Παρασκευή, Φεβρουαρίου 26, 2010

Τη φούντα σου τινάζεις...


Χτες, που λες κυρία μου -όπως λέει κι ο Λαζόπουλος-, επιτέλους πήρα μια ανάσα.
Αναθάρρησα λίγο.
Είπα, ούφ, αυτό ήταν, τον περάσαμε τον σκόπελο, έφυγαν τα δύσκολα.

Είχα τηλεφωνήσει στο Άνιμα και μίλησα με τα παιδιά εκεί. Ο Λάκης μου πήγαινε καλύτερα.
Του έκανε πολύ καλό, μου 'πε το παιδί, η προχτεσινή επίσκεψή μας εκεί. Ένιωσε ασφάλεια κοντά στα γνώριμά του πρόσωπα, πήρε λίγο τα πάνω του.
Γιατί οι δεκαοχτούρες είναι άγρια πουλιά, δεν είναι όπως τα περιστέρια, κυρία μου.
Όμως τον Λάκι τον είχαμε μεγαλώσει στα χέρια, στα χάδια και στις αγκαλιές. Ήταν ημιήμερος όπως είπε χαριτολογώντας το παλικάρι.

Κι είχε δίκιο, έτσι ήταν. Το είχα δει κι εγώ όσο ήμουν εκεί και τον κράταγα στην αγκαλιά μου.
Είχε κουρνιάσει για ώρα κι είχε ακουμπήσει το κεφαλάκι του κάτω απ' το σαγόνι μου όσο τον χάϊδευα και του μιλούσα. Κι ενώ μέχρι τότε δεν είχε φάει, ούτε είχε πιει μόνος του, από τα χέρια μου ήπιε νερό, από τα χέρια μου έφαγε. Τίναξε και τα φτεράκια του, σκαρφάλωσε στο χέρι μου όπως το συνήθιζε, ανέβηκε ως τον ώμο μου κι άραξε εκεί όπως έκανε πάντα.

Χτες λοιπόν που τηλεφώνησα ξανά στα παιδιά, μου είπαν "πάμε καλύτερα". Είχε αρχίσει ο μικρός κι έτρωγε ξανά μόνος του, έπινε νεράκι, κι όλα έδειχναν καλά. Το πρήξιμο στο κεφαλάκι του είχε υποχωρήσει λιγάκι, την αντιβίωση του τη σταμάτησαν, και μάλιστα ο άνθρωπος που τον φρόντιζε μου είπε ότι τον έβγαλε απ' το κλουβάκι και τον κράτησε στο χέρι όπως είδε να κάνω κι εγώ, κι ο Λάκις έτρωγε επίσης από τη χούφτα του.
Έτσι λοιπόν που λες κυρία μου, συμπέραναν πως ήταν καλύτερο να πάμε να τον πάρουμε.
Θα μπορούσε να αναρρώσει καλύτερα σε οικείο περιβάλλον, εκεί όπου είχε μάθει κι είχε μεγαλώσει, με το να μας ακούει και να μας βλέπει, να τον φροντίζουμε και να τον ταΐζουμε έτσι όπως ήταν μαθημένος.

Χάρηκα.
Πήρα ανάσα.
Είπα ουφ, επιτέλους. Θα τον φέρω στο σπίτι, θα τον νιώθω ξανά κοντά μου. Κι άρχισα να ψάχνω στο δίκτυο για κλουβάκι. Για κάτι μεγάλο. Ίσως σαν κι αυτά που βάζουμε τους παπαγάλους. Ή τα άλλα, όπου βάζουν τα λαγουδάκια. Κάτι να είναι άνετο, να έχει χώρο, να έχει το φαγάκι και το νεράκι του κοντά. Αν και στο χέρι θα τον τάιζα πάλι, αλλά δεν έχει σημασία.
Το σημαντικό ήταν να τον έχουμε πάλι σπίτι. Για να μπορώ να κοιμηθώ ήσυχα τις νύχτες. Για να μπορώ να κοιμηθώ ξανά στην κρεβατοκάμαρά μου, εκεί όπου είχαμε το κουτάκι του τόσο καιρό, κι όχι στο σαλόνι όπου κοιμόμουν τις τελευταίες μέρες. Γιατί ξέρεις, κυρία μου, τι είναι να έχεις μάθει πριν κοιμηθείς να λες "καληνύχτα, Λάκι" και ν' ακούς τον Λάκι να σου απαντάει με πέντε-έξι "δεκαοχτώ";
Ή να τον παίρνεις αγκαλιά και να του κουβεντιάζεις κι εκείνος να κάνει "κουου, κουου", μια φωνούλα διαφορετική από τη συνηθισμένη λαλιά των δεκαοχτούρων, που την κρατούσε μόνο για μας, μόνο για όταν τον είχα στην αγκαλιά μου και κούρνιαζε εκεί;

Κι έτσι συμφωνήσαμε να πάω σήμερα από 'κει το μεσημέρι να περάσω πάλι λίγη ώρα μαζί του αφού του έκανε τόσο καλό, και την Τρίτη που θα γύριζα από τα σαράντα του πατέρα μου, να πήγαινα να τον πάρω πίσω.

Κι ανάσανα.

Αλλά ο θεούλης έχει μερακλωθεί με τα τσάμικα τελευταία.
Και την τίναξε και πάλι τη φούντα του. Δεν την τίναξε απλώς, την ξεσκόνισε κανονικά.

Κι έτσι, που λες κυρία μου, σήμερα μπήκα όλο χαρά στο Κέντρο, κι ο άνθρωπος που ήταν εκεί με είδε και πάγωσε.
Καλημέρα παιδιά, λέω, ευτυχώς σας πρόλαβα.
Πήρατε τηλέφωνο πριν έρθετε; με ρωτά μουδιασμένος.
Όχι, γιατί να πάρω, αφού μιλήσαμε χτες.
... Ξέρετε, το πουλάκι δεν τα κατάφερε. Ήρθα σήμερα το πρωί και το βρήκα νεκρό. Σας έπαιρνα τηλέφωνο αλλά δεν σας έβρισκα.
Έκανα δυο βήματα πίσω. Αμάν, τι λέει, σκέφτηκα. Πώς γίνεται;

Τις υπόλοιπες κουβέντες δεν τις πολυθυμάμαι. Κάτι είπε εκείνος πως δεν το περίμεναν, πως τους έκανε κι εκείνους έκπληξη, πως αφού έδειχνε τόσο καλύτερα, αλλά πως μάλλον ο όγκος προχώρησε εσωτερικά στο μυαλουδάκι του ή ίσως αιμορράγησε εσωτερικά, κάτι θα είπα κι εγώ φυσικά αν και δε θυμάμαι τι είπα, κι ύστερα έμεινα εκεί να τους κοιτάζω και δεν ήξερα τι άλλο να πω.
Θέλετε να τον πάρετε; με ρώτησε ο άνθρωπος.
Να τον πάρω; επανέλαβα σαν ηλίθια.
Γιατί αν δεν θέλετε, δεν υπάρχει πρόβλημα, εμείς τα νεκρά ζώα τα στέλνουμε στο πανεπιστήμιο της Κρήτης, όπου γίνονται διάφορα τεστ dna και...
Όχι, όχι φυσικά και θα τον πάρω.

Μου τον έδωσαν στα χέρια, τυλιγμένο σε χαρτί μέσα σε μια σακουλίτσα. Τον πήρα, το κορμάκι του ήταν ακόμη ζεστό στις παλάμες μου.
Ευχαριστώ, είπα στα παιδιά, για ό,τι κάνατε, για τις προσπάθειές σας, για τη φροντίδα και τον κόπο σας, θα 'πα κι άλλα, δε θυμάμαι, έκλαιγα κιόλας, γύρισα άνοιξα την πόρτα, έφυγα.

Ο Λάκις στα χέρια μου, ένα βάρος διακοσίων γραμμαρίων, κι ένα βάρος εκατό μεγατόνων στην ψυχή και το μυαλό μου.
Πήρα τον Δ. τηλέφωνο. Πήρα, ξαναπήρα, ξαναπήρα, δεν απαντούσε. Θα το 'χει ξεχάσει σπίτι σκέφτηκα. Βρήκε τη μέρα...
Πήρα τη Γιάννα στο καπάκι. Είπα, είπα έκλαψα. Κάθισα στα σκαλιά μιας πολυκατοικίας, σηκώθηκα, προχώρησα, κάθισα σ' ένα παγκάκι μπροστά σε μια εκκλησία, είπα κι άλλα, έκλαψα κι άλλο, έκλεισα το τηλέφωνο. Κι ο Λάκις εκεί, διακόσια γραμμάρια βάρος στα χέρια μου μέσα.

Βγήκα στο δρόμο. Περνούσαν τα ταξί και δε σταματούσα κανένα. Κενό το μυαλό μου για κάποια ώρα, που λες κυρία μου.
Κάποια στιγμή σταμάτησα κάποιο, μπήκα, μου λέει ο ταρίφας, "κυρία μου, θα κάνουμε κάμποσο κύκλο, προηγείται η κυρία που έχω", κούνησα το κεφάλι, τι μ' ένοιαζε πόσο κύκλο θα 'κανε, ας με πήγαινε κι από Κρήτη, λίγο μ' ένοιαζε.

Κι ήρθα πίσω και κάθισα κι έκλαψα με την ησυχία μου, κυρία μου.
Και θα μου πεις τώρα εσύ καλή μου κυρία, μα βρε παιδάκι μου, κάνεις έτσι για το πουλί;
Για ένα αγριοπούλι, για μια δεκαοχτούρα; Εδώ πάει κόσμος, εδώ πάνε άνθρωποι, εδώ ο πατέρας σου δεν πάνε σαράντα μέρες που έφυγε, κι εσύ κάνεις έτσι για ένα πουλί;

Ναι λοιπόν κυρία μου, εγώ κάνω έτσι για ένα πουλί. Ο πόνος που λες κυρία μου, είναι πόνος. Και δεν πάει με το κιλό. Τρία κιλά πόνος όταν πέθανε ο πατέρας μου, δέκα κιλά πόνος όταν έφυγε ο Χρήστος, οχτώ κιλά πόνος όταν έχασα φίλους, μισό κιλό για κάθε γάτα που έφυγε απ' τα χέρια μου άλλοτε δηλητηριασμένη, άλλοτε χτυπημένη, άλλοτε πατημένη από αυτοκίνητο, κι άντε κι άλλο ενάμισι κιλό για τα δυο σκυλιά μου, οπότε ας αφήσουμε και μερικά γραμμάρια για το πουλί.
Όχι, λοιπόν κυρία μου, ο πόνος δεν είναι φέτα του μπακάλη να την κόψεις σε κομμάτια και να τη φας με ψωμί κι ελιά.
Ο πόνος είναι πόνος, κι ό,τι κι αν χάσεις πονάς. Ειδικά αν αυτό το κάτι το αγάπησες που λες κυρία μου. Κι ειδικά όταν αυτό το κάτι ήταν μια αθώα ψυχούλα που σου 'δωσε με τον δικό της τρόπο πίσω την αγάπη που της χάρισες στο δεκαπλάσιο.

Γιατί κυρία μου εσύ, κι εσύ κύριέ μου, που θα σκεφτείς πόσο ηλίθια μπορεί να είναι μια γυναίκα 36 χρόνων για να κλαίει για ένα αγριοπούλι, από δαύτα που βρωμάει ο τόπος, και που σας κουτσουλάνε τα ωραία σας μπαλκόνια και σας χαλούν τη μόστρα, απ' αυτά που δεν έχουν όμορφα χρώματα κι ούτε ωραίο κελάηδημα και δεν είναι μιας καλής ράτσας βρε αδερφέ να τα κλείσετε σ' ένα ωραίο κλουβί να τα κάνετε χάζι, εσείς κυρίες και κύριοι, δεν έχετε ποτέ σας ακούσει δίπλα στ' αυτί σας την ανάσα και το λαχάνιασμα που κάνει ένα μικρό πουλάκι τις πρώτες φορές που ανοίγει τα φτερά του και πετάει ένα γύρο.
Κι είστε πιο λίγοι, κι είστε πολύ πιο φτωχοί και πολύ πιο κακομοίρηδες και σας λυπάμαι όλους εσάς που ποτέ δεν μεγαλώσατε ένα ζώο, γιατί ναι, είστε λιγότεροι άνθρωποι.
Εγώ όμως, κυρία μου, εγώ κύριέ μου, το άκουσα αυτό και το έζησα και το άκουγα κάθε μέρα.
Γιατί όταν έβγαζα τον Λάκι απ' το κουτί του και τον κράταγα ψηλά πάνω στο χέρι μου, εκείνος άπλωνε τα όμορφα φτερά του και πέταγε κι έκανε δυο, τρεις κύκλους γύρω στο δωμάτιο κι ύστερα ερχόταν στο απλωμένο μου χέρι κι όπως τον έφερνα κοντά στ' αυτί μου, άκουγα την αναπνοή του και το μικρό του λαχάνιασμα όσο τον χάιδευα μέχρι να βρει πάλι την ανάσα του. Κι ύστερα, κυρία μου, του έδινα φρέσκο νεράκι στη δική του, την πορσελάνινη κούπα, κι αφού έπινε, βουτούσε άλλη μια και δροσιζόταν κι έγερνε το κεφαλάκι του και με κοίταζε λοξά. Έτσι όπως κοιτάζουν τα πουλάκια.
Έτσι όπως εσύ, κυρία μου, κι εσύ κύριέ μου, δεν πρόκειται να τα δεις, να τ' ακούσεις και να τα ζήσεις ποτέ.

Και που λες, κυρία μου, πήγα κι εγώ σήμερα και πήρα μια μεγάλη γλάστρα και μπόλικο χώμα, και δυο όμορφα γεράνια, και σε λίγο θα πάρω τον μικρό μου τον Λάκι και θα τον θάψω εκεί.
Κι αυτή τη γλάστρα θα τη βγάλω στο πίσω μπαλκόνι του σπιτιού μου, κυρία μου, δίπλα στην κρεβατοκάμαρά μου, εκεί όπου δεν θα τον ενοχλήσει ποτέ ξανά κανείς και τίποτα, εκεί όπου θα έρχονται οι υπόλοιπες φιλενάδες του, οι άλλες δεκαοχτούρες της γειτονιάς και θα φωνάζουν τα πρωινά "δεκαοχτώ", όπως έκαναν κάθε μέρα.

Κι ας μην μπόρεσα να τον ελευθερώσω τον Λάκι μου όπως ήθελα να κάνω. Κι ας μην μπόρεσα ούτε να τον κρατήσω και να τον φροντίσω κι άλλο όπως ήθελα να κάνω.
Δεν πειράζει, ο Λάκις μου ελευθερώθηκε πια ούτως ή άλλως μόνος του.

Και να σου πω και κάτι άλλο, κυρία μου και κύριέ μου;

Δεν πειράζει ούτε και για τους θεούς ούτε και για τα φεγγαράκια. Γιατί τώρα έχω δικό μου μέσο εκεί ψηλά. Τόσο δικό μου που περισσότερο δε γίνεται.

4 σχόλια:

Περαστικός είπε...

Καλή του πτήση. Να είσαι καλά και να αγαπάς πάντα.

Dellaporta είπε...

Κρίμα, κρίμα ζωή σε λόγου μας.

mamma είπε...

:(

mindstripper είπε...

Τί να πω μωρέ καρδούλα μου, μη στεναχωριέσαι. Τί άλλο να πω δεν ξέρω γαμώτο.

Σε φιλώ.

People I know

Ο Νίκος. Εξαιρετική κιθάρα. Κάμποσα χρόνια σε ωδείο στην κλασσική, μετά ηλεκτρική, είχε ταλέντο, ήταν νέος, είχε εμφάνιση. Δούλεψε πολύ, δο...