Κάποιο πρωί ανεβαίνοντας με τα πόδια για το γραφείο, σε βρήκα στα φανάρια της Αχαρνών, τρομαγμένο απ' τα αυτοκίνητα και τους ανθρώπους, να προσπαθείς να διασχίσεις το δρόμο, κάνοντας ένα βήμα εμπρός και τρία πίσω.
Σταμάτησα στο φανάρι και σε κοίταξα. Στύλωσες τις καστανές, παραπονεμένες ματάρες σου στις δικές μου και με πλησίασες διστακτικά χαμηλώνοντας το κεφάλι.
Σου έδωσα το χέρι μου να το μυρίσεις και σε λίγο σου χάιδευα τη μουσούδα.
Ήσουν ταλαιπωρημένος, τρομαγμένος, πολύ αδύνατος και αδύναμος. Φορούσες λουράκι στο λαιμό. Έσκυψα και το κοίταξα, είχες μια μικρή ταυτότητα με το όνομά σου κι ένα μισοσβησμένο τηλεφωνικό αριθμό.
Σε φώναξα να έρθεις κοντά μου κι εσύ μ' ακολούθησες όλο εμπιστοσύνη μέχρι την Πλ. Αμερικής. Ήταν Σάββατο πρωί.
Πίστεψα πως θα βρούμε γρήγορα τους ιδιοκτήτες σου για να σε επιστρέψουμε σε 'κείνους. Το τελευταίο νούμερο του τηλεφώνου ήταν σβησμένο, οπότε άρχισα να κάνω τηλεφωνήματα με μαντεψιές. Ξεκινήσα απ' το μηδέν, μετά το ένα, μετά το δύο... κάποια στιγμή το πέτυχα.
-Καλημέρα σας. Μήπως χάσατε ένα λυκόσκυλο, περίπου έξι μηνών;
-......
-Ναι, με ακούτε; Επειδή φοράει λουράκι με τηλεφωνικό αριθμό και το νούμερο μπορεί να είναι το δικό σας... δε φαίνεται και πολύ καλά ο τελευταίος αριθμός. Το όνομά του είναι Έκτορας.
-Δεν τον χάσαμε κυρά μου, κι άμα τον βρήκες χάρισμά σου. Εμείς δεν τον θέλουμε άλλο. Και να μην ενοχλείτε πρωί - πρωί στα ξένα σπίτια.
Έμεινα σα μαλάκας να κοιτάζω την τηλεφωνική συσκευή. Είχαν ακούσει καλά τ' αυτιά μου; Τι μου έλεγε αυτό το υποκείμενο δηλαδή στο τηλέφωνο; Δεν τον είχαν χάσει; Δηλαδή...
...δηλαδή αυτό σήμαινε τον είχαν παρατήσει στο δρόμο;
Σκέφτηκα να πάρω ξανά και να του κατεβάσω όλα τα εξαπτέρυγα, αλλά τότε εσύ μου γάβγισες σιγανά λες και μου 'λεγες "άστο, δεν αξίζει τον κόπο".
Σε κοίταξα, με κοίταξες, και συννενοηθήκαμε. Εσύ μόλις είχες βρει καινούριο αφεντικό κι εγώ μόλις είχα αποκτήσει σκύλο.
Περάσαμε όλη τη μέρα στο γραφείο παρέα. Κατά το μεσημεράκι, αφού σε είχαμε ταίσει και ποτίσει, σε πήρα να σε πάω στον κτηνίατρο.
-Είναι πολύ ταλαιπωρημένος, Ιφιγένεια, μου είπε ο Απόστολος, ο κτηνίατρος. Είναι κανένα μήνα στο δρόμο, υποφέρει από ασιτία και αφυδάτωση, έχει τρομερή έλλειψη ασβεστίου κι είναι ακόμα μικρός. Είναι περίπου έξι μηνών. Έχουν πειραχτεί τα νεύρα του αυτιού του από την πείνα και πιθανόν δε θα σηκώσει ποτέ κανονικά τ' αυτιά του. Έχουν πειραχτεί και τα οστά στα πόδια του και η πατούσα του πατάει όλη κάτω. Χρειάζεται καιρό θεραπεία και ασβέστιο και ειδική διατροφή...
Φυσικά μου τα 'λεγε όλα αυτά ξέροντας εκ των προτέρων πως θα σε κρατούσα. Τα 'λεγε έτσι απλά λόγω επαγγελματικής συνήθειας. Εγώ ούτε που τον άκουγα. Σκεφτόμουν μονάχα αν θα καταφέρω να σε κάνω καλά.
Σε πήρα στο σπίτι. Τότε έμενα με τον πρώην μου, σ' ένα δυαράκι, δώμα, στον τρίτο όροφο μιας πολυκατοικίας. Στην πολυκατοικία δεν υπήρχε ασανσέρ. Εσύ δεν μπορούσες με τίποτα να ανέβεις τα σκαλιά. Τα πόδια σου δε σε στηρίζανε. Φώναξα τον Γ. και σε ανεβάζαμε αγκαλιά για τρεις ορόφους.
Άρχισε ο αγώνας να γίνεις καλά, να συνέλθεις.
Ειδική διατροφή, μετρημένη μέχρι γραμμάριο μέχρι να επανέλθει ο οργανισμός σου στα φυσιολογικά. Ασβέστιο σε απίστευτες δόσεις καθημερινά. Χρειάστηκε ένας μήνας να μπορέσεις να πατήσεις γερά στα πόδια σου και άλλος ένας ν' αρχίσει το βάρος σου να αυξάνει και λίγο μετά, έτρεχες σα σίφουνας στην ταράτσα κι ανεβοκατέβαινες τα σκαλιά πριν από μένα.
Ο τότε γάτος μου, ο Μπιτιγιού, σου είχε πάρει τον αέρα κανονικά. Σου έτρωγε το φαί, κοιμόταν στο σπιτάκι σου κι όταν τον έπιανε η μούρλα έδινε μια, πήδαγε στην πλάτη σου και καθισμένος σαν το μαχαραγιά στην ράχη του ελέφαντα, αφηνόταν να τον πηγαίνεις βόλτες πέρα δώθε στην ταράτσα.
Τα μεσημέρια κοιμόσασταν και τα δυο στο κιόσκι, στη σκιά, και τις νύχτες κουλουριασμένοι αγκαλιά στο χαλάκι της εξώπορτας.
Μεγάλωνες μέρα με τη μέρα, δυνάμωνες μέρα με τη μέρα.
Ένα πρωί είδες μια περίεργη κίνηση στην απέναντι ταράτσα, έναν νεαρό που προσπαθούσε να στερεώσει μια κεραία.
Θεώρησες ύποπτες τις κινήσεις του ή δε σου άρεσε η φάτσα του, δεν το ξέρω. Όμως εκεί που ήμουν μέσα και μαγείρευα, άκουσα για πρώτη φορά το γαύγισμά σου. Όχι αυτό που έκανες σε εμάς, όλο χαρά και νάζι. Ούτε το άλλο που είχες για τον Μπιτιγιού όταν παίζατε παρέα. Ένα γαύγισμα που βγήκε απ' το στέρνο σου, κι ακούστηκε λες και το είχαμε βάλει στα μεγάφωνα. Γαύγισμα που σήμαινε "εδώ είναι το σπίτι μου, μη μου κουνιέσαι μαλάκα, θα σε κάνω κιμά". Τα 'παιξα. Βγήκα να δώ ποιο σκυλί γαύγισε έτσι. Κι ήσουν εσύ, ανεβασμένος με τα μπροστινά πόδια στο τοιχάκι της ταράτσας, να πουλάς τσαμπουκά στον απέναντι.
Έσκασα στα γέλια, γιατί ήταν η πρώτη φορά που σε έβλεπα να υψώνεις το ανάστημά σου, φυλώντας την "ιδιοκτησία" των αφεντικών σου, αλλά και γιατί ο ταλαίπωρος νεαρός που κόντεψε να τα παίξει, δεν μπορούσε να δει πως όσο εσύ αγρίευες, ο Μπιτιγιού έπαιζε με την ουρά σου κι είχε κρεμαστεί ολόκληρος πάνω σου...
Τις Κυριακές ήσουν η ψυχοθεραπεία μου. Σ' έπαιρνα και φεύγαμε μεγάλες βόλτες μαζί. Σε πήγαινα σε μια τεράστια αλάνα κοντά στα σχολεία και σ' άφηνα να τρέξεις όσο τραβούσε η ψυχή σου. Τρέχαμε μαζί, σου πέταγα τις μπάλες σου και ένα κομμάτι ξύλο κι εσύ μου τα έφερνες πίσω. Με κυνηγούσες και μόλις έκανα πως έπεφτα κάτω ερχόσουν όλο αγωνία να μου γλείψεις τα μούτρα, και τότε πεταγόμουν ξανά πάνω και το παιχνίδι άρχιζε απ' την αρχή.
Τα καλοκαιρινά βράδυα, όταν οι καυγάδες με τον Γ. έδιναν κι έπαιρναν κι εκείνος έφευγε κοπανώντας πίσω του την πόρτα, εσύ έτρεχες πάντα πίσω του φωνάζοντάς τον στη σκυλίσια γλώσσα σου. Άπλωνες το πόδι σου κι έξυνες την πόρτα. Παραπονιόσουν και κλαψούριζες. Του είχες αδυναμία.
Κι ύστερα γύρναγες το κεφάλι και με κοίταγες κι ερχόσουν αμέσως να τριφτείς στα πόδια μου. Όταν έκλαιγα ακουμπούσες τη μουσούδα σου στα γόνατά μου και μου έγλειφες τα χέρια. Μια νύχτα κοιμηθήκαμε αγκαλιά, έξω, εγώ πάνω σε μια πολυθρόνα, κι εσύ κουλουριασμένος στα πόδια μου. Ήμουν χάλια εκείνη τη νύχτα, κι εσύ δε μ' άφησες λεπτό.
Το πρωί με ξύπνησες με γλυψίματα και γαυγίσματα. Ήθελες βόλτα και παιχνίδι. Δεν είχα κουράγιο.
Μου φερες το μπαλάκι σου. Δεν είδες αντίδραση. Το άφησες κάτω κι άρχισες να φέρνεις ένα ένα όλα σου τα παιχνίδια. Στο τέλος έφερες το λουρί σου. Αυτό ήταν το μεγάλο επιχείρημα, το μεγάλο σου όπλο. Όταν είδες ότι δεν κουνιόμουν απ' την πολυθρόνα, σταύρωσες τα πόδια σου, ακούμπησες την κεφάλα σου πάνω τους και αναστέναξες.
Κι εκείνος ο αναστεναγμός σου με ξεκούνησε, μ' έκανε να πάρω ξανά μπροστά, να σηκωθώ, ν' αφήσω στην άκρη την κατάθλιψη και τα προβλήματά μου, και να χαμογελάσω στη φάτσα που με κοίταγε όλο προσμονή.
Ένα χρόνο και ήσουν κοντά μου. Ένα χρόνο και, μοιραστήκαμε μέρες, νύχτες, παιχνίδια, γέλια, μαλώματα, και αγάπη, πολύ αγάπη.
Αγάπη που μου την πρόσφερες απλόχερα, όση αγάπη είχε το σκυλίσιο μυαλό και η καρδιά σου.
Κάποια στιγμή ο Γ. αποφάσισε να φύγει από το σπίτι. Ο χωρισμός μας δεν ήταν εύκολος ούτε ανώδυνος. Ήξερα όμως πως θα πήγαινε να ζήσει στην επαρχία, σ' ένα σπίτι με τεράστιο κήπο... κι έπρεπε να αποφασίσω αν θα σε αφήσω να πας μαζί του. Ήσουν το σκυλί μου, αλλά ήσουν και δικό του σκυλί. Η απόφαση όμως ήταν δική μου. Εγώ έπρεπε να πώ το ναι ή το όχι.
Πάλεψα δέκα μέρες να αποφασίσω. Δεν ήθελα να σε δώσω, αλλά ξέροντας πως θα είχες την ευκαιρία να ζήσεις στη φύση, σ' ένα μεγάλο κτήμα όπου θα μπορούσες ν' αλωνίζεις και να κάνεις ό,τι θέλεις, δε μου πήγαινε η ψυχή να σε κρατήσω στην Αθήνα, στην ταράτσα μιας πολυκατοικίας...
Απ' την άλλη, φοβόμουν μήν τυχόν και δε σε προσέξει ο Γ. όσο θα ήθελα. Είχα ένα κακό δείγμα συμπεριφοράς του απέναντι σε ζώο στο παρελθόν, όμως με σένα τα πήγαινε καλά. Σε αγαπούσε, σε είχε φροντίσει μαζί μου, είχε κοπιάσει, του είχες αδυναμία, σε ήθελε...
Έσκασα για δέκα μέρες. Στο τέλος αποφάσισα να σε δώσω. Πίστεψα πως έτσι ήταν το καλύτερο για σένα. Έπιασα τον Γ. και του εξηγήθηκα: Θα τον πάρεις τον Έκτορα, αλλά έχε το νου σου κακομοίρη μου. Εμείς μπορεί να τελειώσαμε, αλλά το ζώο ήταν και θα είναι δικό μου. Θα κατεβαίνω να το βλέπω, είτε θες να με δεις είτε όχι. Αν σε οποιαδήποτε στιγμή το δω αφρόντιστο ή κακοποιημένο βρες τρύπα να κρυφτείς. Αν πάθει κάτι και φταις εσύ μαύρη σου η ώρα. Κι αν τυχόν, σε οποιαδήποτε στιγμή αποφασίσεις πως δεν μπορείς να συνεχίσεις τη φροντίδα του, πως δεν τον θέλεις για οποιοδήποτε λόγο, θα με πάρεις τηλέφωνο και θα κατέβω να τον πάρω. Είμαστε σύμφωνοι;
...Μου έδωσε το λόγο του.
Σε ξεγέλασα για να μπεις στο αυτοκίνητο, τάχα πως θα σε πηγαίναμε βόλτα. Χαιρόσουν. Όταν είδες πως δεν έμπαινα κι εγώ άρχισες να κλαψουρίζεις παραπονεμένα. Έτρεξα να φύγω γρήγορα, να μη βλέπω τη μουσούδα σου κολλημένη στο τζάμι και τις πατούσες σου να ξύνουν την πόρτα.
Στα επόμενα χρόνια κατέβαινα όσο πιο συχνά μπορούσα στον Γ. Σε έβλεπα φορά τη φορά να μεγαλώνεις, να γίνεσαι σωστό θηρίο. Έφτασες τα 70 κιλά. Ήσουν ο αρχηγός του κτήματος και ο φύλακας της γειτονιάς.
Καθώς το αυτοκίνητο κατηφόριζε το στενό κι ερχόμασταν προς το σπίτι, έχωνες τη μουσούδα σου στα κάγκελα και μόλις άνοιγα την πόρτα και μ' έβλεπες άρχιζες να κάνεις σαν τρελό.
Χοροπήδαγες δυο μέτρα πάνω μέχρι που μια μέρα έδωσες ένα σάλτο και πήδηξες έξω από τα κάγκελα. Μου κόπηκε η ψυχή, φοβήθηκα μην τσακιστείς, εσύ όμως έτρεξες στην αγκαλιά μου και μ' έριξες κάτω. Ούτε να σε μαλώσω δεν μπορούσα.
Όσο βρισκόμουν εκεί, εγώ ήμουν το αφεντικό σου. Άκουγες ότι κι αν σου έλεγα, ακολουθούσες μονάχα εμένα. Κάναμε βόλτες στο κτήμα κι ήσουν η σκιά μου, κι εγώ χαιρόμουν που έστω και για λίγο ήμασταν ξανά μαζί.
Είχα πάνω από χρόνο να κατέβω να σε δω. Με τον Γ. αραιώσαμε τα πολλά-πολλά, η ζωή με πήρε κουτρουβάλα, δεν είχα χρόνο. Τον ρωτούσα κάθε φορά στο τηλέφωνο:
-Τι κάνει ο Έκτορας;
-Μια χαρά είναι, θηρίο, όπως τον ξέρεις, μην ανησυχείς.
-Το νου σου στο σκυλί.
-Μην ανησυχείς, βρε, είναι μια χαρά σου λεω.
Κι εγώ ήμουν ήσυχη.
Πριν λίγο καιρό χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν ο Γ.
-Έχω να σου πω κάτι που θα σε στεναχωρήσει κάπως, αλλά πρέπει να το μάθεις.
-Λέγε...
-Κοίτα Εφάκο, ο Εκτοράκος δεν είναι πολύ καλά... Δεν είναι καθόλου καλά για την ακρίβεια. Έχει πάθει Καλαζάρ και δεν είναι σίγουρο αν θα καταφέρει να τη βγάλει καθαρή. Λυπάμαι, αλλά έπρεπε να το ξέρεις.
Το πόσο ξέσπασα και τα πόσα του έσυρα δεν έχουν πια καμία σημασία.
Το αν ένιωσα κι αν νιώθω ακόμα ένοχη, αν με πνίγουν οι τύψεις που σε εμπιστεύτηκα στα χέρια του δεν έχει καμία σημασία.
Το αν ο Γ. φταιει, το αν δε σε φρόντισε σωστά, το αν σε παράτησε, το αν δε σε πήγε έγκαιρα στο γιατρό, το αν ευθύνεται για την πορεία της ασθένειάς σου ή όχι, δεν έχει πια καμιά σημασία.
Το ότι μετανιώνω που δεν κατέβηκα τόσο καιρό να δω αν είσαι καλά, δεν έχει πια καμιά σημασία.
Τίποτα πια δεν έχει σημασία.
Σήμερα χτύπησε πάλι το τηλέφωνο. Ήταν ο Γ.
-Εφούλα...
-Τι έπαθε ο Έκτορας; Τελείωσε...; τον ρώτησα κι η ψυχή μου πήγαινε να σπάσει.
-Όχι, αλλά... να, ξέρεις. Μου είχες πει πως αν η πορεία του δεν είναι καλή, αν φτάσει σε άσχημο σημείο, να...
-....
Δεν είχα μιλιά. Ήξερα τι ήθελε να πει. Ναι, εγώ του το είχα ζητήσει. Αν δεν γινόταν τίποτα άλλο πια για σένα καρδούλα μου, να κάποια στιγμή πονούσες πολύ, αν γινόσουν χάλια, δεν ήθελα να παρατείνουμε το μαρτύριό σου και την αρρώστεια σου.
-Εφούλα, μ' ακούς;
-Σε ακούω.
-Αύριο το πρωί θα τον πάω για ευθανασία. Τον πήραν τα κλάματα.
Δεν μ' ένοιαζε που έκλαιγε. Δεν μ' ένοιαζε. Η ψυχή μου μάτωνε. Η ψυχή μου ματώνει ακόμα.
-Κάνε ό,τι χρειάζεται. Δώσε μου το λόγο του ότι θα μείνεις κοντά του ως τέλος. Πάρτον μαζί σου απόψε, κάνε ότι μπορείς, κράτα τον αγκαλιά όλη νύχτα. Δε θέλω να σου μιλήσω άλλο. Δεν μπορώ. Υποσχέσου μου μονάχα πως θα τον κρατήσεις αγκαλιά...απο μένα.
Έκλεισα το τηλέφωνο.
Έκτορα σ' αγάπησα πολύ. Σ' αγαπώ πάντα. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την αγάπη που μου έδωσες, τη χαρά που έζησα κοντά σου. Δε θα ξεχάσω τον τρόπο που ανέβαζες που και που το ένα ή το άλλο σου αφτί. Δεν μπορούσες να τα κρατήσεις όρθια και τα δυο, κι εγώ σε λάτρευα έτσι, με τα αυτάκια σου πεσμένα.
Συγχώρα με Εκτοράκο μου που δεν μπόρεσα να σε προστατέψω περισσότερο.
Σε έσωσα από τους δρόμους, και τότε έκανα αυτό που νόμιζα πως θα ήταν καλύτερο για σένα. Μου λείπεις. Μου έλειψες όλα αυτά τα χρόνια. Κι απο δω και πέρα θα μου λείπεις για πάντα, αλλά δε θα μπορώ πλέον να κατέβω να σε δώ.
Η ψυχή μου απόψε ματώνει.
Και θα ματώνει για καιρό.
Καλό ταξίδι, φιλαράκι μου. Καλό ταξίδι Εκτοράκο.