Κυριακή, Ιανουαρίου 28, 2007

Θεία κι ανιψιά και ευχές στ' αστέρια


Για τη Βίκη έχω γράψει και παλιότερα.

Έχουμε εφτά χρόνια διαφορά, είναι το πρώτο μου ανίψι, κι έχουμε μεγαλώσει σχεδόν σαν αδελφάκια.
Αφού "χαθήκαμε" κάμποσα χρονάκια, εγώ με τις σπουδές κι εκείνη με την εφηβεία της, βρεθήκαμε ξανά.

"Γνωριστήκαμε" ξανά θα έλεγα. Κι ως αποτέλεσμα, πέρα από το ότι την αγαπάω έτσι κι αλλιώς, αφού είναι το ανιψούδι μου, μπορώ να τη δώ και ως φίλη και γυναίκα...

Σαββάτο βράδυ.

Έχω βγει έξω.
Η διάθεσή μου γλυκόπικρη. Γλυκιά γιατί ήμουν δίπλα στον άνθρωπο που ήθελα, και πικρή γιατί το επόμενο πρωί εκείνος θα έφευγε.


Γράφω ένα σμς στο ανιψούδι:
"Βικάκο... κάνε μια ευχή για μένα απόψε, να διασταλλεί ο χρόνος και να κρατήσει αυτή η νύχτα όσο εκατό νύχτες. Φεύγει αύριο το πρωί..."

Τρία λεπτά αργότερα αναβοσβήνει η οθόνη του κινητού μου, ενώ παίζει το Sweet Dreams των Eurythmics. Σμς από τη Βίκη:
"Σε αγαπώ πολύ Εφάκι μου. Εύχομαι σήμερα το φεγγάρι να φωτίζει ειδικά για σας, την κάθε σας στιγμή και να την κάνει να διαρκεί όσο χίλιες".

Τις προάλλες μια ψυχή μου έγραφε λέγοντάς μου "όταν θέλεις κάτι πάρα πολύ, όλο το σύμπαν συνομωτεί για να το αποκτήσεις".

Δεν ξέρω αν είναι έτσι, όμως η ευχή της θείας και της ανιψιάς έπιασε.

Κυριακή απόγευμα.

Εκείνος έχει φύγει από νωρίς το πρωί. Αν και είχα κοιμηθεί ελάχιστα, δεν μπόρεσα να κλείσω μάτι.
Δεν πήγα μαζί του στο σταθμό. Δεν το ήθελε...
"Θέλω να φύγω λες και φεύγω από το σπίτι μου, όχι πως αποχαιρετιόμαστε. Θέλω να νιώθω ότι θα ξαναγυρίσω", μου είπε. Κι έτσι ήθελα να νιώθω κι εγώ.
Τον ένιωσα να με ξυπνάει κάποια στιγμή το πρωί.
"Καρδούλα μου, πρέπει να φύγω". Ο ύπνος εξαφανίστηκε απ' τα μάτια και το μυαλό μου μέχρι να πεις τρία.
Ρίχνω κάτι πάνω μου και λίγο νερό στο πρόσωπό μου, στεκόμαστε στην πόρτα.
Αγκαλιά, φιλί, ξανά αγκαλιά. Ένα βήμα προς την πόρτα κι ύστερα ο σάκος στο πάτωμα, το μπάσο παρατημένο και φιλιά ξανά αγκαλιά...
θα μου λείψεις, μου λείπεις κιόλας, θα σε σκέφτομαι πολύ, να προσέχεις ναι;, θα τα πούμε ξανά ματάκια μου, κράτα με λίγο ακόμα στην αγκαλιά σου, κοριτσάκι μου να προσέχεις ναι, μου το υποσχέθηκες, θα σου τηλεφωνήσω, σε σκέφτομαι, φιλί, μια τελευταία αγκαλιά.

Ανοίγει την πόρτα. Πρέπει να φύγει.

Στέκομαι στο κατώφλι προσπαθώντας να χαμογελάσω, γιατί είμαι ευτυχισμένη.
Θέλω να του πώ να προσέχεις, αλλά εκεί δεν τα καταφέρνω, εκεί σπάει η φωνή μου. Μου στέλνει ένα φιλί στον αέρα πριν ανοίξει την πόρτα του ασανσέρ και κάνω κι εγώ το ίδιο.

Έχει φύγει.

Βάζω να παίζει το σιντί της Ayo που μου έχει φέρει. Πετάω τη μπλούζα μου και φοράω το μαύρο τισερτ που μου άφησε δίπλα στο κρεβάτι μου.
"Για να σ' αγκαλιάζει όπως σ' αγκάλιαζα κι εγώ".
Παίρνω τον λούτρινο Tom που μου χάρισε και τον βάζω δίπλα μου στο γραφείο.
Φτιάχνω καφέ και στρίβω τσιγάρο.

Έρχεται το πρώτο μήνυμα απο 'κείνον. Έχει ξεκινήσει το ταξίδι.

Λίγες ώρες αργότερα του τηλεφωνώ εγώ. Ταξιδεύει ακόμη. "Μου λείπεις πολύ, ψυχούλα μου", μου λεει κι απαντάω σχεδόν ταυτόχρονα το ίδιο.

Κάποιες ώρες μετά μου τηλεφωνεί ξανά. Έχει τρεισίμισι ώρες ταξίδι ακόμη μπροστά του.
"Σε σκέφτομαι πολύ, καμάρι μου", του λεω.
"Θα σε πάρω μόλις φτάσω σπίτι". Η γραμμή κάνει κενά. Κλείνουμε.

Κοιτάζω το ρολόι μου. Έχει άλλες δυόμισι ώρες δρόμου. Μου λείπει κιόλας, είναι αλήθεια.
Όμως πέρασα τόσο, μα τόσο όμορφα αυτές τις μέρες, που η γλυκιά ζεστασιά που απλώνεται μέσα μου κάθε φορά που τον σκέφτομαι, κάθε φορά που θυμάμαι στιγμές, γέλια, και αγκαλιές, είναι πολύ πιο δυνατή και έντονη από την απουσία του.

Τα σκέφτομαι όλα αυτά και χαμογελάω μόνη μου. Θέλω κάπου να πω αυτά που νιώθω. Παίρνω το κινητό.
Μήνυμα στο ανιψούδι:
"Βικάκι, η ευχή σου έπιασε. Χτες η νύχτα μου φάνηκε ότι κράτησε όσο δέκα, και η κάθε στιγμή όσο χίλιες. Ήταν από τις πιο όμορφες νύχτες της ζωής μου. Μου λείπει, αλλά νιώθω πολύ όμορφα και πολύ καλά μέσα μου".

Στέλνω το μήνυμα και στρίβω άλλο ένα τσιγάρο.

Καθώς τραβώ την πρώτη ρουφηξιά, έρχεται η αναφορά.
Καθώς διαγράφω το μήνυμα, χαμογελάω στην οθόνη του κινητού.

Θεία και ανιψιά...

Σάββατο, Ιανουαρίου 20, 2007

Η ευτυχία


είναι στιγμές στη ζωή μας, αυτό μονάχα, στιγμές σαν φωτογραφικό φλας.

Και κάποιες απ' αυτές μπορεί να κρατούν χρόνια, άλλες μήνες, άλλες μέρες κι άλλες ώρες. Ποιος μπορεί να πει ότι αξίζουν λιγότερο οι στιγμές ευτυχίας που είναι μονάχα αυτό, στιγμές, ώρες, μέρες;
Κι αν το πει, τι με νοιάζει εμένα; Εγώ μαζεύω στιγμές ευτυχίας, ώρες, μέρες... κι αυτές μου ξύπνησαν κι άλλες, παλιότερες, και τώρα αναβοσβήνουν όλες μαζί στο μυαλό μου, παλιές και καινούριες, σαν αστεράκια στον ουρανό, σαν φλας στο σκοτάδι...

Ανατολή ηλίου στον Άη-Γιάννη να με ξυπνά το φως του ήλιου κι η θάλασσα να βάφεται με χίλια χρώματα, η Βίκυ κάνει τα πρώτα της βήματα στον Πλατανιά, μια ολόκληρη νύχτα στο μπαλκόνι ενός παλιού σπιτιού στη Χώρα, η γέννηση του Κώστα, η γιαγιά Κυρατσώ και το γλυκό κυδώνι, κοπάνα με τη Μαίρη για καφέ στην Ιωνία, η εκπομπή του πειρατικού στούντιο 2-16, η θέα απ' τα κάστρα της Θεσσαλονίκης, τα γενέθλια των δεκαοχτώ, το πρώτο μπλουζ στο πρώτο μου πάρτι, ωτοστόπ με τη Δέσποινα στη Χαλκιδική, ηλιοβασίλεμα στη Σαντορίνη, το μεγαλύτερο αυγουστιάτικο φεγγάρι στην Παλιά Χώρα, η πρώτη φορά που είδα το Χρήστο από κοντά στην παραλία του Βόλου, ο Κωστής καθισμένος στο κιόσκι στο μαγαζί, το πρώτο πετυχημένο μου κοκτέιλ, η μπάντα στο Σεργιάνι, γέλια στα μισά της νύχτας πάνω από έναν καμένο μουσακά, η Γιάννα στο Θησείο με τον Κανέλλο, πέντε ώρες πρόβα στο στούντιο του Τζίνο για να βγει η αφήγηση του Καβάφη, το πρώτο μου πτυχίο, ο Βασίλης μαζί με μεγάλη παρέα στο Καφέ Σαντάν, οι κουραμπιέδες που έφτιαχνα μαζί με τη μάνα μου, το κλειδί του πρώτου μου σπιτιού στη Λάρισα, βουτιά στα νερά του Αιγαίου νύχτα, μια μικρή τριανταφυλλιά σε γλάστρα, καντάδα κάτω απ' το μπαλκόνι του Σπύρου, τα χάδια του Μπιτιγιού, ο Γιώργος να κατεβαίνει νύχτα σ' έναν καρόδρομο χωρίς φώτα να με βρει στο νησί, το ζεϊμπέκικο του Τάσου στη Θεσσαλονίκη, το εγώ είμαι εδώ για σένα του Χρήστου, το δυνατό του γέλιο, διακοπές στο Πήλιο με τον Γιάννη στα κλεφτά, το ταξίδι που ξεκίνησε για τη Ζαγορά και κατέληξε στην Αθήνα, το κάστρο της Ναυπάκτου μια νύχτα με αέρα, το μουσούδι του Έκτορα, μια νύχτα στο σπίτι του Νικόλα με ντέφι και αργιλέδες, το μπουζούκι του Αλεξέϊ, ο πρώτος μου μισθός, ο Θοδωρής το "φιλαράκι" που του "χρωστάω" ένα εκατομμύριο, η συναυλία στο Λυκαβηττό για τον θείο μου, η παλιά μου μηχανή που μέτραγε μαζί μου τα χιλιόμετρα στην άσφαλτο, πυρετός 39 κι εγώ στα Κτελ για Αθήνα χωρίς να με νοιάζει ο πυρετός, παγωτό βατόμουρο Δεκέμβρη μήνα, τηλεφώνημα απ' την Αγγλία που μου ξανάφερε απ' το πουθενά έναν παλιό φίλο, ύπνος στην αιώρα στο πολύχρωμο σπίτι του Άλεξ, μεθύσια στην Κέρκυρα παρέα με φίλους από Αυστρία, ο Μιχάλης όταν έπαιζε το Caruzo με το άλτο σαξόφωνό του, κάθε φλιτζάνι καπουτσίνο, η πρώτη ντάλια που άνθισε στο καινούριο μου σπίτι, να μαγειρεύουμε αστακομακαρονάδα μαζί με τη Φιλίτσα, η μέρα που ο νονός μου βγήκε απ' το νοσοκομείο γερός, ένα εξάμηνο χαμένο εξαιτίας ενός τρικούβερτου γλεντιού στην ταράτσα μιας μονοκατοικίας, η μέρα που περπάτησα ξανά μετά το ατύχημα, το καφέ δερμάτινο φόρεμα που αγοράσαμε με τη Ρένα, το Εκεί Ψηλά μελοποιημένο απ' το Βασίλη, ένα γράμμα που έφτασε στα χέρια μου με ένα χρόνο καθυστέρηση, μια μικρή, διπλή, ασημένια βέρα, πρωτοχρονιά στον Αη-Γιώργη του Λυκαβηττού, Πάσχα στην παναγία-τρύπα, δίπλα στη θάλασσα, Αθήνα - Βόλος με τη μηχανή, ο Κωστής στη Σκόπελο, ένα φιλντισένιο σταυρουδάκι στο λαιμό μου, ο Τάσος να χτυπάει την πόρτα όταν δεν τον περίμενα, ένα μπουκάλι άρωμα που ταξίδεψε ένα μήνα για να φτάσει ως τα χέρια μου, η φωνή της Μέλπως στα παλιά ρεμπέτικα, το μεταξωτό πουκάμισο του Καρμπά, τα κρυστάλλινα ποτηράκια της γιαγιάς μου που έσωσα απ' το χαμό, το πρώτο μου βιβλίο, και δέκα μέρες χαρισμένες από σπόντα, χωρίς να το περιμένω, χωρίς να το φαντάζομαι.
κι ακόμα...
η στιγμή που άνοιξα την πόρτα κι αντίκρισα τον Γιώργο, η στιγμή που βρέθηκα για πρώτη φορά στην αγκαλιά του και η κάθε στιγμή που αντικρίζω τη φάτσα του κι ακούω τη φωνή του.

Στιγμές.

Έχω ξεχάσει σίγουρα πολλές.
Σίγουρα όμως δεν ξέχασα τις τελευταίες.

Άγιος ο Έρωτας - Γ. Ανδρέου

Like a bridge over troubled water


When youre weary, feeling small,
When tears are in your eyes, I will dry them all;
Im on your side. when times get rough
And friends just cant be found,
Like a bridge over troubled water
I will lay me down.

When youre down and out,
When youre on the street,
When evening falls so hard
I will comfort you.
Ill take your part.
When darkness comes
And pains is all around,
Like a bridge over troubled water
I will lay me down.

Sail on silvergirl, Sail on by.
Your time has come to shine.
All your dreams are on their way.
See how they shine.
If you need a friend
Im sailing right behind.
Like a bridge over troubled water
I will ease your mind.


επειδή ξέρω ότι πολλές φορές χάνεις το κουράγιο σου και λες, δεν αντέχω άλλο.
επειδή σου αφήνει πίκρα το ν' αναγκάζεσαι να παραδεχτείς πως κάποιες φορές, οι κοντινοί μας άνθρωποι, που τους αγαπάμε, μπορεί να είναι και μαλάκες.
επειδή κάποτε σου τσακίζει το ηθικό και νομίζεις πως δεν αξίζεις τίποτα και δεν έχεις καταφέρει και πολλά.
κι επειδή ξέρω ότι πολλές φορές σου χαλάνε τον ύπνο σου ταραγμένα νερά,

θέλω να μου κάνεις τη χάρη

την επόμενη φορά που θα είναι μια από αυτές τις στιγμές,
σιγομουρμούριζε μαζί με τον Cash το Like a bridge over troubled water,
και έχε στο νου σου ότι χαίρομαι που εσύ είσαι εσύ κι ακόμα περισσότερο που είσαι εδώ,
ειδικά όταν μονίμως γύρω μας... κοροκλώνται κοτσιμπάνια.

Πέμπτη, Ιανουαρίου 11, 2007

Ο Εραστής, L' Amant, The Lover


Σε κλίμα ερωτικό.
Έρωτες και συνταγές στη λογοτεχνία.


"... Ξαφνικά με βλέπω σαν μια άλλη, έτσι όπως θα με έβλεπε ένας τρίτος, έξω από τον εαυτό μου, διαθέσιμη σε όλους, εκτεθειμένη σε όλα τα μάτια, έτοιμη για πόλεις, ταξίδια, πόθους... παίρνω το καπέλο και δεν το αποχωρίζομαι ποτέ.
Και μόνο που το έχω, με κάνει να νιώθω ολοκληρωμένη,
το φορώ συνέχεια.
Με τα παπούτσια θα πρέπει να συνέβει το ίδιο, αλλά μετά το καπέλο.
Έρχονται σε χτυπητή αντίθεση με το καπέλο, όπως κι εκείνο έρχεται σε αντίθεση με το λιπόσαρκο κορμί, γι' αυτό και μου ταιριάζουν.
Τα φορώ κι αυτά συνεχώς, πηγαίνω παντού φορώντας αυτά τα παπούτσια, αυτό το καπέλο, βγαίνω έξω, σε κάθε εποχή, σε κάθε περίσταση, ακόμα κι όταν πηγαίνω στην πόλη..."

EXCERPT FROM:
“The Lover”
by Marguerite Duras
© Marguerite Duras
all rights reserved

Τηγανιτές μπανάνες, Ινδοκίνα, 1930

4 μπανάνες
1 φλιτζάνι αλεύρι
2 αυγά
λάδι
μισό κουταλάκι τζίντζερ
αλάτι

Κόβετε τις μπανάνες στη μέση κατά μήκος. Τις βουτάτε για μισή ώρα στο αυγό που θα έχετε ήδη χτυπήσει σ' ένα πιάτο. Σ' ένα άλλο πιάτο βάζετε το αλεύρι, το αλάτι και το τζίντζερ.
Ζεσταίνεται το λάδι σ' ένα τηγάνι και αφού αλευρώσετε τις μπανάνες τις τηγανίζετε.


People I know

Ο Νίκος. Εξαιρετική κιθάρα. Κάμποσα χρόνια σε ωδείο στην κλασσική, μετά ηλεκτρική, είχε ταλέντο, ήταν νέος, είχε εμφάνιση. Δούλεψε πολύ, δο...