Τετάρτη, Ιουνίου 28, 2006

Καλοκαίρι

Τσιμεντένια προβλήτα κι ένα τσίγκινο, στρογγυλό τραπεζάκι, ξεκομμένο απ' τα υπόλοιπα. Τραπεζάκι βαμμένο με μπλε λαδομπογιά που έχει ξεφτίσει στις άκρες.
Το πήρε και το έσυρε τρία μέτρα πιο μπροστά από τα άλλα, το έστησε μόνο του, εκεί στη μέση, παρέα με την ψάθινη καρέκλα.
Δεν είναι κανείς τούτη την ώρα στην παραλία, κανείς πέρα από 'κείνον, καθισμένο τρία μέτρα μπροστά απ' τα υπόλοιπα τραπεζάκια, σαν το μαέστρο μιας ορχήστρας. Έχει την πλάτη του γυρισμένη στο υπόστεγο με την άσπρη τέντα και το βλέμμα του στυλωμένο στον ορίζοντα της θάλασσας.

Δίπλα του ακουμπισμένο ένα ποτήρι ούζο κι ένα μπουκάλι νερό.
Φυσάει μελτέμι κι η θάλασσα αφρίζει. Σκάζουν τα κύματα στα βράχια, πιτσιλίζουν την προβλήτα, φτάνουν ένα μέτρο μακριά απ' τα πόδια του. Το τσιγάρο καίγεται αργά στα δάχτυλά του. Που και που σηκώνει το ποτηράκι με το ούζο, το φέρνει ως τα χείλη, το μυρίζει, κι έπειτα το αφήνει ξανά κάτω.
Ο ήλιος είναι χαμηλά, η θάλασσα λάμπει σαν λιωμένο ασήμι κι ο αφρός των κυμάτων της μοιάζει με δαντελένιο φουρό.
Ήχος άλλος δεν ακούγεται, παρά μόνο ο παφλασμός της θάλασσας. Ο γέρος που έχει την ταβέρνα του είπε κανά μισάωρο νωρίτερα πως θα έκλεινε.
Δεν έχει τουρίστες, λεει, τέτοια εποχή, από συνήθειο έρχεται κάθε μέρα στην ταβέρνα, από συνήθειο κι από ανία. Τι να κάνει σπίτι μονάχος, πώς να περάσει η ώρα μες τα τέσσερα ντουβάρια;
Ήθελε τάχα παρέα; Να καθόταν μαζί του να πιουν ένα ούζο; Όχι; Καλά, τότε εκείνος θα έφευγε, αλλά δε θα κλείδωνε την πόρτα της ταβέρνας. Ποτέ δεν κλείδωνε. Αν ήθελε ας έμπαινε μέσα να πάρει κι άλλο νερό, κι άλλο ούζο.
Αν φοβάται που αφήνει ξεκλείδωτα; Τι να φοβηθεί, καλό και τούτο… Πενήντα ψυχές είναι δεν είναι όλες στο νησί. Ποιον να φοβηθεί;
Οπότε θα πήγαινε κι αυτός σιγά - σιγά. Θα του τηλεφωνούσε η κόρη του σήμερα, έτσι είπαν την τελευταία φορά που τον πήραν, παππού Θανάση, θα σε πάρουμε πάλι την Παρασκευή, ναι έτσι του είπαν, γι' αυτό πρέπει να βιαστεί τώρα, θέλει ν' ακούσει τα εγγόνια του. Ένα μήνα έχουν που έφυγαν και πώς θα κυλήσει πάλι ένας χρόνος ολάκερος μέχρι να τα ξαναδεί…
Εκείνος σχεδόν δεν άκουγε τις κουβέντες του γέρου, κι ούτε πάνω από δυο κουβέντες δεν ξεστόμισε σε απάντηση. Με γνεψίματα και κουνήματα του κεφαλιού έγινε στο μεγαλύτερο μέρος η συνεννόησή τους.

Και τώρα ήταν ξανά μόνος του. Με το μυρωδάτο ούζο στο ποτήρι, το τσιγάρο που κρατάει μηχανικά και δεν έχει πάρει χαμπάρι πως του το 'σβησε η αλμύρα των κυμάτων.
Έχει ανεβασμένο το ένα του πόδι στο στήριγμα της καρέκλας κι ακουμπάει το μπράτσο πάνω στο γόνατό του. Το άλλο του χέρι είναι χαλαρά ακουμπισμένο στο τραπεζάκι και χαϊδεύει την ιδρωμένη επιφάνεια του ποτηριού.
Αφήνει τον αγέρα της θάλασσας να τον ποτίσει, να τον διαπεράσει ως μέσα, στα κατάβαθα της καρδιάς του. Κλείνει τα μάτια κι ανασαίνει βαθιά και με κάθε ανάσα νιώθει κι ένα βάρος να φεύγει, νιώθει κι έναν χρόνο να σβήνεται.
Χτες ακόμα τέτοια ώρα ήταν πενήντα έξι χρόνων. Πενήντα έξι!
Εκείνος, ο Άλκης, πενήντα έξι. Κι ένιωσε ξαφνικά εξήντα έξι, εβδομήντα έξι, εκατόν έξι. Ένιωσε ξοφλημένος, γέρος και μόνος. Απίστευτα, αφόρητα μόνος.
Στεκόταν έξω απ' το γραφείο του όταν χτύπησε το κινητό του.
Η Αθήνα ήταν καμίνι, η γραβάτα στον λαιμό τον έπνιγε, το πουκάμισό του τον έσφιγγε, ο χαρτοφύλακας στο χέρι του βάραινε λες και κουβαλούσε τις αμαρτίες όλου του κόσμου.
Βλαστήμησε πνιχτά κι έβαλε το χέρι στη μέσα τσέπη του σακακιού του. Ψάρεψε το κινητό και κοίταξε την οθόνη. Ο Μίλτος ήταν. Τι να ήθελε τέτοια ώρα;

Απάντησε βιαστικά.
Ναι, ναι τον άκουγε.
Ναι, μόλις έβγαινε απ' το γραφείο, είχε να τρέξει σε ραντεβού μ' έναν ιδιότροπο πελάτη.
Γιατί του τηλεφωνούσε; Αν ήταν για την καθιερωμένη συνάντηση του Σαββάτου θα την έκαναν όπως συνήθως, θα ερχόταν και η Μάγδα αυτή τη φορά, και…
Όχι τον άκουγε. Τι νέο;
Τι θα πει κάτι δυσάρεστο; Ποιος; Ε, τι έγινε με τον Νίκο; Δεν ήταν καλά; Μα χτες το βράδυ μιλούσαν και κανόνιζαν τα του Σαββάτου, μα τι συνέβη; Πότε; Και που τον έχουν, σε ποιο νοσοκομείο; Να πάρει ένα ταξί, να τρέξει…
Τι θα πει δεν είναι ανάγκη; Τι του έλεγε ο Μίλτος; Τι θα πει ξαφνικά και δεν ήταν δυνατό να γίνει κάτι, και…
Νεκρός; Νεκρός; Ποιος ήταν νεκρός; Ο Νίκος; Εγκεφαλικό;
Αύριο, στο Πρώτο Νεκροταφείο;
….

Ναι, ναι, τον άκουγε. Ναι, θα επικοινωνούσε ο ίδιος με τη Μάγδα, ναι θα έπαιρνε και τον Οδυσσέα. Όχι, φυσικά δε θα το ξεχνούσε, ναι θα κανόνιζαν απόψε κιόλας να περάσουν να δούνε την Μαρίνα.
Έκλεισε το τηλέφωνο κι απόμεινε να κοιτάζει τη συσκευή σα χαμένος.
Του φαινόταν σαν αλλόκοτο, εξωγήινο, γιγαντιαίο έντομο στην παλάμη του. Το μυαλό του κόλλησε, όπως κολλούσε πάνω του και το ακριβό, λευκό του πουκάμισο.
Σήκωσε αργά το κεφάλι του και κοίταξε γύρω του.
Στεκόταν στη Σταδίου κι όλα γύρω του ήταν ίδια, ίδια και ξένα. Κόσμος πήγαινε κι ερχόταν, οι λαμαρίνες των αυτοκινήτων έλαμπαν στον ήλιο, οι κόρνες έσκιζαν τον αέρα. Κάποιος βιαστικός τον σκούντησε κι ο Άλκης τον κοίταξε σα χαζός. Απέναντί του, στη βιτρίνα ενός κοσμηματοπωλείου μια νεαρή πωλήτρια έβγαζε ένα δαχτυλίδι και του έριξε ένα βλέμμα. Του φάνηκε πως τον κοίταξε όπως κοιτάζουμε ένα σκουπίδι στο δρόμο. Άλλοτε ούτε που το βλέπουμε, άλλοτε απλώς μας προκαλεί ενόχληση. Εστίασε το βλέμμα του και κοίταξε κι εκείνος την αντανάκλασή του στη βιτρίνα.
Ποιος ήταν αυτός που τον κοίταζε; Ποιος ήταν αυτός ο ψηλός, εύσωμος άντρας, με τα γκριζόμαυρα σπαστά μαλλιά που είχαν πια αραιώσει στα πλάγια, τα γένια των τριών ημερών, το σκούρο μπλε κοστούμι και το χαρτοφύλακα στο χέρι; Ποιος ήταν και γιατί τον κοίταζε έτσι;
Σήκωσε αργά το χέρι του κι άγγιξε το μάγουλό του. Η αντανάκλασή του στη βιτρίνα έκανε το ίδιο.
Τρόμαξε. Πισωπάτησε. Εκείνος ήταν αυτός.

Πήρε μια βαθιά ανάσα κι άρχισε να περπατά. Καθώς περπατούσε ξέλυνε τη γραβάτα του. Μπροστά του ξαφνικά είδε έναν κάδο απορριμάτων. Την πέταξε μέσα και συνέχισε.
Έπειτα έβγαλε το σακάκι του. Το έριξε στον ώμο. Ο χαρτοφύλακας τον βάραινε απίστευτα.
Συνάντησε μια στάση λεωφορείου. Ακούμπησε για λίγο στο σιδερένιο παγκάκι. Άνοιξε το χαρτοφύλακα κι έριξε μια ματιά. Χαρτιά, διαφάνειες, σκίτσα. Γραμμές χωρίς νόημα κανένα. Συμβόλαια. Επιταγές. Η πέννα του. Ο φορτιστής του κινητού. Μολύβια. Ένα μικρό καρνέ. Άφησε το χαρτοφύλακα πλάι στη στάση κι έκανε να φύγει.
Έ, κύριος, ξεχάσατε το χαρτοφύλακά σας, άκουσε μια φωνή να του λεει, αλλά δεν έστρεψε το κεφάλι. Συνέχισε να περπατά λες και τον κυνηγούσαν χίλιοι δαιμόνοι. Στ' αυτιά του βούιζαν τα λόγια του Μίλτου. Ο Νίκος… Ο Νικόλας…

Σταμάτησε για λίγο να πάρει ανάσα. Πέρασε το χέρι του στα μαλλιά του και τότε αντιλήφθηκε κάτι να τον βαραίνει στη μέσα τσέπη του σακακιού του. Έβαλε το χέρι του και το πήρε.
Έσκυψε το κεφάλι και είδε το αλλόκοτο, περίεργο μεταλλαγμένο έντομο στην παλάμη του χεριού του. Εκείνη τη στιγμή δονήθηκε κι έβγαλε έναν παράξενο, απόκοσμο ήχο. Στην οθόνη αναβόσβησε ένα όνομα: Μάγδα.
Το έντομο βόμβιζε ακόμα στην παλάμη του. Λίγα μέτρα πιο κάτω βρήκε τον επόμενο κάδο σκουπιδιών. Χωρίς να το σκεφτεί ξεφορτώθηκε το κινητό του και συνέχισε.
Στάθηκε για λίγο σ' ένα περίπτερο και ζήτησε να του δώσουν ένα πακέτο Γκολουάζ. Τι κι αν είχε κόψει το κάπνισμα πριν εφτά χρόνια;
Έπιασε το πακέτο και χάιδεψε την επιφάνειά του. Απέναντί του πήρε το μάτι του ένα μικρό καφέ. Διέσχισε βιαστικά το δρόμο και σε λίγο βρέθηκε να στέκεται στον πάγκο του μαγαζιού μ' έναν κρύο εσπρέσο μπροστά του.

Η Μάγδα, η Μάγδα, σκέφτηκε.
Η Μάγδα που θ' απορούσε και θα τον έψαχνε και τώρα πια θ' ανησυχούσε και θα είχε αρχίσει τα τηλεφωνήματα. Στον Μίλτο, στην Αντιγόνη, στον Οδυσσέα, στη Ντίνα.
Η Μάγδα που θα αναρωτιόταν τι του συνέβη. Η όμορφη, γλυκιά, ξανθιά Μάγδα, με τα αμυγδαλωτά πράσινα μάτια της. Η δική του Μάγδα.
Η Μάγδα που το προηγούμενο βράδυ, όπως ήταν καθισμένοι στη βεράντα του σπιτιού τους κι άπλωνε το χέρι του ν' αγγίξει το δικό της, γύρισε και του 'πε: Δε μας παρατάς τώρα, ρε Άλκη, όρεξη που την έχεις!

Μα να την αγγίξει μονάχα ήθελε. Να την αγγίξει. Να μοιραστεί μαζί της την ομορφιά της νύχτας, την ομορφιά του καλοκαιριού. Να της πει τα νέα του, ν' ακούσει τα δικά της…
Η Μάγδα που κάποτε έτρεχε στην πόρτα και τον αγκάλιαζε, η Μάγδα που τον έπαιρνε στα μισά της μέρας στο γραφείο για να τον "κλέψει" απ' τη δουλειά και να πάνε για φαγητό, η Μάγδα που του γελούσε και στα μάτια της έλαμπαν σαν πράσινα, νιόβγαλτα φύλλα ελιάς. Η δική του Μάγδα.
Η ξανθιά, όμορφη, γλυκιά του Μάγδα.

Πόσο καιρό είχε να τον πάρει ένα τηλέφωνο στη δουλειά; Πότε ήταν που είχε αρχίσει να προτιμάει να πηγαίνει για καφέ με τις φιλενάδες της, να τρέχουν για ψώνια στα εμπορικά κέντρα, να μιλάει για το εγγόνι τους, να βαριέται τις βόλτες τους, να κουράζεται στις εξόδους τους, να γκρινιάζει στις διακοπές τους, να του γυρίζει την πλάτη στο κρεβάτι τις νύχτες;
Πότε, πότε άρχισαν όλα τούτα; Κι εκείνος που ήταν; Γιατί άφησε τα σημάδια χωρίς να τ' ακούσει, χωρίς να τ' αφουγκραστεί;
Πότε ήταν που η παρέα τους, τα δυο ζευγάρια που τόσα χρόνια έζησαν από κοντά, σαν φίλοι χαρές και λύπες, πότε ήταν που ο καθένας τους άρχισε ν' αραιώνει;
Πώς λιγόστεψαν τα γέλια, πώς χάθηκε η πλάκα κι ο χαβαλές τους; Πότε ήταν που κι εκείνος προτίμησε να κυνηγήσει τον επόμενο πελάτη, να μαλώσει με το επόμενο συνεργείο, να επιβλέψει την επόμενη οικοδομή, να αγοράσει άλλο ένα αυτοκίνητο, κι όχι να πάρει ένα τηλέφωνο τους φίλους του; Τους φίλους του!
Τον Μίλτο, τον Οδυσσέα, και τον Νίκο.
Ήταν μαζί τους απ' το Πανεπιστήμιο. Μαζί στρατό, μαζί στα πρώτα επαγγελματικά τους βήματα, κοντινοί οι γάμοι τους, φίλες οι γυναίκες τους, μαζί τα παιδιά τους…
Κι είχε να τους δει από πότε;
Από τον προηγούμενο μήνα, στην περιβόητη μάζωξη του Σαββάτου, πότε στο σπίτι του ενός και πότε του άλλου.
Αν και τελευταία, ούτε καν στα σπίτια τους. Σε ταβερνάκια παραλιακά το καλοκαίρι, σε ψαγμένα εστιατόρια το χειμώνα.
Πότε έγιναν όλα αυτά, πότε άλλαξαν όλα τόσο; Πότε;

Πότε ήταν που η κόρη του έφυγε για σπουδές στην Ιταλία, και πότε που γύρισε παντρεμένη και μ' ένα κουτσούβελο στην αγκαλιά;
Εκείνος, ο Άλκης παππούς… Τι θα πει παππούς;
Εκείνος δεν είχε ακόμα ζήσει τη δική του ζωή, ακόμα δεν είχε κάνει όσα ήθελε να κάνει… Τι θα πει παππούς; Και γιατί η Μάγδα του πέταξε τις προάλλες που της κουβέντιαζε για τις διακοπές τους: Τι σκάφη και νησιά της άγονης γραμμής μου τσαμπουνάς, μωρέ Άλκη; Γέρασες και μυαλό δεν έβαλες. Εδώ έγινες παππούς και μου θες διακοπές αλά Ροβινσώνας Κρούσος.
Τι σημασία έχει που έγινε παππούς; Τι σημασία έχει που στα πενήντα πέντε του ήρθε στον κόσμο ένα βρέφος που είναι παιδί της κόρης του; Τι σημασία έχει που η κόρη του έκανε παιδί στα εικοσιτέσσερά της; Μήπως ρώτησε κανέναν; Ή μήπως εκείνος ρώτησε τους δικούς του όταν παντρεύτηκε τη Μάγδα;

Ούτε που είχαν πατήσει στο γάμο οι δικοί του, αλλά σκασίλα δεν είχαν καμιά οι δυο τους.
Εκείνος φορούσε τζην παντελόνι και λευκό πουκάμισο κι η Μάγδα μακριά, χρωματιστή φούστα με βολάν και ροζ μπλουζάκι με σφηκοφωλιές στο στήθος, τα ξανθά της μαλλιά ανέμιζαν στο αεράκι κι έλαμπε, Θεέ μου πόσο όμορφη ήταν.
Η ζωή ήταν μπροστά τους, τους γελούσε, τους καλούσε να τη γευτούν, να τρυγήσουν κάθε της χυμό, να τη ζήσουν με όλο τους το είναι…
Κι εκείνος, ψηλός, λυγερόκορμος, με τα μακριά του μαλλιά να πέφτουν σκάλες ως τους ώμους του, γελούσε κι αστειευόταν με τους φίλους του όσο περίμενε στα σκαλιά του Δημαρχείου τη Μάγδα να φανεί.
Με τους φίλους του, με τον Μίλτο, τον Οδυσσέα και το Νίκο.

Το Νίκο.
Στο μυαλό του άστραψε ξανά σα λεπίδι το νέο. Ο Νίκος ήταν νεκρός.
Τι θα πει ο Νίκος ήταν νεκρός; Που ακούστηκε ο Νίκος να πεθαίνει;
Πώς, γιατί έγινε αυτό;
Τι εγκεφαλικό και μαλακίες. Ο Νίκος ήταν η ψυχή της παρέας, ο ωραίος, ο αιώνιος έφηβος. Η ζωή κυλούσε ορμητικό ποτάμι απ' τα χέρια του, έσφυζε ζωντάνια, γέλαγε και γελούσε κι η μέρα μαζί του.
Ο Νίκος που του τηλεφώνησε μόλις το προηγούμενο βράδυ να κανονίσουν για την καθιερωμένη τους συνάντηση και του 'λεγε με τη βραχνή, στεντόρεια φωνή του: Ρε, Άλκη, το σκέφτομαι πολύ τελευταία. Τι μαλακίες είναι τούτες που κάνουμε, ρε; Τι μαζώξεις και συνάξεις μια φορά το μήνα; Καταντήσαμε σα τα γερόντια ρε, ξύπνα, τι χάλια είναι τούτα;
Ξέρεις τι λεω, Άλκη; Πάμε να την κοπανήσουμε ρε, πάμε όπως τότε, θυμάσαι το καλοκαίρι που πήραμε τα κωλόχαρτα απ' το Πανεπιστήμιο; Θυμάσαι που την κάναμε κι αντί να πάμε στη Μύκονο όπως όλοι, εμείς πήγαμε στην Κίμωλο; Εκεί να ξαναπάμε φέτος, ρε Άλκη, ακούς μπαγάσα;
Χέσε τους όλους ρε, σου λεω. Τι γραφεία και υποχρεώσεις και κολοκύθια! Πάρε το Μαγδάκι, να πάρω κι εγώ τη Μαρίνα πάρε και τον άλλο, τον άχρηστο τον Οδυσσέα, και να πάμε.
Και να σου πω και κάτι, άμα δε θέλουν οι κυρίες πάμε μόνοι μας ρε συντρόφι! Κι άμα δε θέλουν κι οι υπόλοιποι, πάμε οι δυο μας!
Περνάει η ζωή η κουφάλα, Άλκη, περνάει μ' ακούς; Σε λίγο έτσι όπως πάμε θα μείνουμε θεατές, κι εγώ δεν ήθελα ποτέ μου να 'μαι θεατής. Δε γουστάρω, ρε φίλε, πώς το λένε, δε γουστάρω…

Είχε απορήσει ο Άλκης, είχε ανησυχήσει κιόλας λιγάκι για το φίλο του, αλλά μετά το απέδωσε σε φάση της στιγμής και δεν έδωσε πιο πολύ σημασία. Άλλωστε, είχε να ξυπνήσει πρωί την επομένη, έπρεπε να προλάβει να τρέξει για κάτι τοπογραφικά.
Και τώρα τι; Τι θα έκανε τώρα;
Θα πήγαινε σπίτι του, κι αύριο το πρωί θα πήγαιναν, λεει, πού; Στην κηδεία του Νίκου;
Πνίγηκε. Ένιωσε το αίμα ν' ανεβαίνει στο κεφάλι του, τα μάτια του να θολώνουν.
Πέταξε δέκα ευρώ στον πάγκο κι έφυγε. Βγήκε ξανά στο δρόμο.

Το μελτέμι φύσαγε όλο και πιο δυνατά.
Πήρε στα χέρια του το ποτηράκι με το ούζο και το κατέβασε μονορούφι. Άνοιξε το πακέτο κι έβγαλε ένα ακόμα τσιγάρο. Το άναψε και τράβηξε αργά, ηδονικά μια ρουφηξιά.
Έκλεισε τα μάτια, κι άνοιξε την ψυχή του. Την άφησε στην αλμύρα της θάλασσας, να την ξεπλύνει, να την ξεκουράσει, να τη γαληνέψει, να του τη δώσει ξανά πίσω καθάρια και φρέσκια, να του τη δώσει όπως τότε, τότε που ήταν εικοσιπέντε χρόνων.
Άνοιξε τα μάτια του αργά. Κοίταξε τα δάχτυλα των χεριών του. Δάχτυλα καλλιτέχνη, δάχτυλα ζωγράφου, του έλεγε κάποτε η ερωτευμένη Μάγδα, κι εκείνος γέλαγε, γέλαγε δυνατά.
Μόνο εσένα θα ζωγραφίζω, Μάγδα, μόνο εσένα. Και θα φτιάξω καινούρια κτίρια, ανθρώπινα, θα δεις Μάγδα, κτίρια με ψυχή, με καρδιά, με χρώμα και άρωμα, κτίρια Ελληνικά…
Θα κλέψουμε την αιωνιότητα, Μάγδα, θα την κλείσουμε σ' ένα πορτρέτο, θα την κλείσουμε σ' ένα κτίριο, θα συνεχίζουμε πάντα έτσι, όπως τώρα, κι έσκυβε και τη φιλούσε, και 'κείνη έκλεινε τα μάτια της.
Μη, μη τα κλείνεις τα μάτια σου, Μάγδα, μη, θέλω να βλέπω το πράσινο της θάλασσας, της έλεγε κι η Μάγδα γελούσε, γελούσε…

Έπιασε το σακάκι του που 'χε κρεμασμένο στη ράχη της καρέκλας.
Πήρε το πορτοφόλι του, το άνοιξε κι έβγαλε από μέσα δυο φωτογραφίες.
Στη μια η Μάγδα, εκείνος, η κόρη του και το εγγόνι τους. Την κοίταξε αδιάφορα, οι άνθρωποι που χαμογελούσαν σε 'κείνη τη φωτογραφία του ήταν πια ξένοι. Ή μάλλον κάτι σαν παλιοί γείτονες, που πέρα από ένα γεια δεν έχεις πια τι άλλο να τους πεις.
Την ακούμπησε στο τραπεζάκι και τη στερέωσε με το ποτήρι του νερού.
Πήρε τη δεύτερη φωτογραφία. Την έπιασε τρυφερά, απαλά, χάιδεψε την τσαλακωμένη της επιφάνεια και κοίταξε ένα - ένα τα πρόσωπα που χαμογελούσαν στο φακό.
Τέσσερις νέοι άντρες στην παραλία της Κιμώλου, στην ίδια παραλία που τώρα απλωνόταν μπροστά του. Τέσσερα όμορφα παιδιά, που ξεχείλιζαν νιάτα και έρωτα. Έρωτα για όλα, για τα πάντα, για το σήμερα, για το αύριο, για τη ζωή, ερωτευμένοι, μεθυσμένοι με τις ευκαιρίες, με τους δρόμους που ανοίγονταν μπροστά τους.
Τέσσερα χαμόγελα, τέσσερα ζευγάρια μάτια που γελούσαν περισσότερο απ' τα χείλη… Ο Νικόλας κρατούσε μια κιθάρα αγκαλιά, εκείνος κάπνιζε ένα τσιγάρο, ο Μίλτος έδειχνε το ψάρι που μόλις είχαν ψαρέψει κι ο Οδυσσέας κουβαλούσε δυο κομμάτια ξύλο για ν' ανάψουν φωτιά.
Μια στιγμή στην αιωνιότητα, μια στιγμή αποκομμένη απ' όλα, να μένει εκεί, χαραγμένη ανεξίτηλα στη φωτογραφία.
Ο Άλκης χαμογέλασε αργά.
Έπειτα πήρε την πρώτη φωτογραφία απ' το τραπεζάκι και την κοίταξε καλά. Το ποτήρι είχε αφήσει μια στρογγυλή κηλίδα νερού, που πότισε το χαρτί, κι αλλοίωνε το πρόσωπό του.
Με αργές, μετρημένες κινήσεις, την έσκισε σε δυο, σε τέσσερα, σε έξι κομμάτια. Την κράτησε για λίγο στην παλάμη του χεριού του.
Κι ύστερα άνοιξε τη χούφτα του, και το μελτέμι φύσηξε και σκόρπισε στη θάλασσα τα κομμάτια της.


Photo by Deviant Art

Πέμπτη, Ιουνίου 22, 2006

Η showbiz, το lifestyle, οι stars, τα must, τα trendy,

η Eurovision, οι πίστες, τα Fame story, τα Dream Show, τα mad tv awards, τα βραβεία Αρίων, τα hit, τα hot, τα κοσμικά, οι celebrities, οι πλατινένιοι δίσκοι....

Μα ναι, τι μπερδεύεστε, για την Ελλάδα μιλάμε. Μη μου πείτε πως δεν ξέρατε οτι διαθέτουμε απ' όλα τα παραπάνω; Τι σημασία έχει αν μπροστά απ' τις λέξεις τούτες μπαίνει και η λέξη "εγχώριο"; Δεν είναι καλοί δηλαδή οι δικοί μας εγχώριοι star;
Η εγχώρια showbiz; Το εγχώριο lifestyle; Τα εγχώρια celebrities;
Απ' όλα έχουμε, άλλωστε ό,τι έχει κανείς καλό είναι κι αν δεν παινέψεις το σπίτι σου θα πέσει να σε πλακώσει.
Μη με ρωτάτε μήπως έχει πέσει ήδη και τους/μας έχει πλακώσει και δεν το έχουμε/έχουνε πάρει χαμπάρι. Δεν ξέρω εγώ απ' αυτά. Εγώ είμαι από χωριό.

Άλλωστε, σαράντα χιλιάδαι δίσκοι, κυρίες και κύριοι!

Σαράντα χιλιάδαι δίσκοι απ' τη μια, και οι Απρίληδες του Δημήτρη από την άλλη.
Και τι να σου κάνουν τρεις Απρίληδες όλοι κι όλοι μπροστά σε σαράντα χιλιάδαι δίσκοι; Ε; Τι να σου κάνουν;

Ενοχλήθηκες κι εσύ, ανόητη, που πέρασε ο Απρίλης, πέρασε ο Μάης, όπου να 'ναι θα περάσει κι ο Ιούνης και κανείς ακόμα δε θυμήθηκε τον Δημήτρη.

-Ε, όχι και κανείς. Δεν του έκαναν χτες ένα αφιέρωμα στην ΕΤ1;
-Ναι, του έκαναν... Εκτός prime time. Κάπου κοντά στα μεσάνυχτα. Και σε άσχετο χρόνο.
-Μα, γι' αυτό σκας; Το θέμα είναι πως τον θυμήθηκαν.
-Σωστά... Γιατί να θυμηθούν νωρίτερα τον Δημήτρη; Γιατί να βάλουν ένα αφιέρωμα στη μνήμη του; Γιατί να γράψει κανείς μερικές αράδες για τη ζωή και το έργο του;
Στα κοσμικά περιοδικά, στις σοβαρές εφημερίδες, στην αξιοκρατική τηλεόραση δεν υπάρχει χρόνος... Σαράντα χιλιάδαι δίσκοι είναι αυτοί.
-Μη γίνεσαι πικρόχολη. Γράψε εσύ μερικές γραμμές.
-Γιατί να γράψω εγώ; Τι είμαι εγώ; Κριτικός τέχνης; Συνθέτης; Στιχουργός; Υπεύθυνος Τύπου; Αρθογράφος; Δημοσιογράφος; Μεγαλοστέλεχος δισκογραφικής;
-Χα, χα, χα, τώρα έδεσες... Λες να ασχολούταν κανείς απ' όλους αυτούς με το Δημήτρη; Λες κι ήταν ο Λάγιος ποτέ το όνομα στα σουξέ και τις πωλήσεις.
-...Και τι να γράψω, ρε Μ.; Τι να γράψω εγώ;
-Γράψε για τους Απρίληδες του Λάγιου και για τους σαράντα χιλιάδαι δίσκοι... Κάτι θα βρεις εσύ.


Χμμ, μάλιστα. Κάτι θα βρω εγώ. Τι να γράψω όμως για το Δημήτρη Λάγιο;

Τι να γράψω όταν χύνονται τόνοι μελάνια, ξοδεύονται τόνοι χαρτιού (ενίοτε ιλουστρασιόν), καταπονούνται τόσα δάχτυλα στα πληκτρολόγια, καταναλώνεται τόσος χρόνος στην τηλεόραση και το ραδιόφωνο, πετάγονται ξαφνικά στα μούτρα μας έκτακτες, αποκλειστικές ειδήσεις για το που έκανε την πρώτη του βουτιά το εγχώριο celebrity, απλώνονται τόσα κιλά μέικ απ στις φάτσες για να δείχνουν νεότερες και λαμπερότερες, ξημεροβραδιάζονται τόσοι ρεπόρτερ στο κρύο, το αγιάζι, το λιοπύρι, την κάπνα των μαγαζιών και τα εκκωφαντικά ντεσιμπέλ για να πάρουν μια κουβεντούλα, μια σημαντική δήλωση απ' τα χείλη του/της star, λικνίζονται και σπάζονται τόσες μεσούλες για να εμπεδώσει ο λαός πως είναι καλό να χορεύει σ' όποιον του χτυπάει τον ταμπουρά;
Τι να γράψω μπροστά σε σαράντα χιλιάδαι δίσκοι, κυρίες και κύριοι;

...Η μορφή του Δημήτρη όμως έρχεται στο νου μου.
Οι μουσικές του το ίδιο.
Τα "στιχάκια" του επίσης.
Κι η σπαρακτική του φωνή να τραγουδά απόκοσμα σχεδόν τα τελευταία του τραγούδια.

Θα γράψω. Κι ας παίζουν όσες χιλιάδαι δίσκοι θέλουν.

Ο Δημήτρης Λάγιος γεννήθηκε Απρίλη στις 7, το 1952 στη Ζάκυνθο, κι η Ζάκυνθος, η πατρίδα του ήταν ο πρώτος μεγάλος έρωτας της ζωής του. Γαλουχήθηκε με τους ήχους της επτανησιακής διαλέκτου, ταξίδεψε στα χρώματα και της μουσικές της.
Σπούδασε κοντά σε μεγάλους δασκάλους στο Εθνικό Ωδείο αρμονία, ενορχήστρωση, αντίστιξη, φούγκα και πήρε πτυχίο ανώτερων θεωρητικών και δίπλωμα κιθάρας. Διδάχτηκε, στην Αμερική, μουσική ανάλυση από τον Ερνεστ Μπράουν.
Το '79 επιστρέφει στην Ελλάδα κι αρχίζει ν' ασχολείται με διάφορες μορφές σύνθεσης.

Ως συνθέτης εμφανίστηκε στη δισκογραφία το 1983, όταν τον επέλεξε ο Οδυσσέας Ελύτης, για τη μελοποίηση του έργου του Ο Ηλιος ο Ηλιάτορας.

Στη Ζάκυνθο ακόμη, αρχίζει την ερευνητική του εργασία, μελέτη και καταγραφή της μουσικής παράδοσης της ιδιαίτερης πατρίδας του.
Ηχογραφεί:
Τα λαϊκά τραγούδια της Ζάκυνθος,Του Σολωμού και της Ζάκυνθος, Ζακυνθινές σερενάδες,Εκκλησιαστική μουσική παράδοση,Του μαντολίνου, με μουσική Επτανησίων συνθετών, διασκευασμένη από τον ίδιο.
Παράλληλα,δημιουργεί στη Ζάκυνθο τις Γιορτές Τέχνης και Λόγου, συντονίζοντας ένα σύνολο καλλιτεχνών με την ονομασία Μουσικό Ασκηταριό.
Πιστεύοντας στον καθοριστικό ρόλο της μουσικής παιδείας συμμετέχει με τον Αριστείδη Μόσχο στην ίδρυση του Λαϊκού Σχολείου Παραδοσιακής Μουσικής, ενώ ξεκινά τα Μουσικά Σχολεία Μυκόνου και Αλίμου.
Επίσης, ιδρύει το Κάλβειο Κέντρο Μουσικών Μελετώνκαι το Κάλβειο Ωδείο στη Ζάκυνθο και συντονίζει το φωνητικό σχήμα Ραψωδοίμε κλασικό ρεπερτόριο, με το οποίο περιοδεύει σε διάφορα αρχαία θέατρα της Ελλάδας και της Κύπρου.

Απρίλη, πάλι στις 7, τη μέρα των γενεθλείων του, το 1985 βρέθηκε στην Κύπρο για μια συναυλία κι εκεί γεννήθηκε ο μυστικός του έρωτας, όπως έλεγε ο ίδιος.
Ο Λάγιος λάτρεψε την Κύπρο, κι η Κύπρος τον αγάπησε κι εκείνη. Γεννήθηκε Ζακυνθινός αλλά ο ίδιος επέλεξε να είναι Κύπριος. Για την Κύπρο προσπάθησε, της χάρισε τις μουσικές του, πάλεψε, έκλαψε, έτρεξε και συμπαραστάθηκε στον αγώνα της.
Το 1987 ο Λάγιος ηχογραφεί το Ίνα τι, βασισμένο σε λυρικά ποιήματα του Δαυίδ αλλά και μέσα από τις εκκλησιαστικές ζακυνθινές ψαλμωδίες, την ανθρώπινη αγωνία αλλά και τα πάθη των Κυπρίων, ενώ το 1988 μελοποιεί στιχάκια απαγχονισμένων παλληκαριών της Κύπρου. Γνωστότερο το Καρτερούμεν, τραγουδισμένο απο τον Γιώργο Νταλάρα.

Και πάλι Απρίλης, στις 9, το 1991 ο Λάγιος έχοντας τελειώσει την Ερωτική Πρόβα στο Θάνατο, την τελευταία ίσως καλύτερη και πιο προσωπική δουλειά του, ένα χορόδραμα που ντυμένο με τα "στιχάκια" και τις μουσικές του, μιλάει για όσα έζησε, όσα δεν πρόλαβε να ζήσει, τραγουδάει για τη μητέρα του λέγοντας στο Μαρία ακόμα σ' αγαπώ ότι δεν μπόρεσε ή δεν πρόλαβε να της πει, μιλάει για χαμένες, κερδισμένες και ξεχασμένες μάχες κι αγάπες και ντύνοντάς τα όλα αυτά με την πιο μαύρη και πικρή μουσική του, ζωγραφίζει τη δικιά του πορεία προς το τέλος, το τέλος που το ένιωθε αλλά δεν ήθελε να του παραδοθεί:
...Να ονειρεύομαι απ' το παράθυρο να ταξιδεύω
να μπαίνω μέσα σου να καταστρέφομαι και να πεθαίνω
Η σωτηρία μου είναι ο θάνατος και το κορμί σου
να μπαίνω μέσα σου να καταστρέφομαι και να πεθαίνω
Να ονειρεύομαι απ' το παράθυρο να ταξιδεύω
με τον έρωτα γύρω και το θάνατο κάτω απ' τα μάτια
Ξόδεμα συνέχεια δεν υπάρχουν μάσκες
τ' όνειρο είναι που μαγεύει
Ανοίγω.....ξημερώνει.....
Κι ο Δημήτρης, αφήνει νωρίς, πολύ νωρίς και άδικα τον κόσμο, τις δυο του πατρίδες που τόσο αγάπησε, τη μουσική που πιστά και ταπεινά υπηρέτησε, την αγαπημένη γυναίκα του και την κόρη του, και γίνεται συνταξιδιώτης με το φως.


Ο Δημήτρης Λάγιος δεν μιλούσε πολύ. Δεν είχε δώσει πολλές συνεντεύξεις. Λίγα και σκόρπια τα λόγια του μέσα σ' αυτά τα χρόνια.
Λίγα απ' αυτά είναι τα ακόλουθα:
Εχω πρόβλημα με το χρόνο. Δεν έχω με το θάνατο. Ο θάνατος είναι φίλος μου, ο χρόνος είναι εχθρός μου. Ό,τι και αν κάνεις στην τέχνη, δεν φτάνει ο χρόνος..

Δουλεύω πάντα, θα 'λεγα, με το συναίσθημα, γιατί η καριέρα μου είναι μέρος της ζωής μου και νιώθω να βγαίνει το ένα μέσα από το άλλο». Η παράδοση, που αναπόφευκτα κουβαλάμε, φιλτράρεται μέσα από τις σημερινές αντιλήψεις, δεν ακυρώνεται. Θα μπορούσα να 'λεγα πως τρέφω μια ιδιαίτερη αγάπη γι' αυτήν, αλλά ίσως μεγαλύτερη για τον τόπο που με ανέθρεψε.

Δεν ακούω μουσική. Προτιμώ να γράφω μουσική, να σκίζω παρτιτούρες και να κρατώ τις λιγότερες.

Είναι γνωστό πως η μισή Ελλάδα γράφει στιχάκια και η άλλη μισή τραγουδάει. Έχουμε αξιόλογους στιχουργούς, όπως ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, ο Μάνος Ελευθερίου και μια πλειάδα παλαιότερων και νεότερων. Αλλά επειδή τα δύσκολα θέλουνε σκέψη, ίσως να υπάρχει παραηχοφόρηση, δηλαδή ακούμε το εύκολο και δεν ακούμε το απλό...

Εγώ θα κρατήσω μια κουβέντα του που έλεγε συχνά. Μια κουβέντα συγκλονιστική για μένα, που φανέρωνε τη χαρισματική, ιδιαίτερη προσωπικότητά του, την ασκητική του φυσιογνωμία, τη σχεδόν βιβλική του φιγούρα, τις αγωνίες του για όλους και όλα, τις αγάπες του, τον αγώνα του, τη θλίψη πίσω απ' τα μεγάλα, θλιμμένα του μάτια:
Είμαι δόκιμος καλλιτέχνης και άνθρωπος..., έλεγε ο Λάγιος.
Δόκιμος...

Ήξερε μουσική! Γνώριζε πολλά. Καταλάβαινε από ποίηση. Αγαπούσε τα παλιά κιτάπια. Αγαπούσε τα πατροπαράδοτα. Κι ήταν σεμνός. Και ντροπαλός. Αναρωτιέμαι, πολλές φορές: Γιατί να χάνονται τέτοιοι άνθρωποι; Γιατί να πληθαίνουν γύρω μας, όλο και περισσότερο, οι άσκημοι, οι κακοί, οι εγωλάτρες, οι καπάτσοι, οι άπληστοι;
Αχ, μωρέ Δημήτρη… μονολογεί ο Λευτέρης Παπαδόπουλος.
Μη ρωτάτε το γιατί κύριε Λευτέρη. Βλέπεται ο Δημήτρης Λάγιος ήξερε να ζωγραφίζει αγγέλους με τη μουσική του, ήξερε να σου αγγίζει την ψυχή, αλλά δεν ήξερε πώς να φτιάξει "σαράντα χιλιάδαι δίσκοι"

Η φωνή της Υακίνθης είναι από πηλό
έτοιμο να φτερουγίσει το γαρυφαλλάκι
πάρε με χρυσέ άνεμέ μου σε παρακαλώ
φύσα σαν φυλλάκι

Όταν λέει η Υακίνθη σ' αγαπώ πολύ
πέφτουν οι παλιοί σοβάδες του φτωχού μου κόσμου
κι από τα γυμνά ντουβάρια μπαίνει η ανατολή
να ντυθεί το φως μου

Όταν παίζει η Υακίνθη με τα βότσαλα
πράσινη στα δυο της χέρια λάμπει η Μυτιλήνη
χίλια τα αινίγματά μου χίλια και θολά
κι όλα μου τα λύνει.





Τετάρτη, Ιουνίου 14, 2006

Η πρώτη


Πριν λίγο καιρό άνθισε η πρώτη ντάλια μου στο μπαλκόνι του καινούριου μου σπιτιού.

Δεν είχα ποτέ ντάλιες στο παρελθόν και πάντα μα πάντα μου θυμίζουν τη Ζαγορά και το πατρικό της μάνας μου.
Τώρα όμως, απέκτησα μία και αφού έδωσα αγώνα να τη σώσω απο τους σαλίγκαρους που είχαν βαλθεί να κάνουν αποικία, εκείνη με αποζημίωσε με το πρώτο της λουλούδι...


Γυρίζω στο σπίτι απ' τη δουλειά, και κάθομαι στο μπαλκόνι και τη χαζεύω με τις ώρες.
Μου γαληνεύει το μυαλό...

Τώρα βέβαια θέλω και γιασεμί και αγιόκλημα και κανα δυο γαρδένιες ακόμα, αλλά όπως παει σε λίγο δε θα έχω εγώ χώρο στο μπαλκόνι.
Τι να κάνω, τ' αγαπώ πολύ τα λουλούδια. Ποτέ μου δεν κατάλαβα πώς γίνεται να διαθέτει κανείς βεράντες και μπαλκόνια τετραγωνικών και να μην του κάνει κέφι να φυτέψει ένα ρημαδοφυτό που το μόνο που θέλει είναι λίγο χώμα και νερό.

Βέβαια περί ορέξεως θα μου πείτε... αλλά ούτως ή άλλως αυτό είναι μια άλλη ιστορία.

Σάββατο, Ιουνίου 03, 2006

Υπογράψτε και σώστε τη ζωή μιας γυναίκας - UPDATE-


Διαβάζοντας το ποστ του Περαστικού εργασία, εργασία, εργασία είδα την έκκλησή του για συγκέντρωση υπογραφών ώστε να ασκηθεί πίεση προκειμένου να σωθεί η ζωή μιας δεκαοχτάχρονης γυναίκας στο Ιράν, της Ναζανίν, η οποία κινδυνεύει να καταδικαστεί σε θάνατο επειδή σκότωσε αμυνόμενη τον επίδοξο βιαστή της ίδιας και της μικρότερης ανιψιάς της.

Μεταφέρω κι εγώ το λινκ κι ας το μεταφέρει κι όποιος άλλος μπορεί.

Υπογράψτε κι εσείς εδώ
Δεν πρόκειται να πάρει περισσότερο απο δυο λεπτά του χρόνου σας, κι ίσως να σώσει μια ζωή.

UPDATE

Έρχομαι να προσθέσω μερικά ακόμα λινκς για την περίπτωση της Ναζανίν καθώς και τις νεότερες εξελίξεις για το θέμα.
Όλα δείχνουν πως για την ώρα η Ναζανίν έχει γλιτώσει τη θανατική ποινή, αλλά τα πράγματα δεν είναι -ποτέ- τόσο απλά. Ενημερωθείτε:

Save Nazanin site

Διεθνής Αμνηστία

Iran Focus

Οι τελευταίες εξελίξεις

Πέμπτη, Ιουνίου 01, 2006

WIPO

Ψάχνοντας στο Δίκτυο, έπεσα πάνω στον WIPO ή αλλιώς World Intellectual Property Organization.

Για όποιον λοιπόν ενδιαφέρεται να μάθει μερικά πράγματα παραπάνω σχετικά με τα τα πνευματικά δικαιώματα (ακόμη και στο Ίντερνετ), και την κατοχύρωσή τους, παραθέτω τα ακόλουθα λινκς.

η αρχική σελίδα του WIPO

γενικές πληροφορίες

ορισμός του copyright

γυναίκες και πνευματική ιδιοκτησία

χρήσιμα faq

και τέλος οι σχετικοί οργανισμοί στη χώρα μας

Ελπίζω να σας φανούν χρήσιμα.
Καλή ανάγνωση

People I know

Ο Νίκος. Εξαιρετική κιθάρα. Κάμποσα χρόνια σε ωδείο στην κλασσική, μετά ηλεκτρική, είχε ταλέντο, ήταν νέος, είχε εμφάνιση. Δούλεψε πολύ, δο...