Με αφορμή το ποστ της Κουρούνας εδώ είπα να αφήσω ένα σχολιάκι στο μπλογκ της. Ξεκίνησα να γράφω κι από σχόλιο κατέληξα σε ποστ.
Άνθρωποι, άνθρωποι, προς τι το μίσος κι ο αλληλοσπαραγμός; (που έλεγε κι ο αείμνηστος Χρήστος Τσαγανέας).
Οι λύσεις, προφανώς, είναι απλές.
Ας πάρουμε το κειμενάκι κι ας το αναλύσουμε στα κύρια στοιχεία και νοήματά του. Όπως κάνατε στο σχολείο, στα Ν. Ελληνικά. Ενθυμείσθε;
Αν υποθέσουμε πως ισχύει το: "...O ρομαντικός blogger δεν είναι αθώος. Θέλει να γίνει πλούσιος και διάσημος όπως όλοι μας. Δεν είναι τυχαίο που βλέπεις blogs να αλλάζουν ανάλογα με τις διαθέσεις των επισκεπτών τους…", τότε μάλλον ισχύει και το "Any publicity is good publicity", οπότε ίσως πρέπει να πούμε ευχαριστώ στον κύριο Γιώργο Πανόπουλο.
Εν συνεχεία, γράφει σε κάποιο άλλο σημείο ο κύριος Πανόπουλος: «…Γράφουν για τον εαυτό τους αντί να τον εφευρίσκουν…» Μήπως θα πρέπει να θεσπιστεί νέο νομικό πλαίσιο που ν’ απαγορεύει όχι μόνο στους μπλογκερς αλλά και σε όσους ασχολούνται με τον γραπτό λόγο εν γένει, να "γράφουν για τον εαυτό τους"; Μήπως να μπει δικλείδα ασφαλείας στα συμβόλαια των εκδοτικών οίκων με τους συγγραφείς, που να απαγορεύει ακριβώς αυτό; Να υποχρεώνονται με ποινικές ρήτρες να "εφευρίσκουν!?" τον εαυτό τους κι όχι να "γράφουν για τον εαυτό τους"; Να κάψουμε μήπως σε μια μεγάλη φωτιά στην πλατεία Συντάγματος όσα βιβλία συγγραφέων τόλμησαν να «γράψουν για τον εαυτό τους»;
Φυσικά θα μου πείτε, οι μπλογκερς δεν είναι συγγραφείς, είναι απλώς… μπλογκερς. Και λοιπόν; Για τους μεν ισχύει η οκά και για τους δε το κιλό;
Αν πάλι το μεγαλύτερο πρόβλημα του προαναφερόμενου κυρίου είναι πως: "...Προσφέρεις τίποτα ανακυκλώνοντας την τηλεοπτική πραγματικότητα που θα έκανε οποιονδήποτε πράο Θιβετιανό μοναχό να αυτοπυρποληθεί στο Σύνταγμα; Ή όταν διηγείσαι προσωπικές ιστορίες που είναι τόσο πληκτικές, ανέμπνευστες, κουρασμένες ώστε, αν είσαι πάνω από δεκατριών χρόνων, θα ’πρεπε να σε μαντρώσουν για δημόσια ασέλγεια; Ποιος έχει ανάγκη την αντρική και γυναικεία «ευαισθησία» που σε κάνει να σκέφτεσαι τον ευνουχισμό σου;", κρίμα δεν είναι να τον αφήνουμε να "σκέφτεται τον ευνουχισμό του";
Ας του προτείνουμε το αυτονόητο, το ίδιο που συχνά χρησιμοποιείται ως επιχείρημα και στις αντιπαραθέσεις για την ποιότητα των τηλεοπτικών εκπομπών:
-Δεν σας αρέσει η τάδε εκπομπή; Αλλάξτε κανάλι.
-Δεν σας αρέσει η τηλεόραση γενικώς;
Πατήστε το off ή δωρίστε την τηλεόρασή σας, ή ακόμα, πετάξτε την απ’ το παράθυρο. (Προσοχή μόνο μην περνάει κανάς χριστιανός από κάτω και βγούμε στα κανάλια).
-Δεν σας αρέσουν τα μπλογκς, θεωρείτε τους μπλογκερς το βδέλυγμα του ελληνικού διαδικτύου; Μην τα διαβάζετε.
Θα μου πεις απ' την άλλη, αν δεν τα διαβάζουν, αν δεν ασχολούνται, αν δεν προσφέρουν την κριτική τους πως θα βγάλουν κι εκείνοι το ψωμάκι τους και πως εμείς θα κερδίσουμε τα πολυπόθητα 15 λεπτά της δημοσιότητάς μας;
Έλα μου ντε... τι να πω...
Η χαμηλή μου διανόηση δε μου επιτρέπει να εκφέρω γνώμη και άποψη. "Εκείνοι" ξέρουν καλύτερα.
Ίσως τελικά να πρέπει ν' αρχίσουμε να μοιράζουμε ευχαριστήριες, ενυπόγραφες επιστολές (ηλεκτρονικές και όχι μόνο), οι οποίες θα κλείνουν με ένα σεμνό "Υes, Master!" κι έπειτα λεω να πάμε να προμηθευτούμε μερικά τσαντόρ.
Ξέρω κάτι Πακιστανούς που στα ράβουν σε χρόνο dt. Κι ύστερα να σταματήσουμε και να ψηφίζουμε.
Ούστ απο δω, λοιπόν μουλάρες ξεσαμάρωτες. Είχατε και στο χωριό σας μπλογκ; (Για τις κυρίες της μπλογκόσφαιρας αυτό).
Όσο για τους κυρίους, τώρα που ξέρουμε πως οι περισσότεροι "...ανήκουν στην ηλικιακή ομάδα 35-44 ετών, δηλαδή στη βαρεμένη γενιά που καπελώνει με τα άγχη, τις φοβίες και την αποτυχία της τους πιτσιρικάδες θεωρώντας την ιστορία σαν τεράστιο κάδο ανακύκλωσης· είναι αυτή που ευθύνεται για τους πρώτους μικρομέγαλους τινέιτζερ στην ιστορία της ανθρωπότητας, οι οποίοι πιθηκίζουν τις ιδέες τους αντί να τους δώσουν ένα χαστούκι και να προχωρήσουν. Mια γενιά που αναγόρευσε το Xρήμα σε μοναδική αξία δεν μπορεί να προσφέρει τίποτα παρά τη Mίζερη Tάση...", καλό θα ήταν ν' αρχίσουν να στρέφουν την προσοχή τους στον κλάδο της Ιεροσύνης.
Εκεί και τη δημοσιότητά τους θα έχουν τζαμπέ (κι όχι μόνο για 15 λεπτά...) και πρώτες μούρες θα γίνουν κι επιτέλους θα σώσουν αυτή τη ρημάδα τη χώρα.
Άσε που θ' αλλάξουν και όνομα και δεν θα ναι πλέον "...ο βαρετός Κώστας…", αλλά ο αξιομακάριστος αδελφός Ευσέβιος ας πούμε, και last but not least, θα διευρυνθούν οι ερωτικοί τους ορίζοντες, θα πάψουν να είναι στερημένοι κι επιτέλους, θ' αποκτήσουν "real life"...
Και πριν το τέλος, μια μικρή απορία, προς τον κύριο Πανόπουλο. Σχολιάζει στο κείμενό του: «…Aν έχεις τη δυνατότητα να μην είσαι ο εαυτός σου και να πολλαπλασιάζεσαι με ψευδώνυμα on line, γιατί πρέπει να είσαι συνεχώς και αδιαλείπτως ο βαρετός Kώστας και η κατατονική Mαρία που μπορεί να συναντήσει κάποιος on live;»
Απορία: Πόσους μπλόγκερς έχει συναντήσει on live ο κύριος; Πόσους απ’ όσους "διαβάζει" στο Διαδίκτυο; Πόσους "φορουμίστες;" Πόσους "συνchatters";
Γιατί για να το λεει, σίγουρα έχει προσωπική άποψη… Δε μπορεί να γράφει πράγματα, έτσι για τον ντόρο και μόνο, έτσι για το ονόρε….
Ας μας πει λοιπόν… Πόσους έχει συναντήσει on live;
Υ.Γ. Για να προλάβω…
1. Το κείμενο του κυρίου Τσαγκαρουσιάνου καμία σχέση δεν έχει με του κυρίου Πανόπουλου. Μπορεί το θέμα να είναι κοινό, αλλά άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας, άσε που το θέμα δεν είναι και τόσο κοινό. (Τουλάχιστον έτσι κατάλαβα εγώ η ταλαίπωρη πτωχή μπλογκερού).
2. Αν κάποιοι που διαβάσουν το ποστ μου νομίσουν πως θίχτηκα βαθιά και δε θα φαω το βράδυ, μάλλον το διαβάζουν με… "λάθος μάτι". Για να μην υπάρχουν απορίες λοιπόν, η διάθεσή μου στο παραπάνω κείμενό μου, αντικατοπτρίζεται τέλεια με το ΚaraLOL.
Πέμπτη, Ιουνίου 23, 2005
Δευτέρα, Ιουνίου 20, 2005
Τι εστί φιλία;
Προ καιρού ήμουν στο πατρικό μου κι αποφάσισα να ξεκαθαρίσω παλιά χαρτιά, γράμματα, φωτογραφίες και διάφορα που κρατούσα από την εποχή των… παγετώνων.
Βρήκα λοιπόν μια κούτα που περιείχε διάφορα καλούδια… Πολλά παλιά γράμματα από την εποχή που η αλληλογραφία ήταν της μόδας (όχι η ηλεκτρονική, η άλλη, η παραδοσιακή, με κόλλα χαρτιού, στυλό και φάκελο), παλιές φωτογραφίες, κάρτες και μέσα σ’ όλα αυτά, τα παιδικά κι εφηβικά μου λευκώματα.
Ξέρετε, αυτά που κρατούσαν κάποτε τα κοριτσάκια στο σχολείο με κλασσικές ερωτήσεις του τύπου: Τι είναι φιλία, τι μουσική ακούς, αν σ’ αρέσει το σχολείο, τι ζώδιο είσαι, ποιος ο αγαπημένος σου ηθοποιός, αν είσαι ερωτευμένος, τι είναι ο έρωτας και τα συναφή.
Καθόμουν και το διάβαζα, σ’ άλλα σημεία γελούσα τρομερά, σ’ άλλα μελαγχολούσα κάπως.
Τι εστί, λοιπόν, φιλία;
Ο Λεό Μπουσκάλια (ένα πολύ όμορφο μυαλό και χαρισματικός ομιλητής που είχα κάποτε την τύχη να τον ακούσω σε μια υπέροχη ομιλία του στη Θεσσαλονίκη), έγραφε κάποτε στο Να ζεις, ν’ αγαπάς και να μαθαίνεις, πάνω κάτω το εξής:
Οικογένεια είναι το μέρος όπου μπορείς πάντα να επιστρέψεις, ό,τι κι αν έχεις κάνει, όσο θάλασσα κι αν τα χεις κάνει, και θα σου ανοίξουν, θα σε πάρουν μέσα, θα σ’ ακούσουν, δε θα σε κρίνουν, θα σε παρηγορήσουν, θα σε κρατήσουν κοντά τους όσο να γίνεις καλά, να νιώσεις ξανά δυνατός, κι έπειτα, θ’ ανοίξουν πάλι την πόρτα και θα σε στείλουν να συνεχίσεις το δρόμο σου και τη ζωή σου.
Οικογένεια δε σημαίνει πατέρας, μητέρα, αδελφός, αδελφή ή σύζυγος.
Οικογένεια είναι να έχεις έστω έναν άνθρωπο στη ζωή σου, που να σου λεει: Δεν πειράζει. Δεν πειράζει που τα ’κανες σκατά. Δεν πειράζει που απέτυχες. Δεν πειράζει που δεν έχεις γίνει πλούσιος, που δεν είσαι διάσημος, που δεν έχεις σώμα μοντέλου, που δεν έχεις μεζονέτα, που, που, που…. Δεν πειράζει. Εγώ σ’ αγαπάω έτσι όπως είσαι.
Μου άρεσε πάντα πολύ αυτός ο ορισμός. Μη με ρωτήσετε αν είναι έτσι τελικά οι οικογένειες. Αυτό είναι άλλο βαρέλι με σαρδέλες.
Το θέμα είναι πως για μένα, το ίδιο πράγμα είναι κι η φιλία, ο φίλος.
Αυτός που θα μπορείς πάντα να του χτυπάς την πόρτα, να σου ανοίγει, ν’ ακούει τις μαλακίες που έχεις κάνει, να μη στις χτυπάει αλλά ούτε και να σου χαϊδεύει τ’ αυτιά, να σε παρηγορεί, να σου στέκεται και να σου λεει απλά δεν πειράζει… εγώ σ’ αγαπάω γι αυτό που είσαι.
Αν όλοι είχαμε έστω έναν τέτοιο άνθρωπο στη ζωή μας, πιστέψτε με, οι ψυχίατροι θα είχαν λιγότερη πελατεία.
Είναι απίστευτα πιο εύκολο για τον άνθρωπο να ξεστομίσει την κακία του παρά μια κουβέντα καλοσύνης. Ευκολότερο να κρίνει παρά να συγχωρήσει. Ευκολότερο να νιώθει καλά με ό,τι του είναι οικείο, παρά με ό,τι είναι διαφορετικό. Αγαπάμε μόνο τα άσπρα προβατάκια που δεν ξεχωρίζουν μέσα στη στάνη. Τα μαύρα… στον Καιάδα.
Όχι πως δεν είναι σημαντικό να έχεις κοινά στοιχεία με κάποιον ώστε να μπορέσεις να τον θεωρήσεις εν δυνάμει φίλο σου. Φυσικά και χρειάζεται. Χρειάζονται οι κοινοί δρόμοι, οι κοινές πορείες, οι παρόμοιες εμπειρίες (όχι όμως οι ταυτόσημες), χρειάζεται να έχετε έναν κοινό κώδικα επικοινωνίας, να γελάτε με τα ίδια πράγματα, να εκτιμάτε τα ίδια, να έχετε κοντινές αξίες. Χρειάζεται.
Όμως, παρόλο που κάποιες κοινές νόρμες είναι απαραίτητες για να κυλήσει και να χτιστεί μια φιλία, για μένα, είναι σημαντικότερες οι διαφορές που κάνουν τον φίλο κι όχι οι ομοιότητες. Τι εννοώ;
Οι γνωστοί μου είναι πολλοί. Οι φίλοι μου ελάχιστοι.
Οι φίλοι μου μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού, κι είναι όλοι τους, μα όλοι τους, εντελώς διαφορετικοί μεταξύ τους.
Στην Αθήνα ήρθα πριν οχτώ χρόνια. Δυο χρόνια αργότερα και σε δύσκολη εποχή της ζωής μου, είχα αρχίσει ν’ ασχολούμαι με το διαδίκτυο. Ήμουν μέλος σε μια δικτυακή κοινότητα κι από κει γνώρισα αρκετά άτομα.
Σήμερα, έξι χρόνια μετά, ένας άνθρωπος απ’ όλους εκεί μέσα, είναι ακόμα φίλος. Ή μάλλον φίλη, αφού είναι γυναίκα.
Νομίζω πως είμαι εξαιρετικά τυχερή που απέκτησα μια φίλη από κεί. Το ποσοστό που δίνω στο να συμβεί κάτι τέτοιο, είναι μικρό και έτσι θεωρώ επιτυχημένη την παρθενική βουτιά μου στο διαδίκτυο.
Με τη φίλη αυτή, πρωτοεπικοινωνήσαμε μ’ ένα μέηλ κι αποφασίσαμε να συναντηθούμε για να γνωριστούμε από κοντά. Είπαμε να πάμε για καφέ και βρεθήκαμε, αν δε με απατά η μνήμη μου –εκτός από τους γκόμενούς μου–, κάπου στο Θησείο. Ήρθε με τη λιμουζίνα της (τον Κανέλλο, ένα σαραβαλάκι τογιότα στάρλετ του 82, που όμως ήταν θηρίο και στα χρόνια που ακολούθησαν μας έβγαλε παλικαρίσια), το βιτριολικό χιούμορ της, το κέφι της, την ανατρεπτική της φιλοσοφία και μένα μου φάνηκε πως βρήκα έναν άνθρωπο που, επιτέλους, ήταν αυτό που έδειχνε και εντός δικτύου και δεν κουβαλούσε διαφορετική περσόνα, κάτι πολύ συνηθισμένο σε τέτοιες περιπτώσεις.
Τότε, όπως είπα και πριν, περνούσα δύσκολες εποχές και… άγριες πείνες. Οικονομικά στριμώγματα, χωρισμούς, χρέη. Χρωστούσα λοιπόν δυο νοίκια και μ’ είχε πιάσει τεταρταίος. Δεν ήμουν συνηθισμένη σε τέτοια (μετά έμαθα), και κόντευα να κρεπάρω. Βρέθηκα να της το εξιστορώ λοιπόν, και τσουπ! στα ξαφνικά βγάζει από την τσάντα της το ποσό που χρώσταγα και μου λεει: Πάρτο να βολευτείς.
Περιττό να σας πω ότι μου ’ρθε ο θάνατος. Έπαθα έναν ντουβρουτζά και κάτι ψιλά, που λεω κι εγώ. Με πήραν τα ζουμιά εκεί στο καφέ που καθόμασταν κι απόμεινα να την κοιτάζω σαν ούφο. Δεν ήθελα να πάρω τα χρήματα με τίποτα κι ένιωθα και τρομερά άσχημα που το είχα θίξει το ζήτημα. Εκείνη ανένδοτη, είδε κι έπαθε και στο τέλος με κατάφερε να τα πάρω. Άρχισα να της λεω πως δεν ήξερα πότε θα ήμουν σε θέση να της τα γυρίσω, μ’ αποστόμωσε όμως και κει: Πάρτα τώρα, μου λεει, γιατί αυτή τη στιγμή βρίσκομαι με χρήματα και μπορώ να σ’ εξυπηρετήσω. Αύριο μεθαύριο δεν ξέρω τι μου ξημερώνει κι αν θα χω χρήματα. Οπότε πάρτα κι όποτε μπορείς μου τα επιστρέφεις.
Τα πήρα και θυμάμαι πως όταν επέστρεψα το βράδυ στο σπίτι, έκλαιγα με μαύρο δάκρυ. Όχι από ντροπή. Έχω δανείσει κι εγώ χρήματα σε φίλους πολλές φορές. Έκλαιγα όμως επειδή ένας άνθρωπος που ως τα χτες δε μ’ ήξερε στη φάτσα, βρέθηκε να με ξελασπώνει σε δύσκολη στιγμή, ενώ κάποιοι άλλοι φίλοι, γνωστοί, παρατρεχάμενοι και συγγενείς μ’ είχαν συνδέσει με Κάϊρο.
Δεν έχει σημασία αυτό. Σημασία έχει πως έτσι ξεκίνησε η φιλία μας. Εκείνα τα χρήματα τρεις φορές προσπάθησα να της τα επιστρέψω και καμία δε δέχτηκε να τα πάρει. Θα μου πεις τώρα, γι αυτό γίνατε φίλες; Το κάθε άλλο. Όμως αυτή ήταν η αρχή. Ένας άνθρωπος που στάθηκε σ’ έναν συνάνθρωπό του, χωρίς ίδιον όφελος, χωρίς να χει κάτι να κερδίσει και να ωφεληθεί μακροπρόθεσμα.
Τι είναι λοιπόν φιλία;
Φιλία για μένα είναι αυτό που μοιράζομαι τόσα χρόνια μ’ αυτή τη φίλη.
Φιλία είναι να μπορείς να πεις στον άλλο όσα δεν μπορείς να πεις κάποιες φορές ούτε στον ίδιο σου τον εαυτό.
Φιλία είναι να ρίχνεις ένα βλέμμα κι ο άλλος να το πιάνει στον αέρα, να μιλάτε πια με τα μάτια, να έχετε δικούς σας κώδικες επικοινωνίας.
Να γελάτε με τις ίδιες μαλακίες. Να κλαιτε επίσης με τις ίδιες.
Να παίρνετε το αυτοκίνητο και να τρέχετε στη Δάφνη ή στην Ηλιούπολη για να κλέψετε λουλούδια από τις νησίδες του δρόμου. Να μαζεύετε αδέσποτα γατιά ενώ δεν έχετε να φάτε.
Να έχετε δουλειά με deadline και να κάθεστε ωραία ωραία στον καναπέ του σαλονιού, αμπελοφιλοσοφώντας, λέγοντας ιστορίες απ’ τα παλιά, ή να ονειρεύεστε σε τι σπίτι θέλετε να ζήσετε και πως θα το επιπλώσετε και πόσα στρέμματα κήπο χρειάζεστε για να βγάλετε το άχτι σας. Επίσης, όταν η ώρα πια έχει παει τέσσερις, να αλληλοφασκελώνεστε γιατί πάλι χάσατε μια μέρα δουλειάς και να υπόσχεστε πως αύριο θα στρώσετε κώλο. Λέμε τώρα.
Φιλία είναι να μπορείς να πεις στον άλλο πόσες φορές έχεις γαμηθεί, πόσους γκόμενους είχες, πόσα one night έκανες, πόσα ψέματα έχεις πει, πόσα κέρατα έχεις ρίξει και φαει, πόσους γκόμενους γουστάρεις και γιατί και πόσοι σε ξενερώνουν μέχρι αηδίας.
Φιλία είναι να κάνετε μαζί δίαιτα και να ονειρεύεστε τη μέρα που θα επιδοθείτε σε ανελέητο shopping therapy και θα φοράτε ό,τι πιο ξέκωλο βρείτε μπροστά σας.
Φιλία είναι να παίρνεις το τελευταίο σου σακουλάκι με φακές απ’ το ντουλάπι μαζί με κάτι μακαρόνια από πρόπερσι και ένα κουτάκι Πουμαρό, και να τρέχεις στην άλλη άκρη της Αθήνας για να το μοιραστείτε κάτι Σαββατοκύριακα που η πείνα κι η αφραγκία πήγαινε σύννεφο και ακόμα και τα αδέσποτα γατιά της γειτονιάς περνούσαν καλύτερα.
Φιλία είναι να ξέρεις πως ναι μεν υπάρχει περίπτωση κάποτε να σχολιάσετε το φίλο σας, (όπως κάνουμε όλοι για όλους μας τους φίλους με άλλους φίλους), να πείτε τα στραβά του, να σας σπάει τ’ αρχίδια η Χ ή Ψ συνήθειά του, όμως να τον υπερασπίζεστε μέχρι θανάτου που λεει ο λόγος όταν κάποιος άλλος τον προσβάλει, τον μειώσει τον σκάσει ή τον στεναχωρήσει.
Φιλία είναι να μη σε νοιάζει αν ο άλλος είναι 45 ή 145 κιλά, αν φοράει τα προπέρσινά του παπούτσια και ρούχα ή αν ντύνεται με Ντόλτσε-Καμπάνα.
Φιλία είναι να αναλύεστε και να ψυχαναλύεστε, να μιλάτε για τα λάθη σας, για τις ενοχές σας, για τους γονείς σας, για τις αποτυχίες σας, για τις μαλακίες σας για την ανωριμότητα και τον ωχαδελφισμό σας, για την αναβλητικότητά σας, και παρόλα αυτά να δέχεστε ο ένας τον άλλο γι αυτό που είναι.
Κι εκεί είναι το σημαντικό.
Φίλος δεν είναι αυτός που είναι κόπια δική μου.
Φίλος δεν είναι αυτός που μου χαϊδεύει τ’ αυτιά και μου λεει τι καλή και χρυσή που είμαι.
Φίλος δεν είναι αυτός που γνωρίζει και πρεσβεύει τη μόνη αλήθεια κι απαιτεί να την ασπαστείς και συ.
Φίλος δεν είναι αυτός που τρέχει στα καλά και φεύγει στα σκατά.
Φίλος δεν είναι αυτός που έχει φτιάξει μια κλίκα κοντά του και σε τεστάρει για να δει αν είσαι άξιος κι αν θα σου κάνει τη χάρη να μπεις κι εσύ στη γαμημένη ψευδαίσθηση της ανωτερότητας που διακρίνει την δήθεν ελίτ των εκλεκτών που τον περιτριγυρίζουν.
Φιλία είναι να δέχεσαι και ν’ αγαπάς τον άλλον όχι μόνο για τα κοινά σας, αλλά κυρίως για τα διαφορετικά σας.
Γιατί φιλία, αν μη τι άλλο, είναι ανοχή, είναι αποδοχή.
Φιλία είναι ν’ ακούς εσύ τους Secret Garden για να χαλαρώσεις κι ο άλλος να βάζει τον Αηδονίδη, αλλά παρ’ όλα αυτά να μη σε χαλάει καθόλου.
Φιλία είναι να μη δίνεις δυάρα που εσύ διαβάζεις συνομοσιωλογικές θεωρίες, κούφια γη, θούλη και υπερβορεία κι ασχολείσαι με βοτάνια, μαντζούνια, οικολογία, κι ό,τι άλλο σε διασκεδάζει, κι ο άλλος είναι ορθολογιστής, πραγματιστής, και δεν πιστεύει σε τίποτα απ’ όλα αυτά ενώ χαλαρώνει διαβάζοντας Κινγκ.
Φιλία είναι ο ένας να βλέπει ρομαντικές κομεντί κι ο άλλος να προτιμάει το σπλάτερ.
Φιλία είναι να πιστεύεις στον άλλο και να βλέπεις τα καλά του. Αυτά που ο ίδιος, συχνά, δε βλέπει στον εαυτό του.
Φιλία είναι να λες μια καλή κουβέντα όταν μπορείς, κι όταν δεν μπορείς να το βουλώνεις.
Φιλία είναι ακριβώς αυτά. Όχι μόνο τα κοινά. Οι διαφορές.
Εκεί είναι που μετράει η φιλία για μένα.
Έχω άλλες δυο τέτοιες φίλες, εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους κι αρκετά διαφορετικές από μένα. Όμως αυτό το κομμάτι εδώ, είναι αφιερωμένο στη φίλη μου της Αθήνας.
Διότι σήμερα είμαι εδώ κι αύριο δεν ξέρω που θα ξημερώσω.
Κι επειδή κάποτε μου ’χε στείλει ένα μήνυμα στο κινητό και μου έγραφε: Ξέρεις κάτι, σε αισθάνομαι σαν αδελφή μου.
Κι επειδή δεν νομίζω να της είχα απαντήσει τότε, ευκαιρία να της απαντήσω τώρα.
Κι επειδή δεν έχει εύκολες τις αγκαλιές και τα φιλιά κι εγώ πάλι, έχω ευκολότερο το γράψιμο, ας πούμε πως της το χρώσταγα.
Κι επειδή…. πολλά, Φιλενάδα, να ξέρεις πως χαίρομαι που σε γνώρισα κι είμαι περήφανη για σένα. Σ’ αγαπάω σαν αδελφή ακόμα κι όταν μπορεί να μου σπας τα νεύρα.
Όπου κι αν μας ξημερώσει ο μεγαλοδύναμος (που όπως ξέρουμε κι οι δυο έχει ιδιότυπο χιούμορ), να θυμάσαι πως η πόρτα μου είναι πάντα ανοιχτή.
Όσο για το τι σκυλάκια θα μας τραβάνε, στο λεω, ψάχνε από τώρα για διπλανά δωμάτια. (Το που δεν έχει και τόση σημασία…)
Σμουτς.
Βρήκα λοιπόν μια κούτα που περιείχε διάφορα καλούδια… Πολλά παλιά γράμματα από την εποχή που η αλληλογραφία ήταν της μόδας (όχι η ηλεκτρονική, η άλλη, η παραδοσιακή, με κόλλα χαρτιού, στυλό και φάκελο), παλιές φωτογραφίες, κάρτες και μέσα σ’ όλα αυτά, τα παιδικά κι εφηβικά μου λευκώματα.
Ξέρετε, αυτά που κρατούσαν κάποτε τα κοριτσάκια στο σχολείο με κλασσικές ερωτήσεις του τύπου: Τι είναι φιλία, τι μουσική ακούς, αν σ’ αρέσει το σχολείο, τι ζώδιο είσαι, ποιος ο αγαπημένος σου ηθοποιός, αν είσαι ερωτευμένος, τι είναι ο έρωτας και τα συναφή.
Καθόμουν και το διάβαζα, σ’ άλλα σημεία γελούσα τρομερά, σ’ άλλα μελαγχολούσα κάπως.
Τι εστί, λοιπόν, φιλία;
Ο Λεό Μπουσκάλια (ένα πολύ όμορφο μυαλό και χαρισματικός ομιλητής που είχα κάποτε την τύχη να τον ακούσω σε μια υπέροχη ομιλία του στη Θεσσαλονίκη), έγραφε κάποτε στο Να ζεις, ν’ αγαπάς και να μαθαίνεις, πάνω κάτω το εξής:
Οικογένεια είναι το μέρος όπου μπορείς πάντα να επιστρέψεις, ό,τι κι αν έχεις κάνει, όσο θάλασσα κι αν τα χεις κάνει, και θα σου ανοίξουν, θα σε πάρουν μέσα, θα σ’ ακούσουν, δε θα σε κρίνουν, θα σε παρηγορήσουν, θα σε κρατήσουν κοντά τους όσο να γίνεις καλά, να νιώσεις ξανά δυνατός, κι έπειτα, θ’ ανοίξουν πάλι την πόρτα και θα σε στείλουν να συνεχίσεις το δρόμο σου και τη ζωή σου.
Οικογένεια δε σημαίνει πατέρας, μητέρα, αδελφός, αδελφή ή σύζυγος.
Οικογένεια είναι να έχεις έστω έναν άνθρωπο στη ζωή σου, που να σου λεει: Δεν πειράζει. Δεν πειράζει που τα ’κανες σκατά. Δεν πειράζει που απέτυχες. Δεν πειράζει που δεν έχεις γίνει πλούσιος, που δεν είσαι διάσημος, που δεν έχεις σώμα μοντέλου, που δεν έχεις μεζονέτα, που, που, που…. Δεν πειράζει. Εγώ σ’ αγαπάω έτσι όπως είσαι.
Μου άρεσε πάντα πολύ αυτός ο ορισμός. Μη με ρωτήσετε αν είναι έτσι τελικά οι οικογένειες. Αυτό είναι άλλο βαρέλι με σαρδέλες.
Το θέμα είναι πως για μένα, το ίδιο πράγμα είναι κι η φιλία, ο φίλος.
Αυτός που θα μπορείς πάντα να του χτυπάς την πόρτα, να σου ανοίγει, ν’ ακούει τις μαλακίες που έχεις κάνει, να μη στις χτυπάει αλλά ούτε και να σου χαϊδεύει τ’ αυτιά, να σε παρηγορεί, να σου στέκεται και να σου λεει απλά δεν πειράζει… εγώ σ’ αγαπάω γι αυτό που είσαι.
Αν όλοι είχαμε έστω έναν τέτοιο άνθρωπο στη ζωή μας, πιστέψτε με, οι ψυχίατροι θα είχαν λιγότερη πελατεία.
Είναι απίστευτα πιο εύκολο για τον άνθρωπο να ξεστομίσει την κακία του παρά μια κουβέντα καλοσύνης. Ευκολότερο να κρίνει παρά να συγχωρήσει. Ευκολότερο να νιώθει καλά με ό,τι του είναι οικείο, παρά με ό,τι είναι διαφορετικό. Αγαπάμε μόνο τα άσπρα προβατάκια που δεν ξεχωρίζουν μέσα στη στάνη. Τα μαύρα… στον Καιάδα.
Όχι πως δεν είναι σημαντικό να έχεις κοινά στοιχεία με κάποιον ώστε να μπορέσεις να τον θεωρήσεις εν δυνάμει φίλο σου. Φυσικά και χρειάζεται. Χρειάζονται οι κοινοί δρόμοι, οι κοινές πορείες, οι παρόμοιες εμπειρίες (όχι όμως οι ταυτόσημες), χρειάζεται να έχετε έναν κοινό κώδικα επικοινωνίας, να γελάτε με τα ίδια πράγματα, να εκτιμάτε τα ίδια, να έχετε κοντινές αξίες. Χρειάζεται.
Όμως, παρόλο που κάποιες κοινές νόρμες είναι απαραίτητες για να κυλήσει και να χτιστεί μια φιλία, για μένα, είναι σημαντικότερες οι διαφορές που κάνουν τον φίλο κι όχι οι ομοιότητες. Τι εννοώ;
Οι γνωστοί μου είναι πολλοί. Οι φίλοι μου ελάχιστοι.
Οι φίλοι μου μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού, κι είναι όλοι τους, μα όλοι τους, εντελώς διαφορετικοί μεταξύ τους.
Στην Αθήνα ήρθα πριν οχτώ χρόνια. Δυο χρόνια αργότερα και σε δύσκολη εποχή της ζωής μου, είχα αρχίσει ν’ ασχολούμαι με το διαδίκτυο. Ήμουν μέλος σε μια δικτυακή κοινότητα κι από κει γνώρισα αρκετά άτομα.
Σήμερα, έξι χρόνια μετά, ένας άνθρωπος απ’ όλους εκεί μέσα, είναι ακόμα φίλος. Ή μάλλον φίλη, αφού είναι γυναίκα.
Νομίζω πως είμαι εξαιρετικά τυχερή που απέκτησα μια φίλη από κεί. Το ποσοστό που δίνω στο να συμβεί κάτι τέτοιο, είναι μικρό και έτσι θεωρώ επιτυχημένη την παρθενική βουτιά μου στο διαδίκτυο.
Με τη φίλη αυτή, πρωτοεπικοινωνήσαμε μ’ ένα μέηλ κι αποφασίσαμε να συναντηθούμε για να γνωριστούμε από κοντά. Είπαμε να πάμε για καφέ και βρεθήκαμε, αν δε με απατά η μνήμη μου –εκτός από τους γκόμενούς μου–, κάπου στο Θησείο. Ήρθε με τη λιμουζίνα της (τον Κανέλλο, ένα σαραβαλάκι τογιότα στάρλετ του 82, που όμως ήταν θηρίο και στα χρόνια που ακολούθησαν μας έβγαλε παλικαρίσια), το βιτριολικό χιούμορ της, το κέφι της, την ανατρεπτική της φιλοσοφία και μένα μου φάνηκε πως βρήκα έναν άνθρωπο που, επιτέλους, ήταν αυτό που έδειχνε και εντός δικτύου και δεν κουβαλούσε διαφορετική περσόνα, κάτι πολύ συνηθισμένο σε τέτοιες περιπτώσεις.
Τότε, όπως είπα και πριν, περνούσα δύσκολες εποχές και… άγριες πείνες. Οικονομικά στριμώγματα, χωρισμούς, χρέη. Χρωστούσα λοιπόν δυο νοίκια και μ’ είχε πιάσει τεταρταίος. Δεν ήμουν συνηθισμένη σε τέτοια (μετά έμαθα), και κόντευα να κρεπάρω. Βρέθηκα να της το εξιστορώ λοιπόν, και τσουπ! στα ξαφνικά βγάζει από την τσάντα της το ποσό που χρώσταγα και μου λεει: Πάρτο να βολευτείς.
Περιττό να σας πω ότι μου ’ρθε ο θάνατος. Έπαθα έναν ντουβρουτζά και κάτι ψιλά, που λεω κι εγώ. Με πήραν τα ζουμιά εκεί στο καφέ που καθόμασταν κι απόμεινα να την κοιτάζω σαν ούφο. Δεν ήθελα να πάρω τα χρήματα με τίποτα κι ένιωθα και τρομερά άσχημα που το είχα θίξει το ζήτημα. Εκείνη ανένδοτη, είδε κι έπαθε και στο τέλος με κατάφερε να τα πάρω. Άρχισα να της λεω πως δεν ήξερα πότε θα ήμουν σε θέση να της τα γυρίσω, μ’ αποστόμωσε όμως και κει: Πάρτα τώρα, μου λεει, γιατί αυτή τη στιγμή βρίσκομαι με χρήματα και μπορώ να σ’ εξυπηρετήσω. Αύριο μεθαύριο δεν ξέρω τι μου ξημερώνει κι αν θα χω χρήματα. Οπότε πάρτα κι όποτε μπορείς μου τα επιστρέφεις.
Τα πήρα και θυμάμαι πως όταν επέστρεψα το βράδυ στο σπίτι, έκλαιγα με μαύρο δάκρυ. Όχι από ντροπή. Έχω δανείσει κι εγώ χρήματα σε φίλους πολλές φορές. Έκλαιγα όμως επειδή ένας άνθρωπος που ως τα χτες δε μ’ ήξερε στη φάτσα, βρέθηκε να με ξελασπώνει σε δύσκολη στιγμή, ενώ κάποιοι άλλοι φίλοι, γνωστοί, παρατρεχάμενοι και συγγενείς μ’ είχαν συνδέσει με Κάϊρο.
Δεν έχει σημασία αυτό. Σημασία έχει πως έτσι ξεκίνησε η φιλία μας. Εκείνα τα χρήματα τρεις φορές προσπάθησα να της τα επιστρέψω και καμία δε δέχτηκε να τα πάρει. Θα μου πεις τώρα, γι αυτό γίνατε φίλες; Το κάθε άλλο. Όμως αυτή ήταν η αρχή. Ένας άνθρωπος που στάθηκε σ’ έναν συνάνθρωπό του, χωρίς ίδιον όφελος, χωρίς να χει κάτι να κερδίσει και να ωφεληθεί μακροπρόθεσμα.
Τι είναι λοιπόν φιλία;
Φιλία για μένα είναι αυτό που μοιράζομαι τόσα χρόνια μ’ αυτή τη φίλη.
Φιλία είναι να μπορείς να πεις στον άλλο όσα δεν μπορείς να πεις κάποιες φορές ούτε στον ίδιο σου τον εαυτό.
Φιλία είναι να ρίχνεις ένα βλέμμα κι ο άλλος να το πιάνει στον αέρα, να μιλάτε πια με τα μάτια, να έχετε δικούς σας κώδικες επικοινωνίας.
Να γελάτε με τις ίδιες μαλακίες. Να κλαιτε επίσης με τις ίδιες.
Να παίρνετε το αυτοκίνητο και να τρέχετε στη Δάφνη ή στην Ηλιούπολη για να κλέψετε λουλούδια από τις νησίδες του δρόμου. Να μαζεύετε αδέσποτα γατιά ενώ δεν έχετε να φάτε.
Να έχετε δουλειά με deadline και να κάθεστε ωραία ωραία στον καναπέ του σαλονιού, αμπελοφιλοσοφώντας, λέγοντας ιστορίες απ’ τα παλιά, ή να ονειρεύεστε σε τι σπίτι θέλετε να ζήσετε και πως θα το επιπλώσετε και πόσα στρέμματα κήπο χρειάζεστε για να βγάλετε το άχτι σας. Επίσης, όταν η ώρα πια έχει παει τέσσερις, να αλληλοφασκελώνεστε γιατί πάλι χάσατε μια μέρα δουλειάς και να υπόσχεστε πως αύριο θα στρώσετε κώλο. Λέμε τώρα.
Φιλία είναι να μπορείς να πεις στον άλλο πόσες φορές έχεις γαμηθεί, πόσους γκόμενους είχες, πόσα one night έκανες, πόσα ψέματα έχεις πει, πόσα κέρατα έχεις ρίξει και φαει, πόσους γκόμενους γουστάρεις και γιατί και πόσοι σε ξενερώνουν μέχρι αηδίας.
Φιλία είναι να κάνετε μαζί δίαιτα και να ονειρεύεστε τη μέρα που θα επιδοθείτε σε ανελέητο shopping therapy και θα φοράτε ό,τι πιο ξέκωλο βρείτε μπροστά σας.
Φιλία είναι να παίρνεις το τελευταίο σου σακουλάκι με φακές απ’ το ντουλάπι μαζί με κάτι μακαρόνια από πρόπερσι και ένα κουτάκι Πουμαρό, και να τρέχεις στην άλλη άκρη της Αθήνας για να το μοιραστείτε κάτι Σαββατοκύριακα που η πείνα κι η αφραγκία πήγαινε σύννεφο και ακόμα και τα αδέσποτα γατιά της γειτονιάς περνούσαν καλύτερα.
Φιλία είναι να ξέρεις πως ναι μεν υπάρχει περίπτωση κάποτε να σχολιάσετε το φίλο σας, (όπως κάνουμε όλοι για όλους μας τους φίλους με άλλους φίλους), να πείτε τα στραβά του, να σας σπάει τ’ αρχίδια η Χ ή Ψ συνήθειά του, όμως να τον υπερασπίζεστε μέχρι θανάτου που λεει ο λόγος όταν κάποιος άλλος τον προσβάλει, τον μειώσει τον σκάσει ή τον στεναχωρήσει.
Φιλία είναι να μη σε νοιάζει αν ο άλλος είναι 45 ή 145 κιλά, αν φοράει τα προπέρσινά του παπούτσια και ρούχα ή αν ντύνεται με Ντόλτσε-Καμπάνα.
Φιλία είναι να αναλύεστε και να ψυχαναλύεστε, να μιλάτε για τα λάθη σας, για τις ενοχές σας, για τους γονείς σας, για τις αποτυχίες σας, για τις μαλακίες σας για την ανωριμότητα και τον ωχαδελφισμό σας, για την αναβλητικότητά σας, και παρόλα αυτά να δέχεστε ο ένας τον άλλο γι αυτό που είναι.
Κι εκεί είναι το σημαντικό.
Φίλος δεν είναι αυτός που είναι κόπια δική μου.
Φίλος δεν είναι αυτός που μου χαϊδεύει τ’ αυτιά και μου λεει τι καλή και χρυσή που είμαι.
Φίλος δεν είναι αυτός που γνωρίζει και πρεσβεύει τη μόνη αλήθεια κι απαιτεί να την ασπαστείς και συ.
Φίλος δεν είναι αυτός που τρέχει στα καλά και φεύγει στα σκατά.
Φίλος δεν είναι αυτός που έχει φτιάξει μια κλίκα κοντά του και σε τεστάρει για να δει αν είσαι άξιος κι αν θα σου κάνει τη χάρη να μπεις κι εσύ στη γαμημένη ψευδαίσθηση της ανωτερότητας που διακρίνει την δήθεν ελίτ των εκλεκτών που τον περιτριγυρίζουν.
Φιλία είναι να δέχεσαι και ν’ αγαπάς τον άλλον όχι μόνο για τα κοινά σας, αλλά κυρίως για τα διαφορετικά σας.
Γιατί φιλία, αν μη τι άλλο, είναι ανοχή, είναι αποδοχή.
Φιλία είναι ν’ ακούς εσύ τους Secret Garden για να χαλαρώσεις κι ο άλλος να βάζει τον Αηδονίδη, αλλά παρ’ όλα αυτά να μη σε χαλάει καθόλου.
Φιλία είναι να μη δίνεις δυάρα που εσύ διαβάζεις συνομοσιωλογικές θεωρίες, κούφια γη, θούλη και υπερβορεία κι ασχολείσαι με βοτάνια, μαντζούνια, οικολογία, κι ό,τι άλλο σε διασκεδάζει, κι ο άλλος είναι ορθολογιστής, πραγματιστής, και δεν πιστεύει σε τίποτα απ’ όλα αυτά ενώ χαλαρώνει διαβάζοντας Κινγκ.
Φιλία είναι ο ένας να βλέπει ρομαντικές κομεντί κι ο άλλος να προτιμάει το σπλάτερ.
Φιλία είναι να πιστεύεις στον άλλο και να βλέπεις τα καλά του. Αυτά που ο ίδιος, συχνά, δε βλέπει στον εαυτό του.
Φιλία είναι να λες μια καλή κουβέντα όταν μπορείς, κι όταν δεν μπορείς να το βουλώνεις.
Φιλία είναι ακριβώς αυτά. Όχι μόνο τα κοινά. Οι διαφορές.
Εκεί είναι που μετράει η φιλία για μένα.
Έχω άλλες δυο τέτοιες φίλες, εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους κι αρκετά διαφορετικές από μένα. Όμως αυτό το κομμάτι εδώ, είναι αφιερωμένο στη φίλη μου της Αθήνας.
Διότι σήμερα είμαι εδώ κι αύριο δεν ξέρω που θα ξημερώσω.
Κι επειδή κάποτε μου ’χε στείλει ένα μήνυμα στο κινητό και μου έγραφε: Ξέρεις κάτι, σε αισθάνομαι σαν αδελφή μου.
Κι επειδή δεν νομίζω να της είχα απαντήσει τότε, ευκαιρία να της απαντήσω τώρα.
Κι επειδή δεν έχει εύκολες τις αγκαλιές και τα φιλιά κι εγώ πάλι, έχω ευκολότερο το γράψιμο, ας πούμε πως της το χρώσταγα.
Κι επειδή…. πολλά, Φιλενάδα, να ξέρεις πως χαίρομαι που σε γνώρισα κι είμαι περήφανη για σένα. Σ’ αγαπάω σαν αδελφή ακόμα κι όταν μπορεί να μου σπας τα νεύρα.
Όπου κι αν μας ξημερώσει ο μεγαλοδύναμος (που όπως ξέρουμε κι οι δυο έχει ιδιότυπο χιούμορ), να θυμάσαι πως η πόρτα μου είναι πάντα ανοιχτή.
Όσο για το τι σκυλάκια θα μας τραβάνε, στο λεω, ψάχνε από τώρα για διπλανά δωμάτια. (Το που δεν έχει και τόση σημασία…)
Σμουτς.
Δευτέρα, Ιουνίου 13, 2005
Εσάς σας εκπίπτει καμιά έκπτωση;
Εμένα πάλι όχι...
Μπα, δε λάλησα ακόμα. Όχι τόσο πολύ τουλάχιστον. Νεύρα μόνο έχω. Κάαατι νεύρα, που λεγε κι ο φίλος μου ο Γιαννάκης κάποτε.
Προχτές το βράδυ ήμουν μ' ένα φίλο και τρώγαμε κάπου στην Καλλιθέα.
Δίπλα μας καθόταν παρέα αποτελούμενη απο δυο ζευγάρια. Ως εδώ τίποτα το περίεργο θα μου πεις. Αμ δε. Το μαρτύριο άρχισε με το που καθίσαμε.
Γύρω στη μιάμιση ώρα που μείναμε στο μαγαζί, η μια γκόμενα της παρέας είχε φροντίσει να μας ενημερώσει (και μας αλλά και όλους τους υπόλοιπους θαμώνες), για τα προσωπικά της, τα οικονομικά της, τις απορίες της για τη ζωή και το οικονομικό σύστημα της κυβέρνησης, αλλά και τις ιδιαίτερες αδυναμίες της στα παγωτά.
Πώς; Απλό.
Μιλούσε λες και της είχαν πατήσει τον κάλο (του εγκεφάλου της), ή την ουρά της (αν είχε).
Παρένθεση.
Λίγα είναι τα πράγματα που σιχαίνομαι αφάνταστα στις γκόμενες.
Η τσιριχτή φωνή τύπου Μίνι Μάους.
Η φωνή πέντε οκτάβες ψηλότερα απο το κανονικό.
Τα τσιριχτά, επίσης, επιφωνήματα: "Αααα, σοβαράααα! Έλαααα! Τι λες βρε παιδί μου!! Πότεεεε;"
Η ακατάσχετη λογοδιάρροια. (Κι αυτό το λεω εγώ που το στόμα μου παει γενικώς πολυβόλο, οπότε για να πω οτι μου τη σπαει γκόμενα, φανταστείτε τι πρέπει να κάνει το δικό της στόμα).
Ο κακώς εννοούμενος τσαμπουκάς.
Το άλλο του άκρο, η αηδιαστική, δήθεν "γυναικεία" γλυκύτητα και νάζι.
Μπλιαξ.
Κλείνει η παρένθεση.
Ε, εκείνο το βράδυ ήμουν τυχερή.
Η τύπισσα ήταν τέσσερα στα έξι.
Εκτός απο το πρώτο χαρακτηριστικό, δηλ. τη λεπτή τσιριχτή φωνή και το τελευταίο, δηλ. το δήθεν νάζι, διέθετε όλα τα υπόλοιπα κι έδενε το σετάκι.
Δεν έβαλε γλώσσα μέσα, κυριολεκτικά. Οι υπόλοιποι τρεις είναι ζήτημα αν κατάφεραν ν' αρθρώσουν καμιά δεκαριά προτάσεις. Και οι τρεις μαζί εννοείται.
Φυσικά, η γκόμενα είχε γνώση, γνώμη και άποψη για όλα, μα για όλα τα ζητήματα που απασχολούσαν την ίδια, κι είχε βάλει αμέτι μουχαμέτι να πείσει την παρέα της για την ορθότητα των απόψεών της αρχικά και στη συνέχεια το σύμπαν ολάκερο.
Έτσι, για μεγάλη μου τύχη (ή μάλλον για δική της μεγάλη τύχη αφού ήμουν κάπως ντεφορμέ εκείνο το βράδυ και με άλλου είδους διάθεση κι όχι κατεβάσματος των δώδεκα ευαγγελίων), πληροφορήθηκα (είτε το ήθελα είτε όχι), τα ακόλουθα:
-Διαθέτει σπίτι δικό της. Κάπου εκεί στα χαμόσπιτα της οδού Αχαρνών. (χμμμ)
-Το σπιτάκι το δικό της, εκεί στα "χαμόσπιτα" της Τρούμπας, σόρυ, της οδού Αχαρνών ήθελα να πω, το έχει πάρει με δάνειο. Το οποίο δάνειο δεν έχει αποπληρώσει ακόμα.
Και το οποίο δάνειο που δεν έχει αποπληρώσει ακόμα, το αποπληρώνει με το ενοίκιο που παίρνει απο το "χαμόσπιτο".
-Απορεί τα μέγιστα πως είναι δυνατό να τη φορολογεί το κράτος, για σπίτι που δεν έχει ακόμα αποπληρώσει και όχι μόνο αυτό αλλά είναι και η ίδια στα νοίκια. Η αγανάκτηση της κορασίδος όπως όλοι καταλαβαίνετε ήτο δικαία:
-"Μα είναι δυνατό, γαμώ τη μου, να μη μου εκπίπτει καμιά έκπτωση φέτος απο την εφορία; Εσένα βρε Τάσο, πόσα σου παραγράφει η εφορία;"
Φυσικά η ερώτηση ήτο ρητορική, διότι ο ταλαίπωρος Τάσος ούτε που πρόλαβε ν' απαντήσει.
Η γκόμενα συνέχισε ακάθεκτη να αραδιάζει τα παράπονά της:
-"Μα σου λεω, δε μου εκπίπτει τίποτα. Ούτε μια έκπτωση. Και δε το λεω εγώ, γιατί βλέπεις ξέρω απ' αυτά, αλλά να, φέτος που τα κάνανε σκατά στις Εφορίες, αναγκάστηκα να παω να πληρώσω ΚΑΙ λογίστρια. Ναι, ναι, άσε, τι να σου λεω.
Αλλά μιλάμε, της έριξα ένα μπινελίκωμα της μαλάκως (της λογίστριας για όσους δεν ακολουθούν τον συνειρμό), έτσι για να μάθει! Δε σε πληρώνω κυρά μου; Τι σκατά λογίστρια είσαι; Να μην μπορείς να βρεις κάτι να μου παραγράψει η Εφορία να πάρω κι εγώ καμιά έκπτωση;" (Εγώ νόμιζα πως ήθελε επιστροφή χρημάτων, αλλά όχι, η γκόμενα ήταν σίγουρη πως ήθελε να "πάρει" έκπτωση. Τες πα).
-Μάθαμε επίσης πως εκείνη δεν πρόκειται να πατήσει ποτέ το πόδι της ξανά σε χωριό, διότι, ως γνωστόν, τα χωριά έχουν κολλημένα μυαλά. Ναι βέβαια, τα χωριά... Κι επειδή έχουν κολλημένα μυαλά, είναι εύκολο να παρεξηγήσουν μια τόσο έξω καρδιά κοπελιά και να της κρεμάσουν κουδούνια και να την αποκαλούν τσόκαρο και ξέκωλο. Τι δεν το ξέρατε; Αυτό το ξέρουν όλοι! Δεν είναι δα και κανένα κρυφό μυστικό! (Βρε τα καημένα τα χωριά... Τόσα χρόνια μεταρρύθμιση κι εξευρωπαϊσμός, κι αυτά να έχουν ακόμα κολλημένα μυαλά. Λεω να παω να τους τραβήξω τ' αυτί).
-Ακόμη ενημερωθήκαμρε πως της αρέσει πολύ το παγωτό καϊμάκι, που το καλύτερο, όπως της είπε μια γνωστή της που μένει προς τα εκεί, το βρίσκεις στη "ΧΑΡΑ" της Οδός Πατησίων!
-Και που πέφτει αυτό; ρωτάει ο ταλαίπωρος γκόμενός της (Α, ναι, ξέχασα να σας πω, συνοδευόταν κιόλας).
-Ποιος να ξέρει; Κάπου στα Άνω Πατήσια, στα Κάτω Πατήσια, στο Γαλάτσι κοντά, κάπου σ' αυτές τις περιοχές μωρέ λεει. Αλλά που να ξέρεις απο κει πέρα τι γίνεται; Άντε να τρέχεις τώρα να βρεις...
Σωστά... Που να την ξέρει η γκόμενα τη ΧΑΡΑ... Το ιστορικό, πια, ζαχαροπλαστείο, στο τέρμα της "οδός" Πατησίων, που μεγάλωσε γενιές και γενιές και το ήξεραν ακόμα κι όσοι έμεναν στην Καισαριανή και το ξεκίνησε η κυρία Αριστέα, εκ Σμύρνης ερχόμενη το 1929, με πρώτο και καλύτερο το περίφημο εκμέκ της Χαράς... Που να ξέρει πως στα τραπεζάκια του μαζευόντουσαν οι πολιτικές νεολαίες μετά τη δικτατορία κι ότι φιλοξενούσε όλους τους έρωτες των γύρω σχολείων: 16ο Θηλέων, 18ο Αρρένων, Λεόντιος... Και γιατί να τα ξέρει όλα τούτα θα μου πεις;
Έλα μου ντε, γιατί;
Βρε ουστ απο δω, λεω εγώ.
Πλέμπες, βλαμμένες, ηλίθιες, μαλακοβιόλες γκόμενες.
Άϊντε στο Χόντο να πάρετε καμιά μάσκαρα ακόμα και μετά στα "σπα" να χάσετε τα κιλά απο τις σουβλακερί. Τρεξτε μετά στη Μύκονο κι έπειτα στη Σαντορίνη μην τυχόν και δε δώσετε το "παρών" και θυμώσει το ηφαίστειο.
Άντε μπράβο, γιατί μας ρουφάτε το οξυγόνο κι έχει μείνει και λίγο γαμώ την αγανάκτησή μου μέσα.
Ουστ.
Μπα, δε λάλησα ακόμα. Όχι τόσο πολύ τουλάχιστον. Νεύρα μόνο έχω. Κάαατι νεύρα, που λεγε κι ο φίλος μου ο Γιαννάκης κάποτε.
Προχτές το βράδυ ήμουν μ' ένα φίλο και τρώγαμε κάπου στην Καλλιθέα.
Δίπλα μας καθόταν παρέα αποτελούμενη απο δυο ζευγάρια. Ως εδώ τίποτα το περίεργο θα μου πεις. Αμ δε. Το μαρτύριο άρχισε με το που καθίσαμε.
Γύρω στη μιάμιση ώρα που μείναμε στο μαγαζί, η μια γκόμενα της παρέας είχε φροντίσει να μας ενημερώσει (και μας αλλά και όλους τους υπόλοιπους θαμώνες), για τα προσωπικά της, τα οικονομικά της, τις απορίες της για τη ζωή και το οικονομικό σύστημα της κυβέρνησης, αλλά και τις ιδιαίτερες αδυναμίες της στα παγωτά.
Πώς; Απλό.
Μιλούσε λες και της είχαν πατήσει τον κάλο (του εγκεφάλου της), ή την ουρά της (αν είχε).
Παρένθεση.
Λίγα είναι τα πράγματα που σιχαίνομαι αφάνταστα στις γκόμενες.
Η τσιριχτή φωνή τύπου Μίνι Μάους.
Η φωνή πέντε οκτάβες ψηλότερα απο το κανονικό.
Τα τσιριχτά, επίσης, επιφωνήματα: "Αααα, σοβαράααα! Έλαααα! Τι λες βρε παιδί μου!! Πότεεεε;"
Η ακατάσχετη λογοδιάρροια. (Κι αυτό το λεω εγώ που το στόμα μου παει γενικώς πολυβόλο, οπότε για να πω οτι μου τη σπαει γκόμενα, φανταστείτε τι πρέπει να κάνει το δικό της στόμα).
Ο κακώς εννοούμενος τσαμπουκάς.
Το άλλο του άκρο, η αηδιαστική, δήθεν "γυναικεία" γλυκύτητα και νάζι.
Μπλιαξ.
Κλείνει η παρένθεση.
Ε, εκείνο το βράδυ ήμουν τυχερή.
Η τύπισσα ήταν τέσσερα στα έξι.
Εκτός απο το πρώτο χαρακτηριστικό, δηλ. τη λεπτή τσιριχτή φωνή και το τελευταίο, δηλ. το δήθεν νάζι, διέθετε όλα τα υπόλοιπα κι έδενε το σετάκι.
Δεν έβαλε γλώσσα μέσα, κυριολεκτικά. Οι υπόλοιποι τρεις είναι ζήτημα αν κατάφεραν ν' αρθρώσουν καμιά δεκαριά προτάσεις. Και οι τρεις μαζί εννοείται.
Φυσικά, η γκόμενα είχε γνώση, γνώμη και άποψη για όλα, μα για όλα τα ζητήματα που απασχολούσαν την ίδια, κι είχε βάλει αμέτι μουχαμέτι να πείσει την παρέα της για την ορθότητα των απόψεών της αρχικά και στη συνέχεια το σύμπαν ολάκερο.
Έτσι, για μεγάλη μου τύχη (ή μάλλον για δική της μεγάλη τύχη αφού ήμουν κάπως ντεφορμέ εκείνο το βράδυ και με άλλου είδους διάθεση κι όχι κατεβάσματος των δώδεκα ευαγγελίων), πληροφορήθηκα (είτε το ήθελα είτε όχι), τα ακόλουθα:
-Διαθέτει σπίτι δικό της. Κάπου εκεί στα χαμόσπιτα της οδού Αχαρνών. (χμμμ)
-Το σπιτάκι το δικό της, εκεί στα "χαμόσπιτα" της Τρούμπας, σόρυ, της οδού Αχαρνών ήθελα να πω, το έχει πάρει με δάνειο. Το οποίο δάνειο δεν έχει αποπληρώσει ακόμα.
Και το οποίο δάνειο που δεν έχει αποπληρώσει ακόμα, το αποπληρώνει με το ενοίκιο που παίρνει απο το "χαμόσπιτο".
-Απορεί τα μέγιστα πως είναι δυνατό να τη φορολογεί το κράτος, για σπίτι που δεν έχει ακόμα αποπληρώσει και όχι μόνο αυτό αλλά είναι και η ίδια στα νοίκια. Η αγανάκτηση της κορασίδος όπως όλοι καταλαβαίνετε ήτο δικαία:
-"Μα είναι δυνατό, γαμώ τη μου, να μη μου εκπίπτει καμιά έκπτωση φέτος απο την εφορία; Εσένα βρε Τάσο, πόσα σου παραγράφει η εφορία;"
Φυσικά η ερώτηση ήτο ρητορική, διότι ο ταλαίπωρος Τάσος ούτε που πρόλαβε ν' απαντήσει.
Η γκόμενα συνέχισε ακάθεκτη να αραδιάζει τα παράπονά της:
-"Μα σου λεω, δε μου εκπίπτει τίποτα. Ούτε μια έκπτωση. Και δε το λεω εγώ, γιατί βλέπεις ξέρω απ' αυτά, αλλά να, φέτος που τα κάνανε σκατά στις Εφορίες, αναγκάστηκα να παω να πληρώσω ΚΑΙ λογίστρια. Ναι, ναι, άσε, τι να σου λεω.
Αλλά μιλάμε, της έριξα ένα μπινελίκωμα της μαλάκως (της λογίστριας για όσους δεν ακολουθούν τον συνειρμό), έτσι για να μάθει! Δε σε πληρώνω κυρά μου; Τι σκατά λογίστρια είσαι; Να μην μπορείς να βρεις κάτι να μου παραγράψει η Εφορία να πάρω κι εγώ καμιά έκπτωση;" (Εγώ νόμιζα πως ήθελε επιστροφή χρημάτων, αλλά όχι, η γκόμενα ήταν σίγουρη πως ήθελε να "πάρει" έκπτωση. Τες πα).
-Μάθαμε επίσης πως εκείνη δεν πρόκειται να πατήσει ποτέ το πόδι της ξανά σε χωριό, διότι, ως γνωστόν, τα χωριά έχουν κολλημένα μυαλά. Ναι βέβαια, τα χωριά... Κι επειδή έχουν κολλημένα μυαλά, είναι εύκολο να παρεξηγήσουν μια τόσο έξω καρδιά κοπελιά και να της κρεμάσουν κουδούνια και να την αποκαλούν τσόκαρο και ξέκωλο. Τι δεν το ξέρατε; Αυτό το ξέρουν όλοι! Δεν είναι δα και κανένα κρυφό μυστικό! (Βρε τα καημένα τα χωριά... Τόσα χρόνια μεταρρύθμιση κι εξευρωπαϊσμός, κι αυτά να έχουν ακόμα κολλημένα μυαλά. Λεω να παω να τους τραβήξω τ' αυτί).
-Ακόμη ενημερωθήκαμρε πως της αρέσει πολύ το παγωτό καϊμάκι, που το καλύτερο, όπως της είπε μια γνωστή της που μένει προς τα εκεί, το βρίσκεις στη "ΧΑΡΑ" της Οδός Πατησίων!
-Και που πέφτει αυτό; ρωτάει ο ταλαίπωρος γκόμενός της (Α, ναι, ξέχασα να σας πω, συνοδευόταν κιόλας).
-Ποιος να ξέρει; Κάπου στα Άνω Πατήσια, στα Κάτω Πατήσια, στο Γαλάτσι κοντά, κάπου σ' αυτές τις περιοχές μωρέ λεει. Αλλά που να ξέρεις απο κει πέρα τι γίνεται; Άντε να τρέχεις τώρα να βρεις...
Σωστά... Που να την ξέρει η γκόμενα τη ΧΑΡΑ... Το ιστορικό, πια, ζαχαροπλαστείο, στο τέρμα της "οδός" Πατησίων, που μεγάλωσε γενιές και γενιές και το ήξεραν ακόμα κι όσοι έμεναν στην Καισαριανή και το ξεκίνησε η κυρία Αριστέα, εκ Σμύρνης ερχόμενη το 1929, με πρώτο και καλύτερο το περίφημο εκμέκ της Χαράς... Που να ξέρει πως στα τραπεζάκια του μαζευόντουσαν οι πολιτικές νεολαίες μετά τη δικτατορία κι ότι φιλοξενούσε όλους τους έρωτες των γύρω σχολείων: 16ο Θηλέων, 18ο Αρρένων, Λεόντιος... Και γιατί να τα ξέρει όλα τούτα θα μου πεις;
Έλα μου ντε, γιατί;
Βρε ουστ απο δω, λεω εγώ.
Πλέμπες, βλαμμένες, ηλίθιες, μαλακοβιόλες γκόμενες.
Άϊντε στο Χόντο να πάρετε καμιά μάσκαρα ακόμα και μετά στα "σπα" να χάσετε τα κιλά απο τις σουβλακερί. Τρεξτε μετά στη Μύκονο κι έπειτα στη Σαντορίνη μην τυχόν και δε δώσετε το "παρών" και θυμώσει το ηφαίστειο.
Άντε μπράβο, γιατί μας ρουφάτε το οξυγόνο κι έχει μείνει και λίγο γαμώ την αγανάκτησή μου μέσα.
Ουστ.
Παρασκευή, Ιουνίου 10, 2005
Καλοκαίρι...
Είναι παρατηρημένο πια...
Κάθε χρόνο, τέτοια εποχή, ξεθάβω το ακόλουθο κομμάτι του Σαββόπουλου και το ακούω στις πιο άσχετες ώρες, το σιγομουρμουρίζω σχεδόν όλη μέρα.
Τι να πει κανείς για τις εμμονές της αλληνής...
Καλοκαίρι, η γαλάζια προκυμαία θα σε φέρει
καλοκαίρι, καρεκλάκια, πετονιές μέσ’ το πανέρι
μες τη βόλτα αυτού του κόσμου που μας ξέρει
καλοκαίρι, πλάι στα μέγαρα, στις τέντες με τ’ αγέρι
καλοκαίρι,
με χρυσούς ανεμιστήρες μεταφέρει
την βανίλια με το δίσκο του στο χέρι
την κοψιά μιας προτομής μέσ’ το παρτέρι
καλοκαίρι, μ’ ανοιχτό πουκαμισάκι στα ίδια μέρη
Καλοκαίρι, με μισόκλειστες τις γρίλιες μεσημέρι
καλοκαίρι, καθρεφτάκια και μια θάλασσα που τρέμει
στο ταβάνι και τους γύψους μεσημέρι
καλοκαίρι, με τον κούκο μέσ’ τα πεύκα και στ’ αμπέλι
καλοκαίρι
στόμα υγρό, μικροί λαγόνες, καλοκαίρι
με τη φέτα το καρπούζι στο ‘να χέρι
με φιλιά μισολιωμένα, καλοκαίρι
καλοκαίρι, λίγες φλούδες στης κουζίνας το μαχαίρι
Καλοκαίρι, του σκυμμένου θεριστή του τυφλοχέρη
καλοκαίρι, με βαριά μοτοσικλέτα μες τα σκέλη
τους φακούς του ανάβει μέρα μεσημέρι
καλοκαίρι
όλο πίσσα και κατράμι καλοκαίρι
καλοκαίρι, με τον ρόγχο του air condition μεσημέρι
φαλακροί μέσ’ τις σακούλες μας σαν γέροι
εκεινού με τ’ άσπρο κράνος που μας ξέρει
καλοκαίρι
μια οσμή νεκροθαλάμου, καλοκαίρι
Καλοκαίρι, στην αρχή σαν έγχρωμο έργο στην Ταγγέρη
αλλά εν τέλει, με του κάτω κόσμου το έγκαυμα στο χέρι
την λαχτάρα του στον κόσμο περιφέρει
καλοκαίρι, στον χαμό του οδηγημένο και το ξέρει
καλοκαίρι
τόσο ώριμο που πέφτοντας προσφέρει
μια πλημμύρα των καρπών, στάρι και μέλι
στον σπασμό του το απόλυτο το αστέρι
καλοκαίρι
μες τα κόκκινα της δύσης του ανατέλλει…
Δεν μπορώ να πω με σιγουριά ποιος στίχος είναι αυτός που μ' αγγίζει περισσότερο, ίσως κι όλοι, αλλά δε με νοιάζει κιόλας. Για την ώρα είναι το τραγούδι της μέρας, της εβδομάδας, ίσως και του μήνα... Κι όλως περιέργως, τον υπόλοιπο χρόνο μπορεί να μην τ' ακούσω και καθόλου... Καλό καλοκαίρι.
Κάθε χρόνο, τέτοια εποχή, ξεθάβω το ακόλουθο κομμάτι του Σαββόπουλου και το ακούω στις πιο άσχετες ώρες, το σιγομουρμουρίζω σχεδόν όλη μέρα.
Τι να πει κανείς για τις εμμονές της αλληνής...
Καλοκαίρι, η γαλάζια προκυμαία θα σε φέρει
καλοκαίρι, καρεκλάκια, πετονιές μέσ’ το πανέρι
μες τη βόλτα αυτού του κόσμου που μας ξέρει
καλοκαίρι, πλάι στα μέγαρα, στις τέντες με τ’ αγέρι
καλοκαίρι,
με χρυσούς ανεμιστήρες μεταφέρει
την βανίλια με το δίσκο του στο χέρι
την κοψιά μιας προτομής μέσ’ το παρτέρι
καλοκαίρι, μ’ ανοιχτό πουκαμισάκι στα ίδια μέρη
Καλοκαίρι, με μισόκλειστες τις γρίλιες μεσημέρι
καλοκαίρι, καθρεφτάκια και μια θάλασσα που τρέμει
στο ταβάνι και τους γύψους μεσημέρι
καλοκαίρι, με τον κούκο μέσ’ τα πεύκα και στ’ αμπέλι
καλοκαίρι
στόμα υγρό, μικροί λαγόνες, καλοκαίρι
με τη φέτα το καρπούζι στο ‘να χέρι
με φιλιά μισολιωμένα, καλοκαίρι
καλοκαίρι, λίγες φλούδες στης κουζίνας το μαχαίρι
Καλοκαίρι, του σκυμμένου θεριστή του τυφλοχέρη
καλοκαίρι, με βαριά μοτοσικλέτα μες τα σκέλη
τους φακούς του ανάβει μέρα μεσημέρι
καλοκαίρι
όλο πίσσα και κατράμι καλοκαίρι
καλοκαίρι, με τον ρόγχο του air condition μεσημέρι
φαλακροί μέσ’ τις σακούλες μας σαν γέροι
εκεινού με τ’ άσπρο κράνος που μας ξέρει
καλοκαίρι
μια οσμή νεκροθαλάμου, καλοκαίρι
Καλοκαίρι, στην αρχή σαν έγχρωμο έργο στην Ταγγέρη
αλλά εν τέλει, με του κάτω κόσμου το έγκαυμα στο χέρι
την λαχτάρα του στον κόσμο περιφέρει
καλοκαίρι, στον χαμό του οδηγημένο και το ξέρει
καλοκαίρι
τόσο ώριμο που πέφτοντας προσφέρει
μια πλημμύρα των καρπών, στάρι και μέλι
στον σπασμό του το απόλυτο το αστέρι
καλοκαίρι
μες τα κόκκινα της δύσης του ανατέλλει…
Δεν μπορώ να πω με σιγουριά ποιος στίχος είναι αυτός που μ' αγγίζει περισσότερο, ίσως κι όλοι, αλλά δε με νοιάζει κιόλας. Για την ώρα είναι το τραγούδι της μέρας, της εβδομάδας, ίσως και του μήνα... Κι όλως περιέργως, τον υπόλοιπο χρόνο μπορεί να μην τ' ακούσω και καθόλου... Καλό καλοκαίρι.
Τετάρτη, Ιουνίου 08, 2005
Να σου πω λίγα ψέματα ακόμη;
Λίγο καιρό πριν, ένα πρωινό, μπήκα στο γραφείο και σε βρήκα εκεί να με περιμένεις. Η καρδιά μου έκανε ένα κρακ. Έχασε ένα χτύπο. Την άκουσα μετά να χτυπά ξανά, δυνατά, και να συνεχίζει το ρυθμό της.
Σε χαιρέτησα. Σου άπλωσα το χέρι.
Μ’ αγκάλιασες κι έσκυψες να με φιλήσεις. Δεν πρόλαβα να σκεφτώ αν έπρεπε να στρέψω το μάγουλο, κι έτσι σου έδωσα τα χείλη μου μουδιασμένη.
Κάθισα απέναντί σου, οχυρωμένη πίσω απ’ το γραφείο μου και σε ρώτησα αν θες καφέ.
-Όχι, μου απάντησες, πέρασα μονάχα να σε δω.
-Εγώ πάντως θέλω. Με συγχωρείς δυο λεπτάκια ε; σου είπα κι έτρεξα να φτιάξω καφέ, προσπαθώντας να χωνέψω το ξαφνικό της κατάστασης, να επιβληθώ στον εαυτό μου και τις σκέψεις μου και να γυρίσω πίσω ψύχραιμη.
Το κατάφερα.
Έμεινες περίπου μια ώρα.
Όταν έκανες να φύγεις κι ενώ σου έδινα το χέρι –οχυρωμένη ακόμα πίσω από τη νοερή ασφάλεια του γραφείου– άκουσα τον εαυτό μου να ξεστομίζει:
-Θα τα πούμε αργότερα;
Δαγκώθηκα. Όμως πια το είχα πει.
-Θα σου τηλεφωνήσω, μου είπες και μου γέλασες πριν φύγεις.
Το απόγευμα μου τηλεφώνησες.
-Θες να πάμε για κανένα ποτό;
-Δεν έχω κέφι. Θα προτιμούσα να κάτσουμε λίγο σπίτι σου, να τα πούμε, αν θες κι εσύ.
Ήθελα;
Ήθελα.
Μέχρι τις δέκα που χτύπησες το κουδούνι μου, εγώ παρακολουθούσα τις σκηνές μιας ταινίας. Στο μυαλό μου. Τις σκηνές μιας ζωής. Της δικής μας, της κοινής μας ζωής πριν χωρίσουν οι δρόμοι μας. Έτσι ακριβώς ξεδιπλώνονταν οι εικόνες στην οθόνη του μυαλού μου. Σα σκηνές ταινίας.
Και μας είδα ξανά. Μας είδα τη βραδιά που γνωριστήκαμε. Παρασκευή ήταν, Παρασκευή βραδάκι. Απρίλης, αρχές.
-Εγώ για ένα Σαββατοκύριακο ήρθα στην Αθήνα. Βόλτα. Να δω παλιούς φίλους και γνωστούς, σου είχα πει.
Κι έμεινα. Οχτώ χρόνια.
Οχτώ χρόνια μετά είμαι σ’ ένα σπίτι καινούριο, χωρίς εσένα και σε περιμένω να μου χτυπήσεις το κουδούνι.
Οχτώ χρόνια μετά είναι σα να έχουν μεσολαβήσει οχτώ ζωές.
Σ’ αυτά τα οχτώ χρόνια σ’ ερωτεύτηκα, κι ας μην το περίμενα, κι ας μην ήθελα καινούριους έρωτες τότε στη ζωή μου.
Κι όμως, μπήκα συνειδητά σε μια σχέση εξ’ αποστάσεως, ξέροντας εκ των προτέρων τα προβλήματα που θα έβγαζε. Το είχα ξαναζήσει, βλέπεις.
Το ίδιο συνειδητά, λίγους μήνες αργότερα, κατάλαβα δυο πράγματα.
Το ένα ήταν πως σ’ αγαπούσα. Το άλλο ήταν πως δεν υπήρχε κανένας λόγος αρκετά σοβαρός σ’ αυτή τη Γη, για να με αποτρέψει από το να έρθω να μοιραστώ τη ζωή μου μαζί σου.
Συνειδητά, μάζεψα τις βαλίτσες μου για άλλη μια φορά, κι ανακοίνωσα στους δικούς μου πως θα πήγαινα να δοκιμάσω την τύχη μου στην Αθήνα. Είχα πια τελειώσει τις σπουδές μου, έψαχνα για κάμποσο καιρό δουλειά και δεν είχα βρει κάτι αξιόλογο. Είχα επίσης πρόσφατα χωρίσει από μια σχέση δύσκολη και δεν υπήρχε τίποτα να με κρατάει πίσω.
Ήθελα ν’ αφεθώ, να ξεκινήσω έναν καινούριο δρόμο…
Έβλεπα το μέλλον ν’ απλώνεται μπροστά μου, φωτεινό μετά από αρκετά χρόνια. Κι ήθελα να βουτήξω ολόκληρη σ’ αυτό το φωτεινό μονοπάτι.
Κι ήρθα. Συνειδητά.
Στο τίποτα και στο πουθενά. Χωρίς δουλειά, χωρίς σπίτι, χωρίς φίλους, σε μια πόλη που ως τότε ήξερα μόνο σαν τουρίστας.
Φιλοξενούμενη σε ξένο σπίτι, έψαχνα έξι μήνες μέχρι να βρω δουλειά.
Τότε άρχισαν να γκρεμίζονται και τα πρώτα στεγανά μου, άρχισα να βλέπω, είτε μου άρεσε, είτε όχι, πως δε θα ήταν όλα τόσο εύκολα όσο τα είχα στο μυαλό μου, πως δεν έφτανε να θέλεις κάτι μ’ όλη σου την καρδιά για να γίνει.
Όμως δεν κλονίστηκα τότε. Ήμουν μονάχα εικοσιτεσσάρων.
Είχα ακόμα καβάτζες αρκετές.
Κι είχε πια κυλήσει ένας χρόνος που ήμουν στην Αθήνα, όταν κάποια στιγμή επιτέλους, βρεθήκαμε σ’ ένα σπίτι δικό μας. Δε νομίζω πως θα ξεχάσω ποτέ τη μέρα που με πήγες να το δω κι είπα: Εντάξει, θα το νοικιάσουμε.
Ούτε το πρώτο βράδυ που κλείσαμε πίσω μας την πόρτα κι είπαμε πως πια επιτέλους, ήμασταν μαζί. Στ’ αλήθεια μαζί.
Κι ο καιρός περνούσε. Και τα προβλήματα έφταναν. Το ένα πίσω από το άλλο, με μαθηματική ακρίβεια.
Εσύ άρχισες να κουράζεσαι. Άρχισες να βαριέσαι. Άρχισες ν’ ασφυκτιάς και να θες να γυρίσεις στον παλιό τρόπο ζωής σου, στην άνεσή σου και την καλοπέρασή σου.
Εγώ από την άλλη, πάλευα να βρω ισορροπίες, πάλευα να βρω άμυνες και τρόπους να σώσω αυτό που είχαμε, να σώσω εμάς, να σώσω εμένα.
Για πολύ καιρό πίστευα –κι όχι έλπιζα–, πίστευα πως όλα θα πήγαιναν καλά. Δεν είχα τσακίσει ακόμα.
Είχα κουράγια αρκετά. Τίποτα δεν έμοιαζε ακατόρθωτο. Σίγουρα ο χρόνος, η οργάνωση, η προσπάθεια, η αγάπη θα μας κράταγαν μαζί και δυνατούς.
Ναι, σίγουρα! Dream on…
Σιγά–σιγά έφτασαν να γίνονται σπάνιες οι καλές μας στιγμές και σύνηθες φαινόμενο οι τσακωμοί και οι καυγάδες.
Θυμάμαι κάποιες νύχτες, κοιμόσουν πλάι μου κι εγώ σε κοίταζα και ήθελα να σε ξυπνήσω, να σε ρωτήσω ποιος είσαι και πού πήγε ο άντρας που αγάπησα. Να σου πω πως τον θέλω πίσω, γιατί τον αγαπάω ακόμα.
Δεν το έκανα.
Γιατί ακόμα κι εγώ πια καταλάβαινα πως τα πράγματα όδευαν προς το τέλος. Εσύ ήσουν δυστυχισμένος, εγώ ήμουν απελπισμένη και χαμένη.
Έφυγες ένα Σάββατο πρωί. Λίγους μήνες πριν το γάμο.
Τρεις μέρες αργότερα γύρισες πίσω.
Κι από τότε άρχισε το γαϊτανάκι της παράνοιας.
Να έρχεσαι. Να μένεις. Να κάνουμε έρωτα. Να κλαις στην αγκαλιά μου και να μου λες πως είμαι η γυναίκα της ζωής σου και πως χωρίς εμένα δε μπορείς να ζήσεις, αλλά πως είσαι πολύ λίγος για μένα και πως δεν έχεις το κουράγιο να γυρίσεις και να παλέψεις για μας.
Τι βολικό!
Ο επόμενος άντρας που θα βρεθεί να ξεστομίσει τα είσαι η γυναίκα της ζωής μου, δε μπορώ χώρια σου, αλλά είμαι λίγος για σένα, θα βρεθεί με μια μπουνιά στη μύτη.
Εγώ όμως τότε ήμουν ακόμα αρκετά ερωτευμένη ώστε να μπω σ’ αυτή την παράνοια.
Κι άρχισαν τα χιλιόμετρα. Ναύπακτος–Αθήνα, Παγκράτι–Κολιάτσου ένα πράγμα.
Κι άρχισαν οι λογαριασμοί του ΟΤΕ να έρχονται στα ύψη.
Και τα μεταμεσονύκτια τηλεφωνήματα. Το κλάμα στο ακουστικό του τηλεφώνου. Τα ναι, τα όχι, τα θέλω, τα δεν μπορώ, τα φοβάμαι, τα τελειώσαμε οριστικά, τα δεν το αντέχω σε θέλω ξανά…
Κι οι προσπάθειες επανασύνδεσης. Και μαζί οι αποτυχίες κάθε φορά.
Κάθε φορά έφευγα ακόμα πιο τσακισμένη από πριν και κάθε φορά ορκιζόμουν πως δε θα γύρναγα ξανά. Και κάθε φορά γυρνούσα.
Κι εσύ το ίδιο.
Έπειτα ήρθαν τα πραγματικά άσχημα.
Όταν πια εγώ είπα τέρμα, δεν πάει άλλο, τέλος ως εδώ. Ξεκίνησαν τα ακατάπαυστα τηλεφωνήματα, οι καυγάδες, οι βρισιές, οι απειλές. Όσα πικρά λόγια δεν είχαμε ξεστομίσει ο ένας στον άλλο τόσα χρόνια, τα ανταλλάξαμε όλα τότε. Κι ύστερα ο πάγος. Η απομάκρυνση. Η ανακωχή.
Και νέες ρότες στη ζωή του καθενός. Νέες αγάπες, νέα όνειρα, νέες ζωές.
Μέχρι που κάποια στιγμή, χωρίς λογική αιτία καμιά, βρεθήκαμε ξανά. Φαίνεται δεν είχαν τακτοποιηθεί ακόμα όλοι οι λογαριασμοί μεταξύ μας.
Και γι άλλη μια φορά δε μας βγήκε. Είχαν πια σπάσει πολλά πράγματα. Είχαν τελειώσει άλλα τόσα.
Εσύ το κατάλαβες πιο γρήγορα από μένα.
Εγώ δυσκολεύτηκα. Σου είχα βλέπεις αδυναμία.
Ευτυχώς όμως το βλέπω πια και εγώ. Εδώ και καιρό. Πολύ καιρό. Οι διεργασίες, οι αλλαγές είχαν γίνει μέσα μου χωρίς να τις έχω συνειδητοποιήσει.
Κατάλαβα κάποια στιγμή πως είχαν όλα πια τελειώσει. Πως η μαγεία σου είχε σπάσει. Πέρα από το αρχικό σοκ που σε είδα μπροστά μου, δεν ένιωθα τίποτα άλλο.
Όχι πως δε σ’ αγαπώ ακόμα.
Σ’ αγαπώ. Για πράγματα που εσύ ίσως ποτέ δε φαντάστηκες.
Σ’ αγαπώ για το πρώτο μας φιλί. Για την πρώτη μας νύχτα μαζί. Για την κάθε μας νύχτα μαζί. Για τη φορά που ήρθες κάτω από το σπίτι του Σπύρου και μου έκανες καντάδα το Σ’ αγαπώ γιατί είσαι ωραία. Για τις δυόμισι ώρες Αθήνα–Βόλο. Για τη νύχτα που κατέβαινες ένα σκοτεινό μονοπάτι για να έρθεις να με βρεις στο νησί. Σ’ αγαπώ επειδή κάθε πρωί που σηκωνόσουν πριν από μένα, τραβούσες το σεντόνι και με σκέπαζες. Σ' αγαπώ για όλες τις φορές που ήμασταν στο αυτοκίνητο, εσύ οδηγούσες, τα χιλιόμετρα ξεδιπλώνονταν μπροστά μας, και δε μιλούσαμε. Άπλωνα μόνο το χέρι μου κι άγγιζα το δικό σου πάνω στο λεβιέ των ταχυτήτων κι εσύ, πάντα, στρεφόσουν προς το μέρος μου και μου γελούσες. Σ’ αγαπώ για όλα τα όμορφα ψέματα που μου χάρισες.
Αγαπώ αυτό που ζήσαμε μαζί. Σ’ αγαπάω και σένα, περισσότερο απ’ όσο εσύ ο ίδιος αγαπάς τον εαυτό σου και θέλω να είσαι πάντα καλά και να είσαι ευτυχισμένος.
Όμως δε σ’ αγαπώ πια. Δε σ’ αγαπώ σαν άντρα πια.
Δε θα στοιχειώσεις γι άλλη φορά τις σκέψεις μου, τις νύχτες μου, τις ώρες μου.
Δε θα παίξει ρόλο ένα ακόμα ψέμα, δε θα μπορέσει να με γυρίσει ξανά πίσω κοντά σου. Ούτε κι αν είναι όμορφο ψέμα. Άλλωστε, τι παραπάνω θα μπορούσες άραγε να μου πεις που δε μου το ΄χεις πει ήδη;
Το κουδούνι χτύπησε.
Σηκώθηκα χωρίς βιασύνη να σου ανοίξω.
Εκείνη τη στιγμή, απ’ το ραδιόφωνο ακούστηκε ένα παλιό τραγούδι…
Σφύριζες τον ίδιο το σκοπό
θα 'τανε δε θα 'ταν καλοκαίρι
κι όπως η κουβέντα το 'χε φέρει
γύρισες και μου πες σ' αγαπώ
Τι να λησμονήσω, τι να θυμηθώ
ήταν μια φορά κι έναν καιρό…
Σφίχτηκε για λίγο η καρδιά μου… Όμως έτσι είναι… Ο κύκλος μας έχει κλείσει. Είμαι πια ελεύθερη από σένα.
Μη μου πεις λοιπόν κανένα ψέμα απόψε.
Άσε τη βραδιά να κυλήσει απλά, να τα πούμε σαν δυο παλιοί φίλοι, σαν δυο παλιοί εραστές, σαν δυο άνθρωποι που αγαπήθηκαν πολύ και μισήθηκαν άλλο τόσο και που τώρα πια έχουν κάνει ανακωχή…
Εγώ τουλάχιστον, έτσι νιώθω.
Κι αν απόψε το βράδυ βρεθώ για άλλη μια φορά στην αγκαλιά σου, μη γελαστείς, μη νομίσεις, μην πιστέψεις πως ο δρόμος μου με φέρνει ξανά κοντά σου. Ακόμα κι αν δεις ένα δάκρυ να κυλήσει μη του δώσεις σημασία.
Θα ’ναι μόνο for the old times shake… Θα είναι ένα αντίο στα όσα ζήσαμε μαζί.
Και πού ’σαι, να προσέχεις.
Σε χαιρέτησα. Σου άπλωσα το χέρι.
Μ’ αγκάλιασες κι έσκυψες να με φιλήσεις. Δεν πρόλαβα να σκεφτώ αν έπρεπε να στρέψω το μάγουλο, κι έτσι σου έδωσα τα χείλη μου μουδιασμένη.
Κάθισα απέναντί σου, οχυρωμένη πίσω απ’ το γραφείο μου και σε ρώτησα αν θες καφέ.
-Όχι, μου απάντησες, πέρασα μονάχα να σε δω.
-Εγώ πάντως θέλω. Με συγχωρείς δυο λεπτάκια ε; σου είπα κι έτρεξα να φτιάξω καφέ, προσπαθώντας να χωνέψω το ξαφνικό της κατάστασης, να επιβληθώ στον εαυτό μου και τις σκέψεις μου και να γυρίσω πίσω ψύχραιμη.
Το κατάφερα.
Έμεινες περίπου μια ώρα.
Όταν έκανες να φύγεις κι ενώ σου έδινα το χέρι –οχυρωμένη ακόμα πίσω από τη νοερή ασφάλεια του γραφείου– άκουσα τον εαυτό μου να ξεστομίζει:
-Θα τα πούμε αργότερα;
Δαγκώθηκα. Όμως πια το είχα πει.
-Θα σου τηλεφωνήσω, μου είπες και μου γέλασες πριν φύγεις.
Το απόγευμα μου τηλεφώνησες.
-Θες να πάμε για κανένα ποτό;
-Δεν έχω κέφι. Θα προτιμούσα να κάτσουμε λίγο σπίτι σου, να τα πούμε, αν θες κι εσύ.
Ήθελα;
Ήθελα.
Μέχρι τις δέκα που χτύπησες το κουδούνι μου, εγώ παρακολουθούσα τις σκηνές μιας ταινίας. Στο μυαλό μου. Τις σκηνές μιας ζωής. Της δικής μας, της κοινής μας ζωής πριν χωρίσουν οι δρόμοι μας. Έτσι ακριβώς ξεδιπλώνονταν οι εικόνες στην οθόνη του μυαλού μου. Σα σκηνές ταινίας.
Και μας είδα ξανά. Μας είδα τη βραδιά που γνωριστήκαμε. Παρασκευή ήταν, Παρασκευή βραδάκι. Απρίλης, αρχές.
-Εγώ για ένα Σαββατοκύριακο ήρθα στην Αθήνα. Βόλτα. Να δω παλιούς φίλους και γνωστούς, σου είχα πει.
Κι έμεινα. Οχτώ χρόνια.
Οχτώ χρόνια μετά είμαι σ’ ένα σπίτι καινούριο, χωρίς εσένα και σε περιμένω να μου χτυπήσεις το κουδούνι.
Οχτώ χρόνια μετά είναι σα να έχουν μεσολαβήσει οχτώ ζωές.
Σ’ αυτά τα οχτώ χρόνια σ’ ερωτεύτηκα, κι ας μην το περίμενα, κι ας μην ήθελα καινούριους έρωτες τότε στη ζωή μου.
Κι όμως, μπήκα συνειδητά σε μια σχέση εξ’ αποστάσεως, ξέροντας εκ των προτέρων τα προβλήματα που θα έβγαζε. Το είχα ξαναζήσει, βλέπεις.
Το ίδιο συνειδητά, λίγους μήνες αργότερα, κατάλαβα δυο πράγματα.
Το ένα ήταν πως σ’ αγαπούσα. Το άλλο ήταν πως δεν υπήρχε κανένας λόγος αρκετά σοβαρός σ’ αυτή τη Γη, για να με αποτρέψει από το να έρθω να μοιραστώ τη ζωή μου μαζί σου.
Συνειδητά, μάζεψα τις βαλίτσες μου για άλλη μια φορά, κι ανακοίνωσα στους δικούς μου πως θα πήγαινα να δοκιμάσω την τύχη μου στην Αθήνα. Είχα πια τελειώσει τις σπουδές μου, έψαχνα για κάμποσο καιρό δουλειά και δεν είχα βρει κάτι αξιόλογο. Είχα επίσης πρόσφατα χωρίσει από μια σχέση δύσκολη και δεν υπήρχε τίποτα να με κρατάει πίσω.
Ήθελα ν’ αφεθώ, να ξεκινήσω έναν καινούριο δρόμο…
Έβλεπα το μέλλον ν’ απλώνεται μπροστά μου, φωτεινό μετά από αρκετά χρόνια. Κι ήθελα να βουτήξω ολόκληρη σ’ αυτό το φωτεινό μονοπάτι.
Κι ήρθα. Συνειδητά.
Στο τίποτα και στο πουθενά. Χωρίς δουλειά, χωρίς σπίτι, χωρίς φίλους, σε μια πόλη που ως τότε ήξερα μόνο σαν τουρίστας.
Φιλοξενούμενη σε ξένο σπίτι, έψαχνα έξι μήνες μέχρι να βρω δουλειά.
Τότε άρχισαν να γκρεμίζονται και τα πρώτα στεγανά μου, άρχισα να βλέπω, είτε μου άρεσε, είτε όχι, πως δε θα ήταν όλα τόσο εύκολα όσο τα είχα στο μυαλό μου, πως δεν έφτανε να θέλεις κάτι μ’ όλη σου την καρδιά για να γίνει.
Όμως δεν κλονίστηκα τότε. Ήμουν μονάχα εικοσιτεσσάρων.
Είχα ακόμα καβάτζες αρκετές.
Κι είχε πια κυλήσει ένας χρόνος που ήμουν στην Αθήνα, όταν κάποια στιγμή επιτέλους, βρεθήκαμε σ’ ένα σπίτι δικό μας. Δε νομίζω πως θα ξεχάσω ποτέ τη μέρα που με πήγες να το δω κι είπα: Εντάξει, θα το νοικιάσουμε.
Ούτε το πρώτο βράδυ που κλείσαμε πίσω μας την πόρτα κι είπαμε πως πια επιτέλους, ήμασταν μαζί. Στ’ αλήθεια μαζί.
Κι ο καιρός περνούσε. Και τα προβλήματα έφταναν. Το ένα πίσω από το άλλο, με μαθηματική ακρίβεια.
Εσύ άρχισες να κουράζεσαι. Άρχισες να βαριέσαι. Άρχισες ν’ ασφυκτιάς και να θες να γυρίσεις στον παλιό τρόπο ζωής σου, στην άνεσή σου και την καλοπέρασή σου.
Εγώ από την άλλη, πάλευα να βρω ισορροπίες, πάλευα να βρω άμυνες και τρόπους να σώσω αυτό που είχαμε, να σώσω εμάς, να σώσω εμένα.
Για πολύ καιρό πίστευα –κι όχι έλπιζα–, πίστευα πως όλα θα πήγαιναν καλά. Δεν είχα τσακίσει ακόμα.
Είχα κουράγια αρκετά. Τίποτα δεν έμοιαζε ακατόρθωτο. Σίγουρα ο χρόνος, η οργάνωση, η προσπάθεια, η αγάπη θα μας κράταγαν μαζί και δυνατούς.
Ναι, σίγουρα! Dream on…
Σιγά–σιγά έφτασαν να γίνονται σπάνιες οι καλές μας στιγμές και σύνηθες φαινόμενο οι τσακωμοί και οι καυγάδες.
Θυμάμαι κάποιες νύχτες, κοιμόσουν πλάι μου κι εγώ σε κοίταζα και ήθελα να σε ξυπνήσω, να σε ρωτήσω ποιος είσαι και πού πήγε ο άντρας που αγάπησα. Να σου πω πως τον θέλω πίσω, γιατί τον αγαπάω ακόμα.
Δεν το έκανα.
Γιατί ακόμα κι εγώ πια καταλάβαινα πως τα πράγματα όδευαν προς το τέλος. Εσύ ήσουν δυστυχισμένος, εγώ ήμουν απελπισμένη και χαμένη.
Έφυγες ένα Σάββατο πρωί. Λίγους μήνες πριν το γάμο.
Τρεις μέρες αργότερα γύρισες πίσω.
Κι από τότε άρχισε το γαϊτανάκι της παράνοιας.
Να έρχεσαι. Να μένεις. Να κάνουμε έρωτα. Να κλαις στην αγκαλιά μου και να μου λες πως είμαι η γυναίκα της ζωής σου και πως χωρίς εμένα δε μπορείς να ζήσεις, αλλά πως είσαι πολύ λίγος για μένα και πως δεν έχεις το κουράγιο να γυρίσεις και να παλέψεις για μας.
Τι βολικό!
Ο επόμενος άντρας που θα βρεθεί να ξεστομίσει τα είσαι η γυναίκα της ζωής μου, δε μπορώ χώρια σου, αλλά είμαι λίγος για σένα, θα βρεθεί με μια μπουνιά στη μύτη.
Εγώ όμως τότε ήμουν ακόμα αρκετά ερωτευμένη ώστε να μπω σ’ αυτή την παράνοια.
Κι άρχισαν τα χιλιόμετρα. Ναύπακτος–Αθήνα, Παγκράτι–Κολιάτσου ένα πράγμα.
Κι άρχισαν οι λογαριασμοί του ΟΤΕ να έρχονται στα ύψη.
Και τα μεταμεσονύκτια τηλεφωνήματα. Το κλάμα στο ακουστικό του τηλεφώνου. Τα ναι, τα όχι, τα θέλω, τα δεν μπορώ, τα φοβάμαι, τα τελειώσαμε οριστικά, τα δεν το αντέχω σε θέλω ξανά…
Κι οι προσπάθειες επανασύνδεσης. Και μαζί οι αποτυχίες κάθε φορά.
Κάθε φορά έφευγα ακόμα πιο τσακισμένη από πριν και κάθε φορά ορκιζόμουν πως δε θα γύρναγα ξανά. Και κάθε φορά γυρνούσα.
Κι εσύ το ίδιο.
Έπειτα ήρθαν τα πραγματικά άσχημα.
Όταν πια εγώ είπα τέρμα, δεν πάει άλλο, τέλος ως εδώ. Ξεκίνησαν τα ακατάπαυστα τηλεφωνήματα, οι καυγάδες, οι βρισιές, οι απειλές. Όσα πικρά λόγια δεν είχαμε ξεστομίσει ο ένας στον άλλο τόσα χρόνια, τα ανταλλάξαμε όλα τότε. Κι ύστερα ο πάγος. Η απομάκρυνση. Η ανακωχή.
Και νέες ρότες στη ζωή του καθενός. Νέες αγάπες, νέα όνειρα, νέες ζωές.
Μέχρι που κάποια στιγμή, χωρίς λογική αιτία καμιά, βρεθήκαμε ξανά. Φαίνεται δεν είχαν τακτοποιηθεί ακόμα όλοι οι λογαριασμοί μεταξύ μας.
Και γι άλλη μια φορά δε μας βγήκε. Είχαν πια σπάσει πολλά πράγματα. Είχαν τελειώσει άλλα τόσα.
Εσύ το κατάλαβες πιο γρήγορα από μένα.
Εγώ δυσκολεύτηκα. Σου είχα βλέπεις αδυναμία.
Ευτυχώς όμως το βλέπω πια και εγώ. Εδώ και καιρό. Πολύ καιρό. Οι διεργασίες, οι αλλαγές είχαν γίνει μέσα μου χωρίς να τις έχω συνειδητοποιήσει.
Κατάλαβα κάποια στιγμή πως είχαν όλα πια τελειώσει. Πως η μαγεία σου είχε σπάσει. Πέρα από το αρχικό σοκ που σε είδα μπροστά μου, δεν ένιωθα τίποτα άλλο.
Όχι πως δε σ’ αγαπώ ακόμα.
Σ’ αγαπώ. Για πράγματα που εσύ ίσως ποτέ δε φαντάστηκες.
Σ’ αγαπώ για το πρώτο μας φιλί. Για την πρώτη μας νύχτα μαζί. Για την κάθε μας νύχτα μαζί. Για τη φορά που ήρθες κάτω από το σπίτι του Σπύρου και μου έκανες καντάδα το Σ’ αγαπώ γιατί είσαι ωραία. Για τις δυόμισι ώρες Αθήνα–Βόλο. Για τη νύχτα που κατέβαινες ένα σκοτεινό μονοπάτι για να έρθεις να με βρεις στο νησί. Σ’ αγαπώ επειδή κάθε πρωί που σηκωνόσουν πριν από μένα, τραβούσες το σεντόνι και με σκέπαζες. Σ' αγαπώ για όλες τις φορές που ήμασταν στο αυτοκίνητο, εσύ οδηγούσες, τα χιλιόμετρα ξεδιπλώνονταν μπροστά μας, και δε μιλούσαμε. Άπλωνα μόνο το χέρι μου κι άγγιζα το δικό σου πάνω στο λεβιέ των ταχυτήτων κι εσύ, πάντα, στρεφόσουν προς το μέρος μου και μου γελούσες. Σ’ αγαπώ για όλα τα όμορφα ψέματα που μου χάρισες.
Αγαπώ αυτό που ζήσαμε μαζί. Σ’ αγαπάω και σένα, περισσότερο απ’ όσο εσύ ο ίδιος αγαπάς τον εαυτό σου και θέλω να είσαι πάντα καλά και να είσαι ευτυχισμένος.
Όμως δε σ’ αγαπώ πια. Δε σ’ αγαπώ σαν άντρα πια.
Δε θα στοιχειώσεις γι άλλη φορά τις σκέψεις μου, τις νύχτες μου, τις ώρες μου.
Δε θα παίξει ρόλο ένα ακόμα ψέμα, δε θα μπορέσει να με γυρίσει ξανά πίσω κοντά σου. Ούτε κι αν είναι όμορφο ψέμα. Άλλωστε, τι παραπάνω θα μπορούσες άραγε να μου πεις που δε μου το ΄χεις πει ήδη;
Το κουδούνι χτύπησε.
Σηκώθηκα χωρίς βιασύνη να σου ανοίξω.
Εκείνη τη στιγμή, απ’ το ραδιόφωνο ακούστηκε ένα παλιό τραγούδι…
Σφύριζες τον ίδιο το σκοπό
θα 'τανε δε θα 'ταν καλοκαίρι
κι όπως η κουβέντα το 'χε φέρει
γύρισες και μου πες σ' αγαπώ
Τι να λησμονήσω, τι να θυμηθώ
ήταν μια φορά κι έναν καιρό…
Σφίχτηκε για λίγο η καρδιά μου… Όμως έτσι είναι… Ο κύκλος μας έχει κλείσει. Είμαι πια ελεύθερη από σένα.
Μη μου πεις λοιπόν κανένα ψέμα απόψε.
Άσε τη βραδιά να κυλήσει απλά, να τα πούμε σαν δυο παλιοί φίλοι, σαν δυο παλιοί εραστές, σαν δυο άνθρωποι που αγαπήθηκαν πολύ και μισήθηκαν άλλο τόσο και που τώρα πια έχουν κάνει ανακωχή…
Εγώ τουλάχιστον, έτσι νιώθω.
Κι αν απόψε το βράδυ βρεθώ για άλλη μια φορά στην αγκαλιά σου, μη γελαστείς, μη νομίσεις, μην πιστέψεις πως ο δρόμος μου με φέρνει ξανά κοντά σου. Ακόμα κι αν δεις ένα δάκρυ να κυλήσει μη του δώσεις σημασία.
Θα ’ναι μόνο for the old times shake… Θα είναι ένα αντίο στα όσα ζήσαμε μαζί.
Και πού ’σαι, να προσέχεις.
Πέμπτη, Ιουνίου 02, 2005
Καλό μήνα...
...σε όλους, αν και το καλοκαιράκι φαίνεται να παίζει ακόμα κρυφτό.
Που θα παει όμως, θα έρθει κι αυτό, έστω και με το πάσο του.
Το μπλογκ στήθηκε ξανά, οι πατάτες στο template ξεριζώθηκαν (ας είναι καλά η Dis), κι εγώ επέστρεψα.
Ένα μικρό προβληματάκι στο πως βλέπει κανείς το μπλογκ, (και αφορά όσους χρήστες χρησιμοποιούν τον Internet Explorer) φαντάζομαι θα διορθωθεί κι αυτό όπου να ναι. Όσοι έχετε τον Mozilla δε θα έχετε πρόβλημα.
Till then,
take care and have fun.
Που θα παει όμως, θα έρθει κι αυτό, έστω και με το πάσο του.
Το μπλογκ στήθηκε ξανά, οι πατάτες στο template ξεριζώθηκαν (ας είναι καλά η Dis), κι εγώ επέστρεψα.
Ένα μικρό προβληματάκι στο πως βλέπει κανείς το μπλογκ, (και αφορά όσους χρήστες χρησιμοποιούν τον Internet Explorer) φαντάζομαι θα διορθωθεί κι αυτό όπου να ναι. Όσοι έχετε τον Mozilla δε θα έχετε πρόβλημα.
Till then,
take care and have fun.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)
People I know
Ο Νίκος. Εξαιρετική κιθάρα. Κάμποσα χρόνια σε ωδείο στην κλασσική, μετά ηλεκτρική, είχε ταλέντο, ήταν νέος, είχε εμφάνιση. Δούλεψε πολύ, δο...
-
UPDATE Το συγκεκριμένο θέμα έχει ανανεωθεί με καινούριο ποστ εδώ , όπου δίνω νέες πληροφορίες για τους τρόπους παρασκευής χειροποίητου σαπου...
-
Για τη Βίκη έχω γράψει και παλιότερα. Έχουμε εφτά χρόνια διαφορά, είναι το πρώτο μου ανίψι, κι έχουμε μεγαλώσει σχεδόν σαν αδελφάκια. Αφού ...
-
Ο Νίκος. Εξαιρετική κιθάρα. Κάμποσα χρόνια σε ωδείο στην κλασσική, μετά ηλεκτρική, είχε ταλέντο, ήταν νέος, είχε εμφάνιση. Δούλεψε πολύ, δο...