Σάββατο, Δεκεμβρίου 15, 2012
Το κουπί της γαλέρας
Παλεύεις με νύχια και με δόντια να τελειώσεις μια δύσκολη και απαιτητική μετάφραση.
Δουλεύεις με πυρετό, συνάχι, βήχα και τη γενική αίσθηση κακουχίας που φέρνει μαζί του ένα κρυολόγημα που δε λέει να υποχωρήσει μια βδομάδα τώρα εξαιτίας κούρασης, δουλειάς και ξενυχτιού.
Τα νεύρα σου είναι στην τσίτα.
Ο Κανέλλος για έκτη φορά πηδάει πάνω στο γραφείο, γιατί θέλει να χωθεί στην αγκαλιά σου. Δεκάρα δε δίνει που τις προηγούμενες πέντε φορές κόντεψε να σου ρίξει το νερό, την κούπα με τον καφέ, το ποντίκι. Θρονιάζεται πάνω στο πληκτρολόγιο και σου σπρώχνει το χέρι με τη μουσούδα.
Πάνω που είσαι έτοιμη να βρυχηθείς ως άλλη -βραχνιασμένη- Σαπφώ Νοταρά ένα μεγαλειώδες "κάτω, σκατόγατο", το βλέμμα σου πέφτει τυχαία στα μάτια του γατιού. Σε μια στιγμή συνειδητοποιείς ότι σε κοιτά με απορία η οποία μεταφράζεται ως 'Προσπαθώ να σου δώσω και να πάρω αγάπη, γιατί κάνεις έτσι Άνθρωπε;' και το βουλώνεις πάραυτα.
Τον αφήνεις να κάτσει πάνω στο δεξί σου χέρι, χαμηλώνεις την κεφάλα σου κι εσύ κι ακουμπάς τη δική του, μέτωπο με μέτωπο, μύτη με μύτη. Κλείνεις τα μάτια, βάζεις το ακουστικό στο αυτί και κάθεσαι εκεί, παίρνοντας αργές, βαθιές ανάσες.
Με το ένα σου ελεύθερο δάχτυλο του χαϊδεύεις την πατούσα όσο εκείνος γουργουρίζει ξετρελαμένος και σου μπήγει απαλά τα νύχια του στο χέρι καθώς σε "ζυμώνει", ενώ απ' τ' ακουστικό ακούς τον Αύγουστο Κορτώ στο Amagi Radio να παίζει την Τρικυμία του Μπετόβεν.
Μέχρι να τελειώσει το κομμάτι -και να βαρεθεί ο Κανέλλος, έχεις γίνει ξανά άνθρωπος.
Το κουπί της γαλέρας μπορεί να περιμένει λίγο ακόμη.
Τρίτη, Οκτωβρίου 30, 2012
Α, ρε χρόνε, αλήτη...
Συμφιλιώνεται ποτέ κανείς με το χρόνο που κυλάει;
Ναι, το ξέρω, το δώρο της ζωής δεν πιάνει μία μπροστά στις ρυτίδες και τα γκρίζα μαλλιά.
Το ξέρω ότι θεωρητικά είναι σχεδόν βλασφημία να θλίβεται κανείς μπροστά στα γηρατειά όταν νέοι άνθρωποι παλεύουν με ανίατες ασθένειες και πολλές φορές βγαίνουν χαμένοι. Πάλεψα κι εγώ πριν μερικά χρόνια και το ξέρω.
Ξέρω επίσης ότι θα έδινα ό,τι έχω και δεν έχω για να υπήρχαν ακόμη κοντά μου άνθρωποι δικοί μου που έχουν φύγει.
Ακόμη ξέρω καλά ότι υπάρχουν πάντα χρυσές εξαιρέσεις, πάντα υπάρχουν άνθρωποι που ανήκουν στην τρίτη ηλικία και παραμένουν δραστήριοι και γεμάτοι σφρίγος και ζωντάνια, που συνεχίζουν ν' αγαπούν τη ζωή και να τη ζουν όσο γεμάτα γίνεται, άνθρωποι που δεν τους έχει φυλακίσει το ίδιο τους το σώμα. Μόνο που είναι, όπως είπα οι εξαιρέσεις.
Κι από την άλλη...
Γιατί τα όσα φέρνει μαζί του το γήρας θα πρέπει πάντα να συγκρίνονται με τα παραπάνω επιχειρήματα προκειμένου να καταλήγουν λιγότερο "βαριά" απ' όσο πιθανότατα είναι στην πραγματικότητα;
Δεν είναι επίσης σχεδόν βλασφημία η σωματική και πολλές φορές πνευματική έκπτωση ενός ανθρώπινου όντος; Δεν είναι φρικτό να σε περιορίζει το ίδιο σου το σώμα, να σε φυλακίζει, να σε κλείνει σε μια φυλακή πόνου και ανημπόριας; Δεν είναι προδοσία αυτό; Δεν είναι σαν κακό αστείο σκηνοθετημένο από κάποιο Θεό που γελά με το ανθρώπινο είδος;
Δεν νομίζω ότι η κατάρα που κουβαλά ο άνθρωπος είναι ο θάνατος. Ο θάνατος μπορεί να είναι και λύτρωση.
Νομίζω πως η κατάρα του ανθρώπου είναι τα γηρατειά. Και για να γίνω ακόμη πιο συγκεκριμένη, όχι τόσο το ίδιο το γήρας, όσο το να μην συνταιριάζουνε τα μέσα σου με τα έξω σου. Γιατί, όσο τα χρόνια περνάνε, κάτι μου λέει ότι η ψυχή, δυστυχώς, δεν γερνά στους ίδιους ρυθμούς και στους ίδιους χρόνους με το σώμα.
Η κατάρα για μένα είναι να θέλει η ψυχή σου, αλλά να μην ακολουθεί το σώμα σου. Να μη σ' αφήνει. Όσο κι αν γερνά κανείς με χάρη, τελικά γερνά.
Τυχεροί τουλάχιστον όσοι νιώθουν ότι τα μέσα τους με τα έξω τους συμβαδίζουν...
Κι επειδή μια εικόνα χίλιες λέξεις...
Κι αν σας βάρυνα τη διάθεση, να την ελαφρύνω λιγάκι..
Ναι, το ξέρω, το δώρο της ζωής δεν πιάνει μία μπροστά στις ρυτίδες και τα γκρίζα μαλλιά.
Το ξέρω ότι θεωρητικά είναι σχεδόν βλασφημία να θλίβεται κανείς μπροστά στα γηρατειά όταν νέοι άνθρωποι παλεύουν με ανίατες ασθένειες και πολλές φορές βγαίνουν χαμένοι. Πάλεψα κι εγώ πριν μερικά χρόνια και το ξέρω.
Ξέρω επίσης ότι θα έδινα ό,τι έχω και δεν έχω για να υπήρχαν ακόμη κοντά μου άνθρωποι δικοί μου που έχουν φύγει.
Ακόμη ξέρω καλά ότι υπάρχουν πάντα χρυσές εξαιρέσεις, πάντα υπάρχουν άνθρωποι που ανήκουν στην τρίτη ηλικία και παραμένουν δραστήριοι και γεμάτοι σφρίγος και ζωντάνια, που συνεχίζουν ν' αγαπούν τη ζωή και να τη ζουν όσο γεμάτα γίνεται, άνθρωποι που δεν τους έχει φυλακίσει το ίδιο τους το σώμα. Μόνο που είναι, όπως είπα οι εξαιρέσεις.
Κι από την άλλη...
Γιατί τα όσα φέρνει μαζί του το γήρας θα πρέπει πάντα να συγκρίνονται με τα παραπάνω επιχειρήματα προκειμένου να καταλήγουν λιγότερο "βαριά" απ' όσο πιθανότατα είναι στην πραγματικότητα;
Δεν είναι επίσης σχεδόν βλασφημία η σωματική και πολλές φορές πνευματική έκπτωση ενός ανθρώπινου όντος; Δεν είναι φρικτό να σε περιορίζει το ίδιο σου το σώμα, να σε φυλακίζει, να σε κλείνει σε μια φυλακή πόνου και ανημπόριας; Δεν είναι προδοσία αυτό; Δεν είναι σαν κακό αστείο σκηνοθετημένο από κάποιο Θεό που γελά με το ανθρώπινο είδος;
Δεν νομίζω ότι η κατάρα που κουβαλά ο άνθρωπος είναι ο θάνατος. Ο θάνατος μπορεί να είναι και λύτρωση.
Νομίζω πως η κατάρα του ανθρώπου είναι τα γηρατειά. Και για να γίνω ακόμη πιο συγκεκριμένη, όχι τόσο το ίδιο το γήρας, όσο το να μην συνταιριάζουνε τα μέσα σου με τα έξω σου. Γιατί, όσο τα χρόνια περνάνε, κάτι μου λέει ότι η ψυχή, δυστυχώς, δεν γερνά στους ίδιους ρυθμούς και στους ίδιους χρόνους με το σώμα.
Η κατάρα για μένα είναι να θέλει η ψυχή σου, αλλά να μην ακολουθεί το σώμα σου. Να μη σ' αφήνει. Όσο κι αν γερνά κανείς με χάρη, τελικά γερνά.
Τυχεροί τουλάχιστον όσοι νιώθουν ότι τα μέσα τους με τα έξω τους συμβαδίζουν...
Κι επειδή μια εικόνα χίλιες λέξεις...
Κι αν σας βάρυνα τη διάθεση, να την ελαφρύνω λιγάκι..
Τρίτη, Οκτωβρίου 02, 2012
Ανοίξαμε και σας περιμένουμε
Όσοι με διαβάζετε καιρό, κι όσοι με ξέρετε κι από κοντά, γνωρίζετε ότι ανακατεύομαι συχνά-πυκνά με την κουζίνα.
Καιρό τώρα σκεφτόμουν ότι θα έπρεπε να κάτσω να φτιάξω ένα μπλογκ και να μοιραστώ μαζί σας τις μαγειρικές μου αλχημείες και περιπέτειες.
Κι έτσι, πριν λίγα βράδια, γεννήθηκε η Νυχτερινή Κουζίνα.
Περάστε μια βόλτα για το καλορίζικο, κερνάω σοκολατάκια.
Καιρό τώρα σκεφτόμουν ότι θα έπρεπε να κάτσω να φτιάξω ένα μπλογκ και να μοιραστώ μαζί σας τις μαγειρικές μου αλχημείες και περιπέτειες.
Κι έτσι, πριν λίγα βράδια, γεννήθηκε η Νυχτερινή Κουζίνα.
Περάστε μια βόλτα για το καλορίζικο, κερνάω σοκολατάκια.
Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 27, 2012
Για όλα φταίει...
...αυτός που έτρωγε πολλά.
Tο τι μπορεί κανείς να δει στον ύπνο του (και στον ξύπνιο του, δε λέω, αλλά εν προκειμένω δεν είναι το θέμα μας), είναι ταυτόσημο του περί ορέξεως κολοκυθόπιτα.
Μπορεί ο άλλος βρε παιδί μου, να είναι νηστικός και να ονειρεύεται καρβέλια κατά την προσφιλή του λαού έκφραση, μπορεί να είναι μισοκακόμοιρος μαλακοπίτουρας που η στενότερή του σχέση είναι εδώ και χρόνια με την παλάμη του, αλλά να βλέπει ότι πέφτει στον έρωτά του δίμετρη μοντέλα, ξανθότερη του σκανδιναβικού ξανθού, με μάτι γαλανό σαν τον ανέφελο ουρανό και σούρνεται στα πατώματα και τον παρακαλά κι εκείνος δεν της κάθεται, για να μην πιάσω τις περιπτώσεις θηλυκών που το τρυφερό έτερο ήμισύ τους να φέρνει περισσότερο στον Μπάμπη τον υδραυλικό
της γειτονιάς κι αυτές να ονειρεύονται τριολέ με τον Jason Momoa και τον Lenny Kravitz.
Κι ύστερα υπάρχουν και κάτι άλλα κουλά, που ονειρεύεσαι ας πούμε ότι βρίσκεσαι σε μια πόλη βγαλμένη από μυθιστόρημα του Λαβκραφτ και σε κυνηγάει το αόρατο τέρας με τα δεκαπέντε τρομερά πλοκάμια, και εσύ τρέχεις και μετά έρχεται ο Σούπερμαν, ή όταν βλέπεις ότι πετάς και όλα
ωραία και καλά αλλά τελικά πέφτεις απλώς απ' το κρεβάτι, και τα συναφή.
Άμα όμως είσαι περιπτωσάρα σαν και του λόγου μου, αντί να ονειρεύομαι (και να χαίρομαι η πτωχή κόρη) το ως άνω αναφερθέν τριολέ, κάθομαι και βλέπω στον ύπνο μου ολόκληρο σήριαλ με τον Αύγουστο Κορτώ.
Τον οποίο Κορτώ δεν τον γνωρίζω διά ζώσης, αλλά από 'δω και πέρα θα τον προσφωνώ με το μικρό του όνομα, διότι με τέτοιο όνειρο μια άλφα οικειότητα την έχουμε αναπτύξει. Από τη δική μου πλευρά φυσικά, αλλά επειδή είμαι πληθωρικός άνθρωπος η δική μου πλευρά φτάνει και περισσεύει.
Τώρα που το σκέφτομαι βέβαια, μπορώ να τον προσφωνώ με το επίθετό του. Κάνει κι αυτό σε προχώ οικειότητα άμα το καλοσκεφτείς.
Πάρε για παράδειγμα τον House. Δεν έχεις προσέξει ρε καμάρι, ότι κανένας δεν τον λέει Gregory, ούτε ο κολλητός του ο Wilson, ούτε καν η κρυόκωλη Cuddy κι ας έχουν βγάλει τα μάτια τους ούκ ολίγες φορές; Με την ευκαιρία, σας είπα ότι λατρεύω τέρμα House για όλους τους λόγους που οι σόσιαλι κορέκτ γνωστοί μου τον θεωρούν μαύρο πρόβατο; Αλλά για τον Κορτώ λέγαμε.
Που λέτε, θα σας διηγηθώ το όνειρο οσονούπω και είμαι σίγουρη ότι θα καταλήξετε στο ίδιο συμπέρασμα με μένα, αφού εξ' αρχής δεχτούμε αξιωματικά ότι για τα τεκταινόμενα του ονείρου δεν έφταιγαν οι ακόλουθοι παράγοντες:
-δεν έφταιγε η αφραγκία που έχει κατοικοεδρεύσει σαν τρίτος συγκάτοικος στο σπίτι εδώ και καιρό
-δεν έφταιγε ότι το σπίτι το έχουμε βαρεθεί περισσότερο κι από κάτι παλιές μας τρύπιες κάλτσες που όλο λέμε ή να τις πετάξουμε ή να τις μαντάρουμε και ποτέ δεν κάνουμε ούτε το ένα ούτε το άλλο
-δεν έφταιγε που όπου σταθώ κι όπου βρεθώ τελευταία, χαζεύω τοιχοκολλημένα ενοικιαστήρια καθώς και τις φωτογραφίες διαμερισμάτων στη χρυσή ευκαιρία και λόγω του τρίτου συγκατοίκου που λέγαμε, μένω μονίμως στο χάζεμα
-δεν έφταιγε επίσης καθόλου το ότι βρήκα ένα σπίτι πολύ κοντά στο ιδανικό μου, στο Πεδίον του Άρεως, με τιμή ως αναμενόμενο απαγορευτική για τα ισχνά βαλάντιά μας
-δεν έφταιγε που στριφογυρνούσα στο κρεβάτι σαν τη σβούρα και δεν μπορούσα να κλείσω μάτι με αποτέλεσμα να νομίζω ότι πεινάω και να σηκώνομαι κάθε τρεις και λίγο να τσιμπολογάω
-σε συνέχεια του προηγούμενου, δεν έφταιγαν ούτε: η μια χούφτα αλμυρές ελιές (βαριόμουν να τις ξεπλύνω), το ένα ροδάκινο (είμεθα υγιεινιστές γιατί να το κρύψωμεν άλλωστε), οι δύο φέτες τοστ με βούτυρο και μέλι θυμαρίσιο από το Πήλιο (δε φταίω εγώ, η μανούλα με εφοδίασε), το κρουασάν σοκολάτα (η σοκολάτα ήταν σκέτο δείγμα τελικά, μας κλέβουν!), οι δυο φρυγανιές με μελιτζανοσαλάτα καπνιστή (αηδία ήταν η μελιτζανοσαλάτα γιατί πήρα μια φτηνιάρα με ενάμισι ευρώ τα τετρακόσια γραμμάρια κι ως γνωστόν το φτηνό το κρέας δεν το τρώνε ούτε οι σκύλοι), ούτε οι άλλες τρεις φρυγανιές με μαγιονέζα και μουστάρδα ντιζόν (ήταν για να ξεπλύνω λίγο την αηδιαστική γεύση της μελιτζανοσαλάτας), ούτε τέλος το τοστάκι με το σαλάμι αέρος Θάσου (να μην έχουμε κι ένα δήθεν ντελικατέσεν ρε παιδί μου;)
-δεν έφταιγε ούτε το έτερον ήμισυ που μου ανακοίνωσε με αγγελικό ύφος σε μια από τις διαδρομές μου ως το ψυγείο, ότι ο Νέλλος ο Κανέλλος είχε ρίξει και φυσικά σπάσει το δεύτερο
βάζο με το μέλι που φύλαγα για να φτιάξω υγιεινά και διαιτητικά oatmeal cookies για να 'χουμε σε μια στιγμή λιγούρας βρε αδερφέ!
-φυσικά και δεν έφταιγε ο Τσίκος Πιτσίκος, ο οποίος τη μία και μοναδική στιγμή που πήγε να με λυπηθεί ο Μορφέας κι είπε να με πάρει και να με σηκώσει, ήρθε ως το κρεβάτι και προσγειώθηκε μ'έναν πήδο πάνω στο στομάχι μου για ν' αρχίσει αμέσως μετά να μου ρίχνει αγαπησιάρικες κουτουλιές στη μούρη και δαγκώματα στη μύτη πριν χώσει το μουσούδι του κάτω απ' τον αγκώνα μου και λαγοκοιμηθεί σαν την αθώα περιστερά
Τίποτε από τα παραπάνω δεν έφταιγε.
Για όλα έφταιγε το τελευταίο βιβλίο του Κορτώ, σας το ορκίζομαι μα την Παναγία.
Γιατί βλέπεις δε μου 'φτανε που το διάβασα πριν λίγο καιρό και έφτιαξα καινούριο συκώτι απ' το γέλιο, ήθελα να το διαβάσω άλλη μία, διότι μία ίσον καμία και με τον Άνθρωπο που έτρωγε πολλά μία ανάγνωση δεν είναι ποτέ αρκετή, κι έτσι το χτεσινό βράδυ με βρήκε ξανά μανά με το βιβλίο στο χέρι, να γελάω ξανά, και να μελαγχολώ επίσης, γιατί ο Κορτώ είναι υπουλότερος του Κοέλιο (εκείνος ο πούστης ο Κοέλιο ρε παιδί μου σου λέει εκεί την πίπα του με το σύμπαν, εσύ σαν μαλάκας την πιστεύεις κι ύστερα φασκελώνεις σαν αυτιστικό προς άπασα συμπαντική κατεύθυνση, αλλά ο Κορτώ κάνει άλλη παγαποντιά: στην αρχή ξεσκίζεσαι στα γέλια, μετά αρχίζει και υποβόσκει μια υφέρπουσα θλίψη η οποία δεν αφήνεται ακριβώς να γίνει ποτέ καθαρή λύπη, αλλά είναι εκεί η ρημάδα ανάμεσα στις γραμμές, κι όχι ότι δεν μας αρέσει αυτό, αλλά έτσι να 'χουμε να λέμε).
Όπως και να 'χει, ο Μορφέας ευαρεστήθηκε να περάσει το κατώφλι κάποια στιγμή και με βρήκε με το βιβλίο στο ένα χέρι. Το άλλο είχε κουλαθεί γιατί πάνω του κοιμόταν ο Τσίκος κι αναγκαζόμουν
να κάνω ολόκληρες μανούβρες για να γυρίσω σελίδα.
Και, τι λέγαμε..; Α, ναι, το όνειρο.
Βλέπω λοιπόν ότι ανακαλύπτω το σπίτι των ονείρων μου, το οποίο βρισκόταν κοντά στο Πεδίον του Άρεως (ναι ξανά, τι ζόρι τραβάτε μανδάμ; υποσυνείδητο είναι αυτό, κάνει τα δικά του).
Κι έχω πάρει τηλέφωνο κι όλα ωραία και καλά, και ο κύριος που το έχει δεν είναι άλλος από τον Αύγουστο Κορτώ.
Και σκέφτομαι μέσα μου "Αμάν, αυτός είναι διασημότις, θα ζητήσει τα μαλλιοκέφαλά μας σε νοίκι" και στο καπάκι λέω "βρε δε γαμιέται, δείχνει και καλός άνθρωπος, μπορεί και να τα βρούμε",
και κλείνουμε ραντεβού να πάω να το δώ.
Και σηκώνομαι και πάω, και το σπίτι είναι ουάου, και το έξω δεν είναι το γνωστό Πεδίον του Άρεως αλλά κάτι ανώτερο κι από γραφική γειτονιά του Παρισιού (μη με ρωτάτε πώς μεταμορφώθηκε η γειτονιά, είναι να υπάρχει καλή θέληση), και δως του ξύλινα πατώματα δρύινα σε σκούρο χρώμα με κόκκινη ανταύγεια, και καναπέδες με ριχτάρια, απ' αυτούς που σε φωνάζουν και σου λένε έλα καμάρι μου κι απλώσου πάνω μου, (ναι είχε και έπιπλα και φουλ κομφόρ), και κουζίνα ονειρεμένη με φως άπλετο, και τεράστια παράθυρα κι ένα υπέροχο μπαλκόνι λέει, γεμάτο φυτά και πολυθρόνες ρατάν, όπου ο Κορτώ ως φιλόξενος οικοδεσπότης με κάλεσε να πιούμε καφέ και να κουβεντιάσουμε τα περί ενοικίασης.
Στο μπαλκόνι βρισκόταν και μια φίλη του, μακρυμάλλα και μαυρομαλλούσα, η οποία με σέρβιρε ευγενικά και παρατήρησε ότι φαινόμουν κουρασμένη. Τι ήταν να το πει, δεν πρόλαβα να πιω μια γουλιά καφέ και ξεράθηκα εκεί που καθόμουν, στην τεράστια, αναπαυτική ρατάν πολυθρόνα.
Όταν κάποια στιγμή ξύπνησα, καταντροπιασμένη που με είχε πάρει ο ύπνος, τους είδα και τους δυο να μου χαμογελούν και ο Κορτώ μου λέει: Α, δεν τρέχει και τίποτα δα. Αν νιώθεις τόσο άνετα στο σπίτι ώστε να σε πάρει ο ύπνος, τότε θα το αγαπήσεις και μ' αρέσει η ιδέα να το έχει κάποιος που θα το αγαπά σαν να ήταν δικό του.
Πήρα τα πάνω μου κι εγώ, και ρωτάω την τιμή. Δεν θυμάμαι πόσα ζήτησε (σιγά μη θυμόμουν, να μου χαλάσει η ωραία μαγιονέζα), αλλά θυμάμαι ότι είπα με το νου μου "πολλά ξε-πολλά, το καλό πράγμα κοστίζει και χαλάλι του", κι ετοιμάστηκα να πω το ναι.
Τότε με κόβει ο Κορτώ ξανά και λέει: Ποιοι άλλοι θα μένουν εκτός από σένα; Ο Δ. το έτερον ήμισυ και ο Τσίκος του απαντώ. Προφανώς στο νου μου, ο Νέλλος και η Λούνα είχαν πάει διακοπές στα θερινά ανάκτορα.
Α, απαντά ο Κορτώ, πρέπει να έρθουν κι αυτοί να το δουν. Μάλιστα προτείνω να δούμε αν θα νιώσουν τόσο άνετα ώστε να ρίξουν κι εκείνοι έναν υπνάκο καλή ώρα όπως εσύ, γιατί αλλιώς τι νόημα έχει να κλείσετε το σπίτι;
Ακράδαντο επιχείρημα, μη μου πείτε! Και απολύτως λογικό στη συλλογιστική του ονείρου.
Οπότε ορίζουμε δεύτερο ραντεβού για να κουβαληθούν κι οι υπόλοιποι.
Τη συμφωνημένη μέρα και ώρα, ο Κορτώ μ' ενημερώνει πως του έτυχε μια δουλειά και άφησε το κλειδί σε κάποιον να μας το δώσει και θα ερχόταν κι εκείνος λίγο μετά.
Πάμε λοιπόν η αγία τριάς, και ο Δ. με τον Τσίκο αγκαλιά ενθουσιάζονται αμφότεροι, ο Δ. ονειρεύεται πού θα στήσει το σούπερ ντούπερ γραφείο του και πιο παράθυρο του δίνει το καλύτερο φως για να φτιάχνει γραφιστικά αριστουργήματα διότι τι σκατά Αρτ Νταϊρέκτορ είναι, ο Τσίκος τρεχοβολάει χωρίς να φοβάται ΚΑΙ τη σκιά του, κι εγώ με το χαμόγελο μακαριότητας στα χείλη απολαμβάνω τη στιγμή.
Λίγο μετά, ανακαλύπτει ο Δ. ένα υπέροχο κρεβάτι, στρωμένο με λινά σεντόνια και γεμάτο αφράτες μαξιλάρες και απλώνεται φαρδύς πλατύς να το δοκιμάσει.
Πάω κι εγώ και γέρνω πλάι του, ενώ ο Τσίκος χωρίς να χάσει ευκαιρία, χώθηκε ανάμεσά μας, και ναι, το μαντέψατε, ρίξαμε κι οι τρεις τον ύπνο του δικαίου.
Όταν μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, ακούω μια πόρτα ν' ανοίγει και τον Κορτώ να λέει: Μα τι ωραία εικόνα.. Τύφλα να 'χουν οι Τσαρουχικοί άγγελοι.
Συλλογίζομαι λίγο πριν ξυπνήσω, ότι προφανώς δεν εννοεί εμένα γιατί περισσότερο αγγελούδι του Tiziano θα με έλεγες, και ο Δ. όση γοητεία κι αν διαθέτει, Τσαρουχικό άγγελο δεν τον κάνεις με τίποτα.
Άρα για τον Τσίκο μιλάει ο Κορτώ. Ε, λογικό, τέτοιες ματάρες τεράστιες κι ελαφρώς θλιμμένες και τέτοια λυγερή κορμοστασιά μόνο ο Τσίκος μας διαθέτει.
Ανοίγω το δεξί μάτι, χαιρετώ τον Κορτώ, σκουντάω με τρόπο τον Δ. και σπρώχνω τον Τσίκο ο οποίος τεντώνεται μακαρίως, και ο Κορτώ ξεστομίζει τη μαγική ατάκα:
Λοιπόν παιδιά, το σπίτι σας το αφήνω δωρεάν.
Και φυσικά εκεί πάνω ξύπνησα, γιατί ο Τσίκος θεώρησε καλό να ξαναπηδήξει πάνω στο στομάχι μου για να επιστρέψει στο σαλόνι, κι εγώ βρέθηκα αλαφιασμένη με το βιβλίο του Κορτώ να μου φεύγει απ' το χέρι και να προσγειώνεται στο κεφάλι μου.
Ήταν δε τέτοια η σύγχισή μου που χάσαμε το ωραίο, καινούριο, τζάμπα σπίτι, που σηκώθηκα και τσάκισα κάτι ψόφια ποπ κορν με γεύση μπάρμπεκιου. Μεγάλη αηδία, μην τα πάρετε θα κλαίτε τα λεφτά σας.
Αντί αυτού, πάτε να πάρετε οπωσδήποτε τον Άνθρωπο που έτρωγε πολλά, και για ό,τι κουλό δείτε επίσης στον ύπνο σας μετά, μπορείτε να αναφωνήσετε μετ' εμού:
Κορτώ, φίλτατε, εσύ φταις για όλα!
Tο τι μπορεί κανείς να δει στον ύπνο του (και στον ξύπνιο του, δε λέω, αλλά εν προκειμένω δεν είναι το θέμα μας), είναι ταυτόσημο του περί ορέξεως κολοκυθόπιτα.
Μπορεί ο άλλος βρε παιδί μου, να είναι νηστικός και να ονειρεύεται καρβέλια κατά την προσφιλή του λαού έκφραση, μπορεί να είναι μισοκακόμοιρος μαλακοπίτουρας που η στενότερή του σχέση είναι εδώ και χρόνια με την παλάμη του, αλλά να βλέπει ότι πέφτει στον έρωτά του δίμετρη μοντέλα, ξανθότερη του σκανδιναβικού ξανθού, με μάτι γαλανό σαν τον ανέφελο ουρανό και σούρνεται στα πατώματα και τον παρακαλά κι εκείνος δεν της κάθεται, για να μην πιάσω τις περιπτώσεις θηλυκών που το τρυφερό έτερο ήμισύ τους να φέρνει περισσότερο στον Μπάμπη τον υδραυλικό
της γειτονιάς κι αυτές να ονειρεύονται τριολέ με τον Jason Momoa και τον Lenny Kravitz.
Κι ύστερα υπάρχουν και κάτι άλλα κουλά, που ονειρεύεσαι ας πούμε ότι βρίσκεσαι σε μια πόλη βγαλμένη από μυθιστόρημα του Λαβκραφτ και σε κυνηγάει το αόρατο τέρας με τα δεκαπέντε τρομερά πλοκάμια, και εσύ τρέχεις και μετά έρχεται ο Σούπερμαν, ή όταν βλέπεις ότι πετάς και όλα
ωραία και καλά αλλά τελικά πέφτεις απλώς απ' το κρεβάτι, και τα συναφή.
Άμα όμως είσαι περιπτωσάρα σαν και του λόγου μου, αντί να ονειρεύομαι (και να χαίρομαι η πτωχή κόρη) το ως άνω αναφερθέν τριολέ, κάθομαι και βλέπω στον ύπνο μου ολόκληρο σήριαλ με τον Αύγουστο Κορτώ.
Τον οποίο Κορτώ δεν τον γνωρίζω διά ζώσης, αλλά από 'δω και πέρα θα τον προσφωνώ με το μικρό του όνομα, διότι με τέτοιο όνειρο μια άλφα οικειότητα την έχουμε αναπτύξει. Από τη δική μου πλευρά φυσικά, αλλά επειδή είμαι πληθωρικός άνθρωπος η δική μου πλευρά φτάνει και περισσεύει.
Τώρα που το σκέφτομαι βέβαια, μπορώ να τον προσφωνώ με το επίθετό του. Κάνει κι αυτό σε προχώ οικειότητα άμα το καλοσκεφτείς.
Πάρε για παράδειγμα τον House. Δεν έχεις προσέξει ρε καμάρι, ότι κανένας δεν τον λέει Gregory, ούτε ο κολλητός του ο Wilson, ούτε καν η κρυόκωλη Cuddy κι ας έχουν βγάλει τα μάτια τους ούκ ολίγες φορές; Με την ευκαιρία, σας είπα ότι λατρεύω τέρμα House για όλους τους λόγους που οι σόσιαλι κορέκτ γνωστοί μου τον θεωρούν μαύρο πρόβατο; Αλλά για τον Κορτώ λέγαμε.
Που λέτε, θα σας διηγηθώ το όνειρο οσονούπω και είμαι σίγουρη ότι θα καταλήξετε στο ίδιο συμπέρασμα με μένα, αφού εξ' αρχής δεχτούμε αξιωματικά ότι για τα τεκταινόμενα του ονείρου δεν έφταιγαν οι ακόλουθοι παράγοντες:
-δεν έφταιγε η αφραγκία που έχει κατοικοεδρεύσει σαν τρίτος συγκάτοικος στο σπίτι εδώ και καιρό
-δεν έφταιγε ότι το σπίτι το έχουμε βαρεθεί περισσότερο κι από κάτι παλιές μας τρύπιες κάλτσες που όλο λέμε ή να τις πετάξουμε ή να τις μαντάρουμε και ποτέ δεν κάνουμε ούτε το ένα ούτε το άλλο
-δεν έφταιγε που όπου σταθώ κι όπου βρεθώ τελευταία, χαζεύω τοιχοκολλημένα ενοικιαστήρια καθώς και τις φωτογραφίες διαμερισμάτων στη χρυσή ευκαιρία και λόγω του τρίτου συγκατοίκου που λέγαμε, μένω μονίμως στο χάζεμα
-δεν έφταιγε επίσης καθόλου το ότι βρήκα ένα σπίτι πολύ κοντά στο ιδανικό μου, στο Πεδίον του Άρεως, με τιμή ως αναμενόμενο απαγορευτική για τα ισχνά βαλάντιά μας
-δεν έφταιγε που στριφογυρνούσα στο κρεβάτι σαν τη σβούρα και δεν μπορούσα να κλείσω μάτι με αποτέλεσμα να νομίζω ότι πεινάω και να σηκώνομαι κάθε τρεις και λίγο να τσιμπολογάω
-σε συνέχεια του προηγούμενου, δεν έφταιγαν ούτε: η μια χούφτα αλμυρές ελιές (βαριόμουν να τις ξεπλύνω), το ένα ροδάκινο (είμεθα υγιεινιστές γιατί να το κρύψωμεν άλλωστε), οι δύο φέτες τοστ με βούτυρο και μέλι θυμαρίσιο από το Πήλιο (δε φταίω εγώ, η μανούλα με εφοδίασε), το κρουασάν σοκολάτα (η σοκολάτα ήταν σκέτο δείγμα τελικά, μας κλέβουν!), οι δυο φρυγανιές με μελιτζανοσαλάτα καπνιστή (αηδία ήταν η μελιτζανοσαλάτα γιατί πήρα μια φτηνιάρα με ενάμισι ευρώ τα τετρακόσια γραμμάρια κι ως γνωστόν το φτηνό το κρέας δεν το τρώνε ούτε οι σκύλοι), ούτε οι άλλες τρεις φρυγανιές με μαγιονέζα και μουστάρδα ντιζόν (ήταν για να ξεπλύνω λίγο την αηδιαστική γεύση της μελιτζανοσαλάτας), ούτε τέλος το τοστάκι με το σαλάμι αέρος Θάσου (να μην έχουμε κι ένα δήθεν ντελικατέσεν ρε παιδί μου;)
-δεν έφταιγε ούτε το έτερον ήμισυ που μου ανακοίνωσε με αγγελικό ύφος σε μια από τις διαδρομές μου ως το ψυγείο, ότι ο Νέλλος ο Κανέλλος είχε ρίξει και φυσικά σπάσει το δεύτερο
βάζο με το μέλι που φύλαγα για να φτιάξω υγιεινά και διαιτητικά oatmeal cookies για να 'χουμε σε μια στιγμή λιγούρας βρε αδερφέ!
-φυσικά και δεν έφταιγε ο Τσίκος Πιτσίκος, ο οποίος τη μία και μοναδική στιγμή που πήγε να με λυπηθεί ο Μορφέας κι είπε να με πάρει και να με σηκώσει, ήρθε ως το κρεβάτι και προσγειώθηκε μ'έναν πήδο πάνω στο στομάχι μου για ν' αρχίσει αμέσως μετά να μου ρίχνει αγαπησιάρικες κουτουλιές στη μούρη και δαγκώματα στη μύτη πριν χώσει το μουσούδι του κάτω απ' τον αγκώνα μου και λαγοκοιμηθεί σαν την αθώα περιστερά
Τίποτε από τα παραπάνω δεν έφταιγε.
Για όλα έφταιγε το τελευταίο βιβλίο του Κορτώ, σας το ορκίζομαι μα την Παναγία.
Γιατί βλέπεις δε μου 'φτανε που το διάβασα πριν λίγο καιρό και έφτιαξα καινούριο συκώτι απ' το γέλιο, ήθελα να το διαβάσω άλλη μία, διότι μία ίσον καμία και με τον Άνθρωπο που έτρωγε πολλά μία ανάγνωση δεν είναι ποτέ αρκετή, κι έτσι το χτεσινό βράδυ με βρήκε ξανά μανά με το βιβλίο στο χέρι, να γελάω ξανά, και να μελαγχολώ επίσης, γιατί ο Κορτώ είναι υπουλότερος του Κοέλιο (εκείνος ο πούστης ο Κοέλιο ρε παιδί μου σου λέει εκεί την πίπα του με το σύμπαν, εσύ σαν μαλάκας την πιστεύεις κι ύστερα φασκελώνεις σαν αυτιστικό προς άπασα συμπαντική κατεύθυνση, αλλά ο Κορτώ κάνει άλλη παγαποντιά: στην αρχή ξεσκίζεσαι στα γέλια, μετά αρχίζει και υποβόσκει μια υφέρπουσα θλίψη η οποία δεν αφήνεται ακριβώς να γίνει ποτέ καθαρή λύπη, αλλά είναι εκεί η ρημάδα ανάμεσα στις γραμμές, κι όχι ότι δεν μας αρέσει αυτό, αλλά έτσι να 'χουμε να λέμε).
Όπως και να 'χει, ο Μορφέας ευαρεστήθηκε να περάσει το κατώφλι κάποια στιγμή και με βρήκε με το βιβλίο στο ένα χέρι. Το άλλο είχε κουλαθεί γιατί πάνω του κοιμόταν ο Τσίκος κι αναγκαζόμουν
να κάνω ολόκληρες μανούβρες για να γυρίσω σελίδα.
Και, τι λέγαμε..; Α, ναι, το όνειρο.
Βλέπω λοιπόν ότι ανακαλύπτω το σπίτι των ονείρων μου, το οποίο βρισκόταν κοντά στο Πεδίον του Άρεως (ναι ξανά, τι ζόρι τραβάτε μανδάμ; υποσυνείδητο είναι αυτό, κάνει τα δικά του).
Κι έχω πάρει τηλέφωνο κι όλα ωραία και καλά, και ο κύριος που το έχει δεν είναι άλλος από τον Αύγουστο Κορτώ.
Και σκέφτομαι μέσα μου "Αμάν, αυτός είναι διασημότις, θα ζητήσει τα μαλλιοκέφαλά μας σε νοίκι" και στο καπάκι λέω "βρε δε γαμιέται, δείχνει και καλός άνθρωπος, μπορεί και να τα βρούμε",
και κλείνουμε ραντεβού να πάω να το δώ.
Και σηκώνομαι και πάω, και το σπίτι είναι ουάου, και το έξω δεν είναι το γνωστό Πεδίον του Άρεως αλλά κάτι ανώτερο κι από γραφική γειτονιά του Παρισιού (μη με ρωτάτε πώς μεταμορφώθηκε η γειτονιά, είναι να υπάρχει καλή θέληση), και δως του ξύλινα πατώματα δρύινα σε σκούρο χρώμα με κόκκινη ανταύγεια, και καναπέδες με ριχτάρια, απ' αυτούς που σε φωνάζουν και σου λένε έλα καμάρι μου κι απλώσου πάνω μου, (ναι είχε και έπιπλα και φουλ κομφόρ), και κουζίνα ονειρεμένη με φως άπλετο, και τεράστια παράθυρα κι ένα υπέροχο μπαλκόνι λέει, γεμάτο φυτά και πολυθρόνες ρατάν, όπου ο Κορτώ ως φιλόξενος οικοδεσπότης με κάλεσε να πιούμε καφέ και να κουβεντιάσουμε τα περί ενοικίασης.
Στο μπαλκόνι βρισκόταν και μια φίλη του, μακρυμάλλα και μαυρομαλλούσα, η οποία με σέρβιρε ευγενικά και παρατήρησε ότι φαινόμουν κουρασμένη. Τι ήταν να το πει, δεν πρόλαβα να πιω μια γουλιά καφέ και ξεράθηκα εκεί που καθόμουν, στην τεράστια, αναπαυτική ρατάν πολυθρόνα.
Όταν κάποια στιγμή ξύπνησα, καταντροπιασμένη που με είχε πάρει ο ύπνος, τους είδα και τους δυο να μου χαμογελούν και ο Κορτώ μου λέει: Α, δεν τρέχει και τίποτα δα. Αν νιώθεις τόσο άνετα στο σπίτι ώστε να σε πάρει ο ύπνος, τότε θα το αγαπήσεις και μ' αρέσει η ιδέα να το έχει κάποιος που θα το αγαπά σαν να ήταν δικό του.
Πήρα τα πάνω μου κι εγώ, και ρωτάω την τιμή. Δεν θυμάμαι πόσα ζήτησε (σιγά μη θυμόμουν, να μου χαλάσει η ωραία μαγιονέζα), αλλά θυμάμαι ότι είπα με το νου μου "πολλά ξε-πολλά, το καλό πράγμα κοστίζει και χαλάλι του", κι ετοιμάστηκα να πω το ναι.
Τότε με κόβει ο Κορτώ ξανά και λέει: Ποιοι άλλοι θα μένουν εκτός από σένα; Ο Δ. το έτερον ήμισυ και ο Τσίκος του απαντώ. Προφανώς στο νου μου, ο Νέλλος και η Λούνα είχαν πάει διακοπές στα θερινά ανάκτορα.
Α, απαντά ο Κορτώ, πρέπει να έρθουν κι αυτοί να το δουν. Μάλιστα προτείνω να δούμε αν θα νιώσουν τόσο άνετα ώστε να ρίξουν κι εκείνοι έναν υπνάκο καλή ώρα όπως εσύ, γιατί αλλιώς τι νόημα έχει να κλείσετε το σπίτι;
Ακράδαντο επιχείρημα, μη μου πείτε! Και απολύτως λογικό στη συλλογιστική του ονείρου.
Οπότε ορίζουμε δεύτερο ραντεβού για να κουβαληθούν κι οι υπόλοιποι.
Τη συμφωνημένη μέρα και ώρα, ο Κορτώ μ' ενημερώνει πως του έτυχε μια δουλειά και άφησε το κλειδί σε κάποιον να μας το δώσει και θα ερχόταν κι εκείνος λίγο μετά.
Πάμε λοιπόν η αγία τριάς, και ο Δ. με τον Τσίκο αγκαλιά ενθουσιάζονται αμφότεροι, ο Δ. ονειρεύεται πού θα στήσει το σούπερ ντούπερ γραφείο του και πιο παράθυρο του δίνει το καλύτερο φως για να φτιάχνει γραφιστικά αριστουργήματα διότι τι σκατά Αρτ Νταϊρέκτορ είναι, ο Τσίκος τρεχοβολάει χωρίς να φοβάται ΚΑΙ τη σκιά του, κι εγώ με το χαμόγελο μακαριότητας στα χείλη απολαμβάνω τη στιγμή.
Λίγο μετά, ανακαλύπτει ο Δ. ένα υπέροχο κρεβάτι, στρωμένο με λινά σεντόνια και γεμάτο αφράτες μαξιλάρες και απλώνεται φαρδύς πλατύς να το δοκιμάσει.
Πάω κι εγώ και γέρνω πλάι του, ενώ ο Τσίκος χωρίς να χάσει ευκαιρία, χώθηκε ανάμεσά μας, και ναι, το μαντέψατε, ρίξαμε κι οι τρεις τον ύπνο του δικαίου.
Όταν μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, ακούω μια πόρτα ν' ανοίγει και τον Κορτώ να λέει: Μα τι ωραία εικόνα.. Τύφλα να 'χουν οι Τσαρουχικοί άγγελοι.
Συλλογίζομαι λίγο πριν ξυπνήσω, ότι προφανώς δεν εννοεί εμένα γιατί περισσότερο αγγελούδι του Tiziano θα με έλεγες, και ο Δ. όση γοητεία κι αν διαθέτει, Τσαρουχικό άγγελο δεν τον κάνεις με τίποτα.
Άρα για τον Τσίκο μιλάει ο Κορτώ. Ε, λογικό, τέτοιες ματάρες τεράστιες κι ελαφρώς θλιμμένες και τέτοια λυγερή κορμοστασιά μόνο ο Τσίκος μας διαθέτει.
Ανοίγω το δεξί μάτι, χαιρετώ τον Κορτώ, σκουντάω με τρόπο τον Δ. και σπρώχνω τον Τσίκο ο οποίος τεντώνεται μακαρίως, και ο Κορτώ ξεστομίζει τη μαγική ατάκα:
Λοιπόν παιδιά, το σπίτι σας το αφήνω δωρεάν.
Και φυσικά εκεί πάνω ξύπνησα, γιατί ο Τσίκος θεώρησε καλό να ξαναπηδήξει πάνω στο στομάχι μου για να επιστρέψει στο σαλόνι, κι εγώ βρέθηκα αλαφιασμένη με το βιβλίο του Κορτώ να μου φεύγει απ' το χέρι και να προσγειώνεται στο κεφάλι μου.
Ήταν δε τέτοια η σύγχισή μου που χάσαμε το ωραίο, καινούριο, τζάμπα σπίτι, που σηκώθηκα και τσάκισα κάτι ψόφια ποπ κορν με γεύση μπάρμπεκιου. Μεγάλη αηδία, μην τα πάρετε θα κλαίτε τα λεφτά σας.
Αντί αυτού, πάτε να πάρετε οπωσδήποτε τον Άνθρωπο που έτρωγε πολλά, και για ό,τι κουλό δείτε επίσης στον ύπνο σας μετά, μπορείτε να αναφωνήσετε μετ' εμού:
Κορτώ, φίλτατε, εσύ φταις για όλα!
Παρασκευή, Ιουλίου 27, 2012
Νύχτες του Αυγούστου
Όταν ζούσα ακόμη στο πατρικό μου, στο Βόλο, στα χρόνια της εφηβείας μου, πολλές φορές τα καλοκαιρινά βράδυα, όταν η γειτονιά ησύχαζε από τις φωνές των παιδιών που έπαιζαν στο δρόμο, από τις κουβέντες, τα γέλια ή τους καβγάδες των μεγάλων και τα περισσότερα σπίτια έκλειναν τα φώτα τους και οι κάτοικοί τους παραδίνονταν στις αγκάλες του Μορφέα, εγώ έβγαινα νυχοπατώντας κι ανέβαινα στην ταράτσα.
Πατούσα προσεχτικά για να μην τρίξουν τα παλιά κεραμίδια και λαχταρήσω τους γονείς μου που κοιμόντουσαν από κάτω -όχι για φόβο κλεφτών και εισβολέων. Τότε δεν κλειδώναμε ούτε την εξώπορτα του σπιτιού. Κάμποσοι γείτονες έστηναν ράντζα και κοιμόντουσαν στις αυλές τους κάτω απ' τις κληματαριές το καλοκαίρι για να 'χουνε δροσιά.
Εγώ όμως, σαν τη γάτα, σκαρφάλωνα και καθόμουν στα κεραμίδια.
Η κάψα του ήλιου στη διάρκεια της μέρας τα πύρωνε κι ακόμα και μέσα στα μισά της νύχτας ανάδιδαν θέρμη, που την ένιωθα να διαπερνά το κορμί μου κάτω απ' τα ρούχα.
Καθόμουν λοιπόν εκεί, άλλοτε μόνη, κι άλλοτε συντροφιά με όποιο γατί είχαμε στο σπίτι εκείνο τον καιρό. Συχνότερα μόνη, αφού οι γάτες μας είχαν καλύτερα πράγματα στο νού τους απ' το να μου κρατούν συντροφιά στα κεραμίδια τις αυγουστιάτικες νύχτες.
Αφουγκραζόμουν μες την ησυχία τους θορύβους της νύχτας. Κάποιο σκυλί που γάβγιζε πού και πού, την εξάτμιση μιας μηχανής που ακουγόταν καθώς ξεμάκραινε, τα τζιτζίκια σκαρφαλωμένα στο δέντρο της αυλής μας. Κι ύστερα ξάπλωνα πάνω στα ζεστά κεραμίδια και χάζευα τ' αστέρια και το φεγγάρι. Και μύριζα τη θαλασσινή ευωδιά που κάποιες φορές έφερνε η νυχτερινή αύρα. Κι όταν ακόμα δεν συνέβαινε αυτό, εγώ τουλάχιστον φανταζόμουν πως τη μύριζα ούτως ή άλλως.
Ξαπλωμένη εκεί, μόνη μες τη νύχτα σε μια γειτονιά που κοιμόταν, ξεφόρτωνα από μέσα μου τα άγχη που μπορεί να κουβαλάει μια εφηβική ψυχή. Δεν φοβόμουν. Ποτέ δε φοβήθηκα. Ούτε και ποτέ επιθύμησα να είχα άλλη παρέα απ' το φεγγάρι και τη γάτα μου όταν μου έκανε την τιμή να μείνει για λίγο κοντά μου. Η μοναξιά εκείνη μ' ανακούφιζε βαθιά. Το πατρικό μου στη διάρκεια της μέρας ήταν μονίμως γεμάτο κόσμο, φωνές, κίνηση, ανθρώπους που μπαινόβγαιναν χωρίς να παίρνουν πρώτα τηλέφωνο, και φορές χωρίς καν να χτυπούν την πόρτα.
Την είχα ανάγκη εκείνη τη μοναξιά, τη σιγή και την ηρεμία.
Όσα μ' απασχολούσαν, όσα με πλήγωναν, όσα με φόβιζαν, γλυστρούσαν σιγά-σιγά από πάνω μου, κυλούσαν πάνω στα ζεστά κεραμίδια και διαλύονταν στο φεγγαρόφωτο. Παράπονα, δάκρυα, σκέψεις, μελαγχολίες, ερωτικά καυγαδάκια, τσακωμοί στο σπίτι, άγχη, μοναξιές.
Πού και πού αναρωτιόμουν αν εκείνη την ώρα υπήρχε σε κάποια άλλη ταράτσα, σε κάποια άλλα κεραμίδια, σκαρφαλωμένη κάποια άλλη κοπέλα ή κάποιο αγόρι, που κοιτούσε το ίδιο στερέωμα και το ίδιο φεγγάρι κι άφηνε τις σκέψεις του να κυλούν μες τη μαγεία της νύχτας. Αναρωτιόμουν τι να σκεφτόταν αυτό το άλλο άτομο, αν είχε τα ίδια -ανυπέρβλητα φυσικά- προβλήματα με τα δικά μου, τους ίδιους φόβους, τις ίδιες ελπίδες, αν έκανε παρόμοια όνειρα, και πώς ένιωθε.
Όταν ήμουν πολύ σκασμένη, σκεφτόμουν πως το φως του φεγγαριού διαπερνούσε τους πόρους του κορμιού μου και καθάριζε το μυαλό και την ψυχή μου. Όπως νιώθει κανείς όταν κάνει ηλιοθεραπεία και το ζεστό χάδι του ήλιου διαπερνά το κορμί του και φέρνει μια γλυκιά ανατριχίλια και σταδιακά τη χαλάρωση. Το ασημένιο φως του φεγγαριού ήταν ο δικός μου, βραδυνός ήλιος. Κι όλα σιγά-σιγά γαλήνευαν. Κι εγώ μαζί.
Καμιά φορά, ξυπνούσε η μητέρα μου κι όταν αντιλαμβανόταν ότι δεν ήμουν στο σπίτι, έβγαινε στην αυλή και φώναζε σιγανά το όνομά μου.
-Τι κάνεις παιδί μου πάνω στα κεραμίδια σαν τη γάτα νυχτιάτικα;
-Κάθομαι.
-Τι θα πει κάθεσαι παιδάκι μου; Μόνη σου μες τα σκοτάδια; Κατέβα να κοιμηθείς.
-Άσε με ρε μάνα, δε νυστάζω. Θα κατέβω σε λίγο.
Κουνούσε το κεφάλι της κι έμπαινε πάλι μέσα. Ακόμα και αν επέμενε, δε θα μπορούσα να της εξηγήσω τι έκανα σκαρφαλωμένη στα κεραμίδια.
Τις προάλλες, μιλούσα μ' έναν παλιό μου φίλο στο τηλέφωνο και με ρώτησε τι μου λείπει περισσότερο στην Αθήνα. Η θάλασσα ίσως; υπέθεσε ξέροντας πόσο στ' αλήθεια πολύ μου λείπει.
Όχι, του απάντησα. Αυτό που μου λείπει περισσότερο στην Αθήνα, είναι τα κεραμίδια. Κι όπως τη μάνα μου, χρόνια πριν, έτσι κι εκείνον τον άφησα ν' αναρωτιέται.
Τρίτη, Ιουλίου 17, 2012
Για τη Μαρία, την tweety των μπλογκς.
Η Μαρία είναι μόλις 25 χρονών αλλά αγωνίζεται να ζήσει.
Χρειάζεται τη βοήθεια μας.
Αντιμέτωπη με ένα τεράστιο τέρας, όπως η ίδια λέει, δίνει
καθημερινά αγώνα, αφού παλεύει με μια σπάνια μορφή καρκίνου. Δε χάνει το
χαμόγελο της, δε χάνει το κέφι της για ζωή. Όπως κάθε κορίτσι στην
ηλικία της ονειρεύεται τη ζωή που έχει μπροστά της. Δεν τα παρατάει,
είναι πολεμίστρια.
Ο πόνος είναι δυστυχώς η καθημερινή
συντροφιά της. Όπως έγραψε στο μπλογκ της, έφτασε στο τελικό στάδιο του
πόνου, όπου οι γιατροί της έδωσαν το πράσινο φως για καθημερινή χρήση
της μορφίνης. Δυστυχώς, αν και αυτό βελτιώνει όσο γίνεται την καθημερινότητά της, μειώνει το προσδόκιμο της ζωής της.
Η Μαρία Δημητρίου πάσχει από τη νόσο του Μπεχτσέτ. (Neuro-behcet's disease), μια σπάνια, εκφυλιστική, αυτοάνοση ασθένεια που εμφανίζεται περίπου σε κάθε 15 ανθρώπους ανά 100.000.
H Μαρία έχει επιληπτικές κρίσεις, αναιμία, ρευματοειδή αρθρίτιδα, σκλήρυνση κατά πλάκας και τη νόσο του Crohn. Εκτός από την πλήρη απώλεια όρασης στο αριστερό μάτι, η Μαρία έχει και μειωμένη όραση στο δεξί μάτι, μερική απώλεια ακοής, μειωμένη γεύση και οσμή, μειωμένη ούρηση, υδρονέφρωση, ταχυκαρδίες, χρόνια εγκεφαλίτιδα.
Έχει εξεταστεί από γιατρούς σε Ελλάδα, Αγγλία και ΗΠΑ, χωρίς να δει σημαντική βελτίωση. Έχει κάνει πολλές παρακεντήσεις, τοποθέτησε δύο φορές βαλβίδα στον εγκέφαλο για να αποσυμπιέζεται, της αφαίρεσαν δύο όγκους από τον εγκέφαλο και πάλι χωρίς αποτέλεσμα. Παρά τα προβλήματα όμως, κατάφερε και πήρε πτυχίο Ψυχολογίας από το Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου, φιλοδοξώντας μελλοντικά να προχωρήσει και σε μεταπτυχιακές σπουδές.
Οι επιλογές της
αυτή τη στιγμή είναι περιορισμένες. Οι γιατροί λένε ότι για να τα
καταφέρει, πρέπει να μεταβεί το συντομότερο δυνατόν στην
κλινική Mayo, στις ΗΠΑ, η οποία ειδικεύεται στις σπάνιες παθήσεις. Εκεί υπάρχουν ελπίδες να
τη βοηθήσουν να έχει μια σταθερότητα και μια ποιότητα στη ζωή της, που
τόσο χρειάζεται.
Η Μαρία ξέρει πως οι σκέψεις μας είναι μαζί
της. Τώρα ας μάθει πως έχει και την έμπρακτη βοήθειά μας. Το κόστος της
μετάβασης στην Αμερική είναι τεράστιο και δυσβάστακτο για αυτή και την
οικογένεια της. Ας ενισχύσουμε αυτή την οικογένεια οικονομικά,
καταθέτοντας χρήματα σε αυτούς τους λογαριασμούς:
- Αριθμός Λογαριασμού από τράπεζα Κυπρου κατάθεσης μέσω ONE BANK (κατάθεση χωρίς χρέωση): 0107 – 00 – 021363 – 00
Ισχύει για Κύπρο και Ελλάδα, στο όνομα Μαρία Δημητρίου
- Λογαριασμός Τράπεζας Κύπρου για κατάθεση και από οποιαδήποτε άλλη τράπεζα, εφόσον δεν μπορείτε στην ίδια, με μικρή χρέωση:
IBAN: CY65 0020 0107 0000 0000 0213 6300 – Swift
number (code BIC) – BCYPCY2N
Ισχύει για Κύπρο και Ελλάδα στο όνομα Maria Demetriou (χρειάζονται οι λατινικοί χαρακτήρες)
- Ελληνική Τράπεζα: CY43005001120001121054591900 – SWIFT NUMBER: HEBACY2N
Όποιος νιώθει ότι θέλει να επικοινωνήσει με τη Μαρία μπορεί να το κάνει στο email: mariademetriou@ymail.com
To μπλογκ της είναι http://mariatweety.blogspot.com/
Σημείωση δική μου:
Μεταφέρω το παραπάνω αφού διάβασα την απεγνωσμένη έκκληση της οικογένειάς της για βοήθεια. Η Μαρία αυτή τη στιγμή δεν είναι καθόλου καλά. Πονάει και υποφέρει.
Δεν χρειάζεται να αφήσετε σχόλια σ' αυτό το ποστ.
Όσοι θέλουν και μπορούν να βοηθήσουν μέσα στις δύσκολες καταστάσεις που όλοι περνάμε, έχει καλώς. Για όσους καλοθελητές βιαστούν να χαρακτηρίσουν μούφα την περίπτωση της Μαρίας (έχουν ήδη βρεθεί κάμποσοι, κι έχω και πικρή προσωπική πείρα), θα πω το εξής: Μην πιστέψετε τη δική μου ανάρτηση, ούτε και το μπλογκ της Μαρίας, ούτε και τη σελίδα της στο Facebook. Όσοι αμφιβάλλετε, ψάξτε μόνοι σας στο διαδίκτυο για το κατά πόσο ισχύουν τα όσα αναφέρω. Βρείτε τις ανακοινώσεις του Τύπου, τις συνεντεύξεις, τις αναδημοσιεύσεις, κι από εκεί και πέρα πράξτε κατά συνείδηση.
Καλή βδομάδα σε όλους.
Πέμπτη, Ιουλίου 05, 2012
Διάλειμμα για διαφημίσεις
Τα χειροποίητα σαπούνια μου απέκτησαν επιτέλους το δικό τους σπίτι.
Μόλις μπήκαμε βέβαια στο καινούριο σπιτικό, οπότε και σιγά - σιγά θα το διακοσμήσουμε, θα του περάσουμε χρωματάκια, φωτογραφίες, θ' ανοίξουμε παράθυρα με θέα, θα κάνουμε γενικώς τα δέοντα.
Για την ώρα όμως, με μεγάλη μου χαρά σας παρουσιάζω την Καλλιστώ, το αγαπημένο μου "παιδί", δημιουργημένο απ' τα χεράκια μου.
Κοπιάστε να το καμαρώσετε κι εσείς (είπε η κουκουβαγιομάνα) και κατεβάστε τον κατάλογο.
Περιμένω γνώμες και κριτικές, πείτε μου ποια σας άρεσαν, ποια λιγότερο, γενικώς δώστε σχόλια στο δημιουργό :)
Τετάρτη, Ιουνίου 13, 2012
Ποτέ μη λες ποτέ (μέρος δεύτερο)
Έλεγα λοιπόν, ότι εγώ έβλεπα τις πελάτισσές της, κι από μέσα μου τραγούδαγα τη "Μοδίστρα" της Ρένας Βλαχοπούλου. Όχι ότι είχα και μεγάλο άδικο! Γκρινιάρες και παρανοϊκά απαιτητικές οι περισσότερες. Σου 'ρχοταν η άλλη μ' ένα βυζί τρία στρέμματα και μια περιφέρεια κυβικών Πελοππονήσου, κι ήθελε να της ράψεις κολλητό το φόρεμα για να την κόβει. Κι η αδύνατη που ήταν πλάκα μπρος και πλάκα πίσω, ήθελε να έχει χάρη το ρούχο, γιατί νόμιζε ότι έτσι θα τονιστούν οι, ανύπαρκτες, καμπύλες της.
Και καλά οι παραλογισμοί τους και το ότι είχαν άποψη και για το πώς πρέπει να ραφτεί το ρούχο, κάτι τέτοιο είναι μάλλον αναμενόμενο σ' αυτό το επάγγελμα. Αλλά εκεί που έπρεπε να σ' έχω από μια πλευρά, ήταν στα παζάρια την ώρα της πληρωμής. Και κόψε κάτι, και πολλά ζητάς, και άμα πάω στην παρακάτω μου ζητάει ένα πεντακοσάρικο λιγότερο, και σιγά μωρέ, ένα φορεματάκι εκεί δα ράψαμε, δεν φτιάξαμε παλτό!
Σε μια τέτοια ωραία φάση λοιπόν, ήρθε κάποια χριστιανή -ούτε και θυμάμαι πλέον ποιά ήταν, κι άρχισε τη γκρίνια για το τελειωμένο πλέον ρούχο: δεν έκανε έτσι, δεν έκανε αλλιώς, δεν έστρωνε δεξιά, τράβαγε αριστερά, τσίτωνε παραπέρα... Άκουγα εγώ από το μέσα δωμάτιο και φόρτωνα. Γιατί ήξερα πού το πήγαινε.Το ρούχο μια χαρά ήταν. Την αμοιβή ήθελε να κόψει.
Κι όταν μπήκε πια στο προκείμενο κι άρχισε τα παζάρια, όσο εγώ αντιλαμβανόμουν ότι η μάνα μου συνδιαλλεγόταν μαζί της σε τόνο ήπιο και ήρεμο, τόσο μου ανέβαιναν τα κατσίκια στο κεφάλι. Μέχρι που σε κάποια στιγμή είδα κόκκινα, πετάχτηκα σαν τον κομήτη, και όρμησα μέσα στο δωμάτιο να της τα πω καμπόσα.
Γκάριξα μ' όλη τη δύναμη της φωνής μου. Το τι της έσουρα δεν το θυμάμαι, αλλά κάποια στιγμή πήρα το ρούχο της και της το πέταξα στη μούρη. Φρουμάζοντας σαν άλογο, κατέληξα σε κάτι του τύπου άμα θες φτηνά κυρά μου, να πας να πάρεις απ' τα έτοιμα. Δε θα την πεθάνεις εσύ τη μάνα μου. Πάρτο το κουρέλι σου και μην ξαναπατήσεις το πόδι σου άμα δε σ' αρέσει και τα λεφτά σου δεν τα θέλουμε.
Η μάνα μου η κακομοίρα είχε καταπιεί τη γλώσσα της.
Το πώς έφυγε η πελάτισσα είναι μια άλλη ιστορία, πάντως έφυγε κακήν-κακώς. Το ότι γλίτωσε και καμιά μπούφλα ήταν θαύμα. Πάντως ξέρω ότι τα λεφτά τα πήρε η μάνα μου, και η πελάτισσα συνέχισε να έρχεται τακτικότατα. Παζάρια δε, δεν έκανε ποτέ ξανά. Κι εμένα με καλημέριζε πάντα στο δρόμο μες το μέλι και την ευγένεια.Αμ, κι ο Άγιος φοβέρα θέλει, παλιομουρλέγκω, έλεγα εγώ από μέσα μου κάθε φορά που την συναπαντούσα στο δρόμο.
Μ' αυτά και με τα άλλα, πού ν' ακούσω εγώ για ράψιμο.
Το μόνο που καταδεχόμουν να κάνω ήταν να βγάζω πατρόν για τη μάνα μου, από τα γερμανικά Burda της εποχής, τα οποία δεν ήταν καν μεταφρασμένα στα ελληνικά τότε. Γιατί ενώ στη μάνα μου φαινόταν μπελαλίδικο, εμένα μου έκανε κέφι. Κατά τα άλλα δεν έμαθα ποτέ να ράβω ούτε ένα στρίφωμα που έλεγε κι η κυρία Βικτωρία. Καημό το είχε. Με παρακάλαγε επί χρόνια σαν το Χριστό.
Τίποτα εγώ, μουλάρι κανονικό.
Αλλά είχα τα δίκια μου. Πέραν του ότι οι πελάτισσες μου άναβαν τα λαμπάκια, είχα πάντα και το παράπονο ότι ποτέ δεν προλάβαινε η μάνα μου να μου ράψει όσα ρούχα ήθελα. Κατά το "του τσαγκάρη το παιδί δεν αποχτάει παπούτσια". Όχι ότι δεν μου έραβε. Αλλά όποτε μπορούσε και προλάβαινε. Για να μην πω και για τους τσακωμούς κάθε φορά που τελικά μου έραβε κάτι.
Πρώτων εγώ δεν άντεχα με τίποτα τις πρόβες. Καλύτερα να μ' έβαζες να τρέξω μαραθώνιο, απ' το να κάτσω ακίνητη για όση ώρα διαρκούσε η πρόβα. Δε γινόταν ρε παιδί μου, μ' έτρωγαν τα χέρια μου, στριφογυρνούσα, χτυπούσα το πόδι σαν νευρόσπαστο... Άσε, άσε, εφηβεία παιδί μου!
Κι μονίμως να γκρινιάζω για το ίδιο θέμα:
-Ρε μάνα, πιο στενό σου λέω, σαν ράσο είναι τούτο!
-Έλα παππού μου να σου δείξω τ' αμπελοχώραφά σου! τι θες να το κάνουμε το φόρεμα, κορσέ; ν' ανοίγουν οι ραφές άμα κάθεσαι ή άμα πας ν' ανέβεις ένα σκαλί;
-Δε θ' ανέβω σκαλί χριστιανή μου, ούτε θα κάτσω, θα στέκομαι όρθια σαν το στυλιάρι, σε πειράζει εσένα; Στένεψέ το κι άλλο!
-Μα δεν στενεύει άλλο ρε παιδί μου, χάνει τη χάρη του το ρούχο!
-Σκασίλα μου εμένα για τη χάρη του. Εγώ το θέλω στενό λέμε!
Όπως και να 'χει, στα επόμενα χρόνια που έφυγα απ' το σπίτι και ζούσα μόνη μου, δεν ήταν λίγες οι φορές που αυτοφασκελώθηκα για την τότε ξεροκεφαλιά μου, ειδικά σε φάσεις που βρέθηκα να πληρώνω για οποιαδήποτε επιδιόρθωση χρειάστηκα σε ρούχο. Ειδικά μ' ένα βραδυνό φόρεμα που χρειάστηκε να κοντέψουν οι τιράντες του και μου ζήτησαν 12 ευρώ. Ήμαρτον παιδιά! Δώδεκα ευρώ για να μου μαζέψεις κυρά μου λίγο τις τιράντες; Έχε χάρη που ήταν δαντέλα το ρούχο και δεν είχα την επιτηδιότητα να το κάνω μόνη μου.
Αλλά και που γκρίνιαζα τι έβγαζα; Την ευκαιρία μου να μάθω την είχα χάσει. Η μάνα μου βρισκόταν τριακόσια τόσα χιλιόμετρα μακριά, αλλά και κοντά να την είχα, η προχωρημένη ηλικία της δεν της επέτρεπε να κάτσει να σπάει το κεφάλι της για να μάθει το στουρνάρι τα της ραπτικής. Κάθε φορά που μεταξύ σοβαρού κι αστείου στη διάρκεια των καλοκαιρινών διακοπών τη ρωτούσα αν έφτανε ο χρόνος για να μου μάθει κάποια πράγματα, μου απαντούσε το ίδιο: Τρία χρόνια θες για να μάθεις τα βασικά.
Και φυσικά μαζευόμουν ξανά στο καβούκι μου, βρίζοντας και πάλι την ξερή μου την κεφάλα.
Μέχρι που πριν κανά δυο μήνες, μου χάρισαν μια ραπτομηχανή.
Εδώ σε θέλω φίλε μου.
Τι την κάνουν τώρα; Εγώ είχα να πιάσω ραπτομηχανή στο χέρι από την εποχή των παγετώνων. Ούτε πώς βάζουμε την κλωστή δε θυμόμουν. Και καλά μεν, οι ραπτομηχανές στα βασικά τους μοιάζουν, αλλά πανομοιότυπες δεν είναι. Την βουτάω λοιπόν παραμάσχαλα στην πρώτη επίσκεψή μου στο Βόλο και μου δείχνουν τα βασικά. Και μέχρι να γυρίσω στην Αθήνα έχω ξεχάσει τα μισά.
Άντε και την περάσαμε τη ρημαδοκλωστή, άντε και βρήκαμε το ίσιο γαζί, το καρίκωμα, άντε και καταλάβαμε και πώς περνάμε τη μασουρίστρα. Παρακάτω τι γίνεται;
Έβαζα να φτιάξω ένα ίσιο γαζί και μου 'βγαινε κυματιστό. Δοκίμαζα το καρίκωμα, και το ύφασμα έσφιγγε και γινόταν σούρες. Πήγαινα να γαζώσω μια καμπύλη και μου σπαγε η κλωστή. Για να μην πω ότι έσπασα κάμποσες βελόνες στις διάφορες προσπάθειες.
Κι άρχισαν τα τηλέφωνα στο Βόλο κάθε τρεις και λίγο: Ρε μάνα, πώς διάολο γίνεται να μου βγαίνει το γαζί από πάνω καλό κι από κάτω περαστό; Γιατί αφήνει θηλιές; Γιατί κόβεται η κλωστή; Γιατί δεν μου πατάει τα διπλόγαζα; Πώς στερεώνουμε την αρχή του γαζιού και πώς το τέλος του; Τι νούμερο βελόνα θέλει το τάδε ύφασμα; Και τι διάτανο σημαίνουν τα διαφορετικά νούμερα στο κάτω δεξιά κουμπί;
Κι επειδή η κυρία Βικτωρία λόγω πείρας κυρίως, πολλά πράγματα τα θεωρεί αυτονόητα, αλλά και γιατί επίσης εγώ δεν μπορούσα να της δώσω να καταλάβει συνήθως τι ήταν αυτό που ρωτούσα, η συννενόησή μας ήταν κάτι σαν τον πύργο της Βαβέλ.
Κομφούζιο.
Στράφηκα λοιπόν στον φωτεινό παντογνώστη, το ιντερνέτι δηλαδή.
Όπως συνήθως, ελληνικές ανάλογες ιστοσελίδες μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού, κι αυτές μισές κι ανέσωτες. Άφθονες όμως στα αγγλικά. Οπότε άρχισε η μελέτη.
Εκεί να σ' έχω από μια μεριά να γελάσεις. Το τι έχω διαβάσει εδώ και τόσο καιρό δε λέγεται. Το μεγάλο το γέλιο όμως ήταν όταν έπρεπε να συννενοηθώ με τη μάνα μου για περαιτέρω εξηγήσεις. Γιατί καλά τα διάβαζα ή τα έβλεπα εγώ στα βιντεάκια, αλλά άντε να μεταφράσω στα ελληνικά τους αγγλικούς όρους. Γιατί η μοδιστρική έχει κι αυτή το δικό της λεξιλόγιο, που στ' αυτιά του άσχετου μοιάζει με ξένη γλώσσα.
Αλλά μέσα στο χαμό, ανακάλυψα και κάτι που δεν το περίμενα.
Παρότι ποτέ δεν είχα στρώσει τον κώλο μου να μάθω και να μου δείξει η μάνα μου πέντε πράγματα, όλως περιέργως είχα συγκρατήσει στο μυαλό μου ένα σωρό από την τέχνη της. Πολλά περισσότερα απ' όσα θυμόμουν, απ' όσα φανταζόμουν ότι γνώριζα.
Κι όσο έβλεπα βιντεάκια στο γιουτιούμπι κι όσο διάβαζα τιουτόριαλς και ποστς, τόσο αντιλαμβανόμουν τι συνέβαινε, και τόσο μου φαίνονταν όλα γνωστά και οικεία. Μέχρι που σε λίγο καιρό άρχισα να αντιλαμβάνομαι τα λάθη που έβλεπα, τους κακούς χειρισμούς, να θυμάμαι τους ευκολότερους τρόπους να κάνεις κάτι, να θυμάμαι κόλπα και τεχνικές.
Έτσι είπα να βάλω τις νεοαποκτημένες ή νεοαφυπνισμένες γνώσεις μου σε πράξη.
Κι εδώ έπεσε το μεγάλο γέλιο.
Γιατί βλέπεις, ο λύκος κι αν εγέρασε... Είχα ξεχάσει ότι πέρα από τη θεωρία και τις γνώσεις, η ραπτική θα έπρεπε στα λεξικά να είναι συνώνυμη με τη λέξη υ-π-ο-μ-ο-ν-ή.
Υπομονή παιδιά κι άγιος ο θεός.
Αρετή που το κατάστημα δεν τη διέθετε ποτέ σε μεγάλες δόσεις, και σίγουρα όχι σε τόσες όσες απαιτεί η τέχνη του ραψίματος. Όμως το κατάστημα διαθέτει σε μεγάλες δόσεις μουλαρίσια επιμονή και ξεροκεφαλιά.
Κι έτσι κάθησα κάτω και το πάλεψα.
Το πρώτο μου πρότζεκτ σκέφτηκα να 'ναι κάτι εύκολο, που ακόμη κι αν τα κάνω θάλασσα να μην κλαίω το ύφασμα και τον κόπο μου. Τι να φτιάξω λοιπόν; Μια τσάντα.
Πατρόν για τσάντες στο ίντερνετ υπάρχουν ένα κάρο. Στα αγγλικά όλα, αλλά ένα κάρο.
Αμ εγώ η καλή σου, δεν ήθελα να χρησιμοποιήσω έτοιμο πατρόν. Ήθελα να φτιάξω μόνη μου απ' το μηδέν. Σκεφτόμουν βλέπεις ότι των αλλωνών παραήταν απλά, παραήταν παρόμοια, και σιγά στην τελική που δε θα τα καταφέρω να φτιάξω ένα πατρόν για τσάντα.
Όσο για τις συμβουλές προς αρχάριες μοδίστρες που διάβαζα, οι οποίες σου έλεγαν να ξεκινήσεις με την περιβόητη tote bag, την πιο απλή κατασκευή δηλαδή που θυμίζει τσάντα για ψώνια, τις έβλεπα ξεφυσώντας με ειρωνεία. Σιγά μην καταδεχτώ να φτιάξω κάτι τόσο απλό. Άλλωστε εγώ δεν ήμουν αρχάρια, ήξερα ήδη κάμποσα πράγματα, έστω και στη θεωρία.
Κι έτσι κάθησα κι έφτιαξα ένα σχέδιο για τσάντα. Πολύπλοκο. Με διπλό "σώμα", άλλο κομμάτι για το πάνω, άλλο για το κάτω. Και πιέτες. Και ήθελα να έχει και φερμουάρ. Σιγά μην έβαζα αυτοκόλητο ή κουμπί. Αυτά είπαμε, είναι για τις αρχάριες. Κι ήθελα το φερμουάρ επίσης να πατάει σε περιθώριο υφάσματος δικό του, και να μην είναι ραμένο πάνω στο σώμα της τσάντας. Κι ήθελα τέλος και εγκράφα για στολίδι στο πλάι.
Ε, τίποτα δεν ήθελα η γυναίκα! Βασικά πραγματάκια.
Δε θα σας περιγράψω τον πανικό και τον πανζουρλισμό που επικράτησε στο σπίτι όσο προσπαθούσα να βγάλω σε πατρόν όλα όσα είχα σχεδιάσει η κυρία ωραία και καλά. Ούτε το πόσα χαρτιά έσκισα και πέταξα, πόσα γαλλικά κατέβασα και πόσες φορές την πλήρωσε ο ταλαίπωρος ο Δ.
Πάντως γεγονός είναι ότι κάποια στιγμή το κατάφερα το πατρόν. Και κάποια άαααλη στιγμή (που απείχε κάμποσο χρονικά), κατάφερα και να ράψω την τσάντα. Την πρώτη μου τσάντα, φτιαγμένη εξ' ολοκλήρου απ' τα χεράκια μου.
Χαλάλι οι παράπλευρες απώλειες, χαλάλι ο κόπος, χαλάλι όλα.
Τη θαύμασα, την κράτησα, τη φόρεσα, και λίγες μέρες μετά... τη βαρέθηκα.
Ή για να ακριβολογώ, δεν βαρέθηκα την τσάντα, απλώς μ' έτρωγαν τα χέρια μου να περάσω στο επόμενο πρότζεκτ.
Που σιγά μην ήταν κι αυτό τσάντα. Έπρεπε να είναι ρούχο. Και δη φούστα.
Τις περιπέτειες της πρώτης μου φούστας θα σας τις εξιστορήσω σε επόμενο ποστ. Για την ώρα, θαυμάστε κόσμε, την πρώτη μου τσαντούλα.
Συνεχίζεται
Και καλά οι παραλογισμοί τους και το ότι είχαν άποψη και για το πώς πρέπει να ραφτεί το ρούχο, κάτι τέτοιο είναι μάλλον αναμενόμενο σ' αυτό το επάγγελμα. Αλλά εκεί που έπρεπε να σ' έχω από μια πλευρά, ήταν στα παζάρια την ώρα της πληρωμής. Και κόψε κάτι, και πολλά ζητάς, και άμα πάω στην παρακάτω μου ζητάει ένα πεντακοσάρικο λιγότερο, και σιγά μωρέ, ένα φορεματάκι εκεί δα ράψαμε, δεν φτιάξαμε παλτό!
Σε μια τέτοια ωραία φάση λοιπόν, ήρθε κάποια χριστιανή -ούτε και θυμάμαι πλέον ποιά ήταν, κι άρχισε τη γκρίνια για το τελειωμένο πλέον ρούχο: δεν έκανε έτσι, δεν έκανε αλλιώς, δεν έστρωνε δεξιά, τράβαγε αριστερά, τσίτωνε παραπέρα... Άκουγα εγώ από το μέσα δωμάτιο και φόρτωνα. Γιατί ήξερα πού το πήγαινε.Το ρούχο μια χαρά ήταν. Την αμοιβή ήθελε να κόψει.
Κι όταν μπήκε πια στο προκείμενο κι άρχισε τα παζάρια, όσο εγώ αντιλαμβανόμουν ότι η μάνα μου συνδιαλλεγόταν μαζί της σε τόνο ήπιο και ήρεμο, τόσο μου ανέβαιναν τα κατσίκια στο κεφάλι. Μέχρι που σε κάποια στιγμή είδα κόκκινα, πετάχτηκα σαν τον κομήτη, και όρμησα μέσα στο δωμάτιο να της τα πω καμπόσα.
Γκάριξα μ' όλη τη δύναμη της φωνής μου. Το τι της έσουρα δεν το θυμάμαι, αλλά κάποια στιγμή πήρα το ρούχο της και της το πέταξα στη μούρη. Φρουμάζοντας σαν άλογο, κατέληξα σε κάτι του τύπου άμα θες φτηνά κυρά μου, να πας να πάρεις απ' τα έτοιμα. Δε θα την πεθάνεις εσύ τη μάνα μου. Πάρτο το κουρέλι σου και μην ξαναπατήσεις το πόδι σου άμα δε σ' αρέσει και τα λεφτά σου δεν τα θέλουμε.
Η μάνα μου η κακομοίρα είχε καταπιεί τη γλώσσα της.
Το πώς έφυγε η πελάτισσα είναι μια άλλη ιστορία, πάντως έφυγε κακήν-κακώς. Το ότι γλίτωσε και καμιά μπούφλα ήταν θαύμα. Πάντως ξέρω ότι τα λεφτά τα πήρε η μάνα μου, και η πελάτισσα συνέχισε να έρχεται τακτικότατα. Παζάρια δε, δεν έκανε ποτέ ξανά. Κι εμένα με καλημέριζε πάντα στο δρόμο μες το μέλι και την ευγένεια.Αμ, κι ο Άγιος φοβέρα θέλει, παλιομουρλέγκω, έλεγα εγώ από μέσα μου κάθε φορά που την συναπαντούσα στο δρόμο.
Μ' αυτά και με τα άλλα, πού ν' ακούσω εγώ για ράψιμο.
Το μόνο που καταδεχόμουν να κάνω ήταν να βγάζω πατρόν για τη μάνα μου, από τα γερμανικά Burda της εποχής, τα οποία δεν ήταν καν μεταφρασμένα στα ελληνικά τότε. Γιατί ενώ στη μάνα μου φαινόταν μπελαλίδικο, εμένα μου έκανε κέφι. Κατά τα άλλα δεν έμαθα ποτέ να ράβω ούτε ένα στρίφωμα που έλεγε κι η κυρία Βικτωρία. Καημό το είχε. Με παρακάλαγε επί χρόνια σαν το Χριστό.
Τίποτα εγώ, μουλάρι κανονικό.
Αλλά είχα τα δίκια μου. Πέραν του ότι οι πελάτισσες μου άναβαν τα λαμπάκια, είχα πάντα και το παράπονο ότι ποτέ δεν προλάβαινε η μάνα μου να μου ράψει όσα ρούχα ήθελα. Κατά το "του τσαγκάρη το παιδί δεν αποχτάει παπούτσια". Όχι ότι δεν μου έραβε. Αλλά όποτε μπορούσε και προλάβαινε. Για να μην πω και για τους τσακωμούς κάθε φορά που τελικά μου έραβε κάτι.
Πρώτων εγώ δεν άντεχα με τίποτα τις πρόβες. Καλύτερα να μ' έβαζες να τρέξω μαραθώνιο, απ' το να κάτσω ακίνητη για όση ώρα διαρκούσε η πρόβα. Δε γινόταν ρε παιδί μου, μ' έτρωγαν τα χέρια μου, στριφογυρνούσα, χτυπούσα το πόδι σαν νευρόσπαστο... Άσε, άσε, εφηβεία παιδί μου!
Κι μονίμως να γκρινιάζω για το ίδιο θέμα:
-Ρε μάνα, πιο στενό σου λέω, σαν ράσο είναι τούτο!
-Έλα παππού μου να σου δείξω τ' αμπελοχώραφά σου! τι θες να το κάνουμε το φόρεμα, κορσέ; ν' ανοίγουν οι ραφές άμα κάθεσαι ή άμα πας ν' ανέβεις ένα σκαλί;
-Δε θ' ανέβω σκαλί χριστιανή μου, ούτε θα κάτσω, θα στέκομαι όρθια σαν το στυλιάρι, σε πειράζει εσένα; Στένεψέ το κι άλλο!
-Μα δεν στενεύει άλλο ρε παιδί μου, χάνει τη χάρη του το ρούχο!
-Σκασίλα μου εμένα για τη χάρη του. Εγώ το θέλω στενό λέμε!
Όπως και να 'χει, στα επόμενα χρόνια που έφυγα απ' το σπίτι και ζούσα μόνη μου, δεν ήταν λίγες οι φορές που αυτοφασκελώθηκα για την τότε ξεροκεφαλιά μου, ειδικά σε φάσεις που βρέθηκα να πληρώνω για οποιαδήποτε επιδιόρθωση χρειάστηκα σε ρούχο. Ειδικά μ' ένα βραδυνό φόρεμα που χρειάστηκε να κοντέψουν οι τιράντες του και μου ζήτησαν 12 ευρώ. Ήμαρτον παιδιά! Δώδεκα ευρώ για να μου μαζέψεις κυρά μου λίγο τις τιράντες; Έχε χάρη που ήταν δαντέλα το ρούχο και δεν είχα την επιτηδιότητα να το κάνω μόνη μου.
Αλλά και που γκρίνιαζα τι έβγαζα; Την ευκαιρία μου να μάθω την είχα χάσει. Η μάνα μου βρισκόταν τριακόσια τόσα χιλιόμετρα μακριά, αλλά και κοντά να την είχα, η προχωρημένη ηλικία της δεν της επέτρεπε να κάτσει να σπάει το κεφάλι της για να μάθει το στουρνάρι τα της ραπτικής. Κάθε φορά που μεταξύ σοβαρού κι αστείου στη διάρκεια των καλοκαιρινών διακοπών τη ρωτούσα αν έφτανε ο χρόνος για να μου μάθει κάποια πράγματα, μου απαντούσε το ίδιο: Τρία χρόνια θες για να μάθεις τα βασικά.
Και φυσικά μαζευόμουν ξανά στο καβούκι μου, βρίζοντας και πάλι την ξερή μου την κεφάλα.
Μέχρι που πριν κανά δυο μήνες, μου χάρισαν μια ραπτομηχανή.
Εδώ σε θέλω φίλε μου.
Τι την κάνουν τώρα; Εγώ είχα να πιάσω ραπτομηχανή στο χέρι από την εποχή των παγετώνων. Ούτε πώς βάζουμε την κλωστή δε θυμόμουν. Και καλά μεν, οι ραπτομηχανές στα βασικά τους μοιάζουν, αλλά πανομοιότυπες δεν είναι. Την βουτάω λοιπόν παραμάσχαλα στην πρώτη επίσκεψή μου στο Βόλο και μου δείχνουν τα βασικά. Και μέχρι να γυρίσω στην Αθήνα έχω ξεχάσει τα μισά.
Άντε και την περάσαμε τη ρημαδοκλωστή, άντε και βρήκαμε το ίσιο γαζί, το καρίκωμα, άντε και καταλάβαμε και πώς περνάμε τη μασουρίστρα. Παρακάτω τι γίνεται;
Έβαζα να φτιάξω ένα ίσιο γαζί και μου 'βγαινε κυματιστό. Δοκίμαζα το καρίκωμα, και το ύφασμα έσφιγγε και γινόταν σούρες. Πήγαινα να γαζώσω μια καμπύλη και μου σπαγε η κλωστή. Για να μην πω ότι έσπασα κάμποσες βελόνες στις διάφορες προσπάθειες.
Κι άρχισαν τα τηλέφωνα στο Βόλο κάθε τρεις και λίγο: Ρε μάνα, πώς διάολο γίνεται να μου βγαίνει το γαζί από πάνω καλό κι από κάτω περαστό; Γιατί αφήνει θηλιές; Γιατί κόβεται η κλωστή; Γιατί δεν μου πατάει τα διπλόγαζα; Πώς στερεώνουμε την αρχή του γαζιού και πώς το τέλος του; Τι νούμερο βελόνα θέλει το τάδε ύφασμα; Και τι διάτανο σημαίνουν τα διαφορετικά νούμερα στο κάτω δεξιά κουμπί;
Κι επειδή η κυρία Βικτωρία λόγω πείρας κυρίως, πολλά πράγματα τα θεωρεί αυτονόητα, αλλά και γιατί επίσης εγώ δεν μπορούσα να της δώσω να καταλάβει συνήθως τι ήταν αυτό που ρωτούσα, η συννενόησή μας ήταν κάτι σαν τον πύργο της Βαβέλ.
Κομφούζιο.
Στράφηκα λοιπόν στον φωτεινό παντογνώστη, το ιντερνέτι δηλαδή.
Όπως συνήθως, ελληνικές ανάλογες ιστοσελίδες μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού, κι αυτές μισές κι ανέσωτες. Άφθονες όμως στα αγγλικά. Οπότε άρχισε η μελέτη.
Εκεί να σ' έχω από μια μεριά να γελάσεις. Το τι έχω διαβάσει εδώ και τόσο καιρό δε λέγεται. Το μεγάλο το γέλιο όμως ήταν όταν έπρεπε να συννενοηθώ με τη μάνα μου για περαιτέρω εξηγήσεις. Γιατί καλά τα διάβαζα ή τα έβλεπα εγώ στα βιντεάκια, αλλά άντε να μεταφράσω στα ελληνικά τους αγγλικούς όρους. Γιατί η μοδιστρική έχει κι αυτή το δικό της λεξιλόγιο, που στ' αυτιά του άσχετου μοιάζει με ξένη γλώσσα.
Αλλά μέσα στο χαμό, ανακάλυψα και κάτι που δεν το περίμενα.
Παρότι ποτέ δεν είχα στρώσει τον κώλο μου να μάθω και να μου δείξει η μάνα μου πέντε πράγματα, όλως περιέργως είχα συγκρατήσει στο μυαλό μου ένα σωρό από την τέχνη της. Πολλά περισσότερα απ' όσα θυμόμουν, απ' όσα φανταζόμουν ότι γνώριζα.
Κι όσο έβλεπα βιντεάκια στο γιουτιούμπι κι όσο διάβαζα τιουτόριαλς και ποστς, τόσο αντιλαμβανόμουν τι συνέβαινε, και τόσο μου φαίνονταν όλα γνωστά και οικεία. Μέχρι που σε λίγο καιρό άρχισα να αντιλαμβάνομαι τα λάθη που έβλεπα, τους κακούς χειρισμούς, να θυμάμαι τους ευκολότερους τρόπους να κάνεις κάτι, να θυμάμαι κόλπα και τεχνικές.
Έτσι είπα να βάλω τις νεοαποκτημένες ή νεοαφυπνισμένες γνώσεις μου σε πράξη.
Κι εδώ έπεσε το μεγάλο γέλιο.
Γιατί βλέπεις, ο λύκος κι αν εγέρασε... Είχα ξεχάσει ότι πέρα από τη θεωρία και τις γνώσεις, η ραπτική θα έπρεπε στα λεξικά να είναι συνώνυμη με τη λέξη υ-π-ο-μ-ο-ν-ή.
Υπομονή παιδιά κι άγιος ο θεός.
Αρετή που το κατάστημα δεν τη διέθετε ποτέ σε μεγάλες δόσεις, και σίγουρα όχι σε τόσες όσες απαιτεί η τέχνη του ραψίματος. Όμως το κατάστημα διαθέτει σε μεγάλες δόσεις μουλαρίσια επιμονή και ξεροκεφαλιά.
Κι έτσι κάθησα κάτω και το πάλεψα.
Το πρώτο μου πρότζεκτ σκέφτηκα να 'ναι κάτι εύκολο, που ακόμη κι αν τα κάνω θάλασσα να μην κλαίω το ύφασμα και τον κόπο μου. Τι να φτιάξω λοιπόν; Μια τσάντα.
Πατρόν για τσάντες στο ίντερνετ υπάρχουν ένα κάρο. Στα αγγλικά όλα, αλλά ένα κάρο.
Αμ εγώ η καλή σου, δεν ήθελα να χρησιμοποιήσω έτοιμο πατρόν. Ήθελα να φτιάξω μόνη μου απ' το μηδέν. Σκεφτόμουν βλέπεις ότι των αλλωνών παραήταν απλά, παραήταν παρόμοια, και σιγά στην τελική που δε θα τα καταφέρω να φτιάξω ένα πατρόν για τσάντα.
Όσο για τις συμβουλές προς αρχάριες μοδίστρες που διάβαζα, οι οποίες σου έλεγαν να ξεκινήσεις με την περιβόητη tote bag, την πιο απλή κατασκευή δηλαδή που θυμίζει τσάντα για ψώνια, τις έβλεπα ξεφυσώντας με ειρωνεία. Σιγά μην καταδεχτώ να φτιάξω κάτι τόσο απλό. Άλλωστε εγώ δεν ήμουν αρχάρια, ήξερα ήδη κάμποσα πράγματα, έστω και στη θεωρία.
Κι έτσι κάθησα κι έφτιαξα ένα σχέδιο για τσάντα. Πολύπλοκο. Με διπλό "σώμα", άλλο κομμάτι για το πάνω, άλλο για το κάτω. Και πιέτες. Και ήθελα να έχει και φερμουάρ. Σιγά μην έβαζα αυτοκόλητο ή κουμπί. Αυτά είπαμε, είναι για τις αρχάριες. Κι ήθελα το φερμουάρ επίσης να πατάει σε περιθώριο υφάσματος δικό του, και να μην είναι ραμένο πάνω στο σώμα της τσάντας. Κι ήθελα τέλος και εγκράφα για στολίδι στο πλάι.
Ε, τίποτα δεν ήθελα η γυναίκα! Βασικά πραγματάκια.
Δε θα σας περιγράψω τον πανικό και τον πανζουρλισμό που επικράτησε στο σπίτι όσο προσπαθούσα να βγάλω σε πατρόν όλα όσα είχα σχεδιάσει η κυρία ωραία και καλά. Ούτε το πόσα χαρτιά έσκισα και πέταξα, πόσα γαλλικά κατέβασα και πόσες φορές την πλήρωσε ο ταλαίπωρος ο Δ.
Πάντως γεγονός είναι ότι κάποια στιγμή το κατάφερα το πατρόν. Και κάποια άαααλη στιγμή (που απείχε κάμποσο χρονικά), κατάφερα και να ράψω την τσάντα. Την πρώτη μου τσάντα, φτιαγμένη εξ' ολοκλήρου απ' τα χεράκια μου.
Χαλάλι οι παράπλευρες απώλειες, χαλάλι ο κόπος, χαλάλι όλα.
Τη θαύμασα, την κράτησα, τη φόρεσα, και λίγες μέρες μετά... τη βαρέθηκα.
Ή για να ακριβολογώ, δεν βαρέθηκα την τσάντα, απλώς μ' έτρωγαν τα χέρια μου να περάσω στο επόμενο πρότζεκτ.
Που σιγά μην ήταν κι αυτό τσάντα. Έπρεπε να είναι ρούχο. Και δη φούστα.
Τις περιπέτειες της πρώτης μου φούστας θα σας τις εξιστορήσω σε επόμενο ποστ. Για την ώρα, θαυμάστε κόσμε, την πρώτη μου τσαντούλα.
Συνεχίζεται
Ποτέ μη λες ποτέ (πρώτο μέρος)
Αλήθεια, πόσα ρούχα θα μπορούσε να έχει ράψει μια επαγγελματίας μοδίστρα σε διάστημα πενήντα πέντε χρόνων; Εκατοντάδες; Χιλιάδες; Δεκάδες χιλιάδες;
Ρητορικό το ερώτημα. Η απάντηση φαντάζομαι βρίσκεται πιο κοντά στο αμέτρητα.
Η μητέρα μου υπήρξε επαγγελματίας μοδίστρα για πενήντα πέντε ολόκληρα χρόνια -ίσως και λίγα περισσότερα, έχω χάσει το μέτρημα. Δεν ξέρω ειλικρινά πόσα ρούχα έχουν περάσει απ' τα χέρια της όλα αυτά τα χρόνια. Ξέρω όμως παραδείγματα όπου έραψε νυφικό φόρεμα για νεαρή κοπέλα, μετά μωρουδιακά για το γιο της, κάτι χρονάκια αργότερα το βραδυνό φόρεμα που η ίδια πελάτισσα θα φορούσε στο γάμο του γιου της, και πιο μετά τα πρώτα φορεματάκια για το εγγόνι της.
Εκπληκτική μοδίστρα η κυρία Βικτωρία.
Με πελάτισσες πιστές σαν σκυλιά που δεν την άλλαζαν με τίποτα και την κυνηγούσαν από κοντά σαν επίμονοι κορτάκηδες, κατεβάζοντας μούτρα όταν δεν δεχόταν παραγγελίες της τελευταίας ώρας. Επιμονή ρε παιδί μου! Δεν καταλάβαιναν τίποτα οι χριστιανές. Τι γιορτές, τι σχόλες, τι καλοκαίρια. Όλες τα ήθελαν χτες ή το αργότερο αύριο.
Η κυρία Βικτωρία απ' την άλλη, ψείρα. Της λεπτομέρειας στη δουλειά της. Της πήγαινες ας πούμε ένα ρούχο κι αντί να το κοιτάξει απ' την καλή, το γύρναγε απ' την ανάποδη και συνήθως, ξίνιζε τα μούτρα.
-Ράψιμο είναι αυτό; Στο γόνατο το έραψε η χριστιανή; Δεν είναι επιτήδεια στη δουλειά της, ήταν το συνηθέστερο σχόλιο. Όχι απο σνομπισμό. Από τελειομανία.
Γιατί για τη μάνα μου, το καλά ραμμένο ρούχο, πλην όλων όσων ήταν αυτονόητα (η γραμμή του, το σχέδιο, η εφαρμογή του πατρόν, το αν κολάκευε την πελάτισσα τονίζοντας τα ωραία σημεία και κρύβοντας τα αδύναμα), σήμαινε κυρίως, την ίδια αν όχι και καλύτερη ποιότητα δουλειάς απ' την "ανάποδή του".
Σου λέω, ψείρα η γυναίκα.
Και κυρίως, τέρας υπομονής.
Σκέψου μονάχα ότι εκτός από την καθημερινή δουλειά της και πέντε ως δέκα, ανάλογα τις εποχές, μαθητευόμενα "μοδιστράκια", είχε να φροντίσει επίσης τον πατέρα μου, την πεθερά της, την οποία είχε στο σπίτι για δεκαεφτά ολόκληρα χρόνια, ένα σπίτι κι ένα νοικοκυριό και ταυτόχρονα ένα φιλάσθενο εφτάχρονο πιτσιρίκι που φυσούσε αέρας στο Πήλιο κι εκείνο γριπιαζόταν στο Βόλο -την αφεντιά μου δηλαδή- μαζί με το πρώτο της εγγόνι αφού όταν παντρεύτηκε ο αδελφός μου κι απόκτησε το πρώτο του παιδί, κι επειδή το νέο τότε ζευγάρι δούλευε σε εξοντωτικούς ρυθμούς, άφηνε τη μικρή σε μας μέσα στη βδομάδα και την έπαιρναν τα σαββατοκύριακα.
Φυσικά σ' όλο αυτό το σετάκι, πρόσθεσε και τις απανταχού παρούσες και ποτέ απούσες πελάτισσες που βρέξει-χιονίσει, μπαινόβγαιναν στο σπίτι μας με άνεση μεγαλύτερη απ' ό,τι μπαινόβγαιναν στο δικό τους.
Θα πρέπει βέβαια να πω ότι με πολλές πελάτισσές της, η σχέση τους δεν ήταν μονάχα επαγγελματική, αλλά και φιλική. Συχνότερα δε, κάτι πολύ παραπάνω. Δεν ήταν μόνο η μοδίστρα τους, ήταν κι άλλα για εκείνες. Η εξομολογήτριά τους, ο συμβουλάτοράς τους. Ένα πρόσωπο που ήξεραν ότι μπορούσαν να του εμπιστευτούν πολλά, και που όλα θα έμεναν μεταξύ τους. Ένας δικός τους άνθρωπος βρε παιδί μου.
Όταν έβλεπα την πόρτα του δωματίου που έκανε τις πρόβες κλειστή, καταλάβαινα ότι δεν γινόταν μόνο πρόβα μέσα. Κάποια πελάτισσα βέβαια είχε έρθει για πρόβα, αλλά όσο η κυρία Βικτωρία έβαζε καρφίτσες, διόρθωνε πένσες, κόντευε στριφώματα, μάζευε τα "μπόλικα" και άνοιγε ραφές, η πελάτισσά της παράλληλα, έλεγε και τον πόνο της.
Πέρα από το ρούχο και την πρόβα του, η πελάτισσα ερχόταν για να κουβεντιάσει για ό,τι βάζει ο νους: απ' το αν θέλει τσιγάρισμα η γέμιση για τα γεμιστά και πώς πετυχαίνει το σιρόπι για το γαλακτομπούρεκο, μέχρι το άγχος για τα χρήματα που ήταν λιγοστά και δεν έφταναν να καλύψουν τις ανάγκες της οικογένειας, για το μεροκάματο του άντρα της που δεν ήταν πάντα ταχτικό, για το ότι εκείνος είχε πιει ξανά τις προάλλες και της έσκασε ένα φούσκο κι έσπασε και δυο πιάτα, για τη νέα "φιλενάδα" του με την οποία τσιλιμπούρδιζε κι είχε βουίξει η γειτονιά, για την πεθερά που τους έβγαζε την πίστη, για το γιο που είχε αρχίσει να γυρνάει με ύποπτες παρέες, για την κόρη που κάποιος της σφύριξε ότι είχε "μπλεχτεί" με κάποιον κι έτρεμε η ψυχή τους.
Κι όχι μόνο αυτά, τα καθημερινά.
Μοιράζονταν κι άλλα, μεγαλύτερα, βαθύτερα. Χαρές, πόνοι, λύπες, γκαστρώματα, γεννητούρια, γάμοι, βαφτίσια, θάνατοι, χωρισμοί. Ιστορίες ζωής ολόκληρες πίσω απ' την κλειστή εκείνη πόρτα.
Κλειστή όπως και τα χείλη της κυρίας Βικτώριας.
Ποτέ κουβέντα που της εμπιστεύτηκε πελάτισσα δεν βγήκε παραπέρα. Ούτε μέσα στους τοίχους του ίδιου μας του σπιτιού δεν ακούστηκε.
Γι' αυτό κι ερχόντουσαν οι κυράδες, κι ερχόντουσαν και ξανά και ξανά.
Κι εμένα με θυμάμαι να μεγαλώνω μέσα στα ραφτικά. Να παίζω με τα κουρελάκια που περίσσευαν απ' τα ρούχα, να παριστάνω πως ράβω στη μηχανή της μητέρας μου, να φτιάχνω ρούχα για τις κούκλες μου.
Τα ψαλίδια, οι βελόνες, η πελότα με τις καρφίτσες, το "σαπουνάκι", η μηχανή, τα μασουράκια, τα φερμουάρ και κυρίως τα κουμπιά ήταν τα παιχνίδια μου, όσο επικίνδυνο κι αν ακούγεται όλο αυτό στ' αφτιά μιας σημερινής μάνας. Εγώ αλώνιζα όλα τα παραπάνω κανονικά.
Ποτέ δεν τρυπήθηκα, ποτέ δεν κόπηκα με ψαλίδι, ποτέ δεν τρύπησα το χέρι μου με τη βελόνα της μηχανής. Καλά όχι ότι μ' άφηνε κιόλας χωρίς να 'χει το νου της η μάνα μου, αλλά δεν ήταν πάντα εκεί για να με επιβλέπει (χα!)
Όμως..
Παρόλα αυτά τα ωραία, και γραφικά και νοσταλγικά, εγώ τη δουλειά της μητέρας μου την αντιπαθούσα μ' όλη τη δύναμη της ψυχής μου.
Σφόδρα ρε παιδί μου!
Ειδικά όταν μεγάλωσα λίγο και μπήκα στην εφηβεία. Νεύρα σου λέω. Πολλά νεύρα.
Τα 'χα κι εκ φύσεως, ήρθε κι η εφηβεία και την πλήρωσε -μεταξύ άλλων- κι η δουλειά της κυρίας Βικτωρίας.
Έρχονταν οι πελάτισσές της κι εγώ ήθελα να τις αρπάξω μία-μία απ' το μαλλί και να τις πετάξω έξω.
Όσο έβλεπα την υπομονή και τη διπλωματία της μάνας μου, τόσο εγώ μέσα μου τραγουδούσα το άσμα της Βλαχοπούλου "Δεν είν' επάγγελμα αυτό, είναι μαρτύριο, είναι μια κόλαση, σωστό βασανιστήριο!"
Ρητορικό το ερώτημα. Η απάντηση φαντάζομαι βρίσκεται πιο κοντά στο αμέτρητα.
Η μητέρα μου υπήρξε επαγγελματίας μοδίστρα για πενήντα πέντε ολόκληρα χρόνια -ίσως και λίγα περισσότερα, έχω χάσει το μέτρημα. Δεν ξέρω ειλικρινά πόσα ρούχα έχουν περάσει απ' τα χέρια της όλα αυτά τα χρόνια. Ξέρω όμως παραδείγματα όπου έραψε νυφικό φόρεμα για νεαρή κοπέλα, μετά μωρουδιακά για το γιο της, κάτι χρονάκια αργότερα το βραδυνό φόρεμα που η ίδια πελάτισσα θα φορούσε στο γάμο του γιου της, και πιο μετά τα πρώτα φορεματάκια για το εγγόνι της.
Εκπληκτική μοδίστρα η κυρία Βικτωρία.
Με πελάτισσες πιστές σαν σκυλιά που δεν την άλλαζαν με τίποτα και την κυνηγούσαν από κοντά σαν επίμονοι κορτάκηδες, κατεβάζοντας μούτρα όταν δεν δεχόταν παραγγελίες της τελευταίας ώρας. Επιμονή ρε παιδί μου! Δεν καταλάβαιναν τίποτα οι χριστιανές. Τι γιορτές, τι σχόλες, τι καλοκαίρια. Όλες τα ήθελαν χτες ή το αργότερο αύριο.
Η κυρία Βικτωρία απ' την άλλη, ψείρα. Της λεπτομέρειας στη δουλειά της. Της πήγαινες ας πούμε ένα ρούχο κι αντί να το κοιτάξει απ' την καλή, το γύρναγε απ' την ανάποδη και συνήθως, ξίνιζε τα μούτρα.
-Ράψιμο είναι αυτό; Στο γόνατο το έραψε η χριστιανή; Δεν είναι επιτήδεια στη δουλειά της, ήταν το συνηθέστερο σχόλιο. Όχι απο σνομπισμό. Από τελειομανία.
Γιατί για τη μάνα μου, το καλά ραμμένο ρούχο, πλην όλων όσων ήταν αυτονόητα (η γραμμή του, το σχέδιο, η εφαρμογή του πατρόν, το αν κολάκευε την πελάτισσα τονίζοντας τα ωραία σημεία και κρύβοντας τα αδύναμα), σήμαινε κυρίως, την ίδια αν όχι και καλύτερη ποιότητα δουλειάς απ' την "ανάποδή του".
Σου λέω, ψείρα η γυναίκα.
Και κυρίως, τέρας υπομονής.
Σκέψου μονάχα ότι εκτός από την καθημερινή δουλειά της και πέντε ως δέκα, ανάλογα τις εποχές, μαθητευόμενα "μοδιστράκια", είχε να φροντίσει επίσης τον πατέρα μου, την πεθερά της, την οποία είχε στο σπίτι για δεκαεφτά ολόκληρα χρόνια, ένα σπίτι κι ένα νοικοκυριό και ταυτόχρονα ένα φιλάσθενο εφτάχρονο πιτσιρίκι που φυσούσε αέρας στο Πήλιο κι εκείνο γριπιαζόταν στο Βόλο -την αφεντιά μου δηλαδή- μαζί με το πρώτο της εγγόνι αφού όταν παντρεύτηκε ο αδελφός μου κι απόκτησε το πρώτο του παιδί, κι επειδή το νέο τότε ζευγάρι δούλευε σε εξοντωτικούς ρυθμούς, άφηνε τη μικρή σε μας μέσα στη βδομάδα και την έπαιρναν τα σαββατοκύριακα.
Φυσικά σ' όλο αυτό το σετάκι, πρόσθεσε και τις απανταχού παρούσες και ποτέ απούσες πελάτισσες που βρέξει-χιονίσει, μπαινόβγαιναν στο σπίτι μας με άνεση μεγαλύτερη απ' ό,τι μπαινόβγαιναν στο δικό τους.
Θα πρέπει βέβαια να πω ότι με πολλές πελάτισσές της, η σχέση τους δεν ήταν μονάχα επαγγελματική, αλλά και φιλική. Συχνότερα δε, κάτι πολύ παραπάνω. Δεν ήταν μόνο η μοδίστρα τους, ήταν κι άλλα για εκείνες. Η εξομολογήτριά τους, ο συμβουλάτοράς τους. Ένα πρόσωπο που ήξεραν ότι μπορούσαν να του εμπιστευτούν πολλά, και που όλα θα έμεναν μεταξύ τους. Ένας δικός τους άνθρωπος βρε παιδί μου.
Όταν έβλεπα την πόρτα του δωματίου που έκανε τις πρόβες κλειστή, καταλάβαινα ότι δεν γινόταν μόνο πρόβα μέσα. Κάποια πελάτισσα βέβαια είχε έρθει για πρόβα, αλλά όσο η κυρία Βικτωρία έβαζε καρφίτσες, διόρθωνε πένσες, κόντευε στριφώματα, μάζευε τα "μπόλικα" και άνοιγε ραφές, η πελάτισσά της παράλληλα, έλεγε και τον πόνο της.
Πέρα από το ρούχο και την πρόβα του, η πελάτισσα ερχόταν για να κουβεντιάσει για ό,τι βάζει ο νους: απ' το αν θέλει τσιγάρισμα η γέμιση για τα γεμιστά και πώς πετυχαίνει το σιρόπι για το γαλακτομπούρεκο, μέχρι το άγχος για τα χρήματα που ήταν λιγοστά και δεν έφταναν να καλύψουν τις ανάγκες της οικογένειας, για το μεροκάματο του άντρα της που δεν ήταν πάντα ταχτικό, για το ότι εκείνος είχε πιει ξανά τις προάλλες και της έσκασε ένα φούσκο κι έσπασε και δυο πιάτα, για τη νέα "φιλενάδα" του με την οποία τσιλιμπούρδιζε κι είχε βουίξει η γειτονιά, για την πεθερά που τους έβγαζε την πίστη, για το γιο που είχε αρχίσει να γυρνάει με ύποπτες παρέες, για την κόρη που κάποιος της σφύριξε ότι είχε "μπλεχτεί" με κάποιον κι έτρεμε η ψυχή τους.
Κι όχι μόνο αυτά, τα καθημερινά.
Μοιράζονταν κι άλλα, μεγαλύτερα, βαθύτερα. Χαρές, πόνοι, λύπες, γκαστρώματα, γεννητούρια, γάμοι, βαφτίσια, θάνατοι, χωρισμοί. Ιστορίες ζωής ολόκληρες πίσω απ' την κλειστή εκείνη πόρτα.
Κλειστή όπως και τα χείλη της κυρίας Βικτώριας.
Ποτέ κουβέντα που της εμπιστεύτηκε πελάτισσα δεν βγήκε παραπέρα. Ούτε μέσα στους τοίχους του ίδιου μας του σπιτιού δεν ακούστηκε.
Γι' αυτό κι ερχόντουσαν οι κυράδες, κι ερχόντουσαν και ξανά και ξανά.
Κι εμένα με θυμάμαι να μεγαλώνω μέσα στα ραφτικά. Να παίζω με τα κουρελάκια που περίσσευαν απ' τα ρούχα, να παριστάνω πως ράβω στη μηχανή της μητέρας μου, να φτιάχνω ρούχα για τις κούκλες μου.
Τα ψαλίδια, οι βελόνες, η πελότα με τις καρφίτσες, το "σαπουνάκι", η μηχανή, τα μασουράκια, τα φερμουάρ και κυρίως τα κουμπιά ήταν τα παιχνίδια μου, όσο επικίνδυνο κι αν ακούγεται όλο αυτό στ' αφτιά μιας σημερινής μάνας. Εγώ αλώνιζα όλα τα παραπάνω κανονικά.
Ποτέ δεν τρυπήθηκα, ποτέ δεν κόπηκα με ψαλίδι, ποτέ δεν τρύπησα το χέρι μου με τη βελόνα της μηχανής. Καλά όχι ότι μ' άφηνε κιόλας χωρίς να 'χει το νου της η μάνα μου, αλλά δεν ήταν πάντα εκεί για να με επιβλέπει (χα!)
Όμως..
Παρόλα αυτά τα ωραία, και γραφικά και νοσταλγικά, εγώ τη δουλειά της μητέρας μου την αντιπαθούσα μ' όλη τη δύναμη της ψυχής μου.
Σφόδρα ρε παιδί μου!
Ειδικά όταν μεγάλωσα λίγο και μπήκα στην εφηβεία. Νεύρα σου λέω. Πολλά νεύρα.
Τα 'χα κι εκ φύσεως, ήρθε κι η εφηβεία και την πλήρωσε -μεταξύ άλλων- κι η δουλειά της κυρίας Βικτωρίας.
Έρχονταν οι πελάτισσές της κι εγώ ήθελα να τις αρπάξω μία-μία απ' το μαλλί και να τις πετάξω έξω.
Όσο έβλεπα την υπομονή και τη διπλωματία της μάνας μου, τόσο εγώ μέσα μου τραγουδούσα το άσμα της Βλαχοπούλου "Δεν είν' επάγγελμα αυτό, είναι μαρτύριο, είναι μια κόλαση, σωστό βασανιστήριο!"
Συνεχίζεται...
Σάββατο, Μαΐου 19, 2012
Είμαι ακόμη εδώ
Όχι δεν μετανάστευσα ακόμα, δεν πήρα το σακίδιο στον ώμο να την κάνω για μέρη εξωτικά (πού θα μου πάει όμως!) εδώ είμαι ακόμα, άσχετα που έχω να γράψω αράδα εδώ μέσα κάμποσο καιρό.
Δεν προκάνω ρε παιδιά, τι να γίνει..
Κάτι μεταξύ τρελών ωραρίων, εξοντωτικής πίεσης και άγχους, συσσωρευμένης κούρασης και μιας επίσκεψης ενός παλιού μας φίλου (λέγε με ίλιγγο), ο οποίος φρόντισε να με τσακίσει κανονικότατα και να μ' έχει ένα μήνα τώρα τέζα η Τερέζα, δεν είχα καν την ευκαιρία να σκεφτώ πόσο μάλλον να γράψω.
Παρόλα αυτά η γη γυρίζει (ω, ναι), ο Νέλλος ο Κανέλλος συνεχίζει να βελτιώνει τις λεπτές τεχνικές της κλεψιάς κι ο Τσίκος Πιτσίκος τις ακόμη λεπτότερες τεχνικές της κλεψιάς από τον αρχικλέφτη, η Λούνα φοβερίζει τους πάντες και διεκδικεί ξανά τη χαμένη της πρωτοκαθεδρία (κάτι σαν τα πρώην μεγάλα κόμματα ένα πράγμα), εγώ απέχοντας από οτιδήποτε Ιντερνετικό, παλεύω με τις αντοχές μου, το στρες, τις καταθλίψεις και τους ιλίγγους, μέσα σ' όλα κονόμησα και καινούριο χόμπι-απασχόληση-εμμονή όπως θέτε το λέτε -περισσότερα σε άλλο ποστ δεν είναι του παρόντος, βλέπω φανατικά Game of Thrones και βρίζω που πρέπει να περιμένω μια ολόκληρη εβδομάδα για να "ανέβει" το επόμενο ρημαδοεπεισόδιο, αλλά το κυριότερο:
Σήμερα έκανα κάτι εξαιρετικό, κάτι μόνο για μένα, κάτι που το είχα ανάγκη κι έβαλα πάνω απ' όλα τον εαυτό μου.
Τι εξαιρετικά λυτρωτικό συναίσθημα :)
Θ' αρχίσω να το κάνω συχνότερα μου φαίνεται.
Δεν προκάνω ρε παιδιά, τι να γίνει..
Κάτι μεταξύ τρελών ωραρίων, εξοντωτικής πίεσης και άγχους, συσσωρευμένης κούρασης και μιας επίσκεψης ενός παλιού μας φίλου (λέγε με ίλιγγο), ο οποίος φρόντισε να με τσακίσει κανονικότατα και να μ' έχει ένα μήνα τώρα τέζα η Τερέζα, δεν είχα καν την ευκαιρία να σκεφτώ πόσο μάλλον να γράψω.
Παρόλα αυτά η γη γυρίζει (ω, ναι), ο Νέλλος ο Κανέλλος συνεχίζει να βελτιώνει τις λεπτές τεχνικές της κλεψιάς κι ο Τσίκος Πιτσίκος τις ακόμη λεπτότερες τεχνικές της κλεψιάς από τον αρχικλέφτη, η Λούνα φοβερίζει τους πάντες και διεκδικεί ξανά τη χαμένη της πρωτοκαθεδρία (κάτι σαν τα πρώην μεγάλα κόμματα ένα πράγμα), εγώ απέχοντας από οτιδήποτε Ιντερνετικό, παλεύω με τις αντοχές μου, το στρες, τις καταθλίψεις και τους ιλίγγους, μέσα σ' όλα κονόμησα και καινούριο χόμπι-απασχόληση-εμμονή όπως θέτε το λέτε -περισσότερα σε άλλο ποστ δεν είναι του παρόντος, βλέπω φανατικά Game of Thrones και βρίζω που πρέπει να περιμένω μια ολόκληρη εβδομάδα για να "ανέβει" το επόμενο ρημαδοεπεισόδιο, αλλά το κυριότερο:
Σήμερα έκανα κάτι εξαιρετικό, κάτι μόνο για μένα, κάτι που το είχα ανάγκη κι έβαλα πάνω απ' όλα τον εαυτό μου.
Τι εξαιρετικά λυτρωτικό συναίσθημα :)
Θ' αρχίσω να το κάνω συχνότερα μου φαίνεται.
Κυριακή, Μαρτίου 04, 2012
Από μικρό κι από τρελό...
...μαθαίνεις την αλήθεια, λέει η παροιμία, και στην περίπτωσή μας ισχύει το από "μικρό".
Το Σάββατο ήμουν καλεσμένη για καφέ και φαγητό στο σπίτι φίλης, η οποία έχει και δυο παιδάκια.
Ο μεγάλος της γιος, είναι στα 7, και γνωστός για τις τρομερές του ατάκες. Ήμουν λοιπόν προετοιμασμένη ότι θα μας έδινε.. υλικό, αλλά δεν ήμουν προετοιμασμένη πως ο στόχος θα ήμουν εγώ η ίδια.
Τέλος πάντων, κάποια στιγμή, κι αφού ο πάγος ανάμεσά μας έχει σπάσει, αρχίζουμε συζήτηση για τα καρτούν, με αφορμή ένα παιχνιδάκι που κρατούσε. Όταν τον ενημέρωσα ότι δεν έχω αυτόν το καιρό μικρά παιδάκια γύρω μου για να ξέρω καλά τι παίζει στα παιδικά καρτούν, αναλαμβάνει την επιμόρφωσή μου, κι η γλώσσα του πάει ροδάνι για να προλάβει να με ενημερώσει για όλες τις εξελίξεις στο τρομερό και φοβερό "Νιντζάκο" (τι κι εσύ δεν ξέρεις; Έχεις χάσει επεισόδια φίλε μου, να ενημερωθείς πάραυτα!)
Κι ενώ λοιπόν ενημερώνομαι ενδελεχώς, έχει φτάσει κι η ώρα να καθήσουμε στο τραπέζι για φαγητό.
Ο μικρός Π. έχοντας προφανώς ως αφορμή το σχόλιο μου ότι δεν έχω παιδάκια τριγύρω μου για να ξέρω τις εξελίξεις, το πήγε ένα βήμα παραπέρα:
-Έχεις παιδάκια εσύ;
-Όχι, Π. μου, δεν έχω ακόμη παιδάκια.
-Όταν μεγαλώσεις κι άλλο (σας είπα ότι το λάτρεψα αυτό το παιδί, ε;), πρέπει να κάνεις όμως.
-Ναι, αλλά δεν είναι τόσο εύκολο να κάνεις ένα παιδάκι.
-Πώς δεν είναι! Βρίσκεις έναν μπαμπά, κι εκείνος θα σου δώσει το σποράκι του, και...
-Ναι, Π. μου, την ξέρω τη διαδικασία, αλλά δεν εννοούσα αυτό, για να κάνεις ένα παιδάκι πρέπει να έχεις και κάποια άλλα πράγματα, να έχεις μια σταθερή δουλειά και χρήματα γιατί το παιδάκι έχει έξοδα, και χρειάζεται πράγματα, και ρούχα και παιχνίδια και να πάει σχολείο...
-Χμμ.. ναι, αλλά...
Βλέπω ότι κάτι θέλει να πει, και του δίνω χρόνο.
Μετά από σκέψη ολίγων δευτερολέπτων έρχεται και η συνέχεια:
-...αλλά, αν δεν κάνεις εσύ παιδάκι, τότε... τότε... κοίτα, να τώρα είμαστε ας πούμε 1000... μετά θα είμαστε 900, κατάλαβες;
-Δηλαδή Π. μου, θες να πεις ότι αν δεν κάνω εγώ παιδάκι θα μειωθεί ο πληθυσμός ας πούμε;
-Ναι αυτό θέλω να πω. Θα είμαστε λιγότεροι δηλαδή.
-Σωστό αυτό που λες Π., αλλά πρέπει να είσαι και έτοιμος για να κάνεις ένα παιδάκι, κι εγώ μάλλον δεν είμαι ακόμα έτοιμη, κατάλαβες;
-Ναι, αλλά είναι και το άλλο. Αν δεν κάνεις παιδάκι, η οικογένεια που έχεις τώρα, δεν θα συνεχιστεί μετά!
Γκντουπ!
Είπατε τίποτε; Όχι άμα θέλετε πείτε! Άντε να σας δω!
Μόκο εγώ πάντως. Τα κουβαδάκια μου και σ' άλλη παραλία που λένε.
Αρκέστηκα να του πω, "Ναι αγόρι μου, σωστό αυτό που είπες, θα το σκεφτώ".
Κι ο Π. ικανοποιημένος απ' την απάντηση προφανώς κούνησε το κεφάλι και συνέχισε το φαγητό του.
Παρασκευή, Φεβρουαρίου 17, 2012
Σκατά στα μούτρα του Αγίου Βαλεντίνου..
..όπως θα 'λεγε και ο Σπύρος ο Γραμμένος, και μάλλον θα ταίριαζε, αλλά:
Enjoy!
- Είμαι σίγουρη πως ο Νέλλος είναι ρομαντική ψυχή -κατά βάθος- και
- τα λουλούδια δεν είναι για του Αγίου Βαλεντίνου, αλλά για τα γενέθλιά μου που ήταν πριν λίγες μέρες.
Enjoy!
Δευτέρα, Φεβρουαρίου 13, 2012
Κούραση. Απίστευτη κούραση.
Πριν από καμιά ώρα, πέρασα από ένα περίπτερο της Πατησίων, για να δω το φίλο μου τον Μ. που δουλεύει εκεί.
Γρήγορα η κουβέντα στράφηκε στη χτεσινή πορεία διαμαρτυρίας.
Πάνω στην ώρα, πλησίασε ένας μεσήλικας κύριος για ν' αγοράσει τσιγάρα.
Όπως φάνηκε στη συνέχεια ήταν γνωστός του φίλου μου, αφού ο Μ. τον ρώτησε σχεδόν αμέσως: "Πού ήσουν χτες κύριε Τάδε; Δε σε είδα. Δεν ήρθες μαζί μας αυτή τη φορά".
Ο κύριος λες και περίμενε την ατάκα του για να βγει στη σκηνή και ν' αρχίσει τον μονόλογό του, πήρε μπρος: είπε, είπε, είπε και τι δεν είπε.
Το πρώτο του επιχείρημα το οποίο υποστήριξε σθεναρά μέχρι τέλους, παρά τον αντίλογο από την πλευρά του φίλου μου του Μ. και τη δική μου, ήταν πως η χθεσινή διαδήλωση ήταν "αστεία" από άποψη προσέλευσης κόσμου.
Πως ήταν λίγες χιλιάδες όλοι κι όλοι. "Για να 'μαι γενναιόδωρος", είπε, "ας πούμε δυο με τρεις χιλιάδες κόσμος".
Τον ρώτησα από πού έχει αυτή την εικόνα. Από την τηλεόραση μήπως;
Έγινε έξαλλος. "Για κορόιδο με περνάς; Φυσικά και δεν την έχω απ' την τηλεόραση".
"Ωραία. Να υποθέσω ότι το διαβάσατε κάπου, είδατε ίσως κάποιες φωτογραφίες, μήπως απ' τις εφημερίδες;"
Για κάποιο λόγο, με κάθε μου ερώτηση φουρκιζόταν όλο και πιο πολύ. Όμως απάντηση στο ερώτημά μου δεν πήρα.
Όταν του είπα πως αφού έχει κατασταλαγμένη άποψη, παρόλο που ο ίδιος δεν ήταν εκεί για να το δει με τα μάτια του, καλό θα ήταν να μας έλεγε πώς τη σχημάτισε, εκνευρίστηκε τόσο που άρχισαν να τρέμουν τα χέρια του.
Κι εκεί ξανάρχισε ο μονόλογός του.
Τόνισε ότι δεν ήταν χτεσινός και ήξερε πολύ καλά τι έλεγε.
Ότι το θεωρούσε ξεφτίλα να πίνουν καφέ τα υπόλοιπα πέντε εκατομμύρια των κατοίκων της Αθήνας στην παραλιακή και στο Κολωνάκι, και στη διαδήλωση να πηγαίνει μια "χούφτα" κορόιδων.
Κι επειδή ο ίδιος δεν ήταν κορόιδο δεν είχε σκοπό να πάει ποτέ ξανά πουθενά.
Άλλωστε, ποιο το νόημα; Όλα έχουν γίνει, κι όλα είναι χαμένα, κι αν δεν βρεθούν σύσσωμοι όλοι οι Αθηναίοι "μπροστά στη Βουλή να βουλιάξουν οι δρόμοι", τίποτε δεν πρόκειται να συμβεί.
"Γιατί να πάω εγώ να βγάλω το φίδι από την τρύπα;" διερωτήθηκε ωρυόμενος. "Γιατί να είμαι εγώ το κορόιδο των ξύπνιων που την έβγαζαν αραχτοί στις καφετέριες;"
Με δυσκολία τον διέκοψα, αλλά ίσα που πρόλαβα να του πω ότι η ατάκα "εγώ θ' αλλάξω τον κόσμο;" είναι η νοοτροπία όλων των ηττημένων. Μετά βίας πρόλαβα να προσθέσω πως αν κι ο ίδιος δεν είχε καταλήξει σ' αυτό το τσιτάτο και βρισκόταν μαζί με τους υπόλοιπους, ίσως τότε να μην ήταν η διαμαρτυρία τόσο "λίγη" όσο ο ίδιος πίστευε πως ήταν.
Όπως προφανώς φαντάζεστε, έπεσε να με φάει. Του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι.
"Τι λες κοριτσάκι μου;" μου είπε ενώ το μούτρο του είχε αναψοκοκκινίσει.
"Είσαι βαθιά νυχτωμένη αν πιστεύεις τα όσα λες. Νομίζεις ότι είναι μαγκιά να τρέχουν οι λίγοι για τους πολλούς; Να πάω δηλαδή εγώ, ο ένας, για να διαμαρτυρηθώ για τους υπόλοιπους χιλιάδες που καρφάκι δεν τους καίγεται; Οι λίγοι θα γίνουν ήρωες για να καλοπεράσουν οι πολλοί; Πού το είδες αυτό γραμμένο;"
Στην ιστορία, του απάντησα. Εσείς που το είδατε γραμμένο να γίνονται ήρωες οι πολλοί για χάρη των λίγων; Οι ήρωες όπως ειρωνικά τους αποκαλείτε εσείς, ήταν πάντα μια χούφτα τρελών που είτε τους έπνιγε το δίκιο τους, είτε δεν είχαν πλέον τίποτα να χάσουν.
"Άμα θες να αρχίσουμε τις αερολογίες και τις παπαρολογίες", μου επιτέθηκε, "άστο, έχω χορτάσει. Και στην τελική, ακόμα κι αυτοί που κατέβηκαν, ξεφτίλες ήταν. Για να ακουστούν και να έχουν να το λένε ήταν εκεί. Για να δημιουργήσουν εντυπώσεις. Γιατί πού πας ρε καραμήτρο, αφού ξέρεις ότι θα πέσουν χημικά, πού πας με τη μασκούλα και το μαλόξ στη μούρη;
Εμείς δηλαδή που τα σκάσαμε τα λεφτά μας για να πάρουμε την πανάκριβη αντιασφυξιογόνα μάσκα, ήμασταν μαλάκες; Κι εσύ μου πας ξεβράκωτος για να μπορείς μετά να βγαίνεις και να λες και να το παίζεις ήρωας; Ε, όχι, εγώ δεν γίνομαι μαλάκας του κάθε γελοίου".
Ήθελα να του πω κι άλλα.
Αλλά αυτό το τελευταίο του επιχείρημα για τα λεφτά που έσκασε για ν' αγοράσει την πάνακριβη αντιασφυξιογόνα μάσκα του για τις προηγούμενες πορείες και που τώρα μάλλον του έμεινε αμανάτι και δεν έκανε απόσβεση, μου 'κοψε τη φόρα και μ' άφησε μαλάκα.
Άνοιξα μια δυο φορές το στόμα μου, αλλά και πάλι δεν είπα τίποτα.
Δεν μ' άκουγε εξάλλου. Συνέχιζε να παραληρεί, με χέρια που έτρεμαν, κατακόκκινος και φτύνοντας σάλια σε κάθε πρόταση.
Ήθελα να του πω να μην ανησυχεί και να μην αγχώνεται. Πάντα θα υπάρχουν οι λίγοι που θα βγουν να αντισταθούν για τους πολλούς. Κι ο ίδιος δεν ξέρω σε ποια κατηγορία ανήκε, αλλά στων "λίγων" σίγουρα όχι.
Αντί να του το πω όμως, έκλεισα το στόμα μου και θύμισα στον εαυτό μου ότι στην επόμενη πορεία που θα κατέβω, θα έχω βρεθεί εκεί και γι' αυτόν τον κύριο.
Για τον έναν απ' τους πολλούς.
Γιατί αυτός ο κύριος είναι οι πολλοί, κι όταν παλεύεις για μια χώρα, δεν παλεύεις μονάχα για μια ελίτ φωτισμένων μυαλών, λαμπερών εξαιρέσεων, καθαρών συνειδήσεων, σοφρώνων και βαθιά δημοκρατικών όντων. Παλεύεις για όλους. Παλεύεις για τους "πολλούς", που είναι σαν κι αυτόν τον κύριο.
Αυτό θύμισα στον εαυτό μου, και μ' ένα νεύμα στον φίλο Μ. έστριψα κι έφυγα χωρίς να πω λέξη.
Μόνο που μ' έπιασε ξαφνικά μια κούραση. Μια απίστευτη κούραση. Που δεν είχε να κάνει με το κουραστικό σαββατοκύριακο και την ακόμα πιο κουραστική Δευτέρα.
Όπως και να 'χει, καθώς απομακρυνόμουν έστρεψα για λίγο το κεφάλι μου πίσω.
Ο κύριος αγόρευε ακόμα.
Γρήγορα η κουβέντα στράφηκε στη χτεσινή πορεία διαμαρτυρίας.
Πάνω στην ώρα, πλησίασε ένας μεσήλικας κύριος για ν' αγοράσει τσιγάρα.
Όπως φάνηκε στη συνέχεια ήταν γνωστός του φίλου μου, αφού ο Μ. τον ρώτησε σχεδόν αμέσως: "Πού ήσουν χτες κύριε Τάδε; Δε σε είδα. Δεν ήρθες μαζί μας αυτή τη φορά".
Ο κύριος λες και περίμενε την ατάκα του για να βγει στη σκηνή και ν' αρχίσει τον μονόλογό του, πήρε μπρος: είπε, είπε, είπε και τι δεν είπε.
Το πρώτο του επιχείρημα το οποίο υποστήριξε σθεναρά μέχρι τέλους, παρά τον αντίλογο από την πλευρά του φίλου μου του Μ. και τη δική μου, ήταν πως η χθεσινή διαδήλωση ήταν "αστεία" από άποψη προσέλευσης κόσμου.
Πως ήταν λίγες χιλιάδες όλοι κι όλοι. "Για να 'μαι γενναιόδωρος", είπε, "ας πούμε δυο με τρεις χιλιάδες κόσμος".
Τον ρώτησα από πού έχει αυτή την εικόνα. Από την τηλεόραση μήπως;
Έγινε έξαλλος. "Για κορόιδο με περνάς; Φυσικά και δεν την έχω απ' την τηλεόραση".
"Ωραία. Να υποθέσω ότι το διαβάσατε κάπου, είδατε ίσως κάποιες φωτογραφίες, μήπως απ' τις εφημερίδες;"
Για κάποιο λόγο, με κάθε μου ερώτηση φουρκιζόταν όλο και πιο πολύ. Όμως απάντηση στο ερώτημά μου δεν πήρα.
Όταν του είπα πως αφού έχει κατασταλαγμένη άποψη, παρόλο που ο ίδιος δεν ήταν εκεί για να το δει με τα μάτια του, καλό θα ήταν να μας έλεγε πώς τη σχημάτισε, εκνευρίστηκε τόσο που άρχισαν να τρέμουν τα χέρια του.
Κι εκεί ξανάρχισε ο μονόλογός του.
Τόνισε ότι δεν ήταν χτεσινός και ήξερε πολύ καλά τι έλεγε.
Ότι το θεωρούσε ξεφτίλα να πίνουν καφέ τα υπόλοιπα πέντε εκατομμύρια των κατοίκων της Αθήνας στην παραλιακή και στο Κολωνάκι, και στη διαδήλωση να πηγαίνει μια "χούφτα" κορόιδων.
Κι επειδή ο ίδιος δεν ήταν κορόιδο δεν είχε σκοπό να πάει ποτέ ξανά πουθενά.
Άλλωστε, ποιο το νόημα; Όλα έχουν γίνει, κι όλα είναι χαμένα, κι αν δεν βρεθούν σύσσωμοι όλοι οι Αθηναίοι "μπροστά στη Βουλή να βουλιάξουν οι δρόμοι", τίποτε δεν πρόκειται να συμβεί.
"Γιατί να πάω εγώ να βγάλω το φίδι από την τρύπα;" διερωτήθηκε ωρυόμενος. "Γιατί να είμαι εγώ το κορόιδο των ξύπνιων που την έβγαζαν αραχτοί στις καφετέριες;"
Με δυσκολία τον διέκοψα, αλλά ίσα που πρόλαβα να του πω ότι η ατάκα "εγώ θ' αλλάξω τον κόσμο;" είναι η νοοτροπία όλων των ηττημένων. Μετά βίας πρόλαβα να προσθέσω πως αν κι ο ίδιος δεν είχε καταλήξει σ' αυτό το τσιτάτο και βρισκόταν μαζί με τους υπόλοιπους, ίσως τότε να μην ήταν η διαμαρτυρία τόσο "λίγη" όσο ο ίδιος πίστευε πως ήταν.
Όπως προφανώς φαντάζεστε, έπεσε να με φάει. Του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι.
"Τι λες κοριτσάκι μου;" μου είπε ενώ το μούτρο του είχε αναψοκοκκινίσει.
"Είσαι βαθιά νυχτωμένη αν πιστεύεις τα όσα λες. Νομίζεις ότι είναι μαγκιά να τρέχουν οι λίγοι για τους πολλούς; Να πάω δηλαδή εγώ, ο ένας, για να διαμαρτυρηθώ για τους υπόλοιπους χιλιάδες που καρφάκι δεν τους καίγεται; Οι λίγοι θα γίνουν ήρωες για να καλοπεράσουν οι πολλοί; Πού το είδες αυτό γραμμένο;"
Στην ιστορία, του απάντησα. Εσείς που το είδατε γραμμένο να γίνονται ήρωες οι πολλοί για χάρη των λίγων; Οι ήρωες όπως ειρωνικά τους αποκαλείτε εσείς, ήταν πάντα μια χούφτα τρελών που είτε τους έπνιγε το δίκιο τους, είτε δεν είχαν πλέον τίποτα να χάσουν.
"Άμα θες να αρχίσουμε τις αερολογίες και τις παπαρολογίες", μου επιτέθηκε, "άστο, έχω χορτάσει. Και στην τελική, ακόμα κι αυτοί που κατέβηκαν, ξεφτίλες ήταν. Για να ακουστούν και να έχουν να το λένε ήταν εκεί. Για να δημιουργήσουν εντυπώσεις. Γιατί πού πας ρε καραμήτρο, αφού ξέρεις ότι θα πέσουν χημικά, πού πας με τη μασκούλα και το μαλόξ στη μούρη;
Εμείς δηλαδή που τα σκάσαμε τα λεφτά μας για να πάρουμε την πανάκριβη αντιασφυξιογόνα μάσκα, ήμασταν μαλάκες; Κι εσύ μου πας ξεβράκωτος για να μπορείς μετά να βγαίνεις και να λες και να το παίζεις ήρωας; Ε, όχι, εγώ δεν γίνομαι μαλάκας του κάθε γελοίου".
Ήθελα να του πω κι άλλα.
Αλλά αυτό το τελευταίο του επιχείρημα για τα λεφτά που έσκασε για ν' αγοράσει την πάνακριβη αντιασφυξιογόνα μάσκα του για τις προηγούμενες πορείες και που τώρα μάλλον του έμεινε αμανάτι και δεν έκανε απόσβεση, μου 'κοψε τη φόρα και μ' άφησε μαλάκα.
Άνοιξα μια δυο φορές το στόμα μου, αλλά και πάλι δεν είπα τίποτα.
Δεν μ' άκουγε εξάλλου. Συνέχιζε να παραληρεί, με χέρια που έτρεμαν, κατακόκκινος και φτύνοντας σάλια σε κάθε πρόταση.
Ήθελα να του πω να μην ανησυχεί και να μην αγχώνεται. Πάντα θα υπάρχουν οι λίγοι που θα βγουν να αντισταθούν για τους πολλούς. Κι ο ίδιος δεν ξέρω σε ποια κατηγορία ανήκε, αλλά στων "λίγων" σίγουρα όχι.
Αντί να του το πω όμως, έκλεισα το στόμα μου και θύμισα στον εαυτό μου ότι στην επόμενη πορεία που θα κατέβω, θα έχω βρεθεί εκεί και γι' αυτόν τον κύριο.
Για τον έναν απ' τους πολλούς.
Γιατί αυτός ο κύριος είναι οι πολλοί, κι όταν παλεύεις για μια χώρα, δεν παλεύεις μονάχα για μια ελίτ φωτισμένων μυαλών, λαμπερών εξαιρέσεων, καθαρών συνειδήσεων, σοφρώνων και βαθιά δημοκρατικών όντων. Παλεύεις για όλους. Παλεύεις για τους "πολλούς", που είναι σαν κι αυτόν τον κύριο.
Αυτό θύμισα στον εαυτό μου, και μ' ένα νεύμα στον φίλο Μ. έστριψα κι έφυγα χωρίς να πω λέξη.
Μόνο που μ' έπιασε ξαφνικά μια κούραση. Μια απίστευτη κούραση. Που δεν είχε να κάνει με το κουραστικό σαββατοκύριακο και την ακόμα πιο κουραστική Δευτέρα.
Όπως και να 'χει, καθώς απομακρυνόμουν έστρεψα για λίγο το κεφάλι μου πίσω.
Ο κύριος αγόρευε ακόμα.
Παρασκευή, Φεβρουαρίου 03, 2012
Τον άρτον ημών τον επιούσιον (μαζί με ολίγα μπινελίκια)
ΠΡΟΛΟΓΟΣ (Δια τους αναγνώστες)
Την ξέρεις την παροιμία, δουλειά δεν είχε ο διάολος, απαύτωνε τα παιδιά του;Ε, κάπως έτσι πάει ετούτη η ιστορία. Φτιάχνω ψωμί εδώ και καιρό στον αρτοζυμωτή. Του ρίχνω τα υλικά, μου τα ζυμώνει, μου τα φουσκώνει, και μετά βγάζω το ψωμάκι, το πλάθω όπως θέλω, το στολίζω, και βούρ στο φούρνο και το ψήνω.
Αλλά δε μου 'φτανε βλέπεις αυτό. Ήθελα η κυρία να φτιάξω ψωμί με προζύμι. Εκείνο το ψωμί που θυμάμαι από πιτσιρίκι, που έφτιαχναν πάνω στη Ζαγορά, με τη χαρακτηριστική ξινή γεύση του, την κρουστή ψίχα του, την κριτσανιστή κόρα του, γαμώ τις αναμνήσεις μου...
Και δε φτάνει που τρώγομαι πώς να το φτιάξω, σκάει και μια ψυχή πάνω σε μια κουβεντούλα, και ζητάει κι αυτή οδηγίες για την παρασκευή προζυμένιου ψωμιού.
Λέω κι εγώ ο κατά βάθος αισιόδοξος άνθρωπος, μη σκας μωρέ, θα ρωτήσω την κυρία Βικτώρια (τη μάνα ντε!) και θα σου απαντήσω πάραυτα.
Και ρωτάω. Την κυρία Βικτώρια λέμε. Και μου λέει. Περιχαρής εγώ. Τι καλά και τι ωραία, και τραλαλά, και ρε τόσο εύκολο ήταν και δεν το 'κανα τόσο καιρό; Και βουρ για να φτιάξω προζύμι.
Και σαν καλή φιλενάς, γράφω γράμμα και γραφή στην ψυχή που ζήταγε τις πληροφορίες, και χάρηκε κι αυτή, και χαρήκαμε κι οι δυο, και μετά.. ΞΥΠΝΗΣΑ.
Γιατί φιλενάδα, χρόνια εκπαιδευμένη με την κυρία Βικτωρία, άρχισε σε λίγο να μου βρωμάει η υπόθεσις.
Και λέω, για κάτσε ρε, να κάνουμε μερικές διευκρινιστικές ερωτησούλες στη μανουλίτσα, μην και κάνουμε πατάτα και τρέχουμε και δε φτάνουμε, και τσουπ, την παίρνω στο τηλέφωνο.
ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΗΝ ΦΙΛΕΝΑΣ ΜΕ ΤΙΣ ΑΠΟΡΙΕΣ
Κι έρχομαι τώρα εγώ, 1 ώρα και κάτι ψιλά αργότερα, και ερωτώ:ΝΑ ΒΡΙΣΩ ΤΩΡΑ, Η ΝΑ ΒΡΙΣΩ ΜΕΤΑ;
(ρητορική ήταν η ερώτηση, εδώ και ένα μισάωρο έχω πει όλους τους αγίους μαζεμένους, με τα εξαπτέρυγα μαζί).
Όσο διάβαζα τις οδηγίες που είχα καταγράψει, από όσα μου 'χε πει εν πρώτοις η κυρία Βικτωρία, τόσο κάτι δεν μου άρεσε, γιατί μου παραφαινόταν εύκολη η διαδικασία, και γιατί η μάνα μου η προκομμένη, μ' έχει κάψει κάτι χιλιάδες φορές με τα περιβόητα εννοείται!
Αμ, δεν εννοείται χριστιανή μου άμα ο άλλος δεν ξέρει την τύφλα του και ζητά οδηγίες προς ναυτιλομένους!
Δεν εννοείται επειδή το ξέρεις εσύ και το θεωρείς αυτονόητο, γαμώ τα γένια του προφήτη!
Κι όχι μόνο μου πέταξε το περιβόητο εννοείται, αλλά μετά πήγαινε να με βγάλει και τρελή, όταν άρχισα να σκούζω ότι "δεν μου τα πες έτσι την πρώτη φορά ρε μάνα!" μετά που λες αρχίσαμε τα "τι λες παιδάκι μου, εγώ έτσι ακριβώς σου το 'πα, εσύ δεν το κατάλαβες!"
Θα τη σφάξω κάποια ώρα, στο λέω.
Τέλος πάντων, πάρε τις σωστές οδηγίες, κι άμα βαστήξουν τα κότσια σου να τις κάνεις, εγώ θα σου βγάλω το καπέλο (εγώ πάντως δηλώνω από τώρα, πρις και δεν σφάξανε που θα κάτσω να ψοφήσω για μια φραντζόλα ψωμί, πάμε παρακάτω).
Λοιπόν:
Πώς φτιάχνουμε προζύμι απ' το μηδέν.
* Παίρνουμε αλεύρι (κάθε είδος μας κάνει, ακόμα και μαλακό, η κυρά Βίκη πάντως λέει ή σκληρό ή χωριάτικο)
* Παίρνουμε χλιαρό νεράκι.
Αναλογίες ακριβείς δεν έχει εδώ, χοντρικά αν πεις μια κούπα αλεύρι, ως μισή κούπα χλιαρό νερό. Ζυμώνουμε μέχρι να γίνει ένα ζυμαράκι.
Το βάζουμε σε πήλινο ή πορσελάνινο πιάτο (πήλινο λέει κατά προτίμηση η μάμα αλλά μη μασάς), το σκεπάζουμε με ένα άλλο πιάτο και το αφήνουμε σε ζεστό περιβάλλον. Αν έχει θέρμανση το σπίτι κανονική κι όχι να ψοφολογάτε απ' το κρύο όπως εμείς, φτάνει να το σκεπάσεις με μια πετσετούλα. Αλλιώς το κουκουλώνουμε με κουβέρτα.
Την άλλη μέρα βάζουμε πάλι λίγο αλεύρι και λίγο χλιαρό νεράκι (μερικές κουταλιές), ανακατεύουμε καλά, και το αφήνουμε πάλι στην ησυχία του.
Αυτή τη διαδικασία την κάνουμε 3 με 4 μέρες. Το ζυμαράκι-προζυμάκι θα είναι κάπως νερουλό, σαν πηχτή κουρκούτη.
Αφού αρχίσει να ξινίζει θα έχει και τη χαρακτηριστική μυρωδιά αλλά θα κάνει και φουσκαλίτσες.
ΑΝΑΠΙΑΣΜΑ (γαμώ το κέρατό του!)
Έχει φτιαχτεί ωραία και καλά -λέμε τώρα - το προζύμι μας, κι εμείς θέλουμε να φτιάξουμε ψωμί.
Ερώτηση κρίσεως: Μπορούμε κατευθείαν;
Απάντηση: Μπουχαχα! Όχι βέβαια!
Έχουμε κι άλλη διαδικασία, το ρημαδοανάπιασμα, το οποίον σημαίνει δεν παίρνουμε το προζυμάκι και μπλουμ το κοπανάμε, με το υπόλοιπο αλεύρι και άντε το φουρνίζουμε και έχουμε τον άρτον ημών τον επιούσιον, αμ δε!
Σημαίνει ότι θα φτιάξουμε μια ΠΡΟΖΥΜΗ, και μετάααα, πιο μετάααα θα φτιάξουμε το ψωμί.
Πάρε ανάσα και πάμε παρακάτω
Εννοείται ότι πρέπει να ξέρουμε πόσα κιλά αλεύρι θέλουμε να ζυμώσουμε για να κανονίσουμε πόσο προζύμι θα χρειαστούμε, αλλά παίζει και το αντίθετο, που σε μένα ακούγεται πιο εύκολο, δηλαδή ανάλογα πόσο προζύμι φτιάξαμε, τόσο αλεύρι θα πάει.
Για παράδειγμα, έστω ότι το προζύμι μας κατέληξε να ζυγίζει 500 γραμμάρια.
Αυτό αντιστοιχεί σε 2 κιλά αλεύρι (με αναλογία 1 προς 4) ή σε 2,5 κιλά αλεύρι (με αναλογία 1 προς 5).
Για να είμαστε πιο ασφαλείς -με την έννοια να μας φουσκώσει ο ρημαδοάρτος σωστά, ας παίξουμε μπάλα με την αναλογία 1 προς 4.
Οπότε μας μένουν 2 κιλά αλεύρι για να φτιάξουμε το ψωμί.
Κι εδώ έρχεται η μαμουνιά του αναπιάσματος.
Όσο πιο πολύ αλεύρι χρησιμοποιήσουμε στο ανάπιασμα για να φτιάξουμε την προζύμη, τόσο πιο ξινή γεύση θα έχει το ψωμί μας. Οπότε είναι καθαρά θέμα γούστου.
Εγώ ας πούμε που αυτή η ρημάδα η γεύση η ξινή που θυμάμαι απ' της μάνας μου κι απ' της ξαδέλφης μου στο χωριό τα ψωμιά είναι αυτή που κυνηγάω, θα χρησιμοποιήσω το μισό απ' το αλεύρι που μένει, δηλαδή 1 κιλό. Ούτως ή άλλως διαλέγεις κατά βούληση.
Παίρνουμε λοιπόν το προζυμάκι, το βάζουμε σε μια λεκάνη, βάζουμε το 1 κιλό αλεύρι, και σιγά σιγά χλιαρό νερό.
Πόσο χλιαρό νερό; Καλή ερώτηση.
Η απάντηση που πήρα φυσικά στην αρχή ήταν όσο πάρει αλλά επειδή άρχισα να μνημονεύω εκ νέου κάτι αγίους και οσίους, η διευκρίνιση ήταν να μην το κάνεις χυλό, αλλά ούτε να υπάρχει και αλεύρι που δεν έχει απορροφηθεί απ' το νερό.
Αφού το καταφέρουμε κι αυτό, να ενσωματωθεί δηλαδή όλο το αλεύρι χωρίς να είναι ούτε μπούρλιακας (βολιώτικη έκφραση σημαίνει κολυμπάει στο νερό, ή γενικά μεγάλη ποσότητα νερού), αλλά ούτε στόκος, το ζυμώνουμε λίγο με τα χέρια μέχρι να έχουμε μια προζύμη εύπλαστη, όχι νερουλή, όχι συμπαγής, που θα κολλάει στο χέρι.
Τότε κόβουμε ένα κομμάτι και το φυλάμε στην άκρη για το επόμενο ψωμί (αν και άμα και όταν που δεν το βλέπω).
Σκεπάζουμε το μπολ με μεβράνη ή με πετσέτα, το τυλίγουμε σε κουβέρτες σαν νεογέννητο ελλιποβαρές, το φασκιώνουμε καλά-καλά, πετάμε και 3 γατιά από πάνω να το κρατάνε ζεστό, ή ελλείψει γατιών, και αν το σπίτι είναι κρύο, μπορούμε να έχουμε ανοίξει το φούρνο για κανά μισάωρο στους 50 βαθμούς, και μετά να τον σβήσουμε, να βάλουμε την προζύμη μέσα και να την αφήσουμε μια νύχτα.
ΠΩΣ ΦΤΙΑΧΝΟΥΜΕ ΨΩΜΙ
Αν ξεφύσηξες και είπες εδώ τελειώσαμε, κάνεις λάθος καλή μου φιλενάς. Έχουμε και συνέχεια.Την άλλη μέρα, θα πρέπει η προζύμη μας να έχει διπλασιαστεί σε μέγεθος, αλλιώς κάποια μαλακία κάναμε και πάει χαμένος ο κόπος.
Αν όμως όλα πήγαν καλά ως εδώ, βουτάμε το υπόλοιπο 1 κιλό του αλευριού, και ξαναζυμώνουμε με λίγο νερό ακόμα.
Προσοχή στο νερό, όσο πιο πολύ βάλουμε, τόσο πιο πολύ αλεύρι θα σηκώσει (το μόνο σωστό τιπ της κυρά Βικτωρίας που το 'πε χωρίς να μου βγάλει την ψυχή).
Προσθέτουμε αλατάκι, ζάχαρη, ελαιόλαδο (πόσο δεν ξέρω, θα ρωτήσω εκ νέου την κυρία Βικτωρία), και ζυμώνουμε, και ζυμώνουμε και ζυμώνουμε .
Κι εδώ, ισοπεδωμένη πλέον η ταλαίπωρη κόρη ρωτώ το γαμωαυτονόητο και πόση ώρα ζυμώνουμε ρε μάνα γαμώ το;
Θες την ακριβή απάντηση; Άντε να στη δώσω:"μέχρι να ιδρώσει ο πισινός σου" (sic)
Γελάς; Τι γελάς πουλάκι μου;
Άμα λέει η κυρά Βίκη κάτι τέτοιο που δεν ιδρώνει τ' αυτί της εύκολα (κι ο πισινός της φαντάζομαι καθόλου), για μένα, σημαίνει μάλλον μέχρι να ψοφήσω πάνω από τον πάγκο.
Μετά από μερικά βρισίδια ακόμη, δεν καταφέραμε να συνεννοηθούμε, γιατί συνέχιζε να απαντά τα γνωστά "θα το δεις με το μάτι", "θα το καταλάβεις στο χέρι" κ.ο.κ.
Τέλος πάντων, ζυμώνουμε.
Κι αφού τελειώσουμε το ζύμωμα, λαδώνουμε ταψιά και ταψάκια, βάζουμε τη ζύμη μας, τη χαράζουμε με ένα μαχαιράκι, την αλευρώνουμε λίγο στην επιφάνεια αν θέλουμε, και.... την ψήνουμε είπες;
ΟΧΙ ΠΟΥΛΙ ΜΟΥ.
Σιγά μην την ψήναμε κιόλας.
Την αφήνουμε να ανέβει ΞΑΝΑ.
Να διπλασιαστεί σε όγκο και πάλι.
Κατά τα γνωστά.
Κουβερτοσκέπασμα και ζεστό σπίτι, ή κοντά στο καλοριφέρ, ή σε ζεσταμένο φούρνο που τον σβήνουμε και τη χώνουμε μέσα σκεπασμένη με κανά τραπεζομάντηλο από 1 ως 3 ώρες μέχρι όπως είπαμε να διπλασιαστεί σε όγκο, και τότε, ταράαν ταράααν, επιτέλους ΨΗΝΟΥΜΕ ΨΩΜΙ.
180 με 200 βαθμούς κελσίου, 60-70 λεπτά της ώρας, ανάλογα τον όγκο του ψωμιού. Άμα βυθίσουμε μαχαιράκι να βγαίνει καθαρό κι όλα τα "εννοείται" του σύμπαντος.
Κι αφού κάναμε όλον αυτόν τον αγώνα, κι άμα όλα πήγαν κατ' ευχήν και βγήκε απ' το φούρνο ψωμί ζυμωτό και προζυμένιο, για να εκδικηθούμε, το τρώμε ζεστό-ζεστό με αγουρέλαιο, χοντροτριμμένο αλάτι, ρίγανη και ελιά τσακιστή, κι αυτό για να μας εκδικηθεί πάει και κατσικώνεται στα οπίσθιά μας, και ζήσαμε εμείς καλά κι αυτοί καλύτεραααα, κι άμα εγώ φτιάξω προμόζυμόψωμο να με χέσεις, και φιλιά πολλά λέμε γαμώτ, και τα λέμε γενικώς ούφ!
Παρασκευή, Ιανουαρίου 27, 2012
Εξαρτάται από ποια πλευρά θα το δεις, Μέρος Πρώτο.
Λοιπόν, φίλες και φίλοι, να σας συστηθώ.Είμαι ο Βίνσετ.
Είμαι ψηλός και ρωμαλέος, γεροδεμένος και ξανθός, με μάτια μελιά. Κατά γενική ομολογία όλων, δεν έχω μονάχα κορμοστασιά ενός Βίκινγκ, αλλά και την ανάλογη τόλμη και γενναιότητα, ενίοτε και τρέλα.
Δε με τρομάζει και δεν με πτοεί σχεδόν τίποτα και κανένας.
Στον υπόλοιπο γατόκοσμο είμαι γνωστός ως Βίνσεντ, όπως ήδη σας είπα, που θα πει κατακτητής.
Οι άνθρωποί μου όμως διάλεξαν να με φωνάζουν Κανέλλο.
Νέλλο Κανέλλο για την ακρίβεια.
Φτωχό υποκατάστατο του Βίνσεντ ομολογουμένως, αλλά από την άλλη, οι άνθρωποι πάντα είχαν περιορισμένη αντιληπτικότητα και φαντασία, κι έτσι τους συγχωρούνται πολλά. Στην αρχή προσπάθησα ευγενικά να τους εξηγήσω πως δεν ήταν αυτό το όνομά μου. Με φώναζαν και αρνιόμουν να γυρίσω το κεφάλι μου.
Βέβαια, απαντούσα στο "ψι-ψι", γιατί όπως όλοι οι γάτοι ξέρουν, το "ψι-ψι" είναι μια από τις πρώτες λέξεις που ψελλίζουν οι άνθρωποι όταν συναντηθούν με κάποιον του είδους μας. Γιατί το κάνουν θα σας γελάσω, αλλά ας τους δούμε σαν μωρά. Και "γκοαρθεαφμπ" να έλεγαν, θα έπρεπε με κάποιον τρόπο να ανταποκριθούμε, βραβεύοντας την προσπάθειά τους, σωστά;
Κι αφού φυσικά όλοι επίσης ξέρουμε πως στην ανθρωπίσια γλώσσα το "ψι-ψι" αντικαθιστά το "μέ-έου" που σημαίνει έλα κοντά μου, τους πλησίαζα.
Όπως και να 'χει, οι άνθρωποί μου, με το περιορισμένο τους λεξιλόγιο και την τεράστια έλλειψή τους σε ικανότητα εκμάθησης ξένων γλωσσών, επέμεναν να με αποκαλούν Κανέλλο. Και τέλος πάντων, το βρήκα στο τέλος-τέλος κάπως γλυκό αυτό το Κανέλλο, κι έτσι τους επέτρεψα να το κρατήσουν.
Είναι περίπου ένας χρόνος που τους έκανα την τιμή να μετακομίσω στο σπίτι τους, και πρέπει να ομολογήσω ότι για κάποιο διάστημα τα πράγματα πήγαιναν καλά. Είχα αποκτήσει έναν κολλητό φίλο και πιστό ακόλουθο, τον Τσίκο Πιτσίκο, (Έντουαρντ τον λένε, αλλά είπαμε για το κόλλημα των ανθρώπων), και μια φανατική εχθρό, την οποία λατρεύω να παρενοχλώ έτσι για την πλάκα του θέματος, την κυρία Λούνα. Αυτηνής ούτε που έκανα τον κόπο να μάθω το αληθινό της όνομα. Είναι απ' τις γάτες που αντιπαθώ σφόδρα.
Δουλοπρεπής, δε χαλάει ποτέ το χατήρι στους ανθρώπους με τους οποίους συγκατοικούμε, δεν έχει καμία φυσική κλίση στο κυνήγι και το κλέψιμο, σας μιλάω για σκέτη απογοήτευση.
Αλλά για τους ανθρώπους μου σας έλεγα. Λοιπόν, προσπάθησα να είμαι συγκαταβατικός μαζί τους, να μην εκνευρίζομαι όταν δεν καταλαβαίνουν απλά, γατίσια πράγματα, όπως το ότι είναι απολύτως αναμενόμενο από έναν γάτο του δικού μου διαμετρήματος να κυνηγά, να στήνει παγίδες, να πιάνει θηράματα, να εποπτεύει το σύμπαν από ψηλά, να εξερευνά κάθε νέο αντικείμενο που εμφανίζεται στο χώρο του, να προφυλάσσει την περιοχή του, να εφευρίσκει νέες κρυψώνες και κυρίως να κλέβει τροφή. Κι ούτε που σέβονται τη λαμπερή ιστορία της οικογένειάς μου: ο μακρυνότερος πρόγονός μου ήταν ο αγαπημένος γάτος της Chicago May.
Για θαυμασμό και ανταμοιβή στα τόσο κουραστικά καθημερινά μου καθήκοντα, ούτε κουβέντα. Για να μην αναφέρω ότι δεν έχω δει ούτε ένα τόσο δα δείγμα εκτίμησης στο πόσο εφευρετικός στάθηκα προκειμένου να βρω τρόπο να εξουδετερώσω ένα σωρό εμπόδια και παγίδες και ν' ανοίξω τόσα καλοφυλαγμένα σεντούκια με πολύτιμα εφόδια.
Το χειρότερο όλων; Μου 'χουν σπάσει τα νεύρα με τις φωνές τους. Και μου 'χουν χαλάσει και το όνομα. Πάνω που πήγαινα να το συμπαθήσω.
Γιατί τώρα δε με φωνάζουν γλυκά-γλυκά Κανέλλο και Κανελλάκι,όπως παλιά.
Τώρα με φωνάζουν συχνότερα Νέλλο. Κι αυτό το λένε ορθά-κοφτά, όχι γλυκά κι όμορφα...
Όσο για το Κανέλλο όλο και πιο συχνά το ακούω απ' το στόμα τους σαν τσιρίδα, με έμφαση στο "ε" και το "ο", να κάπως έτσι: "Κανέεεεεελοοο!"
Δεν ξέρω τι θ' αποκάνω μ' αυτούς τους ανθρώπους. Είναι αχάριστο είδος, κι αμόρφωτο, όπως και να το κάνεις...
Είμαι ψηλός και ρωμαλέος, γεροδεμένος και ξανθός, με μάτια μελιά. Κατά γενική ομολογία όλων, δεν έχω μονάχα κορμοστασιά ενός Βίκινγκ, αλλά και την ανάλογη τόλμη και γενναιότητα, ενίοτε και τρέλα.
Δε με τρομάζει και δεν με πτοεί σχεδόν τίποτα και κανένας.
Στον υπόλοιπο γατόκοσμο είμαι γνωστός ως Βίνσεντ, όπως ήδη σας είπα, που θα πει κατακτητής.
Οι άνθρωποί μου όμως διάλεξαν να με φωνάζουν Κανέλλο.
Νέλλο Κανέλλο για την ακρίβεια.
Φτωχό υποκατάστατο του Βίνσεντ ομολογουμένως, αλλά από την άλλη, οι άνθρωποι πάντα είχαν περιορισμένη αντιληπτικότητα και φαντασία, κι έτσι τους συγχωρούνται πολλά. Στην αρχή προσπάθησα ευγενικά να τους εξηγήσω πως δεν ήταν αυτό το όνομά μου. Με φώναζαν και αρνιόμουν να γυρίσω το κεφάλι μου.
Βέβαια, απαντούσα στο "ψι-ψι", γιατί όπως όλοι οι γάτοι ξέρουν, το "ψι-ψι" είναι μια από τις πρώτες λέξεις που ψελλίζουν οι άνθρωποι όταν συναντηθούν με κάποιον του είδους μας. Γιατί το κάνουν θα σας γελάσω, αλλά ας τους δούμε σαν μωρά. Και "γκοαρθεαφμπ" να έλεγαν, θα έπρεπε με κάποιον τρόπο να ανταποκριθούμε, βραβεύοντας την προσπάθειά τους, σωστά;
Κι αφού φυσικά όλοι επίσης ξέρουμε πως στην ανθρωπίσια γλώσσα το "ψι-ψι" αντικαθιστά το "μέ-έου" που σημαίνει έλα κοντά μου, τους πλησίαζα.
Όπως και να 'χει, οι άνθρωποί μου, με το περιορισμένο τους λεξιλόγιο και την τεράστια έλλειψή τους σε ικανότητα εκμάθησης ξένων γλωσσών, επέμεναν να με αποκαλούν Κανέλλο. Και τέλος πάντων, το βρήκα στο τέλος-τέλος κάπως γλυκό αυτό το Κανέλλο, κι έτσι τους επέτρεψα να το κρατήσουν.
Είναι περίπου ένας χρόνος που τους έκανα την τιμή να μετακομίσω στο σπίτι τους, και πρέπει να ομολογήσω ότι για κάποιο διάστημα τα πράγματα πήγαιναν καλά. Είχα αποκτήσει έναν κολλητό φίλο και πιστό ακόλουθο, τον Τσίκο Πιτσίκο, (Έντουαρντ τον λένε, αλλά είπαμε για το κόλλημα των ανθρώπων), και μια φανατική εχθρό, την οποία λατρεύω να παρενοχλώ έτσι για την πλάκα του θέματος, την κυρία Λούνα. Αυτηνής ούτε που έκανα τον κόπο να μάθω το αληθινό της όνομα. Είναι απ' τις γάτες που αντιπαθώ σφόδρα.
Δουλοπρεπής, δε χαλάει ποτέ το χατήρι στους ανθρώπους με τους οποίους συγκατοικούμε, δεν έχει καμία φυσική κλίση στο κυνήγι και το κλέψιμο, σας μιλάω για σκέτη απογοήτευση.
Αλλά για τους ανθρώπους μου σας έλεγα. Λοιπόν, προσπάθησα να είμαι συγκαταβατικός μαζί τους, να μην εκνευρίζομαι όταν δεν καταλαβαίνουν απλά, γατίσια πράγματα, όπως το ότι είναι απολύτως αναμενόμενο από έναν γάτο του δικού μου διαμετρήματος να κυνηγά, να στήνει παγίδες, να πιάνει θηράματα, να εποπτεύει το σύμπαν από ψηλά, να εξερευνά κάθε νέο αντικείμενο που εμφανίζεται στο χώρο του, να προφυλάσσει την περιοχή του, να εφευρίσκει νέες κρυψώνες και κυρίως να κλέβει τροφή. Κι ούτε που σέβονται τη λαμπερή ιστορία της οικογένειάς μου: ο μακρυνότερος πρόγονός μου ήταν ο αγαπημένος γάτος της Chicago May.
Για θαυμασμό και ανταμοιβή στα τόσο κουραστικά καθημερινά μου καθήκοντα, ούτε κουβέντα. Για να μην αναφέρω ότι δεν έχω δει ούτε ένα τόσο δα δείγμα εκτίμησης στο πόσο εφευρετικός στάθηκα προκειμένου να βρω τρόπο να εξουδετερώσω ένα σωρό εμπόδια και παγίδες και ν' ανοίξω τόσα καλοφυλαγμένα σεντούκια με πολύτιμα εφόδια.
Το χειρότερο όλων; Μου 'χουν σπάσει τα νεύρα με τις φωνές τους. Και μου 'χουν χαλάσει και το όνομα. Πάνω που πήγαινα να το συμπαθήσω.
Γιατί τώρα δε με φωνάζουν γλυκά-γλυκά Κανέλλο και Κανελλάκι,όπως παλιά.
Τώρα με φωνάζουν συχνότερα Νέλλο. Κι αυτό το λένε ορθά-κοφτά, όχι γλυκά κι όμορφα...
Όσο για το Κανέλλο όλο και πιο συχνά το ακούω απ' το στόμα τους σαν τσιρίδα, με έμφαση στο "ε" και το "ο", να κάπως έτσι: "Κανέεεεεελοοο!"
Δεν ξέρω τι θ' αποκάνω μ' αυτούς τους ανθρώπους. Είναι αχάριστο είδος, κι αμόρφωτο, όπως και να το κάνεις...
Σάββατο, Ιανουαρίου 07, 2012
Νέα Χρονιά
Η Ayo χρωματίζει με τη φωνή της όσα σκέφτομαι τελευταία.
Αφιερωμένο σ' όσους ακόμη ρωτάνε γιατί.
Και σ' αυτούς που ακόμη χαμογελάνε.
Καλή χρονιά.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)
People I know
Ο Νίκος. Εξαιρετική κιθάρα. Κάμποσα χρόνια σε ωδείο στην κλασσική, μετά ηλεκτρική, είχε ταλέντο, ήταν νέος, είχε εμφάνιση. Δούλεψε πολύ, δο...
-
UPDATE Το συγκεκριμένο θέμα έχει ανανεωθεί με καινούριο ποστ εδώ , όπου δίνω νέες πληροφορίες για τους τρόπους παρασκευής χειροποίητου σαπου...
-
Για τη Βίκη έχω γράψει και παλιότερα. Έχουμε εφτά χρόνια διαφορά, είναι το πρώτο μου ανίψι, κι έχουμε μεγαλώσει σχεδόν σαν αδελφάκια. Αφού ...
-
Ο Νίκος. Εξαιρετική κιθάρα. Κάμποσα χρόνια σε ωδείο στην κλασσική, μετά ηλεκτρική, είχε ταλέντο, ήταν νέος, είχε εμφάνιση. Δούλεψε πολύ, δο...