Παρασκευή, Ιανουαρίου 10, 2020

Θέλω να σου στείλω....

... μια λευκή κόλλα χαρτί,
γιατί είσαι ο μόνος που μπορεί
τη σιωπή μου να διαβάζει.

Τι πρέπει να 'χει συμβεί στ' αθέατα για ανθρώπινα μάτια μονοπάτια, ώστε δυο άνθρωποι να μπορούν να βρίσκονται στην άκρη ενός ακουστικού, να μη λένε λέξη, ν' ακούν μονάχα ο ένας τις ανάσες του άλλου μέχρι που σιγά-σιγά να σβήνουν οι φρίκες, να λύνονται οι κόμποι που φράζουν το λαιμό, ν' αδειάζει το μυαλό, να γαληνεύει η φουρτούνα, να λιγοστεύει ο πόνος, να ξορκίζεται ο φόβος ως τη στιγμή που ο ένας εκ των δύο ξεστομίζει "είμαι καλά, τώρα... είμαι καλά... σ' αγαπώ, καληνύχτα";

Ό,τι κι αν ήταν αυτό που συνέβαινε, εμείς το 'χαμε ζήσει, το ξέρεις.
Αλλά σήμερα δεν ήθελα να σ' έχω στην άλλη άκρη της γραμμής για ν' ακούς μονάχα τη σιωπή μου διαβάζοντάς με.
Σήμερα ήθελα να σε πάρω στο τηλέφωνο και να σου μιλήσω. Να σου μιλήσω, να σου πω, Θεέ μου πόσα έχω να σου πω, να σου εξιστορήσω τα όσα έγιναν στους αιώνες που λείπεις, να φυσήξω τη σκόνη που άφησε το πέρασμά τους στον καθρέφτη της ψυχής μου, να σου μιλήσω και να 'σαι εκεί, όπως πάντα, όπως τότε που το πάντα σήμαινε για πάντα.

Από που ν' αρχίσω;



Ζω ακόμα στην πόλη σου.
Δεν είναι τόσο φωτεινή όσο τις νύχτες που κυλούσε η ζωή μας πάνω στις ρόδες της μηχανής σου. Ποτέ δε θα 'ναι ξανά τόσο φωτεινή και ξεχωριστή στα μάτια μου, αλλά έχει ακόμα όμορφες γωνιές.
Το μετρό ολοκληρώθηκε. Εντυπωσιακό το θέμα στην αρχή. Τώρα ξεφτίζουν τα ταβάνια στο Σύνταγμα από την υγρασία κι αναρωτιέσαι πότε θα πέσουν να σε πλακώσουν. Αλλά το χρησιμοποιώ καθημερινά.
Έκλεισε ο Λέντζος. Δεν πρόλαβα να πάω να πιω ένα φραπέ πριν κλείσει, δεν τριγυρνάω πια στις παλιές γειτονιές, τώρα μένω αλλού. Αγάπησα το κέντρο, αγάπησα τα Εξάρχεια όπως το 'χες προβλέψει, μένω χρόνια πέριξ Πατησίων.
Θυμάσαι τα κινητά τηλέφωνα; Όχι απλώς επιβίωσαν στο χρόνο, αλλά έχουν κατακλύσει όλο τον ελεύθερό μας χρόνο. Όλοι έχουν από ένα ή δυο ή τρια. Και τα πιτσιρίκια του δημοτικού ακόμη.
Και ίντερνετ φυσικά. Θυμάσαι που λέγαμε ότι θα έπαιρνε χρόνια να πιάσει σε σημείο που να έχει ο καθημερινός άνθρωπος πρόσβαση σ' αυτό; Πήρε χρόνια, αλλά έπιασε. Όλοι έχουν σύνδεση στο ίντερνετ πλέον. Εικονικές ζωές, εικονικές πραγματικότητες, συνδεδεμένοι όλοι κι όλοι μόνοι.
Υπάρχει ακόμη ροκ εντ ρολ. Υπάρχει ακόμη καλή μουσική.
Τα πιτσιρίκια όμως σήμερα ακούνε ως επί το πλείστον μαλακίες. Τόσο μαλακίες που δε θα το πίστευες. Ροκάδικα να πας να πιεις το ποτό σου δεν απόμειναν πολλά. Μετρημένα στα δάχτυλα. Η Τιθώρα αντιστέκεται ακόμα στο χρόνο. Το Revenge of Rock μας έχει αφήσει προ πολλού. Το ίδιο και το Καφέ Σαντάν στο Βόλο. Το See you επίσης έχει κλείσει αλλά την τελευταία φορά που πάτησα το πόδι μου μαζί με τον Κωσταντόπουλο υπήρχε δίπλα ένα ποτό και για σένα. Άσε που πλέον βάση νόμου δεν μπορείς να καπνίσεις σε κλειστούς χώρους. Ναι, έγινε κι αυτό.
Α, ξέρεις, δεν πίνω πια.. Ναι, εγώ, δεν πίνω πια.
Όμως καπνίζω ακόμη. Το 'κοψα κάτι χρόνια, αλλά ξανάρχισα. Όχι πια Κάμελ. Τα σκάτωσαν κάποια στιγμή κανά χρόνο αργότερα που 'φυγες. Καπνό, στριφτό τώρα. Old Holborn μπλε με χαρτάκια γλυκόριζας. Είχες δίκιο και γι' αυτό.
Τον Κωσταντόπουλο τον έχω χάσει. Παντρεύτηκε, το φαντάζεσαι; Τη Σοφία, το φαντάζεσαι;  Τελευταία φορά μιλήσαμε όταν είχε δυο παιδιά κι έμενε κάπου στην Πετρούπολη. Τώρα ίσως τα παιδιά τους πια να σπουδάζουν.
Για τη μουσική που σου 'λεγα, θα σε λυπήσω μάλλον. Χάσαμε κόσμο και κοσμάκη. Τον Bowie. Και τον Prince. Και τον George Michael. Και τον Black. Τον Tupac, τον Hutchence, τον Sinatra, τους Ramone. Τον John Lee Hooker, τον Barry White, τον Robert Palmer. Τον Michael Jackson. Τον Gary Moore, τον Pavarotti, την Etta James, τον Rachid Taha, τον Ντέμη Ρούσσο, την Aretha, τον Chris Cornell. Πέρασε κι ένα λαμπερό αστέρι για λίγα χρόνια απ' τα μέρη μας, η Amy Whinehouse θα την αγαπούσες πολύ, αλλά δεν ήταν για ν' αντέξει πολύ στον κόσμο τούτο, μας άφησε κι αυτή.
Και δικούς μας χάσαμε. Τον Νικόλα. Σε κάποια μετακόμιση εξαφανίστηκε δυστυχώς και το κόκκινο φουλάρι που μου 'χε δώσει όταν έχασε σε μια παρτίδα τάβλι ένα βράδυ στο νησί. Μου λείπει πολύ ο Νικόλας, το ξέρεις. Τα ίδια κι ο Μάνος ο Ξυδούς, κι ο Λουκιανός, κι η Αρλέτα, κι ο Βλάσσης, κι ο δικός μου ο Λαυρέντης, κι ο Σάκης ο Μπουλάς, κι ο Αντώνης ο Βαρδής, κι ο Θάνος ο Ανεστόπουλος, προχτές έφυγε κι ο άλλος Θάνος ο μεγάλος και δυστυχώς έφυγε κι ο Τζιμάκος...
Αλλά μη φρικάρεις, ο Βασίλης είναι ακόμα εδώ. Βασίλη, ζούμε για να σ' ακούμε.
Κι ο Νιόνιος είναι ακόμα εδώ αλλά είναι ολίγον μαλάκας τα τελευταία χρόνια και τον έχω βάλει στο χρονοντούλαπο. Ευτυχώς εδώ κι οι Κατσιμιχαίοι κι ο Μάλαμας κι ο Αλκίνοος κι ο άλλος Παπακωνσταντίνου. Κι ο Sting ευτυχώς εδώ και το θηρίο ο Mick, και το Αφεντικό εδώ ακόμα κι ο Bono κι η Annie κι ένα σωρό ακόμα απ' όσους αγαπήσαμε παρέα.
Βγάλανε ταινία για τη ζωή του Freddy. Πήρε Όσκαρ ο πρωταγωνιστής. Του άξιζε. Την είδα τρεις φορές στο σινεμά. Έκλαψα με την ψυχή μου απ' την αρχή ως το τέλος, τραγούδησα και κοπάνησα τα πόδια μου κάτω και ήμουν και πάλι κάπου εκεί κοντά στα είκοσι.
Στην Αμερική έβγαλαν κάποια στιγμή πρόεδρο μαύρο. Σούπερ ουάου, ε; Καλά μη νομίζεις, σκατά τα 'κανε σε γενικές γραμμές κι αυτός. Τώρα έχουν ένα γελοίο υποκείμενο για πρόεδρο. Γελοίος απ' όποια άποψη κι αν τον δεις. Ρατσιστής, μισογύνης, φιλοσυντηρητικός, μαλάκας απλά.
Κάτσε, τώρα θα σε κουφάνω για τα καλά. Βγάλαμε κι εμείς αριστερή κυβέρνηση. Είχαμε για λίγα χρόνια πρωθυπουργό έναν συνομήλικό μου με τον οποίο είχα βρεθεί δίπλα δίπλα σε πορεία στα Προπύλαια όταν ήμασταν κι οι δυο πρόεδροι 15μελούς, τότε που φάγανε τον Τεμπονέρα οι Οννεδίτες... Τώρα βέβαια το αριστερή κυβέρνηση, μη το πάρεις εσύ τοις μετρητοίς. Το σύνθημα για πρώτη φορά αριστερά είχε πάρει τέτοια φόρα, που βάση του νόμου της φυγόκεντρου έκανε έναν πλήρη κύκλο και πήγε τέρμα δεξιά. Πιο δεξιά πεθαίνεις.
Α, έχουμε και κατοχή, ξέχασα να σου πω. Πάλι οι Γερμανοί. Όχι με όπλα τούτη τη φορά. Με γραβάτες και τράπεζες αντί για όπλα. Τι να σου εξηγώ γι' αυτά τώρα... η χώρα πήγαινε κατά διαόλου εδώ και χρόνια, οι επιτήδιοι είχαν φάει και ξαναφάει και ξαναφάει, κάποια στιγμή οι δανειστές θέλαν τα λεφτά τους πίσω, ήρθαν να μας τραβήξουν τ' αφτί, μας βάλαν σε αυστηρή επιτήρηση, τόσα θα φας, τόσα θα πιείς, χρωστάς τα υπόλοιπα, μα εγώ δε χρωστάω λες εσύ, όχι χρωστάς σου λένε, κι εσύ και τα παιδιά και τα εγγόνια που θα φτιάξουν τα παιδιά σου. Κι έπεσε φτώχια ξέρεις.
Θυμάσαι που βγάζαμε ενάμισι χιλιάρικο το μήνα και γκρινιάζαμε ότι δε μας φτάναν; Ε, τώρα ο βασικός μισθός είναι κοντά στα έξι κατοστάρικα. Πείνασε ο κόσμος, μάτια μου. Πέθαναν άνθρωποι. Άλλοι αυτοκτόνησαν. Άλλοι χρεωκόπησαν και βρέθηκαν στο δρόμο. Έχουμε κι άστεγους τώρα. Παντού. Όπως βλέπαμε κάποτε στις Αμερικάνικες ταινίες. Κοιμούνται στα πεζοδρόμια, μπροστά στις πόρτες κλειστών μαγαζιών. Ψάχνουν στα σκουπίδια φαί.
Κι εγώ είμαι άνεργη ουσιαστικά. Κοντά τέσσερα χρόνια τώρα. Αλλά γι' αυτά θα σου πω μετά.
Ανέβηκα στην Ακρόπολη. Δυο φορές. Δε με βλέπω για τρίτη.
Ταξίδεψα.
Πήγα στο Μαρόκο. Solo female traveler out of the beaten path μ' ένα backpack στην πλάτη. Κι έμεινα δυο μήνες. Κι ερωτεύτηκα τη χώρα. Και ξαναπήγα. Και μετά ερωτεύτηκα κι έναν Μαροκινό. Και ξαναπήγα. Παραλίγο να ζήσω εκεί. Χέστηκε λίγο εκείνος πάνω του στην προοπτική, χέστηκα λίγο πάνω μου κι εγώ, ε τη συνέχεια τη μαντεύεις, την κάναμε κι οι δυο μ' ελαφρά πηδηματάκια. Δε με ξέρεις, τώρα θα με μάθεις δα; Μιλάμε πού και πού ακόμα. Μετάνιωσε ξέρεις. Εγώ πάλι όχι.
Πήγα και στο Λονδίνο. Και στην Ιταλία. Και στη Γερμανία. Έκανα κι ένα ταξίδι αστραπή και στην Τυνησία. Γύρισα κάμποσο και την Ελλάδα.
Στο πατρικό ανεβαίνω σπανίως πια.
Έφυγε κι ο μπαμπάς μου εδώ και χρόνια. Ταλαιπωρήθηκε και μας ταλαιπώρησε και κουράστηκε και κουραστήκαμε και μου φαίνεται στα τελευταία συμφιλιωθήκαμε, και τώρα δεν έχω πια θυμό κι οργή καθόλου για 'κείνον, τώρα τον συγχώρεσα κι ευτυχώς πρόλαβα να το κάνω πριν φύγει. Και τώρα μου λείπει κι αυτός.
Η κυρά Βικτώρια ζει. Γέρασε πολύ αλλά είναι εδώ, κι αντέχει και παλεύει καθημερινά.
Τ' ανίψια μου παντρεύτηκαν κι έκαναν από δυο παιδιά ο καθένας.
Ο δικός σου ανιψιός σου μοιάζει κάμποσο. Η Σάγια είναι καλά, όσο μπορεί και ξέρω πως της λείπεις πάντα. Όπως κι ο Ηλίας. Ο μπαμπάς σου... ίσως να 'ναι καλύτερα έτσι όπως είναι τώρα... που δε θυμάται πια όσα τόσο τον πόνεσαν. Η μαμά σου αντέχει και παλεύει.
Είναι χρόνια που δεν τους έχω δει. Δεν ήθελα να τους προσθέτω στην πίκρα τους. Μου το 'χε ζητήσει κάποια στιγμή η Σάγια, κι είχε δίκιο ξέρεις.
Καμιά φορά σκέφτομαι να πάρω ένα ταξί και να σταθώ απέναντι απ' το σπίτι σου. Να κοιτάξω λιγάκι το μαγαζί, τον ημιόροφο που έκλεισε στους τέσσερις τοίχους του όλα εκείνα τα βράδυα. Αλλά δε βρίσκω το κουράγιο να το κάνω. Ίσως μια μέρα περάσω απ' έξω να πω ένα νοερό γεια.
Έχω ακόμη γάτες. Τέσσερις τώρα. Χάσαμε την μαντάμ Λούνα το καλοκαίρι. Αλλά υπάρχουν ο Κανέλος, ο Πιτσίκος, ο Ρωμαίος και η Τάρτα.
Άνοιξα δυο δικές μου δουλειές. Τις έκλεισα και τις δυο. Δούλεψα ως μεταφράστρια. Ξεκινώντας από χόμπυ. Κι έγινε επάγγελμα. Πάρεργο όταν είχα πρωινή δουλειά, κανονική δουλειά τον υπόλοιπο χρόνο. Ακόμη μεταφράζω. Έκανα καριέρα κοντά τέσσερα χρόνια σ' ένα δικηγορικό γραφείο. Κόντεψα να τινάξω τα μυαλά μου στον αέρα στα τελευταία δυο χρόνια. Βρέθηκα με τα αγχολυτικά στο χέρι για να βγαίνει η μέρα στο γραφείο. Ευτυχώς μ' απόλυσαν. Ένεκα οικονομικής κρίσης. Ένεκα που δε συμφώνησα να παίρνω το μισό μισθό δουλεύοντας δεκάωρο.
Δε γράφω πια. Εδώ και λίγα χρόνια δε γράφω. Δηλαδή όχι όπως έγραφα κάποτε. Θα σου πω μετά γιατί...
Δε ζωγραφίζω κιόλας πια. Τουλάχιστον όχι προσωπογραφίες. Άφησα τα κάρβουνά μου και τους καμβάδες στην άκρη. Πάνε τρία χρόνια απ' την τελευταία φορά που ζωγράφισα κι αυτό ήταν ένας πίνακας μέσω του οποίου προσπαθούσα να ξορκίσω τους δαίμονες.
Διαβάζω όσο μπορώ, αλλά κάηκε κάπου κι αυτό λόγω επαγγέλματος.
Η μουσική μένει πάντα σταθερή αξία στο χρόνο.
Βρήκα δάσκαλο του τάι τσι. Εδώ και λίγους μήνες. Άργησα πολύ, αλλά θα σου πω μετά γιατί...
Έκοψα τα μαλλιά μου κοντά! Κοντά-κοντά! Όπως ήθελα πάντα. Τα αγάπησα έτσι. Θα τα κρατήσω όσο θα τ' αγαπώ.
Ασχολούμαι ξανά με τ' αρώματα. Αγοράζω παλιά διαμαντάκια που μ' αρέσει να ξετρυπώνω λίγο πριν ξεχαστούν απ' όλους και τα φοράω με χαρά, τα ντύνομαι σαν ξόρκια προστασίας απέναντι στα ζόρια. Μια μέρα ήρθε στα χέρια μου σε δείγμα κι ένα από τα αρώματα που φόραγες εσύ. Τότε. Τότε που αντηχούσε στη ζωή μου το φωτεινό, τ' ακριβό σου γέλιο, τότε που βύθιζα τα δάχτυλά μου στο μαύρο μετάξι των μαλλιών σου, τότε που έτρεχα κάθε τόσο να 'ρθω να σε βρω, με το δάκρυ στα μάτια, τον κόμπο στο λαιμό, να 'ρθω να σε βρω, να στα πω, να ακουμπήσω τις πίκρες μου πάνω στις λίμνες των ματιών σου, μέχρι να με κλείσεις στην αγκαλιά σου και να πάρω ανάσα και να μπορώ να 'μαι εγώ, εγώ, μόνο εγώ και καμία άλλη. Γκόμενα κανενός, φίλη κανενός, κόρη κανενός, αδερφή κανενός, υπάλληλος κανενός, συνάδελφος κανενός, γυναίκα κανενός, ερωμένη κανενός, αφεντικό κανενός, χωρίς καμία προσδοκία κανενός άλλου φορτωμένη στους ώμους μου, τότε που έλεγες "Αν είσαι εσύ καλά είμαι κι εγώ" και μπορούσα να είμαι εγώ, γυμνή απ' όλα, από λάθη κι επιτυχίες, από τύψεις και ευκαιρίες χαμένες, από εμπειρίες και γνώσεις, εγώ μονάχα εγώ μέσα στην αγκαλιά σου.
Και το πήρα και το δοκίμασα και σταμάτησε ο χρόνος, κι ανεβαίναμε με τη μηχανή σου στο Πήλιο κι έβρεχε και εγώ γκρίνιαζα κι εσύ γελούσες και μ' έλεγες ανάποδο γαϊδούρι και μ' έκλεινες στην αγκαλιά σου.
Κι εκείνη την ώρα για λίγο ξανά, για τόσο δα λίγο, ήμουν εγώ. Ξανά εγώ. Ολόκληρη.
Χωρίς τα κομμάτια που σήμερα λείπουν. Γιατί λείπουν κομμάτια. Βλέπεις είναι και κάτι άλλα που θέλω να σου πω, να σου εξηγήσω, κι όλο άλλα σου λέω. Έχω το πλεονέκτημα και το εκμεταλλεύομαι. Δεν είσαι στην άλλη άκρη της γραμμής για να με κόψεις στα μισά μιας φράσης και να μου πεις κοφτά "Μικρή, λέγε τώρα, τι τρέχει;" και να μην μπορώ, ούτε να θέλω να κρυφτώ πίσω απ' τις λέξεις.
Αλλά θα σου πω. Θα σου πω. Να τώρα, θα πάρω μια βαθιά ανάσα, θ' ανάψω τσιγάρο και θα σου πω.
Κόντεψα να πεθάνω.
Χτύπησε ένα πρωί την πόρτα μου ο προαιώνιος εχθρός. Να μου θυμίσει ότι τίποτα δεν είναι για πάντα. Ότι το βαρύ δρεπάνι του θεριστή μπορεί να 'ρθει και να θερίσει ό,τι θέλει, ό,τι του κάνει κέφι, όποια ώρα και στιγμή. Ακόμα και την ώρα που νομίζεις ότι άγγιξες για λίγο με τ' ακροδάχτυλά σου το σύννεφο της ευτυχίας. Την ώρα που ξυπνάς κάθε πρωί με χαμόγελο, την ώρα που λες πως το Σύμπαν εκεί έξω μάλλον έφερε ισορροπία στα κατάστιχά του και σταμάτησε να σου παίρνει πια κι ήρθε η ώρα κάτι να σου δώσει. Την ώρα που στάθηκες τόσο δυνατή ώστε έδιωξες το φόβο και καλοσώρισες το φως και τον έρωτα στη ζωή σου, και ω Θεοί, μπόρεσες για λίγους μήνες να ονειρευτείς ξανά. Την ώρα που νόμιζες πως έχεις το δικαίωμα στο όνειρο, που δεν ήταν δα και κάτι δύσκολο, λίγους μήνες υπομονής απαιτούσε κι έπειτα ερχόταν ένα νέο πλάσμα σε τούτον τον κόσμο που 'χε κάτι από σένα και κάτι από έναν άλλο με τον οποίο μοιράστηκες την αγάπη, και ανυπομονείς να του δώσεις, έχεις τόσα να του δώσεις, σκάει η ψυχή κι η καρδιά σου από τη λαχτάρα να δώσεις να φροντίσεις να ξορκίσεις σκοτάδια να ζήσεις στο φως να αγαπήσεις άνευ όρων, να μεγαλώσεις κάτι νέο κι άφθαρτο που θα συνεχίσει στο χρόνο μετά από σένα, που θα το κρατήσεις στην αγκαλιά σου και μετά απ' το χέρι και θα του δώσεις όσο καλύτερα φτερά μπορείς για να πετάξει και να φύγει κάποια στιγμή και το θες κι ανυπομονείς κι ονειρεύεσαι.
Κι ένα πρωί ξυπνάς.
Κι όλα πια μοιράζονται στο πριν και στο μετά. Κι έρχεται μια μέρα που περπατάς στην Πατησίων, πάνω κάτω η Πατησίων και κλαις γοερά κι ουρλιάζεις και δεν ξέρεις πόση ώρα περπατάς και δε σταματάνε πάνω σου οι ματιές των περαστικών, και θες μονάχα να φύγεις, να τρέξεις, να κρυφτείς κάπου, και νιώθεις σαν αλεπού κυνηγημένη από άλογα και τους αναβάτες τους και τ' άγρια σκυλιά τους και μπροστά σου υπάρχει μονάχα ένα απέραντο δάσος και την άκρη του δε τη βλέπεις πουθενά.
Κι όλοι γύρω σου, κι εσύ μόνη και δεν έχεις από πουθενά να πιαστείς. Ούτε καν απ' την αγάπη.
Πόνος, μάτια μου. Φόβος. Φρίκη και τρόμος.
Πάλεψα σαν το θεριό τ' άλλα θεριά. Την αρρώστια. Το φόβο μου. Τον πόνο. Την ανημπόρια. Την αδυναμία. Τα χειρουργεία. Τον ακρωτηριασμό. Μην κοιτάς που το λένε μ' άλλη λέξη. Λες κι άμα το ντύσουμε μ' άλλη λέξη δεν είναι αυτό που είναι. Τα σημάδια, τις ουλές, τις μεγαλύτερες και μικρότερες αναπηρίες. Τους μήνες που τα χέρια σου δεν ακολουθούν τις οδηγίες του μυαλού σου, τις μέρες που πρέπει να υπάρχει κάποιος για να σε βοηθήσει να ντυθείς, να χτενιστείς, να λουστείς, κάποιος που πρέπει να σκύψει να σου δέσει τα κορδόνια των παπουτσιών σου. Τα φάρμακα κι όλα όσα μαζί τους κουβαλάνε. Τις ατέλειωτες ώρες της μοναξιάς. Τις ώρες που ξέρεις πως πια δεν γίνεται άλλο να σηκώνουν το δικό σου σταυρό οι δικοί σου άνθρωποι, που οι φίλοι δεν ξέρουν άλλο τι να πουν, που το νιώθεις καλά ότι δεν γίνεται να τους φορτώνεις άλλο με τον απύθμενο φόβο που σε ζώνει απ' όλες τις πάντες, που πρέπει να την παλέψεις όσο κι όποτε μπορείς μόνος. Δεν πρέπει πια ν' ανοίγεις το στόμα σου και να λες ότι σκέφτεσαι πως γύρισε η αρρώστια γιατί ξύπνησες ένα πρωί και σε πονούσε η μέση σου, το κεφάλι σου, το στέρνο σου, το γόνατό σου. Δεν πρέπει να δείχνεις άυπνη, αφρόντιστη, άλουστη κι αχτένιστη, δεν πρέπει να λες ωχ κάθε φορά που πονάς ξανά, γιατί όλοι απορούν "μα ακόμη πονάς;", κι εσύ δε θες ακριβώς τον οίκτο τους ξέρεις. Μαθαίνεις ότι δεν πρέπει να μορφάζεις όταν στα τρόλει ο οδηγός φρενάρει απότομα κι εσύ κρατιέσαι από τη χειρολαβή, βρίσκεις δικαιολογίες για τη μόνιμη κούραση, για τις άγρυπνες νύχτες, κι ανοίγεις και τη ντουλάπα σου μια μέρα και βγάζεις όλα τα ρούχα που αγαπούσες και που πια ποτέ δε θα μπορέσεις να φορέσεις και άλλα χαρίζεις κι άλλα πετάς.
Και δε μιλάς όταν πλακώνουν κρίσεις πανικού, βγαίνεις στο δρόμο και περπατάς κι αφήνεις τα δάκρυα να τρέξουν, κι όταν η κατάθλιψη κατσικώνεται για τα καλά και δε σ' αφήνει να πάρεις ανάσα, όταν είναι αβάσταχτος κόπος η σκέψη να σηκωθείς ένα πρωί απ' το κρεβάτι, κλείνεις τα μάτια κι εκεί, σφίγγεις γερά τον Κανέλο στην αγκαλιά σου κι έπειτα σηκώνεσαι και λες θα περάσει κι αυτό, μια μέρα και σήμερα, μια μέρα ακόμη, μπορείς να το κάνεις, να απλώς βάζεις το ένα πόδι μπροστά από το άλλο και περπατάς, έλα καρδιά μου, μπορείς.
Και σ' όλα αυτά, μου 'λειψε περισσότερο απ' όλα η αγκαλιά σου κι η σιωπή. Ήθελα να τρέξω στην αγκαλιά σου και να κλάψω χωρίς να πρέπει να εξηγήσω τίποτα. Γιατί δε θα χρειαζόταν να εξηγήσω τίποτα. Εσύ ήξερες, εσύ πάντα ήξερες, εσύ πάντα με ήξερες.
Ω, έλα τώρα, μη μου συννεφιάζεις.
Μπορεί να μην είμαι πια ολόκληρη, μπορεί να λείπουν τόσα και τόσα κομμάτια, αλλά έλα, να, δες με, είμαι ακόμα εδώ. Εγώ. Εκείνη που 'ξερες τότε κάπου υπάρχει ακόμα. Στ' ορκίζομαι.
Έρχονται στιγμές που τη συναντάω κι εγώ ξαφνικά και λέω ωπ, καλώς το κορίτσι μου!
Άλλωστε έχω κι άλλο νέο να σου πω.
Παντρεύτηκα. Δυο φορές. Δυο φορές τον ίδιο άνθρωπο. Τη μια στο Δημαρχείο, την άλλη με νυφικό στην Πλάκα.
Θα σου άρεσε ο Β. Ξέρω ότι πιθανότατα αν τον γνώριζες θα του 'λεγες καμιά απ' τις εξυπνάδες σου του στυλ "Άμα την πληγώσεις, να πάρεις καράβι να φύγεις αλλά να ξέρεις πως όπου κι αν πας θα σε βρω και θα μετανιώσεις την ώρα και τη στιγμή που γεννήθηκες". Σε έχω ικανό να του το 'λεγες την ώρα που θα του 'σφιγγες το χέρι για τις ευχές μετά το μυστήριο στο προαύλιο της εκκλησίας. Κι εκείνος θα κατάπινε λιγάκι τη γλώσσα του κι εσύ θα προχωρούσες χαμογελώντας και κλείνοντάς μου το μάτι. Κι εγώ θα σε συγχωρούσα.
Δεν είναι εσύ ο Β. Δε σου μοιάζει, ούτε εμφανισιακά ούτε σαν χαρακτήρας.
Όμως δεν έψαχνα εσένα. Δεν έψαχνα κάποιον να σου μοιάζει, να σε θυμίζει. Για να 'μαι ειλικρινής, δεν έψαχνα καθόλου και τίποτα. Αλλά εκείνος εμφανίστηκε απ' το πουθενά. Κι ήρθε για να μείνει. Για όσο μείνει. Ξέρουμε κι οι δυο καλά πως το για πάντα δεν υπάρχει, αλλά ταυτόχρονα υπάρχει αφού το πάντα είναι η στιγμή κι η στιγμή το πάντα.
Δε μοιάζετε σχεδόν σε τίποτα. Σ' ένα μοιάζετε μονάχα: στο χρυσάφι της καρδιάς.

Είμαι λοιπόν εδώ.
Με δύσκολες μέρες σκοτεινές και μέρες ευκολότερες και πού και πού μέρες φωτεινές.
Κι όσο μπορώ θα συνεχίζω. Μέρα τη μέρα.
Χάρηκα που τα 'παμε. Αλλά και πότε σταματήσαμε δα να τα λέμε;
Και ξέρεις εσύ: από εκεί ψηλά, ρίχνε πότε πότε μια ματιά και 'δω χάμω. Για να μπορώ κι εγώ να συνεχίζω.







2 σχόλια:

Σοφία είπε...

Συγκινήθηκα, έκλαψα. Με συνεπήρε η ιστορία σου. Πόσο δύναμη έχεις μέσα σου. Τρόμαξα. Να σαι καλά εύχομαι μέσα από την καρδιά μου.

Τυπος Νυχτερινος είπε...

Κι εσύ, Σοφία να 'σαι καλά.
Κι εσύ.

People I know

Ο Νίκος. Εξαιρετική κιθάρα. Κάμποσα χρόνια σε ωδείο στην κλασσική, μετά ηλεκτρική, είχε ταλέντο, ήταν νέος, είχε εμφάνιση. Δούλεψε πολύ, δο...