Τετάρτη, Ιουνίου 28, 2006

Καλοκαίρι

Τσιμεντένια προβλήτα κι ένα τσίγκινο, στρογγυλό τραπεζάκι, ξεκομμένο απ' τα υπόλοιπα. Τραπεζάκι βαμμένο με μπλε λαδομπογιά που έχει ξεφτίσει στις άκρες.
Το πήρε και το έσυρε τρία μέτρα πιο μπροστά από τα άλλα, το έστησε μόνο του, εκεί στη μέση, παρέα με την ψάθινη καρέκλα.
Δεν είναι κανείς τούτη την ώρα στην παραλία, κανείς πέρα από 'κείνον, καθισμένο τρία μέτρα μπροστά απ' τα υπόλοιπα τραπεζάκια, σαν το μαέστρο μιας ορχήστρας. Έχει την πλάτη του γυρισμένη στο υπόστεγο με την άσπρη τέντα και το βλέμμα του στυλωμένο στον ορίζοντα της θάλασσας.

Δίπλα του ακουμπισμένο ένα ποτήρι ούζο κι ένα μπουκάλι νερό.
Φυσάει μελτέμι κι η θάλασσα αφρίζει. Σκάζουν τα κύματα στα βράχια, πιτσιλίζουν την προβλήτα, φτάνουν ένα μέτρο μακριά απ' τα πόδια του. Το τσιγάρο καίγεται αργά στα δάχτυλά του. Που και που σηκώνει το ποτηράκι με το ούζο, το φέρνει ως τα χείλη, το μυρίζει, κι έπειτα το αφήνει ξανά κάτω.
Ο ήλιος είναι χαμηλά, η θάλασσα λάμπει σαν λιωμένο ασήμι κι ο αφρός των κυμάτων της μοιάζει με δαντελένιο φουρό.
Ήχος άλλος δεν ακούγεται, παρά μόνο ο παφλασμός της θάλασσας. Ο γέρος που έχει την ταβέρνα του είπε κανά μισάωρο νωρίτερα πως θα έκλεινε.
Δεν έχει τουρίστες, λεει, τέτοια εποχή, από συνήθειο έρχεται κάθε μέρα στην ταβέρνα, από συνήθειο κι από ανία. Τι να κάνει σπίτι μονάχος, πώς να περάσει η ώρα μες τα τέσσερα ντουβάρια;
Ήθελε τάχα παρέα; Να καθόταν μαζί του να πιουν ένα ούζο; Όχι; Καλά, τότε εκείνος θα έφευγε, αλλά δε θα κλείδωνε την πόρτα της ταβέρνας. Ποτέ δεν κλείδωνε. Αν ήθελε ας έμπαινε μέσα να πάρει κι άλλο νερό, κι άλλο ούζο.
Αν φοβάται που αφήνει ξεκλείδωτα; Τι να φοβηθεί, καλό και τούτο… Πενήντα ψυχές είναι δεν είναι όλες στο νησί. Ποιον να φοβηθεί;
Οπότε θα πήγαινε κι αυτός σιγά - σιγά. Θα του τηλεφωνούσε η κόρη του σήμερα, έτσι είπαν την τελευταία φορά που τον πήραν, παππού Θανάση, θα σε πάρουμε πάλι την Παρασκευή, ναι έτσι του είπαν, γι' αυτό πρέπει να βιαστεί τώρα, θέλει ν' ακούσει τα εγγόνια του. Ένα μήνα έχουν που έφυγαν και πώς θα κυλήσει πάλι ένας χρόνος ολάκερος μέχρι να τα ξαναδεί…
Εκείνος σχεδόν δεν άκουγε τις κουβέντες του γέρου, κι ούτε πάνω από δυο κουβέντες δεν ξεστόμισε σε απάντηση. Με γνεψίματα και κουνήματα του κεφαλιού έγινε στο μεγαλύτερο μέρος η συνεννόησή τους.

Και τώρα ήταν ξανά μόνος του. Με το μυρωδάτο ούζο στο ποτήρι, το τσιγάρο που κρατάει μηχανικά και δεν έχει πάρει χαμπάρι πως του το 'σβησε η αλμύρα των κυμάτων.
Έχει ανεβασμένο το ένα του πόδι στο στήριγμα της καρέκλας κι ακουμπάει το μπράτσο πάνω στο γόνατό του. Το άλλο του χέρι είναι χαλαρά ακουμπισμένο στο τραπεζάκι και χαϊδεύει την ιδρωμένη επιφάνεια του ποτηριού.
Αφήνει τον αγέρα της θάλασσας να τον ποτίσει, να τον διαπεράσει ως μέσα, στα κατάβαθα της καρδιάς του. Κλείνει τα μάτια κι ανασαίνει βαθιά και με κάθε ανάσα νιώθει κι ένα βάρος να φεύγει, νιώθει κι έναν χρόνο να σβήνεται.
Χτες ακόμα τέτοια ώρα ήταν πενήντα έξι χρόνων. Πενήντα έξι!
Εκείνος, ο Άλκης, πενήντα έξι. Κι ένιωσε ξαφνικά εξήντα έξι, εβδομήντα έξι, εκατόν έξι. Ένιωσε ξοφλημένος, γέρος και μόνος. Απίστευτα, αφόρητα μόνος.
Στεκόταν έξω απ' το γραφείο του όταν χτύπησε το κινητό του.
Η Αθήνα ήταν καμίνι, η γραβάτα στον λαιμό τον έπνιγε, το πουκάμισό του τον έσφιγγε, ο χαρτοφύλακας στο χέρι του βάραινε λες και κουβαλούσε τις αμαρτίες όλου του κόσμου.
Βλαστήμησε πνιχτά κι έβαλε το χέρι στη μέσα τσέπη του σακακιού του. Ψάρεψε το κινητό και κοίταξε την οθόνη. Ο Μίλτος ήταν. Τι να ήθελε τέτοια ώρα;

Απάντησε βιαστικά.
Ναι, ναι τον άκουγε.
Ναι, μόλις έβγαινε απ' το γραφείο, είχε να τρέξει σε ραντεβού μ' έναν ιδιότροπο πελάτη.
Γιατί του τηλεφωνούσε; Αν ήταν για την καθιερωμένη συνάντηση του Σαββάτου θα την έκαναν όπως συνήθως, θα ερχόταν και η Μάγδα αυτή τη φορά, και…
Όχι τον άκουγε. Τι νέο;
Τι θα πει κάτι δυσάρεστο; Ποιος; Ε, τι έγινε με τον Νίκο; Δεν ήταν καλά; Μα χτες το βράδυ μιλούσαν και κανόνιζαν τα του Σαββάτου, μα τι συνέβη; Πότε; Και που τον έχουν, σε ποιο νοσοκομείο; Να πάρει ένα ταξί, να τρέξει…
Τι θα πει δεν είναι ανάγκη; Τι του έλεγε ο Μίλτος; Τι θα πει ξαφνικά και δεν ήταν δυνατό να γίνει κάτι, και…
Νεκρός; Νεκρός; Ποιος ήταν νεκρός; Ο Νίκος; Εγκεφαλικό;
Αύριο, στο Πρώτο Νεκροταφείο;
….

Ναι, ναι, τον άκουγε. Ναι, θα επικοινωνούσε ο ίδιος με τη Μάγδα, ναι θα έπαιρνε και τον Οδυσσέα. Όχι, φυσικά δε θα το ξεχνούσε, ναι θα κανόνιζαν απόψε κιόλας να περάσουν να δούνε την Μαρίνα.
Έκλεισε το τηλέφωνο κι απόμεινε να κοιτάζει τη συσκευή σα χαμένος.
Του φαινόταν σαν αλλόκοτο, εξωγήινο, γιγαντιαίο έντομο στην παλάμη του. Το μυαλό του κόλλησε, όπως κολλούσε πάνω του και το ακριβό, λευκό του πουκάμισο.
Σήκωσε αργά το κεφάλι του και κοίταξε γύρω του.
Στεκόταν στη Σταδίου κι όλα γύρω του ήταν ίδια, ίδια και ξένα. Κόσμος πήγαινε κι ερχόταν, οι λαμαρίνες των αυτοκινήτων έλαμπαν στον ήλιο, οι κόρνες έσκιζαν τον αέρα. Κάποιος βιαστικός τον σκούντησε κι ο Άλκης τον κοίταξε σα χαζός. Απέναντί του, στη βιτρίνα ενός κοσμηματοπωλείου μια νεαρή πωλήτρια έβγαζε ένα δαχτυλίδι και του έριξε ένα βλέμμα. Του φάνηκε πως τον κοίταξε όπως κοιτάζουμε ένα σκουπίδι στο δρόμο. Άλλοτε ούτε που το βλέπουμε, άλλοτε απλώς μας προκαλεί ενόχληση. Εστίασε το βλέμμα του και κοίταξε κι εκείνος την αντανάκλασή του στη βιτρίνα.
Ποιος ήταν αυτός που τον κοίταζε; Ποιος ήταν αυτός ο ψηλός, εύσωμος άντρας, με τα γκριζόμαυρα σπαστά μαλλιά που είχαν πια αραιώσει στα πλάγια, τα γένια των τριών ημερών, το σκούρο μπλε κοστούμι και το χαρτοφύλακα στο χέρι; Ποιος ήταν και γιατί τον κοίταζε έτσι;
Σήκωσε αργά το χέρι του κι άγγιξε το μάγουλό του. Η αντανάκλασή του στη βιτρίνα έκανε το ίδιο.
Τρόμαξε. Πισωπάτησε. Εκείνος ήταν αυτός.

Πήρε μια βαθιά ανάσα κι άρχισε να περπατά. Καθώς περπατούσε ξέλυνε τη γραβάτα του. Μπροστά του ξαφνικά είδε έναν κάδο απορριμάτων. Την πέταξε μέσα και συνέχισε.
Έπειτα έβγαλε το σακάκι του. Το έριξε στον ώμο. Ο χαρτοφύλακας τον βάραινε απίστευτα.
Συνάντησε μια στάση λεωφορείου. Ακούμπησε για λίγο στο σιδερένιο παγκάκι. Άνοιξε το χαρτοφύλακα κι έριξε μια ματιά. Χαρτιά, διαφάνειες, σκίτσα. Γραμμές χωρίς νόημα κανένα. Συμβόλαια. Επιταγές. Η πέννα του. Ο φορτιστής του κινητού. Μολύβια. Ένα μικρό καρνέ. Άφησε το χαρτοφύλακα πλάι στη στάση κι έκανε να φύγει.
Έ, κύριος, ξεχάσατε το χαρτοφύλακά σας, άκουσε μια φωνή να του λεει, αλλά δεν έστρεψε το κεφάλι. Συνέχισε να περπατά λες και τον κυνηγούσαν χίλιοι δαιμόνοι. Στ' αυτιά του βούιζαν τα λόγια του Μίλτου. Ο Νίκος… Ο Νικόλας…

Σταμάτησε για λίγο να πάρει ανάσα. Πέρασε το χέρι του στα μαλλιά του και τότε αντιλήφθηκε κάτι να τον βαραίνει στη μέσα τσέπη του σακακιού του. Έβαλε το χέρι του και το πήρε.
Έσκυψε το κεφάλι και είδε το αλλόκοτο, περίεργο μεταλλαγμένο έντομο στην παλάμη του χεριού του. Εκείνη τη στιγμή δονήθηκε κι έβγαλε έναν παράξενο, απόκοσμο ήχο. Στην οθόνη αναβόσβησε ένα όνομα: Μάγδα.
Το έντομο βόμβιζε ακόμα στην παλάμη του. Λίγα μέτρα πιο κάτω βρήκε τον επόμενο κάδο σκουπιδιών. Χωρίς να το σκεφτεί ξεφορτώθηκε το κινητό του και συνέχισε.
Στάθηκε για λίγο σ' ένα περίπτερο και ζήτησε να του δώσουν ένα πακέτο Γκολουάζ. Τι κι αν είχε κόψει το κάπνισμα πριν εφτά χρόνια;
Έπιασε το πακέτο και χάιδεψε την επιφάνειά του. Απέναντί του πήρε το μάτι του ένα μικρό καφέ. Διέσχισε βιαστικά το δρόμο και σε λίγο βρέθηκε να στέκεται στον πάγκο του μαγαζιού μ' έναν κρύο εσπρέσο μπροστά του.

Η Μάγδα, η Μάγδα, σκέφτηκε.
Η Μάγδα που θ' απορούσε και θα τον έψαχνε και τώρα πια θ' ανησυχούσε και θα είχε αρχίσει τα τηλεφωνήματα. Στον Μίλτο, στην Αντιγόνη, στον Οδυσσέα, στη Ντίνα.
Η Μάγδα που θα αναρωτιόταν τι του συνέβη. Η όμορφη, γλυκιά, ξανθιά Μάγδα, με τα αμυγδαλωτά πράσινα μάτια της. Η δική του Μάγδα.
Η Μάγδα που το προηγούμενο βράδυ, όπως ήταν καθισμένοι στη βεράντα του σπιτιού τους κι άπλωνε το χέρι του ν' αγγίξει το δικό της, γύρισε και του 'πε: Δε μας παρατάς τώρα, ρε Άλκη, όρεξη που την έχεις!

Μα να την αγγίξει μονάχα ήθελε. Να την αγγίξει. Να μοιραστεί μαζί της την ομορφιά της νύχτας, την ομορφιά του καλοκαιριού. Να της πει τα νέα του, ν' ακούσει τα δικά της…
Η Μάγδα που κάποτε έτρεχε στην πόρτα και τον αγκάλιαζε, η Μάγδα που τον έπαιρνε στα μισά της μέρας στο γραφείο για να τον "κλέψει" απ' τη δουλειά και να πάνε για φαγητό, η Μάγδα που του γελούσε και στα μάτια της έλαμπαν σαν πράσινα, νιόβγαλτα φύλλα ελιάς. Η δική του Μάγδα.
Η ξανθιά, όμορφη, γλυκιά του Μάγδα.

Πόσο καιρό είχε να τον πάρει ένα τηλέφωνο στη δουλειά; Πότε ήταν που είχε αρχίσει να προτιμάει να πηγαίνει για καφέ με τις φιλενάδες της, να τρέχουν για ψώνια στα εμπορικά κέντρα, να μιλάει για το εγγόνι τους, να βαριέται τις βόλτες τους, να κουράζεται στις εξόδους τους, να γκρινιάζει στις διακοπές τους, να του γυρίζει την πλάτη στο κρεβάτι τις νύχτες;
Πότε, πότε άρχισαν όλα τούτα; Κι εκείνος που ήταν; Γιατί άφησε τα σημάδια χωρίς να τ' ακούσει, χωρίς να τ' αφουγκραστεί;
Πότε ήταν που η παρέα τους, τα δυο ζευγάρια που τόσα χρόνια έζησαν από κοντά, σαν φίλοι χαρές και λύπες, πότε ήταν που ο καθένας τους άρχισε ν' αραιώνει;
Πώς λιγόστεψαν τα γέλια, πώς χάθηκε η πλάκα κι ο χαβαλές τους; Πότε ήταν που κι εκείνος προτίμησε να κυνηγήσει τον επόμενο πελάτη, να μαλώσει με το επόμενο συνεργείο, να επιβλέψει την επόμενη οικοδομή, να αγοράσει άλλο ένα αυτοκίνητο, κι όχι να πάρει ένα τηλέφωνο τους φίλους του; Τους φίλους του!
Τον Μίλτο, τον Οδυσσέα, και τον Νίκο.
Ήταν μαζί τους απ' το Πανεπιστήμιο. Μαζί στρατό, μαζί στα πρώτα επαγγελματικά τους βήματα, κοντινοί οι γάμοι τους, φίλες οι γυναίκες τους, μαζί τα παιδιά τους…
Κι είχε να τους δει από πότε;
Από τον προηγούμενο μήνα, στην περιβόητη μάζωξη του Σαββάτου, πότε στο σπίτι του ενός και πότε του άλλου.
Αν και τελευταία, ούτε καν στα σπίτια τους. Σε ταβερνάκια παραλιακά το καλοκαίρι, σε ψαγμένα εστιατόρια το χειμώνα.
Πότε έγιναν όλα αυτά, πότε άλλαξαν όλα τόσο; Πότε;

Πότε ήταν που η κόρη του έφυγε για σπουδές στην Ιταλία, και πότε που γύρισε παντρεμένη και μ' ένα κουτσούβελο στην αγκαλιά;
Εκείνος, ο Άλκης παππούς… Τι θα πει παππούς;
Εκείνος δεν είχε ακόμα ζήσει τη δική του ζωή, ακόμα δεν είχε κάνει όσα ήθελε να κάνει… Τι θα πει παππούς; Και γιατί η Μάγδα του πέταξε τις προάλλες που της κουβέντιαζε για τις διακοπές τους: Τι σκάφη και νησιά της άγονης γραμμής μου τσαμπουνάς, μωρέ Άλκη; Γέρασες και μυαλό δεν έβαλες. Εδώ έγινες παππούς και μου θες διακοπές αλά Ροβινσώνας Κρούσος.
Τι σημασία έχει που έγινε παππούς; Τι σημασία έχει που στα πενήντα πέντε του ήρθε στον κόσμο ένα βρέφος που είναι παιδί της κόρης του; Τι σημασία έχει που η κόρη του έκανε παιδί στα εικοσιτέσσερά της; Μήπως ρώτησε κανέναν; Ή μήπως εκείνος ρώτησε τους δικούς του όταν παντρεύτηκε τη Μάγδα;

Ούτε που είχαν πατήσει στο γάμο οι δικοί του, αλλά σκασίλα δεν είχαν καμιά οι δυο τους.
Εκείνος φορούσε τζην παντελόνι και λευκό πουκάμισο κι η Μάγδα μακριά, χρωματιστή φούστα με βολάν και ροζ μπλουζάκι με σφηκοφωλιές στο στήθος, τα ξανθά της μαλλιά ανέμιζαν στο αεράκι κι έλαμπε, Θεέ μου πόσο όμορφη ήταν.
Η ζωή ήταν μπροστά τους, τους γελούσε, τους καλούσε να τη γευτούν, να τρυγήσουν κάθε της χυμό, να τη ζήσουν με όλο τους το είναι…
Κι εκείνος, ψηλός, λυγερόκορμος, με τα μακριά του μαλλιά να πέφτουν σκάλες ως τους ώμους του, γελούσε κι αστειευόταν με τους φίλους του όσο περίμενε στα σκαλιά του Δημαρχείου τη Μάγδα να φανεί.
Με τους φίλους του, με τον Μίλτο, τον Οδυσσέα και το Νίκο.

Το Νίκο.
Στο μυαλό του άστραψε ξανά σα λεπίδι το νέο. Ο Νίκος ήταν νεκρός.
Τι θα πει ο Νίκος ήταν νεκρός; Που ακούστηκε ο Νίκος να πεθαίνει;
Πώς, γιατί έγινε αυτό;
Τι εγκεφαλικό και μαλακίες. Ο Νίκος ήταν η ψυχή της παρέας, ο ωραίος, ο αιώνιος έφηβος. Η ζωή κυλούσε ορμητικό ποτάμι απ' τα χέρια του, έσφυζε ζωντάνια, γέλαγε και γελούσε κι η μέρα μαζί του.
Ο Νίκος που του τηλεφώνησε μόλις το προηγούμενο βράδυ να κανονίσουν για την καθιερωμένη τους συνάντηση και του 'λεγε με τη βραχνή, στεντόρεια φωνή του: Ρε, Άλκη, το σκέφτομαι πολύ τελευταία. Τι μαλακίες είναι τούτες που κάνουμε, ρε; Τι μαζώξεις και συνάξεις μια φορά το μήνα; Καταντήσαμε σα τα γερόντια ρε, ξύπνα, τι χάλια είναι τούτα;
Ξέρεις τι λεω, Άλκη; Πάμε να την κοπανήσουμε ρε, πάμε όπως τότε, θυμάσαι το καλοκαίρι που πήραμε τα κωλόχαρτα απ' το Πανεπιστήμιο; Θυμάσαι που την κάναμε κι αντί να πάμε στη Μύκονο όπως όλοι, εμείς πήγαμε στην Κίμωλο; Εκεί να ξαναπάμε φέτος, ρε Άλκη, ακούς μπαγάσα;
Χέσε τους όλους ρε, σου λεω. Τι γραφεία και υποχρεώσεις και κολοκύθια! Πάρε το Μαγδάκι, να πάρω κι εγώ τη Μαρίνα πάρε και τον άλλο, τον άχρηστο τον Οδυσσέα, και να πάμε.
Και να σου πω και κάτι, άμα δε θέλουν οι κυρίες πάμε μόνοι μας ρε συντρόφι! Κι άμα δε θέλουν κι οι υπόλοιποι, πάμε οι δυο μας!
Περνάει η ζωή η κουφάλα, Άλκη, περνάει μ' ακούς; Σε λίγο έτσι όπως πάμε θα μείνουμε θεατές, κι εγώ δεν ήθελα ποτέ μου να 'μαι θεατής. Δε γουστάρω, ρε φίλε, πώς το λένε, δε γουστάρω…

Είχε απορήσει ο Άλκης, είχε ανησυχήσει κιόλας λιγάκι για το φίλο του, αλλά μετά το απέδωσε σε φάση της στιγμής και δεν έδωσε πιο πολύ σημασία. Άλλωστε, είχε να ξυπνήσει πρωί την επομένη, έπρεπε να προλάβει να τρέξει για κάτι τοπογραφικά.
Και τώρα τι; Τι θα έκανε τώρα;
Θα πήγαινε σπίτι του, κι αύριο το πρωί θα πήγαιναν, λεει, πού; Στην κηδεία του Νίκου;
Πνίγηκε. Ένιωσε το αίμα ν' ανεβαίνει στο κεφάλι του, τα μάτια του να θολώνουν.
Πέταξε δέκα ευρώ στον πάγκο κι έφυγε. Βγήκε ξανά στο δρόμο.

Το μελτέμι φύσαγε όλο και πιο δυνατά.
Πήρε στα χέρια του το ποτηράκι με το ούζο και το κατέβασε μονορούφι. Άνοιξε το πακέτο κι έβγαλε ένα ακόμα τσιγάρο. Το άναψε και τράβηξε αργά, ηδονικά μια ρουφηξιά.
Έκλεισε τα μάτια, κι άνοιξε την ψυχή του. Την άφησε στην αλμύρα της θάλασσας, να την ξεπλύνει, να την ξεκουράσει, να τη γαληνέψει, να του τη δώσει ξανά πίσω καθάρια και φρέσκια, να του τη δώσει όπως τότε, τότε που ήταν εικοσιπέντε χρόνων.
Άνοιξε τα μάτια του αργά. Κοίταξε τα δάχτυλα των χεριών του. Δάχτυλα καλλιτέχνη, δάχτυλα ζωγράφου, του έλεγε κάποτε η ερωτευμένη Μάγδα, κι εκείνος γέλαγε, γέλαγε δυνατά.
Μόνο εσένα θα ζωγραφίζω, Μάγδα, μόνο εσένα. Και θα φτιάξω καινούρια κτίρια, ανθρώπινα, θα δεις Μάγδα, κτίρια με ψυχή, με καρδιά, με χρώμα και άρωμα, κτίρια Ελληνικά…
Θα κλέψουμε την αιωνιότητα, Μάγδα, θα την κλείσουμε σ' ένα πορτρέτο, θα την κλείσουμε σ' ένα κτίριο, θα συνεχίζουμε πάντα έτσι, όπως τώρα, κι έσκυβε και τη φιλούσε, και 'κείνη έκλεινε τα μάτια της.
Μη, μη τα κλείνεις τα μάτια σου, Μάγδα, μη, θέλω να βλέπω το πράσινο της θάλασσας, της έλεγε κι η Μάγδα γελούσε, γελούσε…

Έπιασε το σακάκι του που 'χε κρεμασμένο στη ράχη της καρέκλας.
Πήρε το πορτοφόλι του, το άνοιξε κι έβγαλε από μέσα δυο φωτογραφίες.
Στη μια η Μάγδα, εκείνος, η κόρη του και το εγγόνι τους. Την κοίταξε αδιάφορα, οι άνθρωποι που χαμογελούσαν σε 'κείνη τη φωτογραφία του ήταν πια ξένοι. Ή μάλλον κάτι σαν παλιοί γείτονες, που πέρα από ένα γεια δεν έχεις πια τι άλλο να τους πεις.
Την ακούμπησε στο τραπεζάκι και τη στερέωσε με το ποτήρι του νερού.
Πήρε τη δεύτερη φωτογραφία. Την έπιασε τρυφερά, απαλά, χάιδεψε την τσαλακωμένη της επιφάνεια και κοίταξε ένα - ένα τα πρόσωπα που χαμογελούσαν στο φακό.
Τέσσερις νέοι άντρες στην παραλία της Κιμώλου, στην ίδια παραλία που τώρα απλωνόταν μπροστά του. Τέσσερα όμορφα παιδιά, που ξεχείλιζαν νιάτα και έρωτα. Έρωτα για όλα, για τα πάντα, για το σήμερα, για το αύριο, για τη ζωή, ερωτευμένοι, μεθυσμένοι με τις ευκαιρίες, με τους δρόμους που ανοίγονταν μπροστά τους.
Τέσσερα χαμόγελα, τέσσερα ζευγάρια μάτια που γελούσαν περισσότερο απ' τα χείλη… Ο Νικόλας κρατούσε μια κιθάρα αγκαλιά, εκείνος κάπνιζε ένα τσιγάρο, ο Μίλτος έδειχνε το ψάρι που μόλις είχαν ψαρέψει κι ο Οδυσσέας κουβαλούσε δυο κομμάτια ξύλο για ν' ανάψουν φωτιά.
Μια στιγμή στην αιωνιότητα, μια στιγμή αποκομμένη απ' όλα, να μένει εκεί, χαραγμένη ανεξίτηλα στη φωτογραφία.
Ο Άλκης χαμογέλασε αργά.
Έπειτα πήρε την πρώτη φωτογραφία απ' το τραπεζάκι και την κοίταξε καλά. Το ποτήρι είχε αφήσει μια στρογγυλή κηλίδα νερού, που πότισε το χαρτί, κι αλλοίωνε το πρόσωπό του.
Με αργές, μετρημένες κινήσεις, την έσκισε σε δυο, σε τέσσερα, σε έξι κομμάτια. Την κράτησε για λίγο στην παλάμη του χεριού του.
Κι ύστερα άνοιξε τη χούφτα του, και το μελτέμι φύσηξε και σκόρπισε στη θάλασσα τα κομμάτια της.


Photo by Deviant Art

13 σχόλια:

mistounou είπε...

Με μια ανάσα, μονορούφι το κείμενο, έτσι χωρίς να το καταλάβεις, να 'ρθει στο τέλος του για να σου δώσει μιαν αρχή. Μιαν άλλη ανάσα, που αν την καλοδείς δε μοιάζει και τόσο με τις προηγούμενες που είχες. Τώρα που το καλοβλέπεις, λοιπόν, τούτη η ανάσα άλλαξε και όλες τις υπόλοιπες..

Να ΄σαι πάντα καλά!

mindstripper είπε...

Τί να πω...
(αναστεναγμός)

vromogato είπε...

... άφωνος

Jason είπε...

Με κάλυψε η artemis. Ακριβώς μα ακριβώς έτσι...

ralou είπε...

Χριστέ μου!

Υπέροχο ! ! !

ONOMATODOSIA είπε...

luphtero

Ανώνυμος είπε...

s euxaristw pou mou dwses mia nea idea gia tin ekseliksi tis zwis mou

Johny είπε...

Περιμένουμε την συνέχεια!
Ολε,ολε,ολε!!

Filotas είπε...

Μόνος πορεύεται καθείς, που λέει κι ο ποιητής! Σα να έβλεπα ταινία διαβάζοντας το...

Mantalena Parianos είπε...

Πανάθεμά σε άνθρωπε...
:)
προσπαθώ να σηκωθώ απ' το γραφείο και να φερθώ φυσιολογικά μετά απ' αυτό

Ελπίδα είπε...

Είσαι πολύ δυνατή στη γραφή, στο ξαναείπα. Δώσε προτεραιότητες...
Καλό σου καλοκαίρι!

Μαρία Πενταγιώτισα είπε...

Ο ορισμός της φυγής...

Τυπος Νυχτερινος είπε...

artemis, με μια ανάσα το 'γραψα κι εγώ.

mindstripper, vromogato, jason, ralou, χάρηκα που σας "είδα".

onomatodosia, ναι, ΚΑΙ λυπητερό. Εξαρτάται βέβαια απο πια σκοπιά το κοιτάζεις κάθε φορά.

Ανώνυμε... τι να πώ;

johny, δεν έχει συνέχεια. σορι.

angelito, σ' ευχαριστώ. Το να μπορεί να φτιάχνει εικόνες ένα κείμενο είναι το καλύτερο που θα μπορούσες να μου πεις.

mantalena, :)

elpida, τις έχω ΗΔΗ ορίσει τις προτεραιότητές μου, μην ανησυχείς.

maria pentagiotissa, καλώς ήρθες. Ίσως να 'χεις και δίκιο.

People I know

Ο Νίκος. Εξαιρετική κιθάρα. Κάμποσα χρόνια σε ωδείο στην κλασσική, μετά ηλεκτρική, είχε ταλέντο, ήταν νέος, είχε εμφάνιση. Δούλεψε πολύ, δο...