Painting: Yannis Stavrou
Η Θεσσαλονίκη υπήρξε ένας απ' τους τόπους που σημάδεψαν τα πρώτα μου βήματα στην ενήλικη ζωή.
Η πρώτη φυγή από το πατρικό σπίτι, η πρώτη βουτιά στην πολυπόθητη -και ακριβοπληρωμένη- ανεξαρτησία, η πρώτη "μεγάλη" πόλη, το πρώτο δικό μου κλειδί στο χέρι... αγαπημένη απ' την πρώτη στιγμή, αγαπημένη ως τα σήμερα.
Πατώντας το πόδι μου εκεί, ένιωσα μια εξαίσια σύνδεση με το μέρος, μια ιδιαίτερη άνεση, σαν να βρισκόμουν σε σπίτι φιλικό που θα με υποδεχόταν και θα μ' αγκάλιαζε. Τέτοιο δέσιμο με τόπο έμελλε να βιώσω μονάχα πολλά, πολλά χρόνια αργότερα, σε μια άλλη ήπειρο, σε μια μικρή, παραθαλάσσια πόλη, γνωστή στο τοπικό ιδίωμα ως Πόλη των Ανέμων.
Η Θεσσαλονίκη έφερε την πρώτη μεγάλη, σταθερή παρέα φίλων. Στα δύο χρόνια που έμεινα 'πάνω', η ομάδα μας ήταν αδιαχώριστη. Δεν κακιώσαμε ποτέ, δεν μαλώσαμε, δεν ψυχραθήκαμε. Γελάσαμε πολύ, κλάψαμε άλλο τόσο, περάσαμε τρελές μέρες, θεότρελες νύχτες, δουλέψαμε, ταξιδέψαμε παρέα, περάσαμε πείνες και αφραγκίες που τότε, με το προνόμιο της ηλικίας και με μια διάθεση λούμπεν, τις βλέπαμε ως περιπέτειες και μάλιστα ρομαντικές.
Διασχίζαμε τους δρόμους της Άνω Πόλης σαν μικρή ομάδα ποδοσφαίρου, με τσιγάρα που περνούσαν από χέρι σε χέρι, με μακριά κασκόλ ν' ανεμίζουν στον τσουχτερό Βαρδάρη και χωρίς δραχμή στην τσέπη.
Μαζευόμασταν στα ταβερνάκια και τα μεζεδοπωλεία και τρώγαμε ρεφενέ, όποιος είχε περισσότερα πλήρωνε παραπάνω. Στα στέκια, οι μαγαζάτορες μας περίμεναν εξάπαντος κάθε Παρασκευή, κι όταν ο Αλέξης δε δούλευε κι ερχόταν με το μπουζούκι στο χέρι, είχαμε εξασφαλισμένο τζάμπα φαγητό και κρασί για όλους.
Τσακωνόμασταν για τα πολιτικά, για την ιστορία, για τις ομάδες, για τη φιλοσοφία, για τις θεωρίες. Φιλιώναμε, αγαπιόμασταν, τσατιζόμασταν, βρίζαμε, γελούσαμε, ερωτευόμασταν, χωρίζαμε.
Στα δυο χρόνια που έμεινα επάνω, κάμποσα νέα πρόσωπα προστέθηκαν στο σύνολο της παρέας, κάποια αποχώρησαν και κάποια έμειναν σταθερά.
Απ' τους σταθερούς, ο Αλέξης, ο Μιχάλης, ο Στάσης, η Δέσποινα, η Σοφία, η Ντίνα, η Έλσα και φυσικά είχαμε και τους δύο Πέτρους, στους οποίους είχαμε κολλήσει διάφορα παρατσούκλια και καλά για να τους ξεχωρίζουμε:
Ο Πέτρος ο Αθηναίος κι ο Πέτρος ο Θεσσαλονικιός (λόγω καταγωγής).
Ή ο Πέτρος ο Μικρός κι ο Πέτρος ο Μέγας (λόγω ηλικίας).
Ή οι Πετροπουλαίοι.
Ή οι Π.Ε. & Σία.
Ή Π.Ε.ΠΕ.
Τα δυο τελευταία παρατσούκλια ήταν inside joke της παρέας, αφού και οι δυο Πετρήδες είχαν φιλενάδες που τα ονόματά τους άρχιζαν από Ε. Τους είχαμε κι άλλα διάφορα προσωνύμια, ανάλογα την ώρα, τα κέφια, και το πόση καζούρα θέλαμε να τους κάνουμε, αλλά αυτά επικρατούσαν κυρίως.
Στα υπόλοιπα χρόνια, όπως γίνεται συνήθως, ακόμα κι ο 'σταθερός πυρήνας' της παρέας σκόρπισε. Ο Μιχάλης πίσω στην Κρήτη, ο Αλέξης ανάμεσα σε δουλειές μέρας και νύχτας, ο Στάσης έμεινε λίγο περισσότερο, η Δέσποινα είναι ακόμη σταθερή αξία, η Ντίνα πίσω στη Πάτρα, η Σοφία καμμένη απ' το αλκοόλ. Οι Π.Ε. & Σία, έμειναν σε επαφή όλα αυτά τα χρόνια. Ο ένας εκ των δύο στη Θεσσαλονίκη με τη δική του Ε. και ο δεύτερος στην Αθήνα με τη δική του Ε.
Στα δέκα τελευταία χρόνια, η Θεσσαλονίκη δεν έπαψε να είναι αγαπημένη (πώς θα μπορούσε και να μην είναι δηλαδή), και καταφύγιο για μένα.
Αλλά συνδέθηκε και με άλλες ιστορίες, και με άλλες καταστάσεις πέραν της παρέας των πρώτων φοιτητικών χρόνων.
Δυο ταξίδια πάνω μέσα σ' αυτή τη δεκαετία, δεν είχαν να κάνουν ούτε με βόλτα, ούτε με παλιούς κι αγαπημένους φίλους, αλλά με νοσοκομεία, εντατικές, αναμονές έξω από χειρουργεία. Κι απανωτά τσιγάρα περιμένοντας. Τη μια για να τελειώσει ένα πεντάωρο χειρουργείο, μετά για να περάσει το 48ωρο, μετά για να περάσουν οι μέρες της εντατικής... και την άλλη, για ένα άλλο χειρουργείο, για μια άλλη μαγνητική, για καρκινικούς δείκτες.
Τα ονόματα των πρωταγωνιστών στα δυο αυτά ταξίδια, τα ίδια. Κώστας ο ένας, Κωστής ο άλλος. Τους χώριζαν δυο γενιές, τους ένωνε κοινό αίμα.
Ο Κώστας ο μεγάλος τα κατάφερε τότε, και ξεπέρασε το προσδόκιμο ζωής που είχαν δώσει οι γιατροί.
Ο Κώστας ο μικρός, δε θα μπορούσε να μην τα καταφέρει, να μην το παλέψει, να μη βγει νικητής. Δε θα μπορούσε να γίνει αλλιώς.
Αλλά τους τελευταίους οκτώ μήνες, η Θεσσαλονίκη έφερε και δυο αναχωρήσεις.
Οι δυο Ε. των δύο Πέτρων έφυγαν νωρίς και άδικα.
Κάποτε κάναμε πλάκα με τα αρχικά των ονομάτων τους. Τώρα δεν υπάρχει πλάκα.
Τώρα έμειναν δύο αρχικά Π χωρίς τα Ε. Και δεν υπάρχει αστείο, δεν υπάρχει λογοπαίγνιο, δεν υπάρχει καζούρα, δεν υπάρχει η παρέα να χαϊδέψει μέσα από το πείραγμα.
Υπάρχει μόνο το 'βάζουμε το ένα πόδι μπροστά απ' το άλλο και κάνουμε ένα βήμα'.
Σήμερα. Τώρα.
Κι αύριο βλέπουμε.
Ένα βήμα τη φορά. Το ένα πόδι μπροστά από το άλλο. Αυτό είναι αρκετό. Ή μάλλον στην παρούσα, δεν είναι αρκετό απλώς, είναι τιτάνιο.
Πετροπουλαίοι καμάρια μου, ένα βήμα και σήμερα. Ένα βήμα τη φορά. Ένα βήμα μονάχα.
Η Θεσσαλονίκη υπήρξε ένας απ' τους τόπους που σημάδεψαν τα πρώτα μου βήματα στην ενήλικη ζωή.
Η πρώτη φυγή από το πατρικό σπίτι, η πρώτη βουτιά στην πολυπόθητη -και ακριβοπληρωμένη- ανεξαρτησία, η πρώτη "μεγάλη" πόλη, το πρώτο δικό μου κλειδί στο χέρι... αγαπημένη απ' την πρώτη στιγμή, αγαπημένη ως τα σήμερα.
Πατώντας το πόδι μου εκεί, ένιωσα μια εξαίσια σύνδεση με το μέρος, μια ιδιαίτερη άνεση, σαν να βρισκόμουν σε σπίτι φιλικό που θα με υποδεχόταν και θα μ' αγκάλιαζε. Τέτοιο δέσιμο με τόπο έμελλε να βιώσω μονάχα πολλά, πολλά χρόνια αργότερα, σε μια άλλη ήπειρο, σε μια μικρή, παραθαλάσσια πόλη, γνωστή στο τοπικό ιδίωμα ως Πόλη των Ανέμων.
Η Θεσσαλονίκη έφερε την πρώτη μεγάλη, σταθερή παρέα φίλων. Στα δύο χρόνια που έμεινα 'πάνω', η ομάδα μας ήταν αδιαχώριστη. Δεν κακιώσαμε ποτέ, δεν μαλώσαμε, δεν ψυχραθήκαμε. Γελάσαμε πολύ, κλάψαμε άλλο τόσο, περάσαμε τρελές μέρες, θεότρελες νύχτες, δουλέψαμε, ταξιδέψαμε παρέα, περάσαμε πείνες και αφραγκίες που τότε, με το προνόμιο της ηλικίας και με μια διάθεση λούμπεν, τις βλέπαμε ως περιπέτειες και μάλιστα ρομαντικές.
Διασχίζαμε τους δρόμους της Άνω Πόλης σαν μικρή ομάδα ποδοσφαίρου, με τσιγάρα που περνούσαν από χέρι σε χέρι, με μακριά κασκόλ ν' ανεμίζουν στον τσουχτερό Βαρδάρη και χωρίς δραχμή στην τσέπη.
Μαζευόμασταν στα ταβερνάκια και τα μεζεδοπωλεία και τρώγαμε ρεφενέ, όποιος είχε περισσότερα πλήρωνε παραπάνω. Στα στέκια, οι μαγαζάτορες μας περίμεναν εξάπαντος κάθε Παρασκευή, κι όταν ο Αλέξης δε δούλευε κι ερχόταν με το μπουζούκι στο χέρι, είχαμε εξασφαλισμένο τζάμπα φαγητό και κρασί για όλους.
Τσακωνόμασταν για τα πολιτικά, για την ιστορία, για τις ομάδες, για τη φιλοσοφία, για τις θεωρίες. Φιλιώναμε, αγαπιόμασταν, τσατιζόμασταν, βρίζαμε, γελούσαμε, ερωτευόμασταν, χωρίζαμε.
Στα δυο χρόνια που έμεινα επάνω, κάμποσα νέα πρόσωπα προστέθηκαν στο σύνολο της παρέας, κάποια αποχώρησαν και κάποια έμειναν σταθερά.
Απ' τους σταθερούς, ο Αλέξης, ο Μιχάλης, ο Στάσης, η Δέσποινα, η Σοφία, η Ντίνα, η Έλσα και φυσικά είχαμε και τους δύο Πέτρους, στους οποίους είχαμε κολλήσει διάφορα παρατσούκλια και καλά για να τους ξεχωρίζουμε:
Ο Πέτρος ο Αθηναίος κι ο Πέτρος ο Θεσσαλονικιός (λόγω καταγωγής).
Ή ο Πέτρος ο Μικρός κι ο Πέτρος ο Μέγας (λόγω ηλικίας).
Ή οι Πετροπουλαίοι.
Ή οι Π.Ε. & Σία.
Ή Π.Ε.ΠΕ.
Τα δυο τελευταία παρατσούκλια ήταν inside joke της παρέας, αφού και οι δυο Πετρήδες είχαν φιλενάδες που τα ονόματά τους άρχιζαν από Ε. Τους είχαμε κι άλλα διάφορα προσωνύμια, ανάλογα την ώρα, τα κέφια, και το πόση καζούρα θέλαμε να τους κάνουμε, αλλά αυτά επικρατούσαν κυρίως.
Στα υπόλοιπα χρόνια, όπως γίνεται συνήθως, ακόμα κι ο 'σταθερός πυρήνας' της παρέας σκόρπισε. Ο Μιχάλης πίσω στην Κρήτη, ο Αλέξης ανάμεσα σε δουλειές μέρας και νύχτας, ο Στάσης έμεινε λίγο περισσότερο, η Δέσποινα είναι ακόμη σταθερή αξία, η Ντίνα πίσω στη Πάτρα, η Σοφία καμμένη απ' το αλκοόλ. Οι Π.Ε. & Σία, έμειναν σε επαφή όλα αυτά τα χρόνια. Ο ένας εκ των δύο στη Θεσσαλονίκη με τη δική του Ε. και ο δεύτερος στην Αθήνα με τη δική του Ε.
Στα δέκα τελευταία χρόνια, η Θεσσαλονίκη δεν έπαψε να είναι αγαπημένη (πώς θα μπορούσε και να μην είναι δηλαδή), και καταφύγιο για μένα.
Αλλά συνδέθηκε και με άλλες ιστορίες, και με άλλες καταστάσεις πέραν της παρέας των πρώτων φοιτητικών χρόνων.
Δυο ταξίδια πάνω μέσα σ' αυτή τη δεκαετία, δεν είχαν να κάνουν ούτε με βόλτα, ούτε με παλιούς κι αγαπημένους φίλους, αλλά με νοσοκομεία, εντατικές, αναμονές έξω από χειρουργεία. Κι απανωτά τσιγάρα περιμένοντας. Τη μια για να τελειώσει ένα πεντάωρο χειρουργείο, μετά για να περάσει το 48ωρο, μετά για να περάσουν οι μέρες της εντατικής... και την άλλη, για ένα άλλο χειρουργείο, για μια άλλη μαγνητική, για καρκινικούς δείκτες.
Τα ονόματα των πρωταγωνιστών στα δυο αυτά ταξίδια, τα ίδια. Κώστας ο ένας, Κωστής ο άλλος. Τους χώριζαν δυο γενιές, τους ένωνε κοινό αίμα.
Ο Κώστας ο μεγάλος τα κατάφερε τότε, και ξεπέρασε το προσδόκιμο ζωής που είχαν δώσει οι γιατροί.
Ο Κώστας ο μικρός, δε θα μπορούσε να μην τα καταφέρει, να μην το παλέψει, να μη βγει νικητής. Δε θα μπορούσε να γίνει αλλιώς.
Αλλά τους τελευταίους οκτώ μήνες, η Θεσσαλονίκη έφερε και δυο αναχωρήσεις.
Οι δυο Ε. των δύο Πέτρων έφυγαν νωρίς και άδικα.
Κάποτε κάναμε πλάκα με τα αρχικά των ονομάτων τους. Τώρα δεν υπάρχει πλάκα.
Τώρα έμειναν δύο αρχικά Π χωρίς τα Ε. Και δεν υπάρχει αστείο, δεν υπάρχει λογοπαίγνιο, δεν υπάρχει καζούρα, δεν υπάρχει η παρέα να χαϊδέψει μέσα από το πείραγμα.
Υπάρχει μόνο το 'βάζουμε το ένα πόδι μπροστά απ' το άλλο και κάνουμε ένα βήμα'.
Σήμερα. Τώρα.
Κι αύριο βλέπουμε.
Ένα βήμα τη φορά. Το ένα πόδι μπροστά από το άλλο. Αυτό είναι αρκετό. Ή μάλλον στην παρούσα, δεν είναι αρκετό απλώς, είναι τιτάνιο.
Πετροπουλαίοι καμάρια μου, ένα βήμα και σήμερα. Ένα βήμα τη φορά. Ένα βήμα μονάχα.