειας του κράτους, ως και οι ξένοι πρεσβευτάδες!, στο θετικό της συμβολίζει το θρίαμβο των χριστιανών. Στο αρνητικό της όμως δηλώνει την τελική κατακρεούργηση κάθε Ελληνικού. Είναι η ταφόπετρα της ελληνικής ιδέας.
Η τελευταία αντίσταση του μετρημένου «Έλληνα» στο ασιατικό τέρας ήταν ο Λέων Γ’ ο Ίσαυρος. Έξυπνησε ο άνθρωπος ένα πρωί, και είδε το μισό πληθυσμό της χώρας τουρλωτούς παπάδες και παχυμουλαράτους καλόγερους. Τότε, σαν το Χριστό με το φραγγέλιο, σήκωσε αυτό που το λένε Εικονομαχία. Και ετελείωσε με το χαμό του φωτός και το σωσμό του σκότους. Με την Κυριακή της Ορθοδοξίας, ή την ταυτότητα του Νεοέλληνα.
Έλληνες λοιπόν στο δέρμα. Και Εβραίοι στα κόκαλα και στο αίμα, στην καρδιά, στα άντερα και στη χολή. Ιδού το κλειδί, η αιτία, ο λόγος της εθνικής σχιζοφρένειας.
Πίσω από τα Σκόπια, από το Αιγαίο, τις Ολυμπιάδες, την Κύπρο, πίσω από τους κατσιβελισμούς, τα δάνεια και τις ψωροκώσταινες• πίσω από Εξαρχόπουλους, Μεταξάδες και Παπαδοπουλέους• πίσω από Μαρίκες και Μιμίκες και κατσίκες, και Κοσκωτάδες και σκατάδες• πίσω από Κορυδαλλούς και κοριούς και καθάρσεις και λοιμοκαθαρτήρια• πίσω από ρουσφέτια και βιλαέτια και κασαβέτια, βρίσκεται η εθνική μας σχιζοφρένεια. Αυτή απεργάστηκε την εθνική πόλωση, και την εθνική αταυτότητα.
Στο χωριό των χιλίων κατοίκων του πλανήτη μας σήμερα οι δύο Έλληνες πηδοκοπούν κατά μπροστά, κι έχουν βιδωμένο το κεφάλι να βλέπει κατά πίσω. Τους κοιτάνε οι ξένοι, ανοίγουν διάπλατα τα μάτια, και τους προγκάνε.
- Στραβομάρα και πάλαβρα. Βρε ούστ!
Στους χρόνους της Άλωσης οι στρατιώτες του Παλαιολόγου που υπεράσπισαν τα τείχη ήσαν οχτώ χιλιάδες. Την ίδια ώρα που στα μοναστήρια του κράτους βρίσκουνταν τριακόσιες χιλιάδες καλόγεροι στην άλκιμη ηλικία του μάχιμου άντρα. Να τρώνε και να πέρδονται και να τρέφουνε πρωκτό. Και ο αρχηγός του κράτους την Κυριακή έψελνε πατριάρχης στην αγια-Σοφιά, και τη Δευτέρα γονάτιζε τσανακογλείφτης στο σαράι.
Έτσι, μιλώντας για πατριάρχη και για σουλτάνο, φτάνουμε στους πρώτους κύκλους της Κόλασης του Δάντη. Κάποτε πρέπει να ξεκλειδώσουμε το κατώγι της ιστορίας μας. Και να φέρουμε στο φως «τους όφεις και τα φίδια» που είναι μέσα κλεισμένα. Να ειπούμε, δηλαδή, ότι το πρώτο μέλημα του πορθητή της Πόλης ήτανε να θρονιάσει στο στασίδι των σκλάβων τουρκόφρονα πατριάρχη. Όχι για να προστατέψει τα νιτερέσα του δούλου γένους, όπως μας λένε αιώνες τώρα οι δάσκαλοι και τα βιβλία. Αλλά για να τον έχει δόλιο και χθόνιο συνεργάτη στο αρειμάνιο οθωμανιλίκι του. Στο να μη σηκώσουνε, δηλαδή, ποτές κεφάλι οι ραγιάδες.
- Εσύ από τη μεριά σου, παπά, είπε ο Πορθητής στον πατριάρχη Γεννάδιο, αυτόν που διάταξε να κάψουν τα βιβλία του Πλήθωνα για τον Πλάτωνα, θά’ σαι το δικό μου μούτρο με τη μουστακοφόρα και τη ραγιάδικη προβοσκίδα. Ο κρυφός πολυχρονεμένος πατισάχ. Θα τους λες, μαζί με την κυρα-Δέσποινα, υπομονή και κουράγιο, και «πάλε με χρόνους με καιρούς…». Και θα τους κρατάς καλά στους χαλκάδες και τις άλυσες. Με τον καιρό θα μάθεις. Και η συμπεριφορά σου θα γενεί πολιτική σκεπαστή, και υψηλή διπλωματία. Με τους δραγομάνους και τους οσποδάρους που θα σου φτιάξω, και δίπλα στους ιδικούς μου τζοχανταραίους, τον πασά και το μουφτή, τον κατή και το βοΐβοντα, θα οργανώσουμε ένα τέλειο σύστημα διοίκησης. Τη συντήρηση, δηλαδή, και το διαιωνισμό της σκλαβιάς. Και τού ‘κλεισε το μάτι.
Εγώ από τη μεριά μου, υποσχέθηκε, θα σ’ έχω στα χρυσά και στην πορφύρα, Θα τρως, και θα πίνεις, και θα παχαίνεις. Όπως το λέει και το τραγούδι:
«Καρδιά μου, τι ξαλάφρωμα,
τι πρήξιμο, κοιλιά μου».
Και τα «οθωμανικά» τερτίπια μου, αν το βαστά η καρδούλα σου, και κείνα δικά σου. Παπαδάκια και γιουσουφάκια. Μόνε πρόσεχε! Στο κρυφό και στο σκεπασμένο. Θά ‘χεις τις εκκλησιές σου, τις πισκοπές και τα μοναστήρια σου. Δίσκους, κεριά, λιβάνια, τάματα, διαθήκες, άσπρα και γρόσια, βακούφια και χτήματα μοναστηριακά, ούλα αφορολόγητα. Θα τα γιομίζεις με διάκους, και με καλόγερους τίγκα. Κι αμάν αμάν. Αλλά τη συμφωνία μας και τα μάτια σου. Γιατί θα σε κρεμάσω με τ’ άντερα σου.
Έχεις ακουστά, τίμιε αναγνώστη, για τα μοναστηρίσια γεύματα και τα μοναστηρίσια τραπέζια; Ακόμη αποκρατά ο απόηχος. Ο Ανώνυμος της Ελληνικής Νομαρχίας διηγάται πως ο δεσπότης Ιωαννίνων είχε μια κοιλιά σαν εξάμετρο βαγένι. Και πως σαν εστρωνότανε για πρόγευμα, έτρωγε δύο οκάδες γιαούρτι σακούλας, και μισή οκά σαρδέλλα παστωμένη με το χουλιάρι την καθησιά.
Έτσι, λοιπόν, από τούτη τη συμφωνία του πατριάρχη με το σουλτάνο, πέρα από τους τέσσερες αιώνες της φοβέρας και της σκλαβιάς, τι βγήκε; Βγήκε η περίφημη ρασοφόρα διπλωματία του ραγιά και του καγιά. Σήμερα τη λέμε φανάρι και φαναριωτισμό. Είναι οι Φαναριώτες. Οι αόρατοι τουρκολάτρες. Οι πρίντζιπες και οι ηγεμόνες της Βλαχομπογδανίας που λέει ο Ρήγας. Οι Καρατζάδες, οι Μουρούζηδες, οι Σούτσοι, οι Ραγκαβήδες, οι Μαυροκορδάτοι, και οι πανάθλιοι Κωλέττηδες. Αυτή η λύμη και η συφορά. Το θρεφτάρι του πατριάρχη και του σουλτάνου. Το θρεφτάρι του ελληνοεβραίικου φυράματος, δηλαδή, στην καινούργια του μετάλλαξη, που όταν θα ‘ρθεί η ώρα του μεγάλου Σηκωμού, θα παίξει τον ολέθριο ρόλο του. Θα δημιουργήσει τη μοιραία αντιπαράθεση ανάμεσα στους γνήσιους Έλληνες, τους Ελληνοέλληνες αλλιώτικα, και στους μούλους Έλληνες, τους Ελληνοεβραίους αλλιώτικα. Ανάμεσα, δηλαδή, «στα συνήθια της Ιλιάδας» που αποκρατούν ακόμη, όπως έγραφε ο Σολωμός, την ουσία, και στη δουλόφρονα και μουλωχτή πολιτική του κλήρου, τον τύπο.
Το σχήμα Ελληνοέλληνες και Ελληνοεβραίοι στο μεγάλο Σηκωμό θα λάβει τη διπλή διάταξη. Από δω οι αγωνιστές και οι αγράμματοι, από κει οι πολιτικοί και οι κοντυλοφόροι Φαναριώτες. Φιλικοί και Ρήγας και Υψηλάντες• Μαρκομπότσαρης και Κολοκοτρωναίοι• Αντρούτσος, Παπαφλέσσας, Νικηταράς και Μακρυγιάννης• ο Αθανάσης Διάκος, ο Κανάρης, ο μεγάλος Καραϊσκάκης, ο Καποδίστριας• οι Σουλιώτες και οι Μανιάτες. Αυτή είναι η κρυστάλλινη πηγή του Ελληνοέλληνα, που δεν κατεβαίνει από τα συναξάρια και το Οκτωήχι της εκκλησίας. (Μη σε ξεγελά, που ο Κολοκοτρώνης γραφή και ανάγνωση έμαθε από το Οκτωήχι). Αλλά ροβολάει από τον Όλυμπο και τον Αλφειό και την Κασταλία βρύση. Από τον Κιθαιρώνα, το Βριλησσό και τον Ευρώτα. Είναι η αρχαία αρετή και η νέα λεβεντιά. Είναι η εμορφάδα και το φιλότιμο, η μπέσα, και ο λόγος σπαθί. Το καθαρό μάτι, και το τίμιο χέρι.
Όταν η Διοίκηση, το φαναριωτιλίκι δηλαδή, μας λέει ο Σολωμός, για να διασπάσει τους οπλαρχηγούς του Βάλτου, έστειλε είκοσι διπλώματα στρατηγών, εκεί που ήταν μόνο ο Μαρκομπότσαρης, ο Μάρκος τους εκάλεσε, έσκιασε μπροστά στα μάτια τους το δίπλωμα του, και είπε:
- Ο Σκόντρα πασάς τα δίνει τα διπλώματα. Κι όποιος είναι παλικάρι, ταχιά το παίρνει από τα χέρια του.
Είπε και τράβηξε κατά το Κεφαλόβρυσο του Καρπενησίου. Εσκοτώθηκαν Τούρκοι έως οχτακόσιοι. Από τους δικούς του δεκατρείς. Και τριάντα λαβωμένοι. Τον έφεραν από το Καρπενήσι στο Μεσολόγγι στον ώμο. Και τον ταφιάσανε με μοιρολόγια και κλάηματα. Όπως παλαιά οι Αχαιοί τον Πάτροκλο.
Κι από την άλλη στο σχήμα το κηφηναριό του πατριάρχη. Οι πρίντζιπες, οι καλαμαράδες, οι σπουδαγμένοι στην Ευρώπη με τα ψαλιδοκέρια και τις βελάδες. Οι Φαναριώτες που προσφωνάζουνταν Εξοχότατε και Γενναιότατε! Κι όσες φορές πέτυχαν να ηγηθούν στις μάχες, έσπειραν στους Έλληνες το θρήνο και τη συφορά. Μαυροκορδάτος, Νέγρης, ο άθλιος Κωλέττης, κι όλη η συναφής κουλουμωτή μύγα.
Θα κατεβούν στη σηκωμένη χώρα σα θολωμένα ρέματα και λασπουριά. Θα κοιταχτούν πονηρά με τα δύο και τα τέσσερα στραβά τους. Θα συναγροικηθούν αστραπιαία στις γωνίες και στα σκοτεινά. Και θ’ αμολήσουν στον τόπο τις όχεντρες. Δεκαπέντε μήνους επολέμησαν οι Έλληνες τον τύραννο. Κι αν ήθελαν βαστάξει μονιασμένοι ως το τέλος, θα τον εφτάνανε στην Κόκκινη Μηλιά. Αλλά τους άλλους πεντέμισυ χρόνους σφαξόντανε μεταξύ τους. Και το σπαθί να βυθίζεται στη λαβή. Αυτό ήταν το έργο των Φαναριωτών, των δεσποτάδων, και της ελληνοεβραίικης ανομίας.
-Τι κοιτάς, Κολοκοτρώνη μου, με το μάτι σου στυλωμένο τόση ώρα εκεί, κατά τα βουνά;
-Α! βλέπω πίσω από τα βουνά. Εκεί στην πόρτα τ’ Αναπλιού. Και τους καλαμαράδες να πλέκουν ένα γαϊτανάκι. Μα ένα γαϊτανάκι!
Κι άλλη φορά σε μια σύναξη γυρίζει άγρια ο Γέρος κατά το δεσπότη της Άρτας:
-Μη μου βροντάς, παπά, το πασουμάκι στο τραπέζι, γιατί βροντώ το σπαθί, και σου κόβω το κεφάλι.
Πήρε φόρα το ράσο του δεσπότη, κι ακόμη λακάει. Από το Μοριά στην Άρτα με τα πόδια. Και με τα πασουμάκια.
Ποιος είναι ο Γρηγόριος ο Ε’;
Είναι εκείνος που σύνταξε το κείμενο του αφορισμού στα 1799. Και η εκκλησία το βρόντηξε αργότερα στην ανθρωπιά του Καΐρη, όπως η κατάρα τον κεραυνό στο μέτωπο του Κάιν. Του φωτισμένου σοφού, και του ήρωα στους ιερούς αγώνες Καΐρη. Γιατί άρχισε να ξεμπροστιάζει τους παπάδες, και να φωτίζει τον κοσμάκη.
Ποιος είναι ο Γρηγόριος ο Ε’;
Είναι ο ίδιος που αφόρισε τον Υψηλάντη και τους Φιλικούς. Το μεγαλείο και το μυστήριο της Εταιρείας.
Θα μου ειπείς πως τον εκρέμασε ο σουλτάνος. Θα σου ειπώ, μα πώς αλλιώς λοιπόν; Επρόδωσε την καταχθόνια συμφωνία τους. Εκοιμήθηκε. Και χωρίς να το νιώσει άφηκε να ξεσφίξει η θηλειά στο λαιμό του ραγιά. Εφούσκωσε στο σκαφίδι το προζύμι του εθνικού άρτου, και πια δεν ημπορούσε να το κρατήσει με τίποτα.
Ποιος είναι ο Γρηγόριος ο Ε’;
Είναι αυτός που στα 1819 με πατριαρχικό φιρμάνι απαγόρεψε στους παπάδες να βαφτίζουν τα παιδιά μας με ονόματα ελληνικά. Καταλαβαίνεις τι σου λέω, τίμιε αναγνώστη;
Ποιος είναι ο Γρηγόριος ο Ε’;
Είναι ο πατριάρχης που έσκασε από το κακό του, γιατί τον εμπόδισαν και δεν επρόφταξε να αφορίσει το Ρήγα. Το μεγαλομάρτυρα Ρήγα.
Ποιος είναι ο Γρηγόριος ο Ε’;
Είναι ο πατριάρχης που βλέπουμε τον ανδριάντα του μπροστά στο εθνικό πανεπιστήμιο. Δίπλα στο Ρήγα. Πού ξανακούστηκε τέτοιο κυλώνειο άγος! Ο Λεωνίδας κι ο Εφιάλτης αγκαλιά. Η ελληνική σχιζοφρένεια αγαλματοποιημένη μπροστά στα πόδια της ελληνικής παιδείας. Μπροστά στο αγνό βάθρο του μέλλοντος των παιδιών μας. Αυτή η συμβολική στιγμή και εικόνα, ο Γρηγόριος Ε’ δίπλα στο Ρήγα μπροστά στο πανεπιστήμιο, είναι το σύμβολο παλλάδιο της μουλαροσποράς μας.
Ο καημένος ο Κολοκοτρώνης. Είπε κάποτε πως μια μέρα το πανεπιστήμιο θα γκρεμίσει το παλάτι. Λάθος, σοφέ μου γέρο. Γιατί αφόντας εστήσανε μπροστά στο πανεπιστήμιο τον πατριάρχη, η νεότερη Ελλάδα είχε παίξει πια τη ζαριά της στο Ρουβίκωνα. Είχε πάρει το δρόμο της. Τη στράτα του κακού και της ανεμοζάλης. Η Ελλαδοελλάδα αποσύρθηκε, άκρα πικραμένη και περήφανη. Και άφηκε την Εβραιοελλάδα να ξερογλείφεται σα μαϊμού απάνου στη σκηνή του καραγκιόζη:
«Γειά σου, μάνα μου Ελλάς, είμαι κλεφτοφουκαράς».
Η σμαρδή και φαναριώτικη πολιτική στον Αγώνα, με Μαυροκορδάτο και Κωλέττη και παπάδες, θα περάσει ύστερα, και θα δώσει το ρυθμό και τον τόνο της στην πολιτική ιστορία της «νεότερης Ελλάς». Φατρίες, κομματισμός, αρριβισμός, βουλευτοτσιφλικάδικα. Εθνική αφασία, ξενοκίνητα νήματα της μαριονέττας, το αγγλόφιλο, το γαλλόφιλο, το ρωσόφιλο. Πολιτική του ρουσφετιού και της ασυδοσίας, δουλοφροσύνη, λεονταρισμοί, απαξία, ιδιοτέλεια. Ό,τι ανθίζει πια, κι ό,τι καρπίζει σήμερα στη χώρα. Νούλες και κουλούρηδες, χάχηδες και σάκηδες, ντόρες και ντορήδες.
Περάστε κόσμε.
Έξω από τα λίγα αργά φωτεινά διαλείμματα. Το αγγελικό και μαύρο φως του ποιητή. Που ο ένας θα περάσει μια Κυριακή πρωί μπροστά στον αη-Σπυρίδωνα. Που ο άλλος θα ειπεί κατάδακρυς: «Ώστε λοιπόν, ανθ’ ημών Γουλιμής!». Και ο τρίτος θα σημειώσει σιωπηλά στο καλεντάρι του: 1 Νοεμβρίου 1920.
Η τελευταία πράξη της τραγωδίας, η ταφόπλακα δηλαδή που σκέπασε το φονικό, ανάλογη με την ταφόπλακα του 843 που έθαψε την αρχαία Ελλάδα, ήταν το διάταγμα του ελληνικού κράτους να ονομάσει το Υπουργείο για τη μόρφωση των παιδιών μας Υπουργείο των Εκκλησιαστικών. Και λίγο αργότερα Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. Και τούτο το άνομο όνομα και νόημα τέρας το φέρνει μέχρι σήμερα. Η εθνική σχιζοφρένεια υπογράφτηκε και σφραγίστηκε με τη μεγάλη του Κράτους σφραγίδα.
Ακούσατε πουθενά σε Ευρώπη ή σε Αμερική, σε Σαχαλίνη, Ταγκανίκα ή Εσκιμώους, η παιδεία ενός έθνους, η μεγάλη ελπίδα και το μυστήριο των μυστηρίων του, να μπερδεύεται με το αντερί και το ράσο; Οι Ελληνοεβραίοι πολλοί θωρούν ακίνητοι τον πατριάρχη μπροστά στο πανεπιστήμιο, και φουσκώνουν σά διάνοι. Οι Ελληνοέλληνες λίγοι μιλούν για την εθνική σχιζοφρένεια, και ψιθυρίζουν σαν το μεγάλο Σολωμό: «Αλλίμονον, η δάφνη κατεμαράνθη!». Και κλαίνε.
Αλλά πέστε να πάψουν επάνω οι φωνές των γυναικών. Και σταματήστε τα δάκρυα για τον Ορέστη. Γιατί κάπου βαθιά στον καθένα μας υπάρχουν κρυμμένοι οι Έλληνες. Και περιμένουν. Τό ‘δειξε ο Θοδωράκης και ο Σολωμός. Τό ‘δειξε ο Καποδίστριας και η Λιογέννητη. Τό ‘δειξε το ‘12-’13 και ο Τρικούπης. Τό ‘δειξε ο Γοργοπόταμος, ο Καβάφης, και το ύψωμα 731 κοντά στο Βεράτι.
Έλληνες θα ειπεί δύο και δύο τέσσερα στη γη. Όχι δύο και δύο είκοσι δύο στον ουρανό.
Έλληνες θα ειπεί να τελείς στους νεκρούς τις χοές της Ηλέκτρας. Όχι κεριά στους νεκρόλακκους, και δηνάρια στο σακούλι του τουρκόπαπα.
Έλληνες θα ειπεί να προσκυνάς τακτικά στους Δελφούς το γνώθι σαντόν. Όχι να κάνεις την εξομολόγηση στους αγράμματους πνευματικούς και στους μαύρους ψυχοσώστες.
Έλληνες θα ειπεί να σταθείς μπροστά στη στήλη του Κεραμεικού και να διαβάσεις το επιτύμβιο: ΣΤΑΘΙ ΚΑΙ ΟΙΚΤΙΡΟΝ. Σταμάτα, και δάκρυσε• γιατί δε ζω πιά. Κι όχι να σκαλίζεις πάνω σε σταυρούς κορακίστικα λόγια και νοήματα: προσδοκώ ανάσταση νεκρών.
Έλληνες θα ειπεί το πρωί να γελάς σαν παιδί. Το μεσημέρι να κουβεντιάζεις φρόνιμα. Και το δείλι να δακρύζεις περήφανα. Κι όχι το πρωί να κάνεις μετάνοιες στα τούβλα. Το μεσημέρι να γίνεσαι φοροφυγάς στο κράτος και επίτροπος στην ενορία σου. Και το βράδυ να κρύβεσαι στην κώχη του φόβου σου, και να ολολύζεις σα βερέμης. Ακόμη κι ο Ελύτης, καθώς εγέρασε, τό ‘ριξε στους αγγέλους και στα σουδάρια. Τι απογοήτεψη…
Έλληνες θα ειπεί όσο ζεις, να δοξάζεις με τους γείτονες τον ήλιο και τον άνθρωπο. Και να παλεύεις με τους συντρόφους τη γη και τη θάλασσα. Και σαν πεθάνεις, να μαζεύουνται οι φίλοι γύρω από τη μνήμη σου, να πίνουνε παλιό κρασί, και να σε τραγουδάνε:
«Τρεις αντρειωμένοι εβούλησαν να βγουν από τον Άδη.
Ένας το Μάη θέλει να βγει κι άλλος τον Αλωνάρη.
Κι ο Δήμος τ’ αγια-Δημητριού ν’ ανοίξει γιοματάρι.
Μια λυγερή τους άκουσε, γυρεύει να την πάρουν.
Κόρη, βροντούν τ’ ασήμια σου, το φελλοκάλιγό σου,
και τα χρυσά γιορντάνια σου, θα μας ακούσει ο Χάρος».
Πηγή: Αποσπάσματα από το βιβλίο «Γκέμμα» του Δημήτρη Λιαντίνη (κεφάλαιο «Ο Ελληνοέλληνας»)
Όμως επειδή πολλά απ' αυτά τριγυρίζουν στο μυαλό μου τώρα που η ρημαδοχώρα που ζω φτάνει στο τελευταίο σκαλί της αβύσσου, θυμήθηκα τον Λιαντίνη και την Γκέμμα του, και επιλεκτικά ανεβάζω το ακόλουθο.
Δεν ξέρω πόσοι θα έχουν την υπομονή και τα άντερα που έλεγε κι ο παππούς μου, να το διαβάσουν.
Κι ούτε πόσοι απ' αυτούς που θα το κάνουν δε θ' αρχίσουν να σιχτιρίζουν και να εθνικοταράζονται απ' τις πρώτες παραγράφους.
Αλλά ποσώς και μ' ενδιαφέρει.
Εδώ δεν γράφω για να γίνω συμπαθής σε κανέναν (αν το έκανα βέβαια, θα 'χα σίγουρα και κανένα φραγκάκι παραπάνω και καμιά διαφορετική δουλειά ως τα τώρα, αλλά δε βαριέσαι, είναι να το 'χει η κούτρα σου να κατεβάζει ψείρες).
Οπότε το ανεβάζω μόνο και μόνο γιατί έστω κι ένας να το διαβάσει και να προβληματιστεί ή να συμφωνήσει έστω και σ' ένα απ' τα γραφόμενα του Λιαντίνη (να 'ναι καλά εκεί που είναι), θα γουστάρω πολύ.
Αν όχι πάλι, δεν τρέχει μία, έβγαλα το άχτι μου.
...Είμαστε ένας λαός χωρίς ταυτότητα...
Είμαστε ένας λαός χωρίς ταυτότητα. Με μια ιστορία που ο ίδιος τη νομίζει λαμπρή. Και απορεί, πώς και δεν πέφτουν οι ξένοι ξεροί μπροστά στο μεγαλείο της. Οι ξένοι όμως, σαν συλλογιούνται την ελληνική ιστορία, την αρχαία εννοώ, γιατί για τη νέα δεν έχουν ακούσει, και βάλουν απέναντι της εμάς τους Νεοέλληνες, φέρνουν στο μυαλό τους άλλες παραστάσεις. Φέρνουν στο μυαλό τους κάποιους καμηλιέρηδες που περπατούν στο Καρνάκ και στη Γκίζα. Τι σχέση ημπορεί νά ‘χουν, συλλογιούνται, ετούτοι οι φελλάχοι του Μισιριού σήμερα με τους αρχαίους Φαραώ, και το βασιλικό ήθος των πυραμίδων τους;
Την ίδια σχέση βρίσκουν οι ξένοι στους σημερινούς Έλληνες με τους αρχαίους. Οι θεωρίες των διάφορων Φαλμεράυερ έχουν περάσει στους Φράγκους.
Εμείς θέλουμε να πιστεύουμε ότι τους αποσβολώσαμε με τους ιστορικούς, τους γλωσσολόγους, και τους λαογράφους μας. Λάθος. Κρύβουμε το κεφάλι με το λιανό μας δάχτυλο. Και βέβαια. Πώς μπορούσε να γίνει αλλιώς, αφού ο μέγας γλωσσολόγος Γ. Χατζιδάκις έλεγε αυτά που έλεγε, -ορθά- κι από την άλλη έβριζε το Σολωμό μας αγράμματο, και τη γλώσσα του σκύβαλα και μαλλιαρά μαλλιά;
Σχέση με τους αρχαίους Έλληνες έχουμε εμείς, λένε οι Γάλλοι, οι Εγγλέζοι και οι Γερμανοί. Εμείς, που τους ανακαλύψαμε, τους αναστυλώσαμε, τους εξηγήσαμε. Για τους Ευρωπαίους οι Νεοέλληνες είμαστε μια δράκα ανθρώπων απρόσωπη, ανάμεσα σε βαλκανιλίκι, τουρκολογιά και αράπηδες. Είμαστε οι ορτοντόξ. Με το ρούσικο τυπικό στη γραφή, με τους κουμπέδες και τους τρούλλους πάνω από τα σπίτια των χωριών μας, με ακτινογραφίες σωμάτων και σκουληκόμορφες φιγούρες αγίων στους τοίχους των εκκλησιών. Οι Ευρωπαίοι βλέπουνε τους πολιτικούς μας να ψηφίζουν στη Βουλή να μπει το «ορθόδοξος» στην ευρωπαϊκή μας ταυτότητα, κατά τη διαταγή των παπάδων, και κοιτάνε ανακατωμένοι και ναυτιάζοντας κατά το θεοκρατικό Ιράν και τους Αγιατολάχους. Τέτοιοι οι βουλευτές μας, ακόμη και της Αριστεράς. «Αυτοί οι πολιτικοί, αυτοί οι βουλεπταί (sic) εκατάστρεψαν το έθνος». Έτσι γράφει ο Παπαδιαμάντης.
Θέλεις νά ‘χεις πιστή την εικόνα του Νεοέλληνα; Λάβε το ράσο του γύπα και του κόρακα. Λάβε τις ασπιδωτές κοιλιές των ιερέων, το καλυμμαύκι Μακαρίου Β’ της Κύπρου. Και τα γένεια τα καλογερικά, που κρύβουν το πρόσωπο, καθώς άκοσμοι αγκαθεροί φράχτες τους αγρούς. Και τις κουκουλωμένες καλόγριες, την άλλη έκδοση του φερετζέ της Τούρκισσας, και έχεις το Νεοέλληνα φωτογραφία στον τοίχο.
Απέναντι σε τούτη τη μελανή και γανιασμένη φοβέρα, φέρε την εικόνα του αρχαίου Έλληνα, για να μετρήσεις τη διαφορά. Φέρε τις μορφές των νέων σωμάτων, τις ευσταλείς και τις διακριτές. Να ανεβαίνουν από την Ολυμπία και τους Δελφούς, καθώς λευκοί αργυρόηχοι κρότοι κυμβάλων. Τους ωραίους χιτώνες τους χειριδωτούς, και τα λευκά ιμάτια τα πτυχωτά και τα ποδήρη. Τα πέδιλα από δέρματα μαροκινά, αρμοσμένα στις δυνατές φτέρνες. Φέρε την εικόνα που μας αφήσανε οι γυναίκες της αρχαίας Ελλάδας. Οι κοντυλογραμμένες, με τις λεπτές ζώνες, τον κυανό κεφαλόδεσμο, και το ζαρκαδένιο τόνο του κορμιού. Οι Ελληνίδες του Αργούς και της Ιωνίας, οι λινές και οι φαινομηρίδες. Τρέχουνε στα όρη μαζί με την Αταλάντη. Και κοιμούνται στα κοιμητήρια σαν την Κόρη του Ευθυδίκου. Όλες και όλοι στηριγμένοι χαρούμενα σε κάποια μαρμάρινη στήλη, σ’ ένα λιτό κιονόκρανο, σε μια κρήνη λευκή της Αγοράς. Με περίγυρα τους ωραίους γεωμετρημένους ναούς, αναπαμένους στο φως και στην αιθρία. Άνθρωποι, και θεοί, και αγάλματα ένα.
Όλα ετούτα, για να συγκρίνεις την παλαιή και τη νέα Ελλάδα, να τα βάλεις και να τα παραβάλεις. Και στήσε τον Φράγκο από δίπλα, να τα κοιτάει και να τα αποτιμά. Με το δίκιο του θά ‘χει να σου ειπεί: άλλο πράμα η μέρα και το φως, και άλλο η νύχτα και οι μαύροι βρυκολάκοι. Δε γίνεται να βάλεις στο ίδιο βάζο υάκινθους και βάτα.
Και κάπου θα αποσώσουν επιτιμητικά την κρίση τους: Ακούς αναίδεια; Να μας ζητούν κι από πάνω τα ελγίνεια μάρμαρα. Ποιοι μωρέ; Οι χριστιανοχομεΐνηδες;
Αλλά είναι καιρός από τις ασκήσεις επί χάρτου να περάσουμε στα πεδία των επιχειρήσεων. Να κοιτάξουμε την πυρκαγιά που αποτεφρώνει το σπιτάκι μας.
Γιατί είμαστε σβησμένοι από τον κατάλογο των εθνών;
Γιατί η Μακεδονία γίνεται Σκόπια, η Κύπρος γίνεται τουρκιά, το Αιγαίο διεκδικιέται ως το mare nostrum των Οθωμανών;
Γιατί ο πρόεδρος της Τουρκίας είπε πρόσφατα στην Αθήνα, ότι είμαστε μια επαρχία του παλιού οθωμανικού κράτους, που αποσχίσθηκε και πρέπει να μας ξαναπροσαρτήσουν;
Γιατί ο Μπερίσα της Αλβανίας έχει να λέει πως οι Έλληνες κάνουν διπλωματία που έρχεται από το Μεσαίωνα και τους παπάδες;
Γιατί ο Αλέξανδρος βαφτίζεται Ισκεντέρ, και ο Όμηρος Ομέρ Βρυώνης;
Γιατί οι διακόσιες χιλιάδες Έλληνες της Πόλης γίνανε χίλιοι, και οι Τούρκοι της Δυτικής Θράκης θρασομανούν, και γίνουνται όγκος κακοήθης που ‘τοιμάζει μεταστάσεις;
Γιατί δύο από τους πιο σημαντικούς ποιητές μας, ο μέτριος Σεφέρης κι ο μεγάλος Καβάφης, καταγράφουνται στις διεθνείς ανθολογίες και τους ποιητικούς καταλόγους μισό Έλληνες μισό Τούρκοι;
Γιατί όλα τα αυτονόητα εθνικά μας δίκαια Ευρωπαίοι και Αλβανοί, Βούλγαροι και Εβραίοι, ορθόδοξοι και Ρούσοι, Τούρκοι και Βουσμανοαμερικανοί τα βλέπουν σαν ανόητες και μίζερες προκλήσεις, σαν υλακές και κλεφτοεπαιτείες; Ποια τύφλωση μας φέρνει να μη βλέπουμε ότι στα μάτια των ξένων εκαταντήσαμε πάλι οι παλαιοί εκείνοι γραικολιγούρηδες; Οι esurientes graeculi του Γιουβενάλη και του Κικέρωνα;
Το πράγμα έχει και περιγραφή και ερμηνεία. Μέσα στη χώρα, μέσα στην παιδεία δηλαδή και την παράδοση μας, εμείς περνάμε τους εαυτούς μας λιοντάρια, εκεί που οι έξω από τη χώρα μας βλέπουνε ποντίκια. Θαρρούμε πως είμαστε τα παιδόγγονα του Αριστοτέλη και του Αλέξανδρου. Οι ξένοι όμως σε μας βλέπουνε τις μούμιες που βρεθήκανε σε κάποια ασήμαντα Μασταβά.
Γιατί; Τα διότι είναι πολλά. Όλα όμως συρρέουν σε μια κοίτη. Σε μια απλή εξίσωση με δύο όρους και ένα ίσον. Είναι ‘τη: Νεοέλληνες ίσον Ελληνοεβραίοι.
Αν εφαρμόσουμε αυτή την εξίσωση στα πράγματα, θα μας δώσει δύο γινόμενα. Το πρώτο είναι ότι ζούμε σε εθνική πόλωση. Το δεύτερο, ακολουθία του πρώτου, ότι ζούμε χωρίς εθνική ταυτότητα. Οι Νεοέλληνες είμαστε ένα γέννημα μπασταρδεμένο και νόθο. Ούτε ίπποι ούτε όνοι, ούτε όνισσες ούτε φοράδες. Είμαστε μούλοι. Δηλαδή μουλάρια. Και τα μουλάρια δε γεννούν.
Ότι οι Νεοέλληνες είμαστε Ελληνοεβραίοι σημαίνει το εξής: Ενώ λέμε και φωνάζουμε και κηρύχνουμε ότι είμαστε Έλληνες, στην ουσία κινιόμαστε και υπάρχουμε και μιλάμε σα να είμαστε Εβραίοι. Αυτή είναι η αντίφαση. Είναι η σύγκρουση και η αντινομία που παράγει την πόλωση. Και η πόλωση στην πράξη γίνεται απώλεια της εθνικής ταυτότητας. Και το τελευταίο τούτο σημαίνει πολλά. Στην πιο απλή διατύπωση, σημαίνει νά ‘σαι τουρκόγυφτας, και να ζητάς να σε βλέπουν οι άλλοι πρίγκιπα. Σημαίνει νά ‘σαι η μούμια των Μασταβά, και να ζητάς από τους Ευρωπαίους να σε βλέπουν ιδιοκτήτη της Ακρόπολης. Σημαίνει να σε θωρείς λιοντάρι, και οι ξένοι να σε λογαριάζουνε πόντικα.
Είναι μεγάλη ιστορία να πιαστώ να σε πείσω, ότι οι Νεοέλληνες από τους αρχαίους έχουμε μόνο το τομάρι που κρέμεται στο τσιγκέλι του σφαγέα, θέλει κότσια το πράμα. Θέλει καιρό και κόπο. Θέλει σκύψιμο μέσα μας, και σκάψιμο βαθύ. Και κυρίως αυτό: θέλει το μεγάλο πόνο.
Θα σε καλέσω όμως σ’ έναν απλό περίπατο. Θα κάνουμε ένα πείραμα, που λένε οι φυσικοί. Για νά ‘χουμε αποτέλεσμα έμπεδο. Και η γνώση που θα κερδίσουμε νά ‘ναι σίγουρη. Θα επιχειρήσουμε μια στατιστική έρευνα. Θα διατρέξουμε τη χώρα απ’ άκρη σ’ άκρη. Από το χωριό Πυρσόγιαννη της Ηπείρου ως την επαρχία Βιάνου της Κρήτης. Από τη Νίψα και τις Σάππες της Θράκης ως το Παραλίμνι της Κύπρου, κι ως την άκρη το Ταίναρο. Θα ρωτήσουμε Νεοέλληνες απ’ όλες τις τάξεις και όλα τα επίπεδα. Γυναίκες και άντρες, γερόντους και παιδιά, αγράμματους και επιστήμονες, φτωχούς και πλούσιους, ακοινώνητους και αριστοκράτες, πουτάνες και καλόγριες, ξωχάρηδες και αστούς, φιλέρημους και χαροκόπους. Για νά ‘ναι το δείγμα μας ευρύ και πλήρες, που λένε οι γραφειοκράτες. Όλα ετούτα τα αθώα και ανυποψίαστα πλήθη θα τα ρωτήσουμε δυό τρεις ερωτήσεις από το Ελληνικό, κι άλλες τόσες από το Εβραίικο.
Στο Ελληνικό λοιπόν. Να μας ειπούν τι γνωρίζουν για την αρχαία Ελλάδα. Ζητούμε μια γνώση σοβαρή και υποψιασμένη. Όχι φολκλόρ και γραφικότητες. Γιατί γνώση της Ελλάδας είναι εκείνο που ξέρουμε να το ζούμε κιόλας. Όχι δηλαδή ο Ηρακλής μωρό έπνιξε τα φίδια• ότι ο Αρχιμήδης εχάραζε κύκλους στην άμμο, ούτε τάν ή επί τάς, μέτρον άριστον, ο Μινώταυρος στην Κρήτη και το πιθάρι του Διογένη, ούτε αν ξέρουν πως η ψωλή του Δία εγίνηκε κεραυνός και χτύπησε τους σχιστούς λειμώνες της Ολυμπιάδας, για να γεννήσει στο Φίλιππο τον Αλέξανδρο. Τέτοια γνώση της κλασικής Ελλάδας θά ‘τανε τουρισμός στην Τυνησία. Η φουστανέλα και το κόκκινο φέσι στη Μελβούρνη και στην Πέμπτη Λεωφόρο κατά τις εθνικές γιορτές. Θα ζητήσουμε γνώση ουσίας.
Να μας ειπούνε, δηλαδή, αν έχουνε ακουστά τα ονόματα Εμπεδοκλής, Αναξίμανδρος, Αριστόξενος ο Ταραντίνος, Διογένης Λαέρτιος, Αγελάδας, Λεύκιππος, Πυθαγόρας ο Ρηγίνος, Πυθέας, που στον καιρό μας αντίστοιχα σημαίνουν Αϊνστάιν, Δαρβίνος, Μπετόβεν, Έγελος, Μιχαήλ Άγγελος, Μαξ Πλανκ, Ροντέν, Κολόμβος. Να μας μιλήσουν για κάποιους όρους σειράς και βάσης, όπως σφαίρας στον Εμπεδοκλή, κενό στο Δημόκριτο, εκπύρωση στον Ηράκλειτο, μηδέν στον Παρμενίδη, κατηγορία στον Αριστοτέλη, τόνος στους Στωικούς.
Να μας ειπούν οι κάθε λογής Έλληνες επιστήμονες τι τους λέει η λέξη ψυχρά φλογί στον Πίνδαρο, μεταδάλλον αναπαύεται στον Ηράκλειτο, δακρυόεν γελάσασα στον Όμηρο, χαλεπώς μετεχείρισαν στο Θουκυδίδη. Να μας ειπούνε, πόσοι φιλόλογοι, έξω από τα σχολικά κολυβογράμματα, έχουν διαβάσει στο πρωτότυπο τρεις διάλογους του Πλάτωνα, δύο Νεμεόνικους του Πινδάρου, την Ωδή στην αρετή του Αριστοτέλη, έναν Ομηρικό Ύμνο. (Και αυτό δεν είναι ραψωδία).
Και για να μας πιάσει τεταρταίος και καλπάζουσα, να μας ειπεί ποιος γνωρίζει και διδάσκει από τους ειδικούς προφεσσόρους στα πανεπιστήμια ότι οι τρεις τραγικοί ποιητές μας στη βάση τους είναι φυσικοί επιστήμονες, ότι στη διάλεξη του για την αρετή ο Πλάτων έκαμε στους ακροατές του ένα μάθημα γεωμετρίας, ότι η Ακρόπολη των Αθηνών είναι δωρικό, και όχι ιωνικό καλλιτέχνημα, ότι η διδασκαλία τραγωδίας στο θέατρο ήταν κήρυγμα από άμβωνος, ότι η θρησκεία των Ελλήνων ήταν αισθητική προσέγγιση των φυσικών φαινομένων.
Δε νομίζω, αναγνώστη μου, ότι σε όλα αυτά τα επίπεδα η έρευνα μας θα δώσει ποσοστά γνώσης και κατοχής σε βάθος του κλασικού κόσμου από τους Νεοέλληνες που να υπερβαίνουν τους δύο στους χίλιους. Τι φωνάζουμε τότε, και φουσκώνουμε, και χτυπάμε το κούτελο στο μάρμαρο ότι είμαστε Έλληνες; Για το θεό δηλαδή. Παράκρουση και παραφροσύνη.
Θα μου ειπείτε:
- Μήπως και οι Ευρωπαίοι γνωρίζουν σε τέτοιο βάθος την αρχαία Ελλάδα;
Θα σας ειπώ:
- Όχι. Αλλά οι Ευρωπαίοι δεν καυχιούνται ότι είναι Έλληνες, όπως εμείς. Καυχιούνται ότι είναι Γάλλοι, και Ιταλοί, και Βέλγοι. Γιατί αυτό είναι στην ουσία της η αρχαία Ελλάδα. Δεν είναι τα πασουμάκια του Ηρακλή στο παλάτι της Ομφάλης. Ούτε ο Οδυσσέας με το παλούκι του στη σπηλιά του Κύκλωπα. Η αρχαία Ελλάδα είναι ένας πολιτισμός ασύγκριτος. Μια κοσμοθεωρία πλήρης. Ένας τρόπος ζωής ολοκληρωμένος και τέλειος. Είναι η πιο κοντά στη φύση και στη φυσική ιδιότητα κοινωνία, που έσωσε να δημιουργήσει ο άνθρωπος.
Δεν είναι τυχαίο που λέξεις ελληνικές, όπως μουσική, θέατρο, οργασμός, φιλοσοφία, μαθηματικά, φυσική, δημοκρατία, γεωμετρία, πολιτική, περάσανε σε όλες τις γλώσσες των εθνών του OHE σήμερα. Και με τις λέξεις αυτές ζουν και δηλώνουν τις βαθύτερες ουσίες του ανθρώπινου βίου τα δισεκατομμύρια του πλανήτη. Δεν είναι τυχαίο, που όχι μόνο ο πλανήτης αλλά και ο ουρανός, το σύμπαν ολόκληρο είναι κατάσπαρτο με τις ελληνικές λέξεις και με τα ελληνικά γράμματα που ονομάζουν διεθνώς τους αστερισμούς, και τους φωτεινότερους αστέρες του κάθε αστερισμού. Όχι. Δεν είναι καθόλου τυχαίο.
Εκείνο που είναι τυχαίο, είναι πως ο λαός που κατοικεί σήμερα στη χώρα που παλαιά την εκατοίκησαν οι Έλληνες, ονομάζουνται Έλληνες. Η έρευνα μας έδειξε ότι μόνο Έλληνες δεν είναι. Γιατί τους Έλληνες ούτε τους βλέπουν ούτε τους γνωρίζουν.
Από το Ελληνικό ερχόμαστε στό Εβραίικο. Ερωτάμε το ίδιο στατιστικό δείγμα, το ευρύ και το πλήρες, αν έχουν ακουστά τα ονόματα Μωϋσής, Αβραάμ, Ησαΐας, Ηλίας με το άρμα, Νώε, Βαφτιστής, Εύα η πρωτόπλαστη, Ιώβ, ο Δαναήλ στο λάκκο, η Σάρα που γέννησε με εξωσωματική. Και όχι μόνο τα ονόματα, αλλά και τις πράξεις ή τις αξίες που εκφράζουν αυτά τα ονόματα. Υπάρχει γριά στην επικράτεια που να μην τους ξεύρει τούτους τους Εβραίους; Δεν υπάρχει ούτε γριά, ούτε ορνιθοκλόπος στις Σποράδες, ούτε κλεφτογιδάς στην Κρήτη. Εδώ τα ποσοστά αντιστρέφουνται.
Στους χίλιους Νεοέλληνες τα ναι γίνουνται εννιακόσια τόσα, και τα όχι δύο. Και δεν ξεύρουν μόνο τα ονόματα, αλλά είναι έτοιμοι να σου κάνουν αναλύσεις στην ουνιβερσιτά και στην ακαντέμια για τις ηθικές και άλλες αξίες που εκφράζει το κάθε όνομα.
Το ίδιο συμβαίνει και για φράσεις όπως Προς Κολασσαεΐς, Προς Κορινθίους, Έκ τοϋ κατά Λουκάν.
Εδώ μάλιστα μεγάλος αριθμός Νεοελλήνων ξεύρει απόξω ολόκληρα χωρία και περικοπές. Το ίδιο συμβαίνει, αν τους ειπείς για τόπους όπως Ιορδάνης, Γαλιλαία, Γεσθημανή (sic), Όρος Σινά, Καπερναούμ, Τιβεριάς. Αν όμως τους ειπείς για Βάσσες ή Φιγαλία, για Αργινούσες ή Πλημμύριον, για Περίπατο ή Κήπο (περιπατητικοί, επικούρειοι), σου απαντούν, όπως ο Μακρυγιάννης. Όταν είδε το Σκούρτη και τους άλλους ναυάρχους στα όρη να οδηγούν σε μάχη τους στρατιώτες του Νικηταρά με ναυτικά παραγγέλματα:
- Τι όρτζα, πότζα, και γαμώ το κανλί του μας λέει ο κερατάς;
Το ίδιο συμβαίνει, αν ζητήσεις να σου αναλύσουν την επί του Όρους Ομιλία, ή να σου τραβήξουνε διάλεξη περί νηστείας, περί προσευχής, περί του «Δεύτε οι ευλογημένοι…». Ο κάθε Νεοέλληνας εδώ είναι πτυχιούχος και ειδήμονας. Είναι κληρονόμος και καθηγητής. Ξέρει να ταΐσει άχυρα το σκυλί του, και κόκαλα το γαϊδούρι του. Γνώση και πίστη και σοφία, που να ιδούν τα μάτια σου και να μην πιστεύει ο νους σου.
Ένας παπάς, και Κρητικός μάλιστα, στη μητρόπολη Κορίνθου, με κοίταζε κάποτε γλαρωμένος.
-Τι βλέπεις παπά;
-Έχω ένα όραμα, μου λέει. Να μαζέψω κάποτες λεφτά από τους ομογενήδες. Να σηκώσω εδώ στον Ισθμό, μπαίνοντας στο Μοριά να το βλέπουν ούλος ο κόσμος, ένα άγαλμα του απόστολου Παύλου. Ίσαμε πενήντα πήχες ψήλος, και βάλε.
-Σαν το άγαλμα της Ελευθερίας ε; του κάνω.
-Έτσι, μου λέει. Κι όλο έπαιρνε φωτιά.
-Και γιατί του Παύλου, δηλαδή; Και τόσο πελώριο.
-Μα…για τις Προς Κορινθίους ντε!
-Τον ξέρεις τον Κολοσσό της Ρόδου; τον ερωτώ.
-Ναι. Τέτοιονε θέλω και τον Παύλο.
-Τον Κολοσσό του Μαρουσιού τον ξέρεις;
-Εννοείς το βιβλίο για τον Κατσίμπαλη; Το ξέρω.
-Τον κώλο του Μαρουσιού, παπά, τον ξέρεις;
-…
-Άστα αυτά, του λέω. Είναι της αριστερής διανόησης.
-Εμ, λέω κι εγώ. Γι’ αυτό δεν τον ξέρω. Μου απαντάει.
- Γιατί, βρε αρκουδόπαπα, ξέσπασα, δε στήνεις ένα άγαλμα του Νικηταρά ή του Κολοκοτρώνη, που μας λευτερώσανε και είδαμε μοίρα στον ήλιο; Και να το κάμεις ψηλό και βαρύ ωσάν τον Ακροκόρινθο που βλέπεις αντίκρια σου; Όπως θα ταίριαζε στους παλικαράδες μας; Μόνο μου θέλεις τον Εβραίο. Δεν ξέρεις ότι με τους Εβραίους οι Έλληνες είμαστε η φωτιά με το νερό; Όχι από εθνικό μίσος, όπως με άλλους, αλλά από αντιπαράθεση κοσμοθεωριών; Δεν άκουσες ποτέ την ιερή βρισιά του λαού μας: «Γαμώ τον Εβραίο σου!». Δεν άκουσες ποτέ το δημοτικό μας τραγούδι, «Και κείνη η σκύλα η άνομη, Οβρέσσας θυγατέρα»; Άιντε, καημένε μου. Που να ζεις και νά είσαι. Κι είσαι κι από τα χωριά του Ερωτόκριτου και του Βενιζέλου.
Μ’ ένα λόγο, ο μέγας και ο βαθύς εβραίικος πολιτισμός -δεν ειρωνεύομαι, κυριολεκτώ- μέσα από τη χριστιανική του μετάλλαξη, κι αυτή πια δεν είναι ούτε μεγάλη ούτε βαθιά, πέρασε ως το μυελό των οστών και στη διπλή σπείρα του DNA όλων των Νεοελλήνων. Ένα μόνο δε γνωρίζουν. Ότι ο σπουδαίος αυτός πολιτισμός είναι εντελώς αντίθετος με τον πολιτισμό της κλασικής Ελλάδας. Το αρνί και ο λύκος. Ο πάμφωτος ναός της Αφαίας στην Αίγινα, και το μονύδριο της αγίας Ελεούσας στο νησί της λίμνης των Ιωαννίνων, με την αγράμματη καλόγρια που κυνηγά τις έγκυες και τις λεχώνες, γιατί ‘ναι μαγαρισμένες, λέει. Αλλά δεν είναι εδώ ο καιρός και ο τόπος για τέτοιες εξηγήσεις. Το θηρίο το καταπάλαιψα σε άλλες εκστρατείες. Ήμουν κι εγώ στον πόλεμο τοξότης που ξαστόχησε, λέει ο ποιητής.
Τέτοιας λογής αποτέλεσμα θα μας δώσει η στατιστική έρευνα στον πληθυσμό της χώρας αναφορικά με την απόδραση του Ελληνικού, και την επίδραση του Εβραίικου. Στην επιφάνεια και στον τύπο και στο όνομα είμαστε Έλληνες. Στο βυθό όμως και στην ουσία και στην ύλη είμαστε Εβραίοι. Και μη μας παραπλανά το απλοϊκό δικηγοριλίκι, που κανοναρχούν ιεροκήρυκες και ιερολόγοι, ότι τάχατες άλλο Εβραίοι κι άλλο χριστιανοί. Άλλο ορθόδοξοι κι άλλο ρωμαιοκαθολικοί. Ο ισχυρισμός αυτός είναι δόλιο σόφισμα, και αφέλεια ξεχειλωμένη. Όσοι λένε τούτη την παλαβομάρα, είναι σα να λένε: Άλλο εταίρα κι άλλο πουτάνα. Μα σε σεμνεία δουλεύουνε και οι δύο. Άλλο δρομέας κι άλλο δισκοβόλος. Μα αθλητές είναι και οι δύο. Άλλο λέμφωμα, άλλο λευχαιμία, κι άλλο νεοπλασία του λάρυγγα. Μα καρκίνοι είναι όλοι τους. Και κακά σπυριά, που σκοτώσανε Καβάφη και Φρόυντ.
Οι Νεοέλληνες εκρατήσαμε το σχήμα μόνο από τους Έλληνες. Η μάζα όμως, το πι που λένε οι φυσικοί, είναι καθαρά εβραίικη. Και ο χώρος, το βραύνιπι ή β που λένε οι φυσικοί, μέσα στον οποίο συντελέστηκε η αφελλήνιση των Ελλήνων είναι το χριστιανικό Βυζάντιο. Και ο χρόνος, ο Ιειτιριιβ ή το ΐ που λένε οι φυσικοί, που στη διάρκεια του συντελέστηκε ο εξεβραϊσμός των Ελλήνων είναι από τον καιρό του Θεοδόσιου μέχρι σήμερα. Ο Θεοδόσιος εγκρέμισε τους ναούς, έσπασε τα αγάλματα, έκλεισε τα στάδια, τα θέατρα, τα ελληνικά σχολεία.
Όλες τις πηγές που ποτίζανε την ελληνική αντίληψη ζωής. Γι’ αυτό τον εβαφτίσανε Μέγας. Όπως εβαφτίσανε Μέγας και τον προαγωγό του, με τη διπλή σημασία η λέξη, τον Κωνσταντίνο. Τον καίσαρα που έσφαξε τη γυναίκα του και το γιό του. Και τους εβάφτισαν Μέγας, εκείνοι που εβάφτισαν Μέγας και τους Αθανάσιους, τους Βασίλειους, και όσους τέτοιους. Όλοι τους γκρεμιστάδες, παραχαράκτες, αλάριχοι, βάνδαλοι της ελληνικής ιδέας.
Η άλλη φωνή, που λέει ότι τίποτα δεν εσήμαιναν ετούτες οι φρικαλεότητες των χριστιανών κατά των Ελλήνων, για όσους δεν εξεφτίσανε σε Εβραιοέλληνες αλλά έμειναν Ελληνοέλληνες, έρχεται από πολύ μακρυά και την ακούνε λίγοι:
«Γιατί τα σπάσαμε τ’ αγάλματα των, γιατί τους διώξαμεν
απ’ τους ναούς των, διόλου δεν πέθαναν γι’ αυτό οι θεοί».
Καβάφης ειν’ αυτός, αναγνώστη μου, δεν είναι σαράφης. Ούτε Βούδας και Κούδας. Και το ποίημα λέγεται Ιωνικόν. Δε λέγεται Χερουβικόν.
Ο κακουργημός και η εξόντωση του κλασικού Έλληνα από τον εβραιόφρονα χριστιανό εκράτησε από το Θεοδόσιο ως την αυγούστα Ευδοξία. Ως το 843 που έγινε η επίσημη αναστύλωση των εικόνων. Η γιορτή της Ορθοδοξίας που γιορτάζεται κάθε χρόνο από τότε, στο έμπα της άνοιξης, πολύ λαμπρά και με την παρουσία όλης της επιφάνειας του κράτους, ως και οι ξένοι πρεσβευτάδες!, στο θετικό της συμβολίζει το θρίαμβο των χριστιανών. Στο αρνητικό της όμως δηλώνει την τελική κατακρεούργηση κάθε Ελληνικού. Είναι η ταφόπετρα της ελληνικής ιδέας.
Η τελευταία αντίσταση του μετρημένου «Έλληνα» στο ασιατικό τέρας ήταν ο Λέων Γ’ ο Ίσαυρος. Έξυπνησε ο άνθρωπος ένα πρωί, και είδε το μισό πληθυσμό της χώρας τουρλωτούς παπάδες και παχυμουλαράτους καλόγερους. Τότε, σαν το Χριστό με το φραγγέλιο, σήκωσε αυτό που το λένε Εικονομαχία. Και ετελείωσε με το χαμό του φωτός και το σωσμό του σκότους. Με την Κυριακή της Ορθοδοξίας, ή την ταυτότητα του Νεοέλληνα.
Έλληνες λοιπόν στο δέρμα. Και Εβραίοι στα κόκαλα και στο αίμα, στην καρδιά, στα άντερα και στη χολή. Ιδού το κλειδί, η αιτία, ο λόγος της εθνικής σχιζοφρένειας.
Πίσω από τα Σκόπια, από το Αιγαίο, τις Ολυμπιάδες, την Κύπρο, πίσω από τους κατσιβελισμούς, τα δάνεια και τις ψωροκώσταινες• πίσω από Εξαρχόπουλους, Μεταξάδες και Παπαδοπουλέους• πίσω από Μαρίκες και Μιμίκες και κατσίκες, και Κοσκωτάδες και σκατάδες• πίσω από Κορυδαλλούς και κοριούς και καθάρσεις και λοιμοκαθαρτήρια• πίσω από ρουσφέτια και βιλαέτια και κασαβέτια, βρίσκεται η εθνική μας σχιζοφρένεια. Αυτή απεργάστηκε την εθνική πόλωση, και την εθνική αταυτότητα.
Στο χωριό των χιλίων κατοίκων του πλανήτη μας σήμερα οι δύο Έλληνες πηδοκοπούν κατά μπροστά, κι έχουν βιδωμένο το κεφάλι να βλέπει κατά πίσω. Τους κοιτάνε οι ξένοι, ανοίγουν διάπλατα τα μάτια, και τους προγκάνε.
- Στραβομάρα και πάλαβρα. Βρε ούστ!
Στους χρόνους της Άλωσης οι στρατιώτες του Παλαιολόγου που υπεράσπισαν τα τείχη ήσαν οχτώ χιλιάδες. Την ίδια ώρα που στα μοναστήρια του κράτους βρίσκουνταν τριακόσιες χιλιάδες καλόγεροι στην άλκιμη ηλικία του μάχιμου άντρα. Να τρώνε και να πέρδονται και να τρέφουνε πρωκτό. Και ο αρχηγός του κράτους την Κυριακή έψελνε πατριάρχης στην αγια-Σοφιά, και τη Δευτέρα γονάτιζε τσανακογλείφτης στο σαράι.
Έτσι, μιλώντας για πατριάρχη και για σουλτάνο, φτάνουμε στους πρώτους κύκλους της Κόλασης του Δάντη. Κάποτε πρέπει να ξεκλειδώσουμε το κατώγι της ιστορίας μας. Και να φέρουμε στο φως «τους όφεις και τα φίδια» που είναι μέσα κλεισμένα. Να ειπούμε, δηλαδή, ότι το πρώτο μέλημα του πορθητή της Πόλης ήτανε να θρονιάσει στο στασίδι των σκλάβων τουρκόφρονα πατριάρχη. Όχι για να προστατέψει τα νιτερέσα του δούλου γένους, όπως μας λένε αιώνες τώρα οι δάσκαλοι και τα βιβλία. Αλλά για να τον έχει δόλιο και χθόνιο συνεργάτη στο αρειμάνιο οθωμανιλίκι του. Στο να μη σηκώσουνε, δηλαδή, ποτές κεφάλι οι ραγιάδες.
- Εσύ από τη μεριά σου, παπά, είπε ο Πορθητής στον πατριάρχη Γεννάδιο, αυτόν που διάταξε να κάψουν τα βιβλία του Πλήθωνα για τον Πλάτωνα, θά’ σαι το δικό μου μούτρο με τη μουστακοφόρα και τη ραγιάδικη προβοσκίδα. Ο κρυφός πολυχρονεμένος πατισάχ. Θα τους λες, μαζί με την κυρα-Δέσποινα, υπομονή και κουράγιο, και «πάλε με χρόνους με καιρούς…». Και θα τους κρατάς καλά στους χαλκάδες και τις άλυσες. Με τον καιρό θα μάθεις. Και η συμπεριφορά σου θα γενεί πολιτική σκεπαστή, και υψηλή διπλωματία. Με τους δραγομάνους και τους οσποδάρους που θα σου φτιάξω, και δίπλα στους ιδικούς μου τζοχανταραίους, τον πασά και το μουφτή, τον κατή και το βοΐβοντα, θα οργανώσουμε ένα τέλειο σύστημα διοίκησης. Τη συντήρηση, δηλαδή, και το διαιωνισμό της σκλαβιάς. Και τού ‘κλεισε το μάτι.
Εγώ από τη μεριά μου, υποσχέθηκε, θα σ’ έχω στα χρυσά και στην πορφύρα, Θα τρως, και θα πίνεις, και θα παχαίνεις. Όπως το λέει και το τραγούδι:
«Καρδιά μου, τι ξαλάφρωμα,
τι πρήξιμο, κοιλιά μου».
Και τα «οθωμανικά» τερτίπια μου, αν το βαστά η καρδούλα σου, και κείνα δικά σου. Παπαδάκια και γιουσουφάκια. Μόνε πρόσεχε! Στο κρυφό και στο σκεπασμένο. Θά ‘χεις τις εκκλησιές σου, τις πισκοπές και τα μοναστήρια σου. Δίσκους, κεριά, λιβάνια, τάματα, διαθήκες, άσπρα και γρόσια, βακούφια και χτήματα μοναστηριακά, ούλα αφορολόγητα. Θα τα γιομίζεις με διάκους, και με καλόγερους τίγκα. Κι αμάν αμάν. Αλλά τη συμφωνία μας και τα μάτια σου. Γιατί θα σε κρεμάσω με τ’ άντερα σου.
Έχεις ακουστά, τίμιε αναγνώστη, για τα μοναστηρίσια γεύματα και τα μοναστηρίσια τραπέζια; Ακόμη αποκρατά ο απόηχος. Ο Ανώνυμος της Ελληνικής Νομαρχίας διηγάται πως ο δεσπότης Ιωαννίνων είχε μια κοιλιά σαν εξάμετρο βαγένι. Και πως σαν εστρωνότανε για πρόγευμα, έτρωγε δύο οκάδες γιαούρτι σακούλας, και μισή οκά σαρδέλλα παστωμένη με το χουλιάρι την καθησιά.
Έτσι, λοιπόν, από τούτη τη συμφωνία του πατριάρχη με το σουλτάνο, πέρα από τους τέσσερες αιώνες της φοβέρας και της σκλαβιάς, τι βγήκε; Βγήκε η περίφημη ρασοφόρα διπλωματία του ραγιά και του καγιά. Σήμερα τη λέμε φανάρι και φαναριωτισμό. Είναι οι Φαναριώτες. Οι αόρατοι τουρκολάτρες. Οι πρίντζιπες και οι ηγεμόνες της Βλαχομπογδανίας που λέει ο Ρήγας. Οι Καρατζάδες, οι Μουρούζηδες, οι Σούτσοι, οι Ραγκαβήδες, οι Μαυροκορδάτοι, και οι πανάθλιοι Κωλέττηδες. Αυτή η λύμη και η συφορά. Το θρεφτάρι του πατριάρχη και του σουλτάνου. Το θρεφτάρι του ελληνοεβραίικου φυράματος, δηλαδή, στην καινούργια του μετάλλαξη, που όταν θα ‘ρθεί η ώρα του μεγάλου Σηκωμού, θα παίξει τον ολέθριο ρόλο του. Θα δημιουργήσει τη μοιραία αντιπαράθεση ανάμεσα στους γνήσιους Έλληνες, τους Ελληνοέλληνες αλλιώτικα, και στους μούλους Έλληνες, τους Ελληνοεβραίους αλλιώτικα. Ανάμεσα, δηλαδή, «στα συνήθια της Ιλιάδας» που αποκρατούν ακόμη, όπως έγραφε ο Σολωμός, την ουσία, και στη δουλόφρονα και μουλωχτή πολιτική του κλήρου, τον τύπο.
Το σχήμα Ελληνοέλληνες και Ελληνοεβραίοι στο μεγάλο Σηκωμό θα λάβει τη διπλή διάταξη. Από δω οι αγωνιστές και οι αγράμματοι, από κει οι πολιτικοί και οι κοντυλοφόροι Φαναριώτες. Φιλικοί και Ρήγας και Υψηλάντες• Μαρκομπότσαρης και Κολοκοτρωναίοι• Αντρούτσος, Παπαφλέσσας, Νικηταράς και Μακρυγιάννης• ο Αθανάσης Διάκος, ο Κανάρης, ο μεγάλος Καραϊσκάκης, ο Καποδίστριας• οι Σουλιώτες και οι Μανιάτες. Αυτή είναι η κρυστάλλινη πηγή του Ελληνοέλληνα, που δεν κατεβαίνει από τα συναξάρια και το Οκτωήχι της εκκλησίας. (Μη σε ξεγελά, που ο Κολοκοτρώνης γραφή και ανάγνωση έμαθε από το Οκτωήχι). Αλλά ροβολάει από τον Όλυμπο και τον Αλφειό και την Κασταλία βρύση. Από τον Κιθαιρώνα, το Βριλησσό και τον Ευρώτα. Είναι η αρχαία αρετή και η νέα λεβεντιά. Είναι η εμορφάδα και το φιλότιμο, η μπέσα, και ο λόγος σπαθί. Το καθαρό μάτι, και το τίμιο χέρι.
Όταν η Διοίκηση, το φαναριωτιλίκι δηλαδή, μας λέει ο Σολωμός, για να διασπάσει τους οπλαρχηγούς του Βάλτου, έστειλε είκοσι διπλώματα στρατηγών, εκεί που ήταν μόνο ο Μαρκομπότσαρης, ο Μάρκος τους εκάλεσε, έσκιασε μπροστά στα μάτια τους το δίπλωμα του, και είπε:
- Ο Σκόντρα πασάς τα δίνει τα διπλώματα. Κι όποιος είναι παλικάρι, ταχιά το παίρνει από τα χέρια του.
Είπε και τράβηξε κατά το Κεφαλόβρυσο του Καρπενησίου. Εσκοτώθηκαν Τούρκοι έως οχτακόσιοι. Από τους δικούς του δεκατρείς. Και τριάντα λαβωμένοι. Τον έφεραν από το Καρπενήσι στο Μεσολόγγι στον ώμο. Και τον ταφιάσανε με μοιρολόγια και κλάηματα. Όπως παλαιά οι Αχαιοί τον Πάτροκλο.
Κι από την άλλη στο σχήμα το κηφηναριό του πατριάρχη. Οι πρίντζιπες, οι καλαμαράδες, οι σπουδαγμένοι στην Ευρώπη με τα ψαλιδοκέρια και τις βελάδες. Οι Φαναριώτες που προσφωνάζουνταν Εξοχότατε και Γενναιότατε! Κι όσες φορές πέτυχαν να ηγηθούν στις μάχες, έσπειραν στους Έλληνες το θρήνο και τη συφορά. Μαυροκορδάτος, Νέγρης, ο άθλιος Κωλέττης, κι όλη η συναφής κουλουμωτή μύγα.
Θα κατεβούν στη σηκωμένη χώρα σα θολωμένα ρέματα και λασπουριά. Θα κοιταχτούν πονηρά με τα δύο και τα τέσσερα στραβά τους. Θα συναγροικηθούν αστραπιαία στις γωνίες και στα σκοτεινά. Και θ’ αμολήσουν στον τόπο τις όχεντρες. Δεκαπέντε μήνους επολέμησαν οι Έλληνες τον τύραννο. Κι αν ήθελαν βαστάξει μονιασμένοι ως το τέλος, θα τον εφτάνανε στην Κόκκινη Μηλιά. Αλλά τους άλλους πεντέμισυ χρόνους σφαξόντανε μεταξύ τους. Και το σπαθί να βυθίζεται στη λαβή. Αυτό ήταν το έργο των Φαναριωτών, των δεσποτάδων, και της ελληνοεβραίικης ανομίας.
-Τι κοιτάς, Κολοκοτρώνη μου, με το μάτι σου στυλωμένο τόση ώρα εκεί, κατά τα βουνά;
-Α! βλέπω πίσω από τα βουνά. Εκεί στην πόρτα τ’ Αναπλιού. Και τους καλαμαράδες να πλέκουν ένα γαϊτανάκι. Μα ένα γαϊτανάκι!
Κι άλλη φορά σε μια σύναξη γυρίζει άγρια ο Γέρος κατά το δεσπότη της Άρτας:
-Μη μου βροντάς, παπά, το πασουμάκι στο τραπέζι, γιατί βροντώ το σπαθί, και σου κόβω το κεφάλι.
Πήρε φόρα το ράσο του δεσπότη, κι ακόμη λακάει. Από το Μοριά στην Άρτα με τα πόδια. Και με τα πασουμάκια.
Ποιος είναι ο Γρηγόριος ο Ε’;
Είναι εκείνος που σύνταξε το κείμενο του αφορισμού στα 1799. Και η εκκλησία το βρόντηξε αργότερα στην ανθρωπιά του Καΐρη, όπως η κατάρα τον κεραυνό στο μέτωπο του Κάιν. Του φωτισμένου σοφού, και του ήρωα στους ιερούς αγώνες Καΐρη. Γιατί άρχισε να ξεμπροστιάζει τους παπάδες, και να φωτίζει τον κοσμάκη.
Ποιος είναι ο Γρηγόριος ο Ε’;
Είναι ο ίδιος που αφόρισε τον Υψηλάντη και τους Φιλικούς. Το μεγαλείο και το μυστήριο της Εταιρείας.
Θα μου ειπείς πως τον εκρέμασε ο σουλτάνος. Θα σου ειπώ, μα πώς αλλιώς λοιπόν; Επρόδωσε την καταχθόνια συμφωνία τους. Εκοιμήθηκε. Και χωρίς να το νιώσει άφηκε να ξεσφίξει η θηλειά στο λαιμό του ραγιά. Εφούσκωσε στο σκαφίδι το προζύμι του εθνικού άρτου, και πια δεν ημπορούσε να το κρατήσει με τίποτα.
Ποιος είναι ο Γρηγόριος ο Ε’;
Είναι αυτός που στα 1819 με πατριαρχικό φιρμάνι απαγόρεψε στους παπάδες να βαφτίζουν τα παιδιά μας με ονόματα ελληνικά. Καταλαβαίνεις τι σου λέω, τίμιε αναγνώστη;
Ποιος είναι ο Γρηγόριος ο Ε’;
Είναι ο πατριάρχης που έσκασε από το κακό του, γιατί τον εμπόδισαν και δεν επρόφταξε να αφορίσει το Ρήγα. Το μεγαλομάρτυρα Ρήγα.
Ποιος είναι ο Γρηγόριος ο Ε’;
Είναι ο πατριάρχης που βλέπουμε τον ανδριάντα του μπροστά στο εθνικό πανεπιστήμιο. Δίπλα στο Ρήγα. Πού ξανακούστηκε τέτοιο κυλώνειο άγος! Ο Λεωνίδας κι ο Εφιάλτης αγκαλιά. Η ελληνική σχιζοφρένεια αγαλματοποιημένη μπροστά στα πόδια της ελληνικής παιδείας. Μπροστά στο αγνό βάθρο του μέλλοντος των παιδιών μας. Αυτή η συμβολική στιγμή και εικόνα, ο Γρηγόριος Ε’ δίπλα στο Ρήγα μπροστά στο πανεπιστήμιο, είναι το σύμβολο παλλάδιο της μουλαροσποράς μας.
Ο καημένος ο Κολοκοτρώνης. Είπε κάποτε πως μια μέρα το πανεπιστήμιο θα γκρεμίσει το παλάτι. Λάθος, σοφέ μου γέρο. Γιατί αφόντας εστήσανε μπροστά στο πανεπιστήμιο τον πατριάρχη, η νεότερη Ελλάδα είχε παίξει πια τη ζαριά της στο Ρουβίκωνα. Είχε πάρει το δρόμο της. Τη στράτα του κακού και της ανεμοζάλης. Η Ελλαδοελλάδα αποσύρθηκε, άκρα πικραμένη και περήφανη. Και άφηκε την Εβραιοελλάδα να ξερογλείφεται σα μαϊμού απάνου στη σκηνή του καραγκιόζη:
«Γειά σου, μάνα μου Ελλάς, είμαι κλεφτοφουκαράς».
Η σμαρδή και φαναριώτικη πολιτική στον Αγώνα, με Μαυροκορδάτο και Κωλέττη και παπάδες, θα περάσει ύστερα, και θα δώσει το ρυθμό και τον τόνο της στην πολιτική ιστορία της «νεότερης Ελλάς». Φατρίες, κομματισμός, αρριβισμός, βουλευτοτσιφλικάδικα. Εθνική αφασία, ξενοκίνητα νήματα της μαριονέττας, το αγγλόφιλο, το γαλλόφιλο, το ρωσόφιλο. Πολιτική του ρουσφετιού και της ασυδοσίας, δουλοφροσύνη, λεονταρισμοί, απαξία, ιδιοτέλεια. Ό,τι ανθίζει πια, κι ό,τι καρπίζει σήμερα στη χώρα. Νούλες και κουλούρηδες, χάχηδες και σάκηδες, ντόρες και ντορήδες.
Περάστε κόσμε.
Έξω από τα λίγα αργά φωτεινά διαλείμματα. Το αγγελικό και μαύρο φως του ποιητή. Που ο ένας θα περάσει μια Κυριακή πρωί μπροστά στον αη-Σπυρίδωνα. Που ο άλλος θα ειπεί κατάδακρυς: «Ώστε λοιπόν, ανθ’ ημών Γουλιμής!». Και ο τρίτος θα σημειώσει σιωπηλά στο καλεντάρι του: 1 Νοεμβρίου 1920.
Η τελευταία πράξη της τραγωδίας, η ταφόπλακα δηλαδή που σκέπασε το φονικό, ανάλογη με την ταφόπλακα του 843 που έθαψε την αρχαία Ελλάδα, ήταν το διάταγμα του ελληνικού κράτους να ονομάσει το Υπουργείο για τη μόρφωση των παιδιών μας Υπουργείο των Εκκλησιαστικών. Και λίγο αργότερα Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. Και τούτο το άνομο όνομα και νόημα τέρας το φέρνει μέχρι σήμερα. Η εθνική σχιζοφρένεια υπογράφτηκε και σφραγίστηκε με τη μεγάλη του Κράτους σφραγίδα.
Ακούσατε πουθενά σε Ευρώπη ή σε Αμερική, σε Σαχαλίνη, Ταγκανίκα ή Εσκιμώους, η παιδεία ενός έθνους, η μεγάλη ελπίδα και το μυστήριο των μυστηρίων του, να μπερδεύεται με το αντερί και το ράσο; Οι Ελληνοεβραίοι πολλοί θωρούν ακίνητοι τον πατριάρχη μπροστά στο πανεπιστήμιο, και φουσκώνουν σά διάνοι. Οι Ελληνοέλληνες λίγοι μιλούν για την εθνική σχιζοφρένεια, και ψιθυρίζουν σαν το μεγάλο Σολωμό: «Αλλίμονον, η δάφνη κατεμαράνθη!». Και κλαίνε.
Αλλά πέστε να πάψουν επάνω οι φωνές των γυναικών. Και σταματήστε τα δάκρυα για τον Ορέστη. Γιατί κάπου βαθιά στον καθένα μας υπάρχουν κρυμμένοι οι Έλληνες. Και περιμένουν. Τό ‘δειξε ο Θοδωράκης και ο Σολωμός. Τό ‘δειξε ο Καποδίστριας και η Λιογέννητη. Τό ‘δειξε το ‘12-’13 και ο Τρικούπης. Τό ‘δειξε ο Γοργοπόταμος, ο Καβάφης, και το ύψωμα 731 κοντά στο Βεράτι.
Έλληνες θα ειπεί δύο και δύο τέσσερα στη γη. Όχι δύο και δύο είκοσι δύο στον ουρανό.
Έλληνες θα ειπεί να τελείς στους νεκρούς τις χοές της Ηλέκτρας. Όχι κεριά στους νεκρόλακκους, και δηνάρια στο σακούλι του τουρκόπαπα.
Έλληνες θα ειπεί να προσκυνάς τακτικά στους Δελφούς το γνώθι σαντόν. Όχι να κάνεις την εξομολόγηση στους αγράμματους πνευματικούς και στους μαύρους ψυχοσώστες.
Έλληνες θα ειπεί να σταθείς μπροστά στη στήλη του Κεραμεικού και να διαβάσεις το επιτύμβιο: ΣΤΑΘΙ ΚΑΙ ΟΙΚΤΙΡΟΝ. Σταμάτα, και δάκρυσε• γιατί δε ζω πιά. Κι όχι να σκαλίζεις πάνω σε σταυρούς κορακίστικα λόγια και νοήματα: προσδοκώ ανάσταση νεκρών.
Έλληνες θα ειπεί το πρωί να γελάς σαν παιδί. Το μεσημέρι να κουβεντιάζεις φρόνιμα. Και το δείλι να δακρύζεις περήφανα. Κι όχι το πρωί να κάνεις μετάνοιες στα τούβλα. Το μεσημέρι να γίνεσαι φοροφυγάς στο κράτος και επίτροπος στην ενορία σου. Και το βράδυ να κρύβεσαι στην κώχη του φόβου σου, και να ολολύζεις σα βερέμης. Ακόμη κι ο Ελύτης, καθώς εγέρασε, τό ‘ριξε στους αγγέλους και στα σουδάρια. Τι απογοήτεψη…
Έλληνες θα ειπεί όσο ζεις, να δοξάζεις με τους γείτονες τον ήλιο και τον άνθρωπο. Και να παλεύεις με τους συντρόφους τη γη και τη θάλασσα. Και σαν πεθάνεις, να μαζεύουνται οι φίλοι γύρω από τη μνήμη σου, να πίνουνε παλιό κρασί, και να σε τραγουδάνε:
«Τρεις αντρειωμένοι εβούλησαν να βγουν από τον Άδη.
Ένας το Μάη θέλει να βγει κι άλλος τον Αλωνάρη.
Κι ο Δήμος τ’ αγια-Δημητριού ν’ ανοίξει γιοματάρι.
Μια λυγερή τους άκουσε, γυρεύει να την πάρουν.
Κόρη, βροντούν τ’ ασήμια σου, το φελλοκάλιγό σου,
και τα χρυσά γιορντάνια σου, θα μας ακούσει ο Χάρος».
Πηγή: Αποσπάσματα από το βιβλίο «Γκέμμα» του Δημήτρη Λιαντίνη (κεφάλαιο «Ο Ελληνοέλληνας»)
Τρίτη, Μαΐου 04, 2010
Του Έλληνα ο τράχηλος ζυγό δεν υποφέρει!
Αμ πως!
Μία είναι η Ελλάδα και ποτέ δεν πεθαίνει...
εμείς δεν φταίγαμε....
όταν εμείς δίναμε τα φώτα του πολιτισμού...
οι ξένοι συνωμοτούν εναντίον μας...
οι τράπεζες που έδιναν αβέρτα κουβέρτα δάνεια και πιστωτικές μας παγίδεψαν...
μας μισούν γιατί κανείς απ' αυτούς τους ξένους δεν ξέρει να ζήσει όπως ο Έλληνας...
Ναι, κι εγώ προχτές διασχίζοντας την Πατησίων, είδα πέντε-έξι Βριλ να πίνουν φραπέ αραγμένα στη στάση του λεωφορείου.
Μία είναι η Ελλάδα και ποτέ δεν πεθαίνει...
εμείς δεν φταίγαμε....
όταν εμείς δίναμε τα φώτα του πολιτισμού...
οι ξένοι συνωμοτούν εναντίον μας...
οι τράπεζες που έδιναν αβέρτα κουβέρτα δάνεια και πιστωτικές μας παγίδεψαν...
μας μισούν γιατί κανείς απ' αυτούς τους ξένους δεν ξέρει να ζήσει όπως ο Έλληνας...
Ναι, κι εγώ προχτές διασχίζοντας την Πατησίων, είδα πέντε-έξι Βριλ να πίνουν φραπέ αραγμένα στη στάση του λεωφορείου.
Τρίτη, Απριλίου 13, 2010
Αντίο ρε Μάνο...
Πέμπτη, Απριλίου 01, 2010
Οι γονείς μου ήταν αχτύπητοι!
Πώς ήταν οι γονείς σας, πριν γίνουν οι... γονείς σας;
Πριν γίνουν "η μαμά" και "ο μπαμπάς";
Πόσο συχνά σκεφτόμαστε ότι υπήρξαν κι εκείνοι νέοι, έφηβοι, ερωτευμένοι, αστείοι, μοντέρνοι, κούκλοι;
Ότι είχαν κάποτε μια ζωή συναρπαστική, ότι είχαν υπάρξει κι εκείνοι "άγρια νιάτα", ότι είχαν κάνει τρέλες και είχαν διασκεδάσει μέχρι τελικής πτώσεως;
Εγώ πάντως ελάχιστες.
Μόνο πού και πού όταν πέφτει καμιά παλιά φωτογραφία στα χέρια μου συλλογίζομαι "πω, πω, κούκλα ήταν η μάνα μου εδώ", ή "καλά αυτό το βλέμμα του πατέρα μου όλα τα λεφτά", κι ύστερα το ξεχνάω πάλι και πάμε παρακάτω.
Ε, λοιπόν, ο Eliot Glazer σκέφτηκε ακριβώς αυτό, κι έφτιαξε το My Parents Were Awesome. Πάτε να το χαζέψετε.
Θα σας βοηθήσει να θυμηθείτε πως οι γονείς σας δεν ήταν πάντα "γονείς" κι ούτε γεννήθηκαν μ' αυτό το ταμπελάκι κολλημένο στο κούτελο.
Και θα σας κάνει να γελάσετε σε πολλές στιγμές, αλλά και να συγκινηθείτε.
Κι αν θέλετε, στείλτε καμιά φωτογραφία απ' τα νιάτα των γονιών ή των παππούδων σας. Θα ήταν όμορφη σκέψη κι ίσως να συγκινούσε κι εκείνους, τους "γονείς" σας.
Καλό Πάσχα σε όλους.
Κυριακή, Μαρτίου 21, 2010
Τρίτη, Μαρτίου 16, 2010
LuShae Jewelry review Μια μοναδική ευκαιρία να κάνετε δικό σας ένα εκπληκτικό κόσμημα
Κοσμήματα, λάμψη, πολύτιμες και ημιπολύτιμες πέτρες, χρυσό, πλατίνα, ασήμι, χρώμα...
Υπάρχει γυναίκα σ' αυτόν τον πλανήτη που δεν αγαπά τα κοσμήματα;
Που σε κάποια στιγμή της ζωής της δεν είχε ένα κόσμημα-φετίχ που δεν έβγαζε από πάνω της;
Εγώ πάντως δεν έχω γνωρίσει καμιά που να μην έχει έστω ένα μικρό, διακριτικό κόσμημα στο συρτάρι της ακόμη κι αν δεν το φορά τόσο συχνά.
Αν τώρα σας πω ότι μπορείτε ν' αποκτήσετε ένα υπέροχο κομμάτι σε τιμή απίστευτα προσιτή (όχι πολύ παραπάνω δηλαδή απ' όσα θα δίνατε για τα συνηθισμένα φω-μπιζού) τι θα λέγατε;
Ρίξτε μια ματιά στα LuShae Jewelry και θα με θυμηθείτε.
Όλα τα κομμάτια τους είναι εξαιρετικά. Θα βρείτε κλασσικά αλλά και μοντέρνα σχέδια, πολύτιμες και ημιπολύτιμες πέτρες, ασήμι, πλατίνα και χρυσό, πανέμορφα δαχτυλίδια, μενταγιόν και σκουλαρίκια και με δυο λόγια, κάτι για όλα τα γούστα.
Κύριοι της μπλογκόσφαιρας, μόλις σας έσωσα από το άγχος του "τι δώρο παίρνουμε τώρα". Επέτειοι, γιορτές, γενέθλια, δώρα για φίλες, αγαπημένες, γυναίκες, κόρες, μαμάδες, ορίστε η λύση: Ένα εκπληκτικό κομμάτι που δεν θα σας κοστίσει περισσότερο από ένα άρωμα, κι ελάχιστα παραπάνω από ένα φτηνό φω-μπιζού.
Κι εσείς κορίτσια μη διστάσετε, αγοράστε κάτι για τον εαυτό σας, για μια καλή σας φίλη, για την κόρη σας, για την αδελφή σας, για τη μητέρα σας (θυμηθείτε όλοι τη γιορτή της μητέρας σε δυο μήνες), και μη φοβάστε, το αντέχει η τσέπη σας.
Την παρούσα στιγμή υπάρχουν σημαντικές εκπτώσεις στο site και για λίγο καιρό θα έχετε την ευκαιρία να παραγγείλετε χωρίς να πληρώσετε ούτε ένα ευρώ για μεταφορικά!
Είχα την τύχη να παραλάβω ένα κόσμημα της επιλογής μου, δωρεάν από την LuShae Jewelry για να γράψω μια κριτική γι' αυτό.
Θ' αρχίσω από το μοναδικό αρνητικό που μπόρεσα να βρω: Μου πήρε ώρα ν' αποφασίσω ποιο κόσμημα μου άρεσε πιο πολύ! Ή να πω καλύτερα ώρες;
Η επιλογή μου ήταν το υπέροχο δαχτυλίδι Golden Mystique αν και βασανίστηκα ανάμεσα σ' αυτό και σ' ένα εκπληκτικό μενταγιόν με αμέθυστο.
Το κόσμημα έφτασε στα χέρια μου πολύ γρήγορα (σε δέκα μέρες), και η πραγματικότητα με εξέπληξε ευχάριστα. Θα έλεγα πως η φωτογραφία του το αδικεί. Η λάμψη του είναι υπέροχη, τα χρώματα της πέτρας όνειρο, καλοφτιαγμένο και με προσοχή στη λεπτομέρεια.
Περιττό να σας πω ότι κάθομαι και χαζεύω με τις ώρες τα χρώματά της και την λάμψη του στο φως του ήλιου. Μαγεία!
Καλές αγορές, κορίτσια κι αγόρια.
Jewellery, sparkle, precious gems and semiprecious stones, gold, platinum, silver, colour ...
Is there a woman in this world who does not love jewellery?
Or one who never had a favorite piece of jewellery that wore 24h/day?
I certainly have not met any woman yet, who doesn’t have even a small, tasteful piece of jewellery.
If I told you that you can have a wonderful piece in incredibly affordable price (i.e. not much more than what you would spend for a usual costume-jewellery) what would you say?
Take a look at LuShae Jewelry and mark my words.
All items are excellent. You will find classic and modern designs, precious and semiprecious stones, silver, platinum and gold, beautiful rings, pendants and earrings in a few words it has something for all tastes.
Gentlemen of the blogosphere, I just saved you from the usual stress of "what gift should I buy for her now." Anniversaries, name days, birthdays, gifts for friends, beloved ones, wifes, daughters, mothers, here's the solution.
Choose a stunning piece of jewellery that will not cost you more than one perfume, and just a little bit more than some cheap costume jewellery.
And you ladies, don’t hesitate, buy something for yourself, for a dear friend, for your daughter, for your sister or your mother (remember all the Mother's Day in two months), and don’t be afraid, you can afford it.
For the moment there are great discounts on LuShae Jewelry and for a limited time you will have the opportunity to order without paying a single euro on shipping!
I had the opportunity to receive a piece of my choice from LuShae Jewelry for review.
To be honest, this is the only negative fact about the whole thing: It took me at least an hour to decide the one piece I liked more! Or should I say hours?
My choice was the exquisite ring Golden Mystique, although it took me some time to choose between this and a stunning pendant with amethyst.
The jewellery came into my hands very quickly (in ten days), and I was pleasantly surprised. I can honestly say that the photo does not do justice to this ring. The sparkle is amazing, the stone colours are dreamy, it’s well made with attention to detail.
Needless to say I spend hours marvelling at how it sparkles in the sunlight. Magic!
Happy shopping, ladies and gentlemen!
Υπάρχει γυναίκα σ' αυτόν τον πλανήτη που δεν αγαπά τα κοσμήματα;
Που σε κάποια στιγμή της ζωής της δεν είχε ένα κόσμημα-φετίχ που δεν έβγαζε από πάνω της;
Εγώ πάντως δεν έχω γνωρίσει καμιά που να μην έχει έστω ένα μικρό, διακριτικό κόσμημα στο συρτάρι της ακόμη κι αν δεν το φορά τόσο συχνά.
Αν τώρα σας πω ότι μπορείτε ν' αποκτήσετε ένα υπέροχο κομμάτι σε τιμή απίστευτα προσιτή (όχι πολύ παραπάνω δηλαδή απ' όσα θα δίνατε για τα συνηθισμένα φω-μπιζού) τι θα λέγατε;
Ρίξτε μια ματιά στα LuShae Jewelry και θα με θυμηθείτε.
Όλα τα κομμάτια τους είναι εξαιρετικά. Θα βρείτε κλασσικά αλλά και μοντέρνα σχέδια, πολύτιμες και ημιπολύτιμες πέτρες, ασήμι, πλατίνα και χρυσό, πανέμορφα δαχτυλίδια, μενταγιόν και σκουλαρίκια και με δυο λόγια, κάτι για όλα τα γούστα.
Κύριοι της μπλογκόσφαιρας, μόλις σας έσωσα από το άγχος του "τι δώρο παίρνουμε τώρα". Επέτειοι, γιορτές, γενέθλια, δώρα για φίλες, αγαπημένες, γυναίκες, κόρες, μαμάδες, ορίστε η λύση: Ένα εκπληκτικό κομμάτι που δεν θα σας κοστίσει περισσότερο από ένα άρωμα, κι ελάχιστα παραπάνω από ένα φτηνό φω-μπιζού.
Κι εσείς κορίτσια μη διστάσετε, αγοράστε κάτι για τον εαυτό σας, για μια καλή σας φίλη, για την κόρη σας, για την αδελφή σας, για τη μητέρα σας (θυμηθείτε όλοι τη γιορτή της μητέρας σε δυο μήνες), και μη φοβάστε, το αντέχει η τσέπη σας.
Την παρούσα στιγμή υπάρχουν σημαντικές εκπτώσεις στο site και για λίγο καιρό θα έχετε την ευκαιρία να παραγγείλετε χωρίς να πληρώσετε ούτε ένα ευρώ για μεταφορικά!
Είχα την τύχη να παραλάβω ένα κόσμημα της επιλογής μου, δωρεάν από την LuShae Jewelry για να γράψω μια κριτική γι' αυτό.
Θ' αρχίσω από το μοναδικό αρνητικό που μπόρεσα να βρω: Μου πήρε ώρα ν' αποφασίσω ποιο κόσμημα μου άρεσε πιο πολύ! Ή να πω καλύτερα ώρες;
Η επιλογή μου ήταν το υπέροχο δαχτυλίδι Golden Mystique αν και βασανίστηκα ανάμεσα σ' αυτό και σ' ένα εκπληκτικό μενταγιόν με αμέθυστο.
Το κόσμημα έφτασε στα χέρια μου πολύ γρήγορα (σε δέκα μέρες), και η πραγματικότητα με εξέπληξε ευχάριστα. Θα έλεγα πως η φωτογραφία του το αδικεί. Η λάμψη του είναι υπέροχη, τα χρώματα της πέτρας όνειρο, καλοφτιαγμένο και με προσοχή στη λεπτομέρεια.
Περιττό να σας πω ότι κάθομαι και χαζεύω με τις ώρες τα χρώματά της και την λάμψη του στο φως του ήλιου. Μαγεία!
Καλές αγορές, κορίτσια κι αγόρια.
Jewellery, sparkle, precious gems and semiprecious stones, gold, platinum, silver, colour ...
Is there a woman in this world who does not love jewellery?
Or one who never had a favorite piece of jewellery that wore 24h/day?
I certainly have not met any woman yet, who doesn’t have even a small, tasteful piece of jewellery.
If I told you that you can have a wonderful piece in incredibly affordable price (i.e. not much more than what you would spend for a usual costume-jewellery) what would you say?
Take a look at LuShae Jewelry and mark my words.
All items are excellent. You will find classic and modern designs, precious and semiprecious stones, silver, platinum and gold, beautiful rings, pendants and earrings in a few words it has something for all tastes.
Gentlemen of the blogosphere, I just saved you from the usual stress of "what gift should I buy for her now." Anniversaries, name days, birthdays, gifts for friends, beloved ones, wifes, daughters, mothers, here's the solution.
Choose a stunning piece of jewellery that will not cost you more than one perfume, and just a little bit more than some cheap costume jewellery.
And you ladies, don’t hesitate, buy something for yourself, for a dear friend, for your daughter, for your sister or your mother (remember all the Mother's Day in two months), and don’t be afraid, you can afford it.
For the moment there are great discounts on LuShae Jewelry and for a limited time you will have the opportunity to order without paying a single euro on shipping!
I had the opportunity to receive a piece of my choice from LuShae Jewelry for review.
To be honest, this is the only negative fact about the whole thing: It took me at least an hour to decide the one piece I liked more! Or should I say hours?
My choice was the exquisite ring Golden Mystique, although it took me some time to choose between this and a stunning pendant with amethyst.
The jewellery came into my hands very quickly (in ten days), and I was pleasantly surprised. I can honestly say that the photo does not do justice to this ring. The sparkle is amazing, the stone colours are dreamy, it’s well made with attention to detail.
Needless to say I spend hours marvelling at how it sparkles in the sunlight. Magic!
Happy shopping, ladies and gentlemen!
Παρασκευή, Μαρτίου 12, 2010
Άσχετο, αλλά αναρωτιέμαι...
...είμαι η μόνη που σιχαίνομαι οικτρά τα jingles του τζάμπο; Εε, εε;
Είμαι;
Γιατί ένα κάρο κόσμος τα βρίσκει αστεία λέει κι εμπνευσμένα (!) λέει...
Ή στραβός είναι ο γιαλός...
Είμαι;
Γιατί ένα κάρο κόσμος τα βρίσκει αστεία λέει κι εμπνευσμένα (!) λέει...
Ή στραβός είναι ο γιαλός...
Παρασκευή, Φεβρουαρίου 26, 2010
Τη φούντα σου τινάζεις...
Χτες, που λες κυρία μου -όπως λέει κι ο Λαζόπουλος-, επιτέλους πήρα μια ανάσα.
Αναθάρρησα λίγο.
Είπα, ούφ, αυτό ήταν, τον περάσαμε τον σκόπελο, έφυγαν τα δύσκολα.
Είχα τηλεφωνήσει στο Άνιμα και μίλησα με τα παιδιά εκεί. Ο Λάκης μου πήγαινε καλύτερα.
Του έκανε πολύ καλό, μου 'πε το παιδί, η προχτεσινή επίσκεψή μας εκεί. Ένιωσε ασφάλεια κοντά στα γνώριμά του πρόσωπα, πήρε λίγο τα πάνω του.
Γιατί οι δεκαοχτούρες είναι άγρια πουλιά, δεν είναι όπως τα περιστέρια, κυρία μου.
Όμως τον Λάκι τον είχαμε μεγαλώσει στα χέρια, στα χάδια και στις αγκαλιές. Ήταν ημιήμερος όπως είπε χαριτολογώντας το παλικάρι.
Κι είχε δίκιο, έτσι ήταν. Το είχα δει κι εγώ όσο ήμουν εκεί και τον κράταγα στην αγκαλιά μου.
Είχε κουρνιάσει για ώρα κι είχε ακουμπήσει το κεφαλάκι του κάτω απ' το σαγόνι μου όσο τον χάϊδευα και του μιλούσα. Κι ενώ μέχρι τότε δεν είχε φάει, ούτε είχε πιει μόνος του, από τα χέρια μου ήπιε νερό, από τα χέρια μου έφαγε. Τίναξε και τα φτεράκια του, σκαρφάλωσε στο χέρι μου όπως το συνήθιζε, ανέβηκε ως τον ώμο μου κι άραξε εκεί όπως έκανε πάντα.
Χτες λοιπόν που τηλεφώνησα ξανά στα παιδιά, μου είπαν "πάμε καλύτερα". Είχε αρχίσει ο μικρός κι έτρωγε ξανά μόνος του, έπινε νεράκι, κι όλα έδειχναν καλά. Το πρήξιμο στο κεφαλάκι του είχε υποχωρήσει λιγάκι, την αντιβίωση του τη σταμάτησαν, και μάλιστα ο άνθρωπος που τον φρόντιζε μου είπε ότι τον έβγαλε απ' το κλουβάκι και τον κράτησε στο χέρι όπως είδε να κάνω κι εγώ, κι ο Λάκις έτρωγε επίσης από τη χούφτα του.
Έτσι λοιπόν που λες κυρία μου, συμπέραναν πως ήταν καλύτερο να πάμε να τον πάρουμε.
Θα μπορούσε να αναρρώσει καλύτερα σε οικείο περιβάλλον, εκεί όπου είχε μάθει κι είχε μεγαλώσει, με το να μας ακούει και να μας βλέπει, να τον φροντίζουμε και να τον ταΐζουμε έτσι όπως ήταν μαθημένος.
Χάρηκα.
Πήρα ανάσα.
Είπα ουφ, επιτέλους. Θα τον φέρω στο σπίτι, θα τον νιώθω ξανά κοντά μου. Κι άρχισα να ψάχνω στο δίκτυο για κλουβάκι. Για κάτι μεγάλο. Ίσως σαν κι αυτά που βάζουμε τους παπαγάλους. Ή τα άλλα, όπου βάζουν τα λαγουδάκια. Κάτι να είναι άνετο, να έχει χώρο, να έχει το φαγάκι και το νεράκι του κοντά. Αν και στο χέρι θα τον τάιζα πάλι, αλλά δεν έχει σημασία.
Το σημαντικό ήταν να τον έχουμε πάλι σπίτι. Για να μπορώ να κοιμηθώ ήσυχα τις νύχτες. Για να μπορώ να κοιμηθώ ξανά στην κρεβατοκάμαρά μου, εκεί όπου είχαμε το κουτάκι του τόσο καιρό, κι όχι στο σαλόνι όπου κοιμόμουν τις τελευταίες μέρες. Γιατί ξέρεις, κυρία μου, τι είναι να έχεις μάθει πριν κοιμηθείς να λες "καληνύχτα, Λάκι" και ν' ακούς τον Λάκι να σου απαντάει με πέντε-έξι "δεκαοχτώ";
Ή να τον παίρνεις αγκαλιά και να του κουβεντιάζεις κι εκείνος να κάνει "κουου, κουου", μια φωνούλα διαφορετική από τη συνηθισμένη λαλιά των δεκαοχτούρων, που την κρατούσε μόνο για μας, μόνο για όταν τον είχα στην αγκαλιά μου και κούρνιαζε εκεί;
Κι έτσι συμφωνήσαμε να πάω σήμερα από 'κει το μεσημέρι να περάσω πάλι λίγη ώρα μαζί του αφού του έκανε τόσο καλό, και την Τρίτη που θα γύριζα από τα σαράντα του πατέρα μου, να πήγαινα να τον πάρω πίσω.
Κι ανάσανα.
Αλλά ο θεούλης έχει μερακλωθεί με τα τσάμικα τελευταία.
Και την τίναξε και πάλι τη φούντα του. Δεν την τίναξε απλώς, την ξεσκόνισε κανονικά.
Κι έτσι, που λες κυρία μου, σήμερα μπήκα όλο χαρά στο Κέντρο, κι ο άνθρωπος που ήταν εκεί με είδε και πάγωσε.
Καλημέρα παιδιά, λέω, ευτυχώς σας πρόλαβα.
Πήρατε τηλέφωνο πριν έρθετε; με ρωτά μουδιασμένος.
Όχι, γιατί να πάρω, αφού μιλήσαμε χτες.
... Ξέρετε, το πουλάκι δεν τα κατάφερε. Ήρθα σήμερα το πρωί και το βρήκα νεκρό. Σας έπαιρνα τηλέφωνο αλλά δεν σας έβρισκα.
Έκανα δυο βήματα πίσω. Αμάν, τι λέει, σκέφτηκα. Πώς γίνεται;
Τις υπόλοιπες κουβέντες δεν τις πολυθυμάμαι. Κάτι είπε εκείνος πως δεν το περίμεναν, πως τους έκανε κι εκείνους έκπληξη, πως αφού έδειχνε τόσο καλύτερα, αλλά πως μάλλον ο όγκος προχώρησε εσωτερικά στο μυαλουδάκι του ή ίσως αιμορράγησε εσωτερικά, κάτι θα είπα κι εγώ φυσικά αν και δε θυμάμαι τι είπα, κι ύστερα έμεινα εκεί να τους κοιτάζω και δεν ήξερα τι άλλο να πω.
Θέλετε να τον πάρετε; με ρώτησε ο άνθρωπος.
Να τον πάρω; επανέλαβα σαν ηλίθια.
Γιατί αν δεν θέλετε, δεν υπάρχει πρόβλημα, εμείς τα νεκρά ζώα τα στέλνουμε στο πανεπιστήμιο της Κρήτης, όπου γίνονται διάφορα τεστ dna και...
Όχι, όχι φυσικά και θα τον πάρω.
Μου τον έδωσαν στα χέρια, τυλιγμένο σε χαρτί μέσα σε μια σακουλίτσα. Τον πήρα, το κορμάκι του ήταν ακόμη ζεστό στις παλάμες μου.
Ευχαριστώ, είπα στα παιδιά, για ό,τι κάνατε, για τις προσπάθειές σας, για τη φροντίδα και τον κόπο σας, θα 'πα κι άλλα, δε θυμάμαι, έκλαιγα κιόλας, γύρισα άνοιξα την πόρτα, έφυγα.
Ο Λάκις στα χέρια μου, ένα βάρος διακοσίων γραμμαρίων, κι ένα βάρος εκατό μεγατόνων στην ψυχή και το μυαλό μου.
Πήρα τον Δ. τηλέφωνο. Πήρα, ξαναπήρα, ξαναπήρα, δεν απαντούσε. Θα το 'χει ξεχάσει σπίτι σκέφτηκα. Βρήκε τη μέρα...
Πήρα τη Γιάννα στο καπάκι. Είπα, είπα έκλαψα. Κάθισα στα σκαλιά μιας πολυκατοικίας, σηκώθηκα, προχώρησα, κάθισα σ' ένα παγκάκι μπροστά σε μια εκκλησία, είπα κι άλλα, έκλαψα κι άλλο, έκλεισα το τηλέφωνο. Κι ο Λάκις εκεί, διακόσια γραμμάρια βάρος στα χέρια μου μέσα.
Βγήκα στο δρόμο. Περνούσαν τα ταξί και δε σταματούσα κανένα. Κενό το μυαλό μου για κάποια ώρα, που λες κυρία μου.
Κάποια στιγμή σταμάτησα κάποιο, μπήκα, μου λέει ο ταρίφας, "κυρία μου, θα κάνουμε κάμποσο κύκλο, προηγείται η κυρία που έχω", κούνησα το κεφάλι, τι μ' ένοιαζε πόσο κύκλο θα 'κανε, ας με πήγαινε κι από Κρήτη, λίγο μ' ένοιαζε.
Κι ήρθα πίσω και κάθισα κι έκλαψα με την ησυχία μου, κυρία μου.
Και θα μου πεις τώρα εσύ καλή μου κυρία, μα βρε παιδάκι μου, κάνεις έτσι για το πουλί;
Για ένα αγριοπούλι, για μια δεκαοχτούρα; Εδώ πάει κόσμος, εδώ πάνε άνθρωποι, εδώ ο πατέρας σου δεν πάνε σαράντα μέρες που έφυγε, κι εσύ κάνεις έτσι για ένα πουλί;
Ναι λοιπόν κυρία μου, εγώ κάνω έτσι για ένα πουλί. Ο πόνος που λες κυρία μου, είναι πόνος. Και δεν πάει με το κιλό. Τρία κιλά πόνος όταν πέθανε ο πατέρας μου, δέκα κιλά πόνος όταν έφυγε ο Χρήστος, οχτώ κιλά πόνος όταν έχασα φίλους, μισό κιλό για κάθε γάτα που έφυγε απ' τα χέρια μου άλλοτε δηλητηριασμένη, άλλοτε χτυπημένη, άλλοτε πατημένη από αυτοκίνητο, κι άντε κι άλλο ενάμισι κιλό για τα δυο σκυλιά μου, οπότε ας αφήσουμε και μερικά γραμμάρια για το πουλί.
Όχι, λοιπόν κυρία μου, ο πόνος δεν είναι φέτα του μπακάλη να την κόψεις σε κομμάτια και να τη φας με ψωμί κι ελιά.
Ο πόνος είναι πόνος, κι ό,τι κι αν χάσεις πονάς. Ειδικά αν αυτό το κάτι το αγάπησες που λες κυρία μου. Κι ειδικά όταν αυτό το κάτι ήταν μια αθώα ψυχούλα που σου 'δωσε με τον δικό της τρόπο πίσω την αγάπη που της χάρισες στο δεκαπλάσιο.
Γιατί κυρία μου εσύ, κι εσύ κύριέ μου, που θα σκεφτείς πόσο ηλίθια μπορεί να είναι μια γυναίκα 36 χρόνων για να κλαίει για ένα αγριοπούλι, από δαύτα που βρωμάει ο τόπος, και που σας κουτσουλάνε τα ωραία σας μπαλκόνια και σας χαλούν τη μόστρα, απ' αυτά που δεν έχουν όμορφα χρώματα κι ούτε ωραίο κελάηδημα και δεν είναι μιας καλής ράτσας βρε αδερφέ να τα κλείσετε σ' ένα ωραίο κλουβί να τα κάνετε χάζι, εσείς κυρίες και κύριοι, δεν έχετε ποτέ σας ακούσει δίπλα στ' αυτί σας την ανάσα και το λαχάνιασμα που κάνει ένα μικρό πουλάκι τις πρώτες φορές που ανοίγει τα φτερά του και πετάει ένα γύρο.
Κι είστε πιο λίγοι, κι είστε πολύ πιο φτωχοί και πολύ πιο κακομοίρηδες και σας λυπάμαι όλους εσάς που ποτέ δεν μεγαλώσατε ένα ζώο, γιατί ναι, είστε λιγότεροι άνθρωποι.
Εγώ όμως, κυρία μου, εγώ κύριέ μου, το άκουσα αυτό και το έζησα και το άκουγα κάθε μέρα.
Γιατί όταν έβγαζα τον Λάκι απ' το κουτί του και τον κράταγα ψηλά πάνω στο χέρι μου, εκείνος άπλωνε τα όμορφα φτερά του και πέταγε κι έκανε δυο, τρεις κύκλους γύρω στο δωμάτιο κι ύστερα ερχόταν στο απλωμένο μου χέρι κι όπως τον έφερνα κοντά στ' αυτί μου, άκουγα την αναπνοή του και το μικρό του λαχάνιασμα όσο τον χάιδευα μέχρι να βρει πάλι την ανάσα του. Κι ύστερα, κυρία μου, του έδινα φρέσκο νεράκι στη δική του, την πορσελάνινη κούπα, κι αφού έπινε, βουτούσε άλλη μια και δροσιζόταν κι έγερνε το κεφαλάκι του και με κοίταζε λοξά. Έτσι όπως κοιτάζουν τα πουλάκια.
Έτσι όπως εσύ, κυρία μου, κι εσύ κύριέ μου, δεν πρόκειται να τα δεις, να τ' ακούσεις και να τα ζήσεις ποτέ.
Και που λες, κυρία μου, πήγα κι εγώ σήμερα και πήρα μια μεγάλη γλάστρα και μπόλικο χώμα, και δυο όμορφα γεράνια, και σε λίγο θα πάρω τον μικρό μου τον Λάκι και θα τον θάψω εκεί.
Κι αυτή τη γλάστρα θα τη βγάλω στο πίσω μπαλκόνι του σπιτιού μου, κυρία μου, δίπλα στην κρεβατοκάμαρά μου, εκεί όπου δεν θα τον ενοχλήσει ποτέ ξανά κανείς και τίποτα, εκεί όπου θα έρχονται οι υπόλοιπες φιλενάδες του, οι άλλες δεκαοχτούρες της γειτονιάς και θα φωνάζουν τα πρωινά "δεκαοχτώ", όπως έκαναν κάθε μέρα.
Κι ας μην μπόρεσα να τον ελευθερώσω τον Λάκι μου όπως ήθελα να κάνω. Κι ας μην μπόρεσα ούτε να τον κρατήσω και να τον φροντίσω κι άλλο όπως ήθελα να κάνω.
Δεν πειράζει, ο Λάκις μου ελευθερώθηκε πια ούτως ή άλλως μόνος του.
Και να σου πω και κάτι άλλο, κυρία μου και κύριέ μου;
Δεν πειράζει ούτε και για τους θεούς ούτε και για τα φεγγαράκια. Γιατί τώρα έχω δικό μου μέσο εκεί ψηλά. Τόσο δικό μου που περισσότερο δε γίνεται.
Τρίτη, Φεβρουαρίου 23, 2010
Σε παρακαλώ, παππού Θεέ...
Χρόνια, χρόνια πίσω, τότε που ήμουν πιτσιρίκι στις πρώτες τάξεις του δημοτικού, και πίστευα ακόμη ακράδαντα στην παρουσία του θεού, προσευχόμουν αποκαλώντας τον "παππού Θεέ", όπως τον έλεγε κι ο Μέλιος, στο Συννεφιάζει του Λουντέμη όταν προσευχόταν για τον μικρό Σουκρή...
Επιπλέον, τον δικό μου τον παππού τον είχα χάσει όταν ήμουν δεν ήμουν τεσσάρων και ίσα που τον θυμόμουν. Αλλά φανταζόμουν ότι κάτι τέτοιο ήταν κι ο Θεός βρε παιδί μου. Κάπως σαν τον παππού μου θα 'ταν, αφού έτσι τον έλεγε κι ο Μέλιος... Κι έτσι έκανα κι εγώ λοιπόν.. Καθόμουν στο κρεβάτι μου τις νύχτες κι άρχιζα: <Σε παρακαλώ, παππού Θεέ...>, παρακαλώντας μια για το ένα και μια για το άλλο.
Επίσης, τότε χρόνια πίσω, το φεγγαράκι τις νύχτες για μένα, ήταν συνδυασμένο με το παιδικό τραγουδάκι "φεγγαράκι μου λαμπρό, φέγγε μου να περπατώ, να πηγαίνω στο σχολειό, να μαθαίνω γράμματα, γράμματα σπουδάγματα, του Θεού τα πράγματα".
Το κοίταζα τα βράδυα απ' την ταράτσα του πατρικού σπιτιού μου όπου ήμουν συνήθως σκαρφαλωμένη και καθισμένη στα... κεραμίδια, σαν τις κεραμιδόγατες που μάζευα, και του 'κλεινα το μάτι, και του 'λεγα το τραγουδάκι του... Έτσι το 'βλεπα, ότι το φεγγαράκι θα χαίρεται που του 'λεγα το ωραίο τραγουδάκι που είχαν γράψει για λογαριασμό του και ότι επίσης θα με προσέχει κι αυτό όπως κι ο "παππούς Θεός" από εκεί πάνω.
Τώρα, χρόνια μετά, ο 'παππούς Θεός' έχει αλλάξει όνομα και μορφή αλλά και ιδιότητα.
Τώρα τον έχω ντύσει περισσότερο στο μυαλό μου με τους στίχους του Ορφέα Περίδη στο Μεταφυσικό του:
... Πονηρέ θεούλη, πατάς εκεί που μας πονάει,
και τ' άλλο πόδι σηκωμένο σ' ένα τσάμικο,
τη φούντα σου τινάζεις
και στην αιώνια ζωή μας κατεβάζεις...
Κι όσο για το φεγγαράκι, ο Περίδης με καλύπτει μια χαρά με τη συνέχεια των στίχων του:
...Φεγγάρι φέγγε μου να περπατώ στη νύχτα
ούτε και 'συ έχεις θεό μήτε πατρίδα
μόνο φωτίζεις
στην ακρόπολη τα παραμιλητά μου προσδιορίζεις...
Γι' αυτό σήμερα θα ζητήσω βοήθεια από εσάς τους υπολοίπους, που ίσως δε σας τέλειωσαν στην πορεία των χρόνων οι θεοί και τα φεγγαράκια.
Ο Λάκις μου, έχει χτυπήσει άσχημα στο κεφαλάκι του. Έπαθε σοβαρό αιμάτωμα με συνέπεια να χάσει το ένα του ματάκι και τώρα να παλεύει για τη ζωούλα του.
Κι όλα αυτά ένα μόλις μήνα πριν έρθει η ώρα να τον επιστρέψω στη μαμά φύση για να βρει το δρόμο του παρέα με τα υπόλοιπα πουλάκια εκεί έξω, κι αφού για έξι μήνες πάλεψα να τον αναστήσω να τον βοηθήσω να ζήσει και να μεγαλώσει, να γίνει ενήλικο γερό και δυνατό για να μπορεί να ζήσει μόνο του ελεύθερο.
Για την ώρα τον φιλοξενούν στο σύλλογο Προστασίας και Περίθαλψης Άγριας Ζωής, τον Άνιμα, στην Καλλιθέα, και κάνουν ό,τι μπορούν για να τον φροντίσουν.
Όσο κι αν στεναχωριέμαι, όσο κι αν δένεται το στομάχι μου κόμπος, όσο κι αν σκάζω και κλαίω, δε με νοιάζει πια που έχασε το ένα του ματάκι. Ούτε και που δε θα μπορέσω να τον αφήσω τελικά ελεύθερο, κι ας το ήθελα τόσο. Ο Λάκις δε θα μπορέσει να ζήσει πια στη φύση. Αν ήταν γατούλα, ή σκυλάκος ή κάποιο άλλο ζωντανό θα τα κατάφερνε, αλλά ως πουλί δε θα τα καταφέρει. Το ξέρω λοιπόν ότι θα αναλάβω τη φροντίδα του στο σπίτι για όλη την υπόλοιπη ζωούλα του και θα βρεθούμε ξανά στο μηδέν για να μάθει, να προσαρμοστεί στη νέα του πραγματικότητα και θα τον ταίζω πάλι στο χέρι και θα πρέπει να μείνει σε κλουβάκι κι όλα αυτά, αλλά δε με νοιάζει πια.
Το μόνο που θέλω είναι να τα καταφέρει και να ζήσει.
Σήμερα πήγα να τον δω και πέρασα μια ώρα στο Κέντρο, κρατώντας τον αγκαλιά, μιλώντας του και χαϊδεύοντάς τον, δίνοντάς του νεράκι κάθε τόσο και προσπαθώντας να τον κάνω να φάει λίγα σποράκια... Αρκετή ώρα μετά τσιμπολόγησε λίγα, αναθάρρησε λιγάκι, τίναξε τα φτεράκια του, σκαρφάλωσε στο χέρι μου, ανέβηκε στον ώμο μου, κι ύστερα γύρισε στην αγκαλιά μου και κούρνιασε εκεί για ώρα.
Έχω μαζέψει και βοηθήσει ένα σωρό αδέσποτα ζωντανά στη ζωή μου, γατιά και σκυλιά, αλλά με τον Λάκι σπαράζει η ψυχή μου και δεν αντέχω άλλο.
Δεν αντέχω, γι' αυτό ξαναλέω, σήμερα θα ζητήσω βοήθεια από όλους εσάς εδώ, που ακόμη δε χάσατε θεούς και φεγγαράκια.
Κάντε μια ευχή, κάντε μια μικρή προσευχή να τα καταφέρει ο μικρός Λάκις, να ζήσει κι ας είναι με ένα ματάκι.
Εγώ απλά δεν έχω άλλα δάκρυα να χύσω, δεν έχω άλλες ευχές να σκορπίσω στ' αυτιά του σύμπαντος, δεν έχω ούτε άλλες προσευχές, ούτε άλλη ψυχραιμία και δεν αντέχω άλλη μια απώλεια τώρα.
Όχι τώρα..
Τρίτη, Ιανουαρίου 26, 2010
Εν κατακλείδι
Εν κατακλείδι...
Θα ήθελα πίσω τα πέντε καλοκαίρια της ζωής μου που ξόδεψα δουλεύοντας στο νησί, χωρίς χρόνο για μια βουτιά στη θάλασσα, χωρίς ανάσα για να δω ένα ηλιοβασίλεμα.
Θα ήθελα πίσω κάμποσους χειμώνες στη διάρκεια των σπουδών μου όπου με την ψυχή στο στόμα έτρεχα να προλάβω παραδόσεις μαθημάτων και να συνδυάσω διάβασμα με νυχτερινή δουλειά η οποία δεν πληρωνόταν με όσα χρήματα κι αν έπαιρνα.
θα ήθελα πίσω κάποια χρόνια που ξόδεψα σε μια σχέση αδιέξοδη, κολλημμένη στο μπρος και πίσω, στο μαζί και χώρια, στο έλα και φύγε, ελπίζοντας πως τα πράγματα θα φτιάξουν και θα γίνουν καλύτερα, νομίζοντας πως έφτανε το ν' αγαπάς για να σώσεις τα πάντα.
Θα ήθελα πίσω τα χρόνια που εγκλωβίστηκα σε μια δουλειά που δεν αγαπούσα, γιατί "υπήρχε ανάγκη", και γιατί φοβήθηκα, γιατί αυτή η "ανάγκη" με γονάτισε, και δεν τόλμησα να δώσω ένα φάσκελο και να βρεθώ ξεκρέμαστη ώστε να ψάξω για κάτι καλύτερο.
Θα ήθελα πίσω στιγμές που έσκυψα το κεφάλι σε αδικίες, που δε φώναξα, δεν διεκδίκησα, δεν είπα αυτό που στ' αλήθεια πίστευα, άλλοτε από δειλία, άλλοτε για να προστατέψω τρίτους ανθρώπους που αγαπούσα και δεν ήθελα να τους πικράνω, αλλά πάντοτε εις βάρος του εαυτού μου.
Θα ήθελα πίσω όλες τις στιγμές, όλα τα χρόνια που έφυγαν και στα οποία αδίκησα τον εαυτό μου, δεν τον αγάπησα όσο του άξιζε, δεν τον πρόσεξα, δεν τον προστάτεψα, δεν τον κανάκεψα, δεν έτρεξα για μένα αλλά έτρεξα για τόσους άλλους, δεν ξόδεψα για μένα αλλά ξόδεψα για άλλους, και ξοδεύτηκα κι εγώ μαζί, θα ήθελα να μην υπήρχε αυτή η ρυτίδα καταμεσής στο μέτωπό μου που όλο και βαθαίνει, θα ήθελα πίσω λίγο από το γέλιο και την ξενοιασιά που έχουν φύγει τόσο μακριά ώστε μου φαίνονται ξένα, θα ήθελα να προλάβω το χρόνο που κυλάει, να τον κρατήσω για μένα, μια φορά για μένα, θα ήθελα να βρω ξανά κουράγιο να προχωρήσω, να διορθώσω όσα μπορούν να διορθωθούν, ν' απεγκλωβιστώ απ' όσα με πνίγουν, να βρω λιγάκι ξανά εμένα, να βρω την Ιφιγένεια.
Εν κατακλείδι, πριν δέκα μέρες έχασα τον πατέρα μου, κι ακόμα είμαι μουδιασμένη, και το μόνο που αντέχω να κάνω είναι να κινούμαι και να σπρώχνω την κάθε μέρα, κι ακόμα δεν το έχω συνηθίσει κι ακόμα δεν το έχω αποδεχτεί κι όλοι οι συνειρμοί που φέρνει το γεγονός του θανάτου δε με βοηθάνε, αλλά αυτό είναι κι έτσι έχουν τα πράγματα.
Εν κατακλείδι...
Θα ήθελα πίσω τα πέντε καλοκαίρια της ζωής μου που ξόδεψα δουλεύοντας στο νησί, χωρίς χρόνο για μια βουτιά στη θάλασσα, χωρίς ανάσα για να δω ένα ηλιοβασίλεμα.
Θα ήθελα πίσω κάμποσους χειμώνες στη διάρκεια των σπουδών μου όπου με την ψυχή στο στόμα έτρεχα να προλάβω παραδόσεις μαθημάτων και να συνδυάσω διάβασμα με νυχτερινή δουλειά η οποία δεν πληρωνόταν με όσα χρήματα κι αν έπαιρνα.
θα ήθελα πίσω κάποια χρόνια που ξόδεψα σε μια σχέση αδιέξοδη, κολλημμένη στο μπρος και πίσω, στο μαζί και χώρια, στο έλα και φύγε, ελπίζοντας πως τα πράγματα θα φτιάξουν και θα γίνουν καλύτερα, νομίζοντας πως έφτανε το ν' αγαπάς για να σώσεις τα πάντα.
Θα ήθελα πίσω τα χρόνια που εγκλωβίστηκα σε μια δουλειά που δεν αγαπούσα, γιατί "υπήρχε ανάγκη", και γιατί φοβήθηκα, γιατί αυτή η "ανάγκη" με γονάτισε, και δεν τόλμησα να δώσω ένα φάσκελο και να βρεθώ ξεκρέμαστη ώστε να ψάξω για κάτι καλύτερο.
Θα ήθελα πίσω στιγμές που έσκυψα το κεφάλι σε αδικίες, που δε φώναξα, δεν διεκδίκησα, δεν είπα αυτό που στ' αλήθεια πίστευα, άλλοτε από δειλία, άλλοτε για να προστατέψω τρίτους ανθρώπους που αγαπούσα και δεν ήθελα να τους πικράνω, αλλά πάντοτε εις βάρος του εαυτού μου.
Θα ήθελα πίσω όλες τις στιγμές, όλα τα χρόνια που έφυγαν και στα οποία αδίκησα τον εαυτό μου, δεν τον αγάπησα όσο του άξιζε, δεν τον πρόσεξα, δεν τον προστάτεψα, δεν τον κανάκεψα, δεν έτρεξα για μένα αλλά έτρεξα για τόσους άλλους, δεν ξόδεψα για μένα αλλά ξόδεψα για άλλους, και ξοδεύτηκα κι εγώ μαζί, θα ήθελα να μην υπήρχε αυτή η ρυτίδα καταμεσής στο μέτωπό μου που όλο και βαθαίνει, θα ήθελα πίσω λίγο από το γέλιο και την ξενοιασιά που έχουν φύγει τόσο μακριά ώστε μου φαίνονται ξένα, θα ήθελα να προλάβω το χρόνο που κυλάει, να τον κρατήσω για μένα, μια φορά για μένα, θα ήθελα να βρω ξανά κουράγιο να προχωρήσω, να διορθώσω όσα μπορούν να διορθωθούν, ν' απεγκλωβιστώ απ' όσα με πνίγουν, να βρω λιγάκι ξανά εμένα, να βρω την Ιφιγένεια.
Εν κατακλείδι, πριν δέκα μέρες έχασα τον πατέρα μου, κι ακόμα είμαι μουδιασμένη, και το μόνο που αντέχω να κάνω είναι να κινούμαι και να σπρώχνω την κάθε μέρα, κι ακόμα δεν το έχω συνηθίσει κι ακόμα δεν το έχω αποδεχτεί κι όλοι οι συνειρμοί που φέρνει το γεγονός του θανάτου δε με βοηθάνε, αλλά αυτό είναι κι έτσι έχουν τα πράγματα.
Εν κατακλείδι...
Δευτέρα, Ιανουαρίου 11, 2010
Καλή Χρονιά
από τη Λούνα,
τον Ρωμαίο,
τον Λάκι,
κι εμάς
Σε όλους εύχομαι υγεία, υγεία και πάλι υγεία.
Υγεία για να βρίσκουμε τη δύναμη, για να συνεχίζουμε τον αγώνα της ζωής, για να υπάρχουν το δάκρυ και το γέλιο, ο έρωτας και ο πόνος, η μαγεία και η πραγματικότητα, το καλό και το κακό, το όνειρο και η καθημερινότητα, η φιλία και η μοναξιά, η ελπίδα και η απόγνωση, το αύριο, το τώρα.
Για να υπάρχουν όλα αυτά, για να υπάρχει η ζωή.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ, αν διαβάζεις, είσαι στη σκέψη μου.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)
People I know
Ο Νίκος. Εξαιρετική κιθάρα. Κάμποσα χρόνια σε ωδείο στην κλασσική, μετά ηλεκτρική, είχε ταλέντο, ήταν νέος, είχε εμφάνιση. Δούλεψε πολύ, δο...
-
UPDATE Το συγκεκριμένο θέμα έχει ανανεωθεί με καινούριο ποστ εδώ , όπου δίνω νέες πληροφορίες για τους τρόπους παρασκευής χειροποίητου σαπου...
-
Για τη Βίκη έχω γράψει και παλιότερα. Έχουμε εφτά χρόνια διαφορά, είναι το πρώτο μου ανίψι, κι έχουμε μεγαλώσει σχεδόν σαν αδελφάκια. Αφού &...
-
Ο Νίκος. Εξαιρετική κιθάρα. Κάμποσα χρόνια σε ωδείο στην κλασσική, μετά ηλεκτρική, είχε ταλέντο, ήταν νέος, είχε εμφάνιση. Δούλεψε πολύ, δο...