Ανεβαίνοντας από Βόλο για Τσαγκαράδα σε κάποια στροφή του δρόμου, υπάρχει (ή τουλάχιστον υπήρχε μέχρι πριν κάμποσα χρόνια), μια πινακίδα που προειδοποιούσε τους οδηγούς.
Η εν λόγω πινακίδα έγραφε σε άπταιστην ελληνικήν (ή βολιωτικήν ή πηλιορειτικήν δεν ξέρω θα σας γελάσω), αυτό που λεει κι ο τίτλος του ποστ:
Προσοχή, κοροκλώνται κοτσιμπάνια!
Και θα μου πεις,τώρα τι στο διάτανο σημαίνει αυτό.
Απλό:
Σημαίνει: Προσοχή, πέφτουν (ή μάλλον κατρακυλούν) πέτρες!
Κάποτε λέγαμε με την κολλητή μου για τα ιδιώματα του τόπου μου και του τόπου της και ξαφνικά θυμήθηκα το ιστορικό πλέον "κοροκλώνται κοτσιμπάνια".
Της το είπα κι όταν μπορέσαμε να σταματήσουμε τα νευρικά γέλια που μας είχαν πιάσει, είπαμε να κάτσουμε μια μέρα να γράψουμε ένα βιβλίο με τους λογής ιδιωματισμούς που ξέραμε ή είχε τύχει ν' ακούσουμε, και να του δώσουμε αυτόν τον τίτλο.
Επειδή φυσικά η λέξη αναβλητικότητα is our middle name, το βιβλίο παρέμεινε στις κουβέντες μεταξύ σοβαρού κι αστείου.
Με αφορμή λοιπόν τα... κοτσιμπάνια, είπα να φτιάξω σήμερα μια μικρή λίστα μ' όσα ιδιώματα θυμάμαι από αυτά που έλεγε η μάνα μου, η γιαγιά μου, όσα έτυχε ν' ακούσω στα ταξίδια μου κ.ο.κ.
Έψαξα για πιθανές εξηγήσεις τους στο δίκτυο, κι ενώ για κάποια βρήκα άκρη, για τα περισσότερα δε βρήκα τίποτε, οπότε θα τα αναφέρω με την ερμηνεία που γνωρίζω.
Πάμε λοιπόν:
γαρμπάτο (το)= κομψό, εφαρμοστό -για ρούχο, σπάνια για παπούτσι-
(προέρχεται από το ιταλικό garbo που σημαίνει κομψό. Αντίθ. άγαρμπο)
νταβαντούρι (το)= οχλαγωγία, φασαρία αλλά και γλέντι
(τουρκ. tavatur = παρουσία πολλών μαρτύρων στο δικαστήριο αλλά και η οχλαγωγία που γινόταν ,όταν το πλήθος φωνασκούσε στο τούρκικο δικαστήριο)
νταλάκιασα (ρήμ.)= έσκασα απ' το πολύ φαγητό
(νταλάκ=τούρκικη λέξη, ασθένεια της χολής)
μπούρλιακας (ο)= μεγάλη ποσότητα νερού
(ήπιε έναν μπούρλιακα νερό)
κάνε ανάκαρα = κάνε κουράγιο
(ανάκαρα=το πίσω μέρος του κεφαλιού / αντιστρ. "τα κακάρωσε" = πέθανε)
καρκάρω(η) = γυναίκα με εκνευριστικό γέλιο
ντούνα(η) = γυναίκα με πολύ φουσκωμένη κοιλιά, ετοιμόγεννη
(η κοιλιά της ήταν ντούνα)
μπακράτσι (το)= ο κουβάς
μπατανία(η) = η κουβέρτα
λωλοσερβάγια(η) = επιπόλαιη, τρελοκαμπέρω
πατόζα (η)= χοντρή γυναίκα (ειδικά με μεγάλο πισινό)
κουσκνού(η) = κουτσομπόλα, γυρίστρω
ζαλίμι(το) = ζωηρό παιδί, ζιζάνιο
μουτ λακ = ντε και καλά, με το ζόρι
μαλάτσα (η)= γυναίκα με φαρδιά μύτη
κουτσμπή (η)= παλαβή
μισοκαδιάρικο(το) = άτομο μικροκαμωμένο (μισή οκά)
μέγκλια (τα)= πόδια
ξεϊγκλωτη (η)= ψηλή και άχαρη γυναίκα ή ατημέλητη
ζεβζέκα(η) = ανόητη, ελαφρόμυαλη
συγκόρμισσα(η)= η ερωμένη
τζαχίλου(η)= άσχημη
μουστώνω = νυστάζω αλλά και μεθάω
ασκέρια(τα) = παρέες ή σόγια
γκλάβα(η) = μυαλό
κακαράτζες(οι) = σκατά
πεσκίρι(το)= πετσέτα
ταχιά = αύριο το πρωί
χασκάω = γελάω ή έχω μείνει με ανοιχτό το στόμα
μιντέρι(το)= καναπές
τσότρα(η)= κανάτα για το κρασί
νταγλαράς(ο) = ψηλός άντρας
(τούρκικη λέξη=βουνίσιος, ορεινός)
νταλαμάγκας (ο)= ψευτόμαγκας
(τουρκ. ρήμ. talamak λεηλατώ· αυτός που διαπράττει λεηλασίες)
ταμαχιάρα(η) = άπληστη, αχόρταγη -συνων. αλλήξωρη-
(τουρκ. ουσ. tamah = απληστία)
ασίκης(ο) = ωραίος, λεβέντης
(προφανώς από το τούρκικο asik=εραστής)
αχαμνός(ο)= αδύναμος αλλά και τεμπέλης
κούτπας(ο)= το πίσω μέρος του κεφαλιού, ο αυχένας
σουρτούκω(η)= γυρίστρω
βγήκε στο μεϊντάνι = μαθεύτηκε ένα μυστικό, ένα νέο
αστρέχα(η)= γείσωμα στέγης
αντάλαβο(το)= ζωηρό (κυρίως για παιδί)
μπλαμούτσα(η)= γενικώς κάτι άκομψο, ειδικ. άνθρωπος φαρδοπρόσωπος
γκλίνια(τα) = χέρια
(αλλονησιώτικο ιδίωμα)
λαλάρια(τα)= μεγάλες πέτρες, λαλαρίδια = μικρά βότσαλα
(επίσης αλλονησιώτικο ιδίωμα)
Αυτά για την ώρα με τα ιδιώματα. Θα υπάρξει και συνέχεια. Η λίστα θ' ανανεώνεται κάθε φορά που θα θυμάμαι κάποια ακόμη, κι όσοι έχετε δικά σας ιδιώματα και θέλετε, στείλτε τα μ' ένα e-mail να τα συμπεριλάβω.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
People I know
Ο Νίκος. Εξαιρετική κιθάρα. Κάμποσα χρόνια σε ωδείο στην κλασσική, μετά ηλεκτρική, είχε ταλέντο, ήταν νέος, είχε εμφάνιση. Δούλεψε πολύ, δο...
-
UPDATE Το συγκεκριμένο θέμα έχει ανανεωθεί με καινούριο ποστ εδώ , όπου δίνω νέες πληροφορίες για τους τρόπους παρασκευής χειροποίητου σαπου...
-
Για τη Βίκη έχω γράψει και παλιότερα. Έχουμε εφτά χρόνια διαφορά, είναι το πρώτο μου ανίψι, κι έχουμε μεγαλώσει σχεδόν σαν αδελφάκια. Αφού ...
-
Ο Νίκος. Εξαιρετική κιθάρα. Κάμποσα χρόνια σε ωδείο στην κλασσική, μετά ηλεκτρική, είχε ταλέντο, ήταν νέος, είχε εμφάνιση. Δούλεψε πολύ, δο...
9 σχόλια:
πατόζα είναι η αλωνιστική μηχανή και είναι όντως πολύ ογκώδης εξ ου και η παρομοίωση με τη χοντρή. Την οποία αν είναι και άγαρμπη μπορούμε να την πούμε και μπαχλάβα ή μπαχλάβω (γιαννιώτικο ιδίωμα). Τον ηλίθιο στο ίδιο ιδίωμα τον λένε μπανταλό. Αχ, κρίμα γμτ...Δε μου έρχονται άλλα τώρα. Θα σκεφτώ και θα επανέλθω. Καταπληκτικό αυτό με τα κοτρώνια πάντως!
Ωραίο post. Αν σκεφθώ κάποιο καλό θα σου το πω :)
"έπιασα" ένα 20%, κυρίως τις τουρκικές λέξεις λόγω μικρασιάτικης καταγωγής. Και η λέξη μιντέρι είναι τούρκικη, είναι το μαξιλάρι πάνω στο οποίο κάθεσαι, στον καναπέ ή στο σκαμπό.
Αναρωτιέμαι για την καταγωγή των υπόλοιπων λέξεων, σαν σλάβικες μου φαίνονται..
Τσεκάρετε το λεξικό από το tzedes.gr για νέα λήμματα!
Τα ¨κουτσιμπάνια¨είναι τα κομμένα ξύλα δέντρων (κορμοί)έτοιμα για φόρτωμα -στα πηλιορείτικα μουλάρια συνήθως.Προέρχεται από το επίθετο ¨κουτσιμπός-ή=κολοβός, κομματιασμένος, κομμένος. Ομόρριζο κι η λέξη κτσιούμπι-α=ρίζες από τα φυτά ρείκια που φτιάχνονται οι πίπες (τσιμπούκια)των καπνιστών.
Ακόμη το ¨κουρουκλάω-ου¨=κυλώ, κατρακυλώ.(π.χ. το μπλάρ κουρουκλίωτι καταϊ=το μουλάρι κυλιέται κάτω)
Υπάρχει¨ και το λεξικό ¨Το γλωσσικό ιδίωμα του Πηλίου¨ του Κ. Λιάπη για περισσότερα .. πηλιορείτικα!
maroulitaaa αν θυμηθείς κι άλλα πες το μου.
Περαστικέ κι εσύ το ίδιο :)
witch εγώ τόσο καιρό νόμιζα πως μιντέρι είναι ο ίδιος ο καναπές.
ανώνυμε, ότι θα μάθαινα επιτέλους τι στο καλό ήταν τα κοτσιμπάνια δεν το περίμενα. Ντροπή μου, κι είμαι και Πηλιορείτισσα στην καταγωγή..
Όσο γι' αυτό το "το μπλαρ κουρουκλιώται καταί" περιττό να σου πω ότι μου 'φτιαξε τη μέρα :)
Πηλιορείτη θενς για το τιπ. Θα το ψάξω.
Μπιτσινάρι(το):Το στόμιο της βρύσης.(Γιαννιώτικο ιδίωμα)
νταβαντούρι
Η μαρτυρία στα Τουρκικά είναι tevatür.
νταλάκιασα
Dalak στα Τουρκικά είναι ο σπλήνας.
«Νταλάκιασα» είναι προφανώς μετάφραση του dalak olmak, που σημαίνει «παθαίνω φλεγμονή του σπλήνα».
ζεβζέκα
Απ’ το τουρκικό zevzek.
ασίκηςβγήκε στο μεϊντάνι
Προφανώς απ’ την τουρκική έκφραση meydana çıkmak.
Δημοσίευση σχολίου