Δευτέρα, Δεκεμβρίου 08, 2008
Ο κρατικός μηχανισμός είναι εδώ!
Τελικά δεν ήταν μόνο ο μπάτσος που έβλεπε οράματα.
Είναι κι ο υπουργός Εσωτερικών που ίσως ακούει φωνές.
Αν δεν ακούει φωνές πώς είναι δυνατό να δηλώνει ότι " Ο κρατικός μηχανισμός είναι εδώ", "Προασπίζει τη ζωή και την περιουσία των πολιτών" και "Όλα γίνονται με σεβασμό στις αρχές της Δημοκρατίας";
Ζει στην ίδια χώρα αυτός ο άνθρωπος;
Πάντως "ο κρατικός μηχανισμός ΕΙΝΑΙ εδώ!"
-ε, ψάξτε κάπου κάτω από το χαλάκι αν δεν τον βρείτε με τη μία, θα 'χει παραπέσει-
Παρασκευή, Νοεμβρίου 07, 2008
Μαρόκο μέρος δεύτερο
Αφιερωμένο στον φίλο Street Spirit. Έλειπα σε ταξίδι φίλε μου όταν ταξίδεψες εσύ, μόλις τώρα το έμαθα. Καλό δρόμο, καλή αντάμωση.
Η νυχτερινή Jemaa el Fna με αποζημιώνει και με το παραπάνω. Η Τζέμα ελ Φνα το 2001 χαρακτηρίστηκε από την Ουνέσκο τόπος Παγκόσμιας Κληρονομιάς ως ένα από τα σημαντικότερα μέρη διατήρησης της προφορικής παράδοσης γι' αυτό και είναι προστατευόμενος χώρος, κι αυτή την ώρα είναι φωτισμένη απ' άκρη σ' άκρη με λαμπιόνια.
Πυκνός καπνός υψώνεται παντού. Όχι, δεν είχαν πάρει φωτιά τα μαγαζάκια, είχαν πάρει φωτιά τα.. κάρβουνα.
Στο κέντρο της πλατείας είναι στημένα φαγάδικα με λογής καλούδια: κρεατικά ως επί το πλείστον, κάθε είδους κρεατικά εκτός από χοιρινό, αλλά και ψάρια, φρέσκιες σαλάτες, ορεκτικά και φυσικά καζάνια με χαρίρα, μια χορταστική, θρεπτική σούπα. Η χαρά του καλοφαγά και δή του κρεατοφάγου.
Πας λοιπόν ωραία και καλά, διαλέγεις το κρεατικό ή το ψαρικό που τραβάει η όρεξή σου, στο ψήνουν επιτόπου, σε σερβίρουν σε τεράστιους πάγκους όπου κάθονται όλοι δίπλα δίπλα και του δίνεις και καταλαβαίνει.
Οι τιμές τώρα, για ένα φουλ γεύμα δύο ατόμων μαζί με το αναψυκτικό (όχι δεν παίζουν μπυρίτσες εδώ), θα σου κοστίσει το φοβερό ποσό των 50 ντιρχάμ. Άντε 70 άμα είσαι πολύ μερακλής και θες να φας του σκασμού. 70 ντιρχάμ ήτοι 7 ευρώ πάνω κάτω.
Κοντά στα φαγάδικα υπάρχουν κι οι περιβόητοι πάγκοι με το φρέσκο χυμό πορτοκαλιού.
Δεν καταλαβαίνω ειλικρινά γιατί όλοι μα όλοι πια οι τουρίστες τρελαίνονται γι' αυτό το πράγμα και το γράφουν ξανά και ξανά στα θρεντ του Λόνλι Πλάνετ ή του Τριπ Αντβάιζορ.
Σιγά τα ωά! Τι να πει κανείς όμως.
Σε κάποιους πάγκους επίσης, σερβίρουν σαλιγκάρια και σούπα σαλιγκαριών. Παρόλο που δοκίμασα όλα τα εδέσματα, το συγκεκριμένο δεν το τίμησα. Οι ντόπιοι πάντως το προτιμούν.
Πιο πέρα απ' τους πάγκους με τα φαγάδικα, θα δεις και θα βρεις ό,τι βάζει ο νους σου.
Ζογκλέρ, ακροβάτες, νεαρούς που τραγουδούν μαζεμένοι σε κύκλο Γκνάουα κρατώντας το ρυθμό με τύμπανα και κρόταλα, γητευτές φιδιών, παππούδες που πουλούν την πραμάτεια τους (από αναμνηστικά μπρελόκ και χύμα τσιγάρα μέχρι σαπούνια και βότανα για την ανικανότητα), τύπους που τριγυρνούν με μαϊμούδες σκαρφαλωμένες στους ώμους τους, γυναίκες με τζελάμπα που κάνουν χέννα στις τουρίστριες, τύπους που προσπαθούν να σου πλασάρουν λίγο μαροκινό κιφ ή να πλασαριστούν ως φθηνοί ξεναγοί.
Και μέσα σ' όλα αυτά, πλήθος κόσμου που πάει και έρχεται, ντόπιοι και τουρίστες, και ακόμη μεγαλύτερο πλήθος από "μοτοσικλέτες" (Θυμάστε τα PUCH που είχαμε στην Ελλάδα στις αρχές της δεκαετίας του '80; Ε, κάνουν θραύση στο Μαρόκο), οι οποίες διασχίζουν με απίστευτη άνεση το χώρο.
Αν δεν έχεις το νου σου, δεν αποκλείεται να σε πάρουν παραμάζωμα.
Κατηφορίζοντας από την πλατεία αντικρίζεις το σήμα κατατεθέν της Jemaa el Fna, το εντυπωσιακό τζαμί Kutubia.
Το Κουτούμπια είναι το μεγαλύτερο τζαμί του Μαρακές. Χτίστηκε περίπου το 1185 μ.Χ. κατά τη δυναστεία των Αλμοραβιδών. Στην εποχή της ακμής του συγκεντρώνονταν γύρω του πλανόδιοι βιβλιοπώλες, κι έτσι πήρε το όνομά του από τη λέξη κουτούμπ (βιβλίο).
Αποτελείται από έξι ορόφους. Το συνολικό ύψος του είναι 67 μέτρα, ενώ το πλάτος του περίπου 13 μέτρα. Κάποτε ήταν όλο ντυμένο με ζελίλ (ψηφιδωτό), και ο θρύλος λέει πως ο μιναρές του ήταν στολισμένος με ατόφιο χρυσάφι, το οποίο δώρισε η γυναίκα του περιβόητου σουλτάνου Ελ Μανσούρ, προσφέροντας τα κοσμήματά της για να εξιλεωθεί που διέκοψε για μια μέρα τη νηστεία του ραμαζανιού.
Η πρώτη μου νύχτα στο Μαρακές ήταν γεγονός.
Περασμένα μεσάνυχτα και ο πανικός στην πλατεία δεν είχε καταλαγιάσει. Εγώ όμως τα είχα παίξει εντελώς.
Τράβηξα σιγά σιγά μέσα απ' τα βρώμικα σοκάκια (η βρώμα συνηθίζεται πιστέψτε με), προς το περιβόητο ριάντ.
Μια νύχτα ήταν, θα περνούσε όπως όπως. Την επόμενη, θα έπαιρνα το τρένο για την πρωτεύουσα, τη Ραμπάτ όπου θα με φιλοξενούσε στο σπίτι του ένας φίλος.
Το επόμενο πρωί η κίνηση στους δρόμους είναι χαοτική και φτάνω στο σταθμό τελευταία στιγμή, με την ψυχή στο στόμα. Όταν με ρωτούν στο γκισέ αν θέλω πρώτη ή δεύτερη θέση, λέω δεύτερη σκεφτόμενη πως η πρώτη θα κόστιζε πολύ περισσότερα.
Τεράστιο λάθος.
Γιατί από τη μια -Μαρόκο είναι εδώ, όχι Ελλάδα-, η οικονομική διαφορά ανάμεσα στην πρώτη και τη δεύτερη θέση δεν ήταν πάνω από 50 ντιρχάμ (πέντε ευρώ), και απ' την άλλη, δεν ήξερα πως όταν κλείνεις δεύτερη θέση, ουσιαστικά δεν έχεις θέση πράγμα που σημαίνει πως κάθεσαι όπου βρεις.
Τώρα το πού θα έβρισκα να καθήσω, ήταν μια άλλη ιστορία.
Γιατί καταμεσήμερο, στα μέσα Αυγούστου και στο τρένο με τον πιο δημοφιλή προορισμό, δεν υπήρχε ελεύθερη θέση ούτε για δείγμα.
Ως αποτέλεσμα, βρέθηκα να σέρνω μια θεόρατη βαλίτσα και το σακίδιό μου στους ώμους, προσπαθώντας να διασχίσω το τρένο από τη μια άκρη ως την άλλη μήπως βρω κάπου μια θέση. Μπορεί ν' ακούγεται απλό, αλλά στην πράξη ήταν εφιάλτης.
Το τρένο είναι ασφυκτικά γεμάτο, και οι διάδρομοι το ίδιο, τόσο από βαλίτσες, όσο και από κόσμο, αλλά και οικογένειες με γιαγιάδες, μαμάδες και πιτσιρίκια που αραχτοί και γεμάτοι άνεση γευμάτιζαν κι έπιναν τσάι.
Ο ιδρώτας έσταζε ποτάμι πάνω μου καθώς επιτελούσα το τιτάνιο έργο διάσχισης της Σαχάρα, όχι συγνώμη, των διαδρόμων του τρένου ήθελα να πω. Ευτυχώς, οι περισσότεροι άντρες έκαναν μια προσπάθεια να βοηθήσουν, μετατοπίζοντας μπόγους, μπαγκάζια και βαλίτσες για να περάσω.
Παρόλα αυτά, στο τέλος αναγκάστηκα να παραδεχτώ το προφανές.
Θα περνούσα τις υπόλοιπες τεσσεράμισι ώρες του ταξιδιού στο ενδιάμεσο δύο διαδρόμων, καθισμένη πάνω στη βαλίτσα μου. Γύρω μου άντρες που έβγαιναν να καπνίσουν τσιγάρο και κόσμος πηγαινοερχόταν προσπαθώντας να βρει κάποια άδεια θέση όπως κι εγώ νωρίτερα.
Αφού παίρνω μια ανάσα, αρχίζω να φωτογραφίζω το ξερό τοπίο. Ένας ευγενικός κύριος, μου ανοίγει μάλιστα την πόρτα του τρένου για να έχω καλύτερες λήψεις. Παθαίνω πλάκα!
-Είναι ασφαλές αυτό; ρωτάω σε αγγλικά ελπίζοντας να με καταλαβαίνει.
Ο τύπος με κοιτάζει με απορία.
-Of course it is safe, what do you mean? με ρωτάει σε άπταιστα αγγλικά μη δείχνοντας να κατανοεί γιατί τον κοιτάζω μ' αυτό το βλέμμα.
Ε, οκ, αφού είναι safe, σκασίλα μου κι εμένα. Αρχίζω να φωτογραφίζω. Όχι ότι έχει πολλά να φωτογραφίσει κανείς.
Το τοπίο επαναλαμβάνεται: έρημες εκτάσεις μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι σου, και σειρές ολόκληρες από φραγκόσυκα.
Εμένα όμως μου αρέσει. Ακόμη και το χρώμα της γης μου θυμίζει τα χρώματα του Μαρακές.
Κάποια στιγμή, αντιλαμβάνομαι πως οι περισσότεροι άντρες γύρω μου ρίχνουν κλεφτές ματιές.
Τσεκάρω νοερά το ντύσιμό μου. Οκ, τίποτε παράξενο ή πολύ αποκαλυπτικό.
Φοράω μακρύ, λευκό βαμβακερό παντελόνι, ένα ροζ τιραντέ μπλουζάκι, αλλά έχω φροντίσει να ρίξω πάνω μου ένα φαρδύ, μακρύ, άσπρο πουκάμισο που κρύβει μπράτσα και ντεκολτέ.
Ένας απ' όλους βγάζει το πακέτο του και μου προσφέρει τσιγάρο.
-La, shokran, του απαντώ, 'όχι, ευχαριστώ'.
Σε λίγο μου προσφέρει κι ένας άλλος, αρνούμαι και πάλι ευγενικά.
Καταρχήν όλοι οι φίλοι μου στο Μαρόκο με συμβούλεψαν ν' αποφύγω να καπνίζω δημόσια, τουλάχιστον όχι αν δεν είμαι σε μια καφετέρια σε κάποιο τουριστικό μέρος. Απ' την άλλη πολύ αμφιβάλλω αν θα μπορούσα να καπνίσω κάποιο από τα τσιγάρα τους, αφού ο λαιμός μου δεν σηκώνει τίποτε άλλο εκτός από τον Old Holborn μου.
Μια ώρα αργότερα όμως, έχω σκυλοβαρεθεί να φωτογραφίζω το άνυδρο τοπίο, και θέλω απεγνωσμένα καφέ και τσιγάρο. Για καφέ δύσκολο, τσιγάρο όμως;
Το σκέφτομαι για λίγο, λέω δε βαριέσαι, και βγάζω τον καπνό μου αρχίζοντας να στρίβω τσιγάρο.
Βλέποντας τους τύπους γύρω να με κοιτάζουν, σκέφτομαι πως θα πρέπει κι εγώ να τους προσφέρω από τον καπνό μου, εφόσον αυτοί ήδη μου πρόσφεραν απ' τα τσιγάρα τους.
Δίνω στον πρώτο, μου λέει, όχι, ευχαριστώ.
Δίνω στον δεύτερο, το ίδιο.
Στον τρίτο και πάει λέγοντας. Όλοι είπαν όχι.
Πάνω που είχα αρχίσει να απορώ γιατί τόση ακαταδεξιά, ένας νεαρός -και κούκλος, τύφλα να 'χει ο Ομάρ Σαρίφ στα νιάτα του- φοιτητής στην Καζαμπλάνκα, μου λέει: -Όχι, ευχαριστώ, δεν καπνίζω χασίς μεσημεριάτικα.
Μου 'ρχεται στούμφος!
Χασίς; Τι χασίς, ποιο χασίς, ποιος ήρθε; Και τότε μου έρχεται η φλασιά: στο Μαρόκο ΔΕΝ πωλείται πουθενά καπνός για στριφτό. (Να το έχετε υπόψη αυτό όσοι καπνίζετε καπνό και βρεθείτε προς τα εκεί: πάρτε μαζί σας όσο σας χρειαστεί). Έτσι λοιπόν, βλέποντάς με να στρίβω, υπέθεσαν πως έστριβα joint.
Σκάω στα γέλια, και σπεύδω να διορθώσω την παρεξήγηση. -Δεν είναι kif, του εξηγώ, είναι Εγγλέζικος καπνός για στριφτά τσιγάρα. Να, βλέπεις εδώ την ετικέτα;
Με το που του τη δείχνω, λάμπει το μούτρο του κι αρχίζει να εξηγεί και στους υπόλοιπους.
-Θα μου στρίψεις ένα τσιγάρο τότε; με ρωτάει.
Σε λίγο θέλει κι άλλος τσιγάρο, κι ύστερα κι άλλος, και μετά κι ο επόμενος.
Μέχρι το τέλος του ταξιδιού, ο καπνός μου είχε τελειώσει, αφού όλοι ήθελαν να τους στρίψω ένα εγγλέζικο τσιγάρο και έτσι όχι μόνο έσπασε ο πάγος, αλλά βρέθηκα με τις γιαγιάδες να έρχονται να με ταΐζουν πίτες και γλυκά και στο τέλος με κέρασαν και τσάι από ένα θερμός. Με τις γυναίκες δεν συνεννοηθήκαμε σε καμιά γλώσσα (οι πιο ηλικιωμένες μιλούσαν μόνο Darijja, την τοπική διάλεκτο της Αραβικής γλώσσας, και όσες μιλούσαν γαλλικά, πέρα από το πώς σε λένε και από πού είσαι, δεν τράβαγε η κουβέντα, διότι τα δικά μου γαλλικά είναι ανύπαρκτα).
Πάντως, το θέμα ήταν ότι με ξεπροβόδισαν λες κι ήμουν φίλη, με ευχές και μάλιστα μου κουβαλήσαν τη βαλίτσα και τον σάκο μου ως την αποβάθρα.
Κι ύστερα σου λένε να απαγορευτεί το κάπνισμα.Ο καπνός φέρνει τον κόσμο πιο κοντά, λέω εγώ!
Και να ΄μαι λοιπόν στην Ραμπάτ, σ' ένα ταξί που με πηγαίνει στο σπίτι του φίλου που θα με φιλοξενούσε.
Η Ραμπάτ είναι η πρωτεύουσα του Μαρόκου με πληθυσμό 1,700,000 κατοίκους.
Στο δρόμο σκέφτομαι πως ίσως το Ισλάμ είναι πολύ πιο ανεκτικό απέναντι στον Χριστιανισμό απ' ότι το αντίστροφο. Απόδειξη μια τεράστια καθολική εκκλησία στο κέντρο της πόλης.
Την επόμενη μέρα βγαίνουμε μια βόλτα ως την Μεντίνα της Ραμπάτ να χαζέψω. Δεν μοιάζει και τόσο με τη Μεντίνα του Μαρακές, δεν είναι το ίδιο 'εξωτική', αλλά έχει ενδιαφέρον.
Ένας παππούς πουλάει χύμα τσιγάρα. Το πακέτο είναι ακριβό για τα δεδομένα του Μαρόκου.
Στο τέρμα της Μεντίνα φαίνονται τα τείχη και η είσοδος της Ουντέια.
Το Κάσμπαχ ντες Ουντέιας (το Φρούριο της Ουντέια), χτίστηκε το 1195 μ.Χ.
Βρίσκεται στην καρδιά της πρωτεύουσας λίγο πιο έξω από το παλιό παλάτι.
Τώρα στο Κάσμπαχ μπήκα ή στη ζώνη του Λυκόφωτος; Γιατί αν όλο αυτό δεν θυμίζει Ελλάδα, και μάλιστα ελληνικό νησί, τότε τι θυμίζει;
Και μια που βρεθήκαμε εκεί, ως τουρίστρια που σέβεται τον εαυτό της, είπα να κάνω και μια χέννα στο χέρι.
Φυσικά ήθελα να πάμε και μια βόλτα για μπάνιο στον ωκεανό. Μου φαίνεται περίεργο που θα δω τον ωκεανό από κοντά. Αναρωτιέμαι πόσο διαφορετική θα είναι η αίσθηση σε σχέση με τις δικές μας θάλασσες.
Στη διαδρομή, περνάμε μπροστά από βιλίτσες φροντισμένες στην εντέλεια, με κήπους και τα συναφή. Η διαφορά ανάμεσα στην απόλυτη φτώχεια και τη χλίδα φαίνεται ακόμη πιο έντονα εδώ. Όχι ότι μου κάνει και μεγάλη εντύπωση. Τα γνωστά. Κάποιοι δεν έχουν να φάνε και κάποιοι...
Φτάνοντας προς την παραλία, με περιμένει κι άλλη μια έκπληξη. Προσπαθώ να συνειδητοποιήσω πως βρίσκομαι στην Αφρική, στο Μαρόκο, κι όλα γύρω μου θυμίζουν μάλλον Ελλάδα, μη σου πω Λαγονήσι!
Όλα εκτός από τον ίδιο τον Ατλαντικό. Δεν είναι μόνο που η παραλία είναι τεράστια κι εκτείνεται ως εκεί που δεν φτάνει η κάμερά μου να τραβήξει, είναι ο ίδιος ο ωκεανός που είναι τόσο διαφορετικός.
Τα κύματα δεν σταματούν στιγμή (η χαρά των σέρφερ γύρω μου), και το ότι κολύμπησα είναι μάλλον ευφημισμός. Διότι όσο καλός κολυμβητής κι αν είσαι, άντε να ξεπεράσεις το πρώτο κύμα. Άντε και το δεύτερο. Στο τρίτο είσαι χαμένος. Σου δίνει μια και σε γυρίζει σούμπιτο πίσω στην ακτή.
Άμα έχεις τα κουράγια, φτου κι απ' την αρχή φυσικά.
Όταν βγήκα απ' το νερό ένιωθα λες και μ' είχαν τινάξει σαν χαλί με τον κόπανο, αλλά άξιζε τον κόπο.
Στο δρόμο της επιστροφής, δεν βρίσκουμε ταξί. -Να πάρουμε λεωφορείο τότε, προτείνει ο φίλος μου και συμφωνώ. Άλλωστε είμαι τόσο πτώμα που το μόνο που ήθελα ήταν να καθίσω κάπου. Πού να φανταστώ όμως τι θα αντίκριζα όταν έφτασε το λεωφορείο: Κάτι τέτοιο είχα να δω από όταν ήμουν στο δημοτικό, και αν!
Τι τον θες τον κλιματισμό κυρά μου, δε σου φτάνει η ανοιχτή πόρτα;
Κι αργότερα, το βράδυ, μια βόλτα ξανά στο κέντρο της πόλης.
Ο πύργος του Hassan (ημιτελής) και στο βάθος το μαυσωλείο του Mohamed V (πατέρα του σημερινού βασιλιά)
Τα φωτισμένα τείχη της Ραμπάτ.
Και η κεντρική κοσμοπολίτικη λεωφόρος Mohamed V.
Το κοινοβούλιο.
Καφενείο πάνω στη λεωφόρο και η απαραίτητη berrad (τσαγιέρα) με το τσάι μέντας (δυόσμου δηλαδή, για να μην ξεχνιόμαστε)
Την επομένη με περιμένει η Τσέλα, η αρχαιότερη Ρωμαϊκή πόλη του Μαρόκου.
Χτίστηκε περίπου το 40 μ.Χ. Εγκαταλείφθηκε το 1154, αλλά τον 14ο αι. ήρθε στα χέρια
των Μερενιδών σουλτάνων. Ο σουλτάνος Αμπού Ελ Χασάν έχτισε μια νεκρόπολη στην κορυφή των ρωμαϊκών ερειπίων και ενίσχυσε την πόλη με πύργους και τείχη.
Μια γατούλα στην Τσέλα.
Κι άλλες γατούλες...
Το γατοσόι!
Ρωμαϊκά λουτρά.
Δυο μέρες μετά, αφήνω πίσω μου την Ραμπάτ και παίρνω το τρένο για Καζαμπλάνκα, να δω έναν κολλητό μου. Αυτή τη φορά είχα βάλει μυαλό. Πρώτη θέση φυσικά! Η καλύτερη απόφαση που πήρα ποτέ: η πρώτη θέση διαθέτει κλιματισμό και άνετες κουκέτες.
Η Καζαμπλάνκα θύμιζε έντονα Αθήνα.Κάποιος δρόμος μάλιστα μου θύμισε πολύ την Ερμού.
Οι σημαίες του Μαρόκου ανεμίζουν μπροστά από το παράθυρο του ξενοδοχείου μου.
Η Καζαμπλάνκα είναι η καρδιά του Μαρόκου, από οικονομικής άποψης. Μια μεγάλη, μοντέρνα πόλη, που σφύζει από κίνηση και κυκλοφορικό χάος. Το μεγαλύτερο αξιοθέατό της, είναι το Mosque Hassan II.
Το εντυπωσιακό τζαμί είναι χτισμένο μπροστά στον Ατλαντικό έχει ύψος 210 μέτρα, χωρά 25,000 πιστούς και στο εσωτερικό του θα μπορούσαν να χωρέσουν ο ναός του Αγ. Πέτρου της Ρώμης ή η Notre Dame του Παρισιού.
Είναι σχετικά καινούριο τζαμί αφού χτίστηκε για τα 60α γενέθλια του προηγούμενου βασιλιά και λειτούργησε το 1993, κι αυτό σε μια προσπάθεια να τραβήξουν την προσοχή των τουριστών, γιατί μέχρι τότε η Καζαμπλάνκα δεν ήταν τίποτε περισσότερο από στάση μιας βραδιάς για τους τουρίστες που ήθελαν να ξεκουραστούν πριν συνεχίσουν προς Μαρακές, Ραμπάτ, Αγκαντίρ, Εσαουίρα ή κάποια άλλη, τουριστική πόλη.
Το Hassan Mosque είναι στολισμένο με ζελίλ και είναι το μοναδικό τζαμί ανοιχτό σε μή μουσουλμάνους.
Κόστισε πάνω από μισό δις δολλάρια, και για την περάτωσή του εργάστηκαν πάνω από 6,000 άτομα. Στο χτίσιμό του χρησιμοποιήθηκε κέδρος από τα βουνά του Άτλαντα, μάρμαρα από την Αγκαντίρ και γρανίτης από το Ταφραούτ.
Περισσότερα στο επόμενο (ναι, έχει κι άλλο!)
Η νυχτερινή Jemaa el Fna με αποζημιώνει και με το παραπάνω. Η Τζέμα ελ Φνα το 2001 χαρακτηρίστηκε από την Ουνέσκο τόπος Παγκόσμιας Κληρονομιάς ως ένα από τα σημαντικότερα μέρη διατήρησης της προφορικής παράδοσης γι' αυτό και είναι προστατευόμενος χώρος, κι αυτή την ώρα είναι φωτισμένη απ' άκρη σ' άκρη με λαμπιόνια.
Πυκνός καπνός υψώνεται παντού. Όχι, δεν είχαν πάρει φωτιά τα μαγαζάκια, είχαν πάρει φωτιά τα.. κάρβουνα.
Στο κέντρο της πλατείας είναι στημένα φαγάδικα με λογής καλούδια: κρεατικά ως επί το πλείστον, κάθε είδους κρεατικά εκτός από χοιρινό, αλλά και ψάρια, φρέσκιες σαλάτες, ορεκτικά και φυσικά καζάνια με χαρίρα, μια χορταστική, θρεπτική σούπα. Η χαρά του καλοφαγά και δή του κρεατοφάγου.
Πας λοιπόν ωραία και καλά, διαλέγεις το κρεατικό ή το ψαρικό που τραβάει η όρεξή σου, στο ψήνουν επιτόπου, σε σερβίρουν σε τεράστιους πάγκους όπου κάθονται όλοι δίπλα δίπλα και του δίνεις και καταλαβαίνει.
Οι τιμές τώρα, για ένα φουλ γεύμα δύο ατόμων μαζί με το αναψυκτικό (όχι δεν παίζουν μπυρίτσες εδώ), θα σου κοστίσει το φοβερό ποσό των 50 ντιρχάμ. Άντε 70 άμα είσαι πολύ μερακλής και θες να φας του σκασμού. 70 ντιρχάμ ήτοι 7 ευρώ πάνω κάτω.
Κοντά στα φαγάδικα υπάρχουν κι οι περιβόητοι πάγκοι με το φρέσκο χυμό πορτοκαλιού.
Δεν καταλαβαίνω ειλικρινά γιατί όλοι μα όλοι πια οι τουρίστες τρελαίνονται γι' αυτό το πράγμα και το γράφουν ξανά και ξανά στα θρεντ του Λόνλι Πλάνετ ή του Τριπ Αντβάιζορ.
Σιγά τα ωά! Τι να πει κανείς όμως.
Σε κάποιους πάγκους επίσης, σερβίρουν σαλιγκάρια και σούπα σαλιγκαριών. Παρόλο που δοκίμασα όλα τα εδέσματα, το συγκεκριμένο δεν το τίμησα. Οι ντόπιοι πάντως το προτιμούν.
Πιο πέρα απ' τους πάγκους με τα φαγάδικα, θα δεις και θα βρεις ό,τι βάζει ο νους σου.
Ζογκλέρ, ακροβάτες, νεαρούς που τραγουδούν μαζεμένοι σε κύκλο Γκνάουα κρατώντας το ρυθμό με τύμπανα και κρόταλα, γητευτές φιδιών, παππούδες που πουλούν την πραμάτεια τους (από αναμνηστικά μπρελόκ και χύμα τσιγάρα μέχρι σαπούνια και βότανα για την ανικανότητα), τύπους που τριγυρνούν με μαϊμούδες σκαρφαλωμένες στους ώμους τους, γυναίκες με τζελάμπα που κάνουν χέννα στις τουρίστριες, τύπους που προσπαθούν να σου πλασάρουν λίγο μαροκινό κιφ ή να πλασαριστούν ως φθηνοί ξεναγοί.
Και μέσα σ' όλα αυτά, πλήθος κόσμου που πάει και έρχεται, ντόπιοι και τουρίστες, και ακόμη μεγαλύτερο πλήθος από "μοτοσικλέτες" (Θυμάστε τα PUCH που είχαμε στην Ελλάδα στις αρχές της δεκαετίας του '80; Ε, κάνουν θραύση στο Μαρόκο), οι οποίες διασχίζουν με απίστευτη άνεση το χώρο.
Αν δεν έχεις το νου σου, δεν αποκλείεται να σε πάρουν παραμάζωμα.
Κατηφορίζοντας από την πλατεία αντικρίζεις το σήμα κατατεθέν της Jemaa el Fna, το εντυπωσιακό τζαμί Kutubia.
Το Κουτούμπια είναι το μεγαλύτερο τζαμί του Μαρακές. Χτίστηκε περίπου το 1185 μ.Χ. κατά τη δυναστεία των Αλμοραβιδών. Στην εποχή της ακμής του συγκεντρώνονταν γύρω του πλανόδιοι βιβλιοπώλες, κι έτσι πήρε το όνομά του από τη λέξη κουτούμπ (βιβλίο).
Αποτελείται από έξι ορόφους. Το συνολικό ύψος του είναι 67 μέτρα, ενώ το πλάτος του περίπου 13 μέτρα. Κάποτε ήταν όλο ντυμένο με ζελίλ (ψηφιδωτό), και ο θρύλος λέει πως ο μιναρές του ήταν στολισμένος με ατόφιο χρυσάφι, το οποίο δώρισε η γυναίκα του περιβόητου σουλτάνου Ελ Μανσούρ, προσφέροντας τα κοσμήματά της για να εξιλεωθεί που διέκοψε για μια μέρα τη νηστεία του ραμαζανιού.
Η πρώτη μου νύχτα στο Μαρακές ήταν γεγονός.
Περασμένα μεσάνυχτα και ο πανικός στην πλατεία δεν είχε καταλαγιάσει. Εγώ όμως τα είχα παίξει εντελώς.
Τράβηξα σιγά σιγά μέσα απ' τα βρώμικα σοκάκια (η βρώμα συνηθίζεται πιστέψτε με), προς το περιβόητο ριάντ.
Μια νύχτα ήταν, θα περνούσε όπως όπως. Την επόμενη, θα έπαιρνα το τρένο για την πρωτεύουσα, τη Ραμπάτ όπου θα με φιλοξενούσε στο σπίτι του ένας φίλος.
Το επόμενο πρωί η κίνηση στους δρόμους είναι χαοτική και φτάνω στο σταθμό τελευταία στιγμή, με την ψυχή στο στόμα. Όταν με ρωτούν στο γκισέ αν θέλω πρώτη ή δεύτερη θέση, λέω δεύτερη σκεφτόμενη πως η πρώτη θα κόστιζε πολύ περισσότερα.
Τεράστιο λάθος.
Γιατί από τη μια -Μαρόκο είναι εδώ, όχι Ελλάδα-, η οικονομική διαφορά ανάμεσα στην πρώτη και τη δεύτερη θέση δεν ήταν πάνω από 50 ντιρχάμ (πέντε ευρώ), και απ' την άλλη, δεν ήξερα πως όταν κλείνεις δεύτερη θέση, ουσιαστικά δεν έχεις θέση πράγμα που σημαίνει πως κάθεσαι όπου βρεις.
Τώρα το πού θα έβρισκα να καθήσω, ήταν μια άλλη ιστορία.
Γιατί καταμεσήμερο, στα μέσα Αυγούστου και στο τρένο με τον πιο δημοφιλή προορισμό, δεν υπήρχε ελεύθερη θέση ούτε για δείγμα.
Ως αποτέλεσμα, βρέθηκα να σέρνω μια θεόρατη βαλίτσα και το σακίδιό μου στους ώμους, προσπαθώντας να διασχίσω το τρένο από τη μια άκρη ως την άλλη μήπως βρω κάπου μια θέση. Μπορεί ν' ακούγεται απλό, αλλά στην πράξη ήταν εφιάλτης.
Το τρένο είναι ασφυκτικά γεμάτο, και οι διάδρομοι το ίδιο, τόσο από βαλίτσες, όσο και από κόσμο, αλλά και οικογένειες με γιαγιάδες, μαμάδες και πιτσιρίκια που αραχτοί και γεμάτοι άνεση γευμάτιζαν κι έπιναν τσάι.
Ο ιδρώτας έσταζε ποτάμι πάνω μου καθώς επιτελούσα το τιτάνιο έργο διάσχισης της Σαχάρα, όχι συγνώμη, των διαδρόμων του τρένου ήθελα να πω. Ευτυχώς, οι περισσότεροι άντρες έκαναν μια προσπάθεια να βοηθήσουν, μετατοπίζοντας μπόγους, μπαγκάζια και βαλίτσες για να περάσω.
Παρόλα αυτά, στο τέλος αναγκάστηκα να παραδεχτώ το προφανές.
Θα περνούσα τις υπόλοιπες τεσσεράμισι ώρες του ταξιδιού στο ενδιάμεσο δύο διαδρόμων, καθισμένη πάνω στη βαλίτσα μου. Γύρω μου άντρες που έβγαιναν να καπνίσουν τσιγάρο και κόσμος πηγαινοερχόταν προσπαθώντας να βρει κάποια άδεια θέση όπως κι εγώ νωρίτερα.
Αφού παίρνω μια ανάσα, αρχίζω να φωτογραφίζω το ξερό τοπίο. Ένας ευγενικός κύριος, μου ανοίγει μάλιστα την πόρτα του τρένου για να έχω καλύτερες λήψεις. Παθαίνω πλάκα!
-Είναι ασφαλές αυτό; ρωτάω σε αγγλικά ελπίζοντας να με καταλαβαίνει.
Ο τύπος με κοιτάζει με απορία.
-Of course it is safe, what do you mean? με ρωτάει σε άπταιστα αγγλικά μη δείχνοντας να κατανοεί γιατί τον κοιτάζω μ' αυτό το βλέμμα.
Ε, οκ, αφού είναι safe, σκασίλα μου κι εμένα. Αρχίζω να φωτογραφίζω. Όχι ότι έχει πολλά να φωτογραφίσει κανείς.
Το τοπίο επαναλαμβάνεται: έρημες εκτάσεις μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι σου, και σειρές ολόκληρες από φραγκόσυκα.
Εμένα όμως μου αρέσει. Ακόμη και το χρώμα της γης μου θυμίζει τα χρώματα του Μαρακές.
Κάποια στιγμή, αντιλαμβάνομαι πως οι περισσότεροι άντρες γύρω μου ρίχνουν κλεφτές ματιές.
Τσεκάρω νοερά το ντύσιμό μου. Οκ, τίποτε παράξενο ή πολύ αποκαλυπτικό.
Φοράω μακρύ, λευκό βαμβακερό παντελόνι, ένα ροζ τιραντέ μπλουζάκι, αλλά έχω φροντίσει να ρίξω πάνω μου ένα φαρδύ, μακρύ, άσπρο πουκάμισο που κρύβει μπράτσα και ντεκολτέ.
Ένας απ' όλους βγάζει το πακέτο του και μου προσφέρει τσιγάρο.
-La, shokran, του απαντώ, 'όχι, ευχαριστώ'.
Σε λίγο μου προσφέρει κι ένας άλλος, αρνούμαι και πάλι ευγενικά.
Καταρχήν όλοι οι φίλοι μου στο Μαρόκο με συμβούλεψαν ν' αποφύγω να καπνίζω δημόσια, τουλάχιστον όχι αν δεν είμαι σε μια καφετέρια σε κάποιο τουριστικό μέρος. Απ' την άλλη πολύ αμφιβάλλω αν θα μπορούσα να καπνίσω κάποιο από τα τσιγάρα τους, αφού ο λαιμός μου δεν σηκώνει τίποτε άλλο εκτός από τον Old Holborn μου.
Μια ώρα αργότερα όμως, έχω σκυλοβαρεθεί να φωτογραφίζω το άνυδρο τοπίο, και θέλω απεγνωσμένα καφέ και τσιγάρο. Για καφέ δύσκολο, τσιγάρο όμως;
Το σκέφτομαι για λίγο, λέω δε βαριέσαι, και βγάζω τον καπνό μου αρχίζοντας να στρίβω τσιγάρο.
Βλέποντας τους τύπους γύρω να με κοιτάζουν, σκέφτομαι πως θα πρέπει κι εγώ να τους προσφέρω από τον καπνό μου, εφόσον αυτοί ήδη μου πρόσφεραν απ' τα τσιγάρα τους.
Δίνω στον πρώτο, μου λέει, όχι, ευχαριστώ.
Δίνω στον δεύτερο, το ίδιο.
Στον τρίτο και πάει λέγοντας. Όλοι είπαν όχι.
Πάνω που είχα αρχίσει να απορώ γιατί τόση ακαταδεξιά, ένας νεαρός -και κούκλος, τύφλα να 'χει ο Ομάρ Σαρίφ στα νιάτα του- φοιτητής στην Καζαμπλάνκα, μου λέει: -Όχι, ευχαριστώ, δεν καπνίζω χασίς μεσημεριάτικα.
Μου 'ρχεται στούμφος!
Χασίς; Τι χασίς, ποιο χασίς, ποιος ήρθε; Και τότε μου έρχεται η φλασιά: στο Μαρόκο ΔΕΝ πωλείται πουθενά καπνός για στριφτό. (Να το έχετε υπόψη αυτό όσοι καπνίζετε καπνό και βρεθείτε προς τα εκεί: πάρτε μαζί σας όσο σας χρειαστεί). Έτσι λοιπόν, βλέποντάς με να στρίβω, υπέθεσαν πως έστριβα joint.
Σκάω στα γέλια, και σπεύδω να διορθώσω την παρεξήγηση. -Δεν είναι kif, του εξηγώ, είναι Εγγλέζικος καπνός για στριφτά τσιγάρα. Να, βλέπεις εδώ την ετικέτα;
Με το που του τη δείχνω, λάμπει το μούτρο του κι αρχίζει να εξηγεί και στους υπόλοιπους.
-Θα μου στρίψεις ένα τσιγάρο τότε; με ρωτάει.
Σε λίγο θέλει κι άλλος τσιγάρο, κι ύστερα κι άλλος, και μετά κι ο επόμενος.
Μέχρι το τέλος του ταξιδιού, ο καπνός μου είχε τελειώσει, αφού όλοι ήθελαν να τους στρίψω ένα εγγλέζικο τσιγάρο και έτσι όχι μόνο έσπασε ο πάγος, αλλά βρέθηκα με τις γιαγιάδες να έρχονται να με ταΐζουν πίτες και γλυκά και στο τέλος με κέρασαν και τσάι από ένα θερμός. Με τις γυναίκες δεν συνεννοηθήκαμε σε καμιά γλώσσα (οι πιο ηλικιωμένες μιλούσαν μόνο Darijja, την τοπική διάλεκτο της Αραβικής γλώσσας, και όσες μιλούσαν γαλλικά, πέρα από το πώς σε λένε και από πού είσαι, δεν τράβαγε η κουβέντα, διότι τα δικά μου γαλλικά είναι ανύπαρκτα).
Πάντως, το θέμα ήταν ότι με ξεπροβόδισαν λες κι ήμουν φίλη, με ευχές και μάλιστα μου κουβαλήσαν τη βαλίτσα και τον σάκο μου ως την αποβάθρα.
Κι ύστερα σου λένε να απαγορευτεί το κάπνισμα.Ο καπνός φέρνει τον κόσμο πιο κοντά, λέω εγώ!
Και να ΄μαι λοιπόν στην Ραμπάτ, σ' ένα ταξί που με πηγαίνει στο σπίτι του φίλου που θα με φιλοξενούσε.
Η Ραμπάτ είναι η πρωτεύουσα του Μαρόκου με πληθυσμό 1,700,000 κατοίκους.
Στο δρόμο σκέφτομαι πως ίσως το Ισλάμ είναι πολύ πιο ανεκτικό απέναντι στον Χριστιανισμό απ' ότι το αντίστροφο. Απόδειξη μια τεράστια καθολική εκκλησία στο κέντρο της πόλης.
Την επόμενη μέρα βγαίνουμε μια βόλτα ως την Μεντίνα της Ραμπάτ να χαζέψω. Δεν μοιάζει και τόσο με τη Μεντίνα του Μαρακές, δεν είναι το ίδιο 'εξωτική', αλλά έχει ενδιαφέρον.
Ένας παππούς πουλάει χύμα τσιγάρα. Το πακέτο είναι ακριβό για τα δεδομένα του Μαρόκου.
Στο τέρμα της Μεντίνα φαίνονται τα τείχη και η είσοδος της Ουντέια.
Το Κάσμπαχ ντες Ουντέιας (το Φρούριο της Ουντέια), χτίστηκε το 1195 μ.Χ.
Βρίσκεται στην καρδιά της πρωτεύουσας λίγο πιο έξω από το παλιό παλάτι.
Τώρα στο Κάσμπαχ μπήκα ή στη ζώνη του Λυκόφωτος; Γιατί αν όλο αυτό δεν θυμίζει Ελλάδα, και μάλιστα ελληνικό νησί, τότε τι θυμίζει;
Και μια που βρεθήκαμε εκεί, ως τουρίστρια που σέβεται τον εαυτό της, είπα να κάνω και μια χέννα στο χέρι.
Φυσικά ήθελα να πάμε και μια βόλτα για μπάνιο στον ωκεανό. Μου φαίνεται περίεργο που θα δω τον ωκεανό από κοντά. Αναρωτιέμαι πόσο διαφορετική θα είναι η αίσθηση σε σχέση με τις δικές μας θάλασσες.
Στη διαδρομή, περνάμε μπροστά από βιλίτσες φροντισμένες στην εντέλεια, με κήπους και τα συναφή. Η διαφορά ανάμεσα στην απόλυτη φτώχεια και τη χλίδα φαίνεται ακόμη πιο έντονα εδώ. Όχι ότι μου κάνει και μεγάλη εντύπωση. Τα γνωστά. Κάποιοι δεν έχουν να φάνε και κάποιοι...
Φτάνοντας προς την παραλία, με περιμένει κι άλλη μια έκπληξη. Προσπαθώ να συνειδητοποιήσω πως βρίσκομαι στην Αφρική, στο Μαρόκο, κι όλα γύρω μου θυμίζουν μάλλον Ελλάδα, μη σου πω Λαγονήσι!
Όλα εκτός από τον ίδιο τον Ατλαντικό. Δεν είναι μόνο που η παραλία είναι τεράστια κι εκτείνεται ως εκεί που δεν φτάνει η κάμερά μου να τραβήξει, είναι ο ίδιος ο ωκεανός που είναι τόσο διαφορετικός.
Τα κύματα δεν σταματούν στιγμή (η χαρά των σέρφερ γύρω μου), και το ότι κολύμπησα είναι μάλλον ευφημισμός. Διότι όσο καλός κολυμβητής κι αν είσαι, άντε να ξεπεράσεις το πρώτο κύμα. Άντε και το δεύτερο. Στο τρίτο είσαι χαμένος. Σου δίνει μια και σε γυρίζει σούμπιτο πίσω στην ακτή.
Άμα έχεις τα κουράγια, φτου κι απ' την αρχή φυσικά.
Όταν βγήκα απ' το νερό ένιωθα λες και μ' είχαν τινάξει σαν χαλί με τον κόπανο, αλλά άξιζε τον κόπο.
Στο δρόμο της επιστροφής, δεν βρίσκουμε ταξί. -Να πάρουμε λεωφορείο τότε, προτείνει ο φίλος μου και συμφωνώ. Άλλωστε είμαι τόσο πτώμα που το μόνο που ήθελα ήταν να καθίσω κάπου. Πού να φανταστώ όμως τι θα αντίκριζα όταν έφτασε το λεωφορείο: Κάτι τέτοιο είχα να δω από όταν ήμουν στο δημοτικό, και αν!
Τι τον θες τον κλιματισμό κυρά μου, δε σου φτάνει η ανοιχτή πόρτα;
Κι αργότερα, το βράδυ, μια βόλτα ξανά στο κέντρο της πόλης.
Ο πύργος του Hassan (ημιτελής) και στο βάθος το μαυσωλείο του Mohamed V (πατέρα του σημερινού βασιλιά)
Τα φωτισμένα τείχη της Ραμπάτ.
Και η κεντρική κοσμοπολίτικη λεωφόρος Mohamed V.
Το κοινοβούλιο.
Καφενείο πάνω στη λεωφόρο και η απαραίτητη berrad (τσαγιέρα) με το τσάι μέντας (δυόσμου δηλαδή, για να μην ξεχνιόμαστε)
Την επομένη με περιμένει η Τσέλα, η αρχαιότερη Ρωμαϊκή πόλη του Μαρόκου.
Χτίστηκε περίπου το 40 μ.Χ. Εγκαταλείφθηκε το 1154, αλλά τον 14ο αι. ήρθε στα χέρια
των Μερενιδών σουλτάνων. Ο σουλτάνος Αμπού Ελ Χασάν έχτισε μια νεκρόπολη στην κορυφή των ρωμαϊκών ερειπίων και ενίσχυσε την πόλη με πύργους και τείχη.
Μια γατούλα στην Τσέλα.
Κι άλλες γατούλες...
Το γατοσόι!
Ρωμαϊκά λουτρά.
Δυο μέρες μετά, αφήνω πίσω μου την Ραμπάτ και παίρνω το τρένο για Καζαμπλάνκα, να δω έναν κολλητό μου. Αυτή τη φορά είχα βάλει μυαλό. Πρώτη θέση φυσικά! Η καλύτερη απόφαση που πήρα ποτέ: η πρώτη θέση διαθέτει κλιματισμό και άνετες κουκέτες.
Η Καζαμπλάνκα θύμιζε έντονα Αθήνα.Κάποιος δρόμος μάλιστα μου θύμισε πολύ την Ερμού.
Οι σημαίες του Μαρόκου ανεμίζουν μπροστά από το παράθυρο του ξενοδοχείου μου.
Η Καζαμπλάνκα είναι η καρδιά του Μαρόκου, από οικονομικής άποψης. Μια μεγάλη, μοντέρνα πόλη, που σφύζει από κίνηση και κυκλοφορικό χάος. Το μεγαλύτερο αξιοθέατό της, είναι το Mosque Hassan II.
Το εντυπωσιακό τζαμί είναι χτισμένο μπροστά στον Ατλαντικό έχει ύψος 210 μέτρα, χωρά 25,000 πιστούς και στο εσωτερικό του θα μπορούσαν να χωρέσουν ο ναός του Αγ. Πέτρου της Ρώμης ή η Notre Dame του Παρισιού.
Είναι σχετικά καινούριο τζαμί αφού χτίστηκε για τα 60α γενέθλια του προηγούμενου βασιλιά και λειτούργησε το 1993, κι αυτό σε μια προσπάθεια να τραβήξουν την προσοχή των τουριστών, γιατί μέχρι τότε η Καζαμπλάνκα δεν ήταν τίποτε περισσότερο από στάση μιας βραδιάς για τους τουρίστες που ήθελαν να ξεκουραστούν πριν συνεχίσουν προς Μαρακές, Ραμπάτ, Αγκαντίρ, Εσαουίρα ή κάποια άλλη, τουριστική πόλη.
Το Hassan Mosque είναι στολισμένο με ζελίλ και είναι το μοναδικό τζαμί ανοιχτό σε μή μουσουλμάνους.
Κόστισε πάνω από μισό δις δολλάρια, και για την περάτωσή του εργάστηκαν πάνω από 6,000 άτομα. Στο χτίσιμό του χρησιμοποιήθηκε κέδρος από τα βουνά του Άτλαντα, μάρμαρα από την Αγκαντίρ και γρανίτης από το Ταφραούτ.
Περισσότερα στο επόμενο (ναι, έχει κι άλλο!)
Δευτέρα, Ιουλίου 14, 2008
Ταξίδι μέρος πρώτο
Όταν σου στερεύουν τα λόγια κάνεις βουτιά στις αναμνήσεις
Πέρσι το καλοκαίρι οι εικόνες του ταξιδιού μου στο Μαρόκο ήταν ακόμη πολύ νωπές, πολύ γεμάτες χρώματα, αρώματα, λέξεις,μυρωδιές, καλωσορίσματα και αποχαιρετισμούς για να μπορέσω να τα βάλω σε λέξεις.
Ακόμη το Μαρόκο είναι στην καρδιά μου, κι ακόμη οι εικόνες και τα χρώματά του είναι ζωντανά. Δεν ξέρω ούτε κι αν τώρα μπορώ να τα βάλω σε λέξεις χωρίς να μου βγουν λιγότερα και πιο φτωχά, αλλά θα προσπαθήσω.
Το ταξίδι το έκανα μόνη. Χωρίς παρέα και χωρίς οργανωμένο ταξιδιωτικό γραφείο.
Θα συναντούσα όμως φίλους εκεί.
Βρέθηκα σε κάμποσες πόλεις, αλλά θα γύρναγα πίσω ξανά μόνο για δύο: Για το Μαρακές και για την Εσαουίρα.
Ώρα 8.30 τοπική βρίσκομαι να πετώ πάνω από το Μαρακές, και το χρώμα που κυριαρχούσε ήταν η ώχρα.
Τοπίο πρωτόγνωρο, δεν μοιάζει με τίποτε απ' όσα έχω δει ως τώρα.
Είμαι άυπνη από την αναμονή της προηγούμενης νύχτας στο αεροδρόμιο του Λονδίνου, αλλά ήδη ο ενθουσιασμός έχει αρχίσει να διώχνει την κούραση.
Το αεροδρόμιο της Μενάρα είναι μικρό, επαρχιακό σε μέγεθος και διακοσμημένο με αραβικά στοιχεία.
Τρώμε ώρα στην ουρά περιμένοντας τη στάμπα στα διαβατήρια, κι όταν επιτέλους φτάνω στο γκισέ, ανακαλύπτω πως οι υπάλληλοι δεν γνωρίζουν τι σημαίνει Hellas... Τους λέω Greece και δείχνουν να μη με πιστεύουν. Φωνάζουν λοιπόν κανά δυο ακόμη κι αρχίζουν να κάνουν σύσκεψη πάνω από το διαβατήριό μου.
Ευτυχώς μου κόβει γρήγορα και ξεστομίζω τη μαγική λέξη: Yunan, Ελληνίδα δηλαδή.
Ο μουστακαλής υπάλληλος σκάει ένα χαμόγελο, και βάζει τη σφραγίδα. Επιτέλους!
Είναι ακόμη πρωί, όμως έχει ήδη 38 βαθμούς. Παραδόξως, η ζέστη δεν είναι όσο αφόρητη φανταζόμουν. Το κλίμα είναι ξηρό και η έλλειψη υγρασίας κάνει τη ζέστη υποφερτή.
Έξω από το αεροδρόμιο με περιμένει ένας ντόπιος φίλος που θα με πάει με το μηχανάκι του μέχρι το κέντρο του Μαρακές, στην παλιά Medina. Όταν τον εντοπίζω βλέπω έκπληκτη πως οδηγεί ένα μοτοποδήλατο, χωρίς θέση για τον συνεπιβάτη, και που πολύ αμφέβαλλα αν
θα μπορούσε να κουβαλήσει τους δυο μας και την μάλλον μεγάλη βαλίτσα που κουβαλούσα μαζί μου.
"Don't worry, relax, you are in Morocco now" μου λέει και μου σκάει ένα χαμόγελο σαράντα μέτρα.
Με κάποιο ανεξήγητο τρόπο βολεύει τη βαλίτσα ανάμεσα στα πόδια του και μου κάνει νόημα να καθίσω στη σχάρα στο πίσω μέρος.
Το αεροδρόμιο απέχει περίπου 20 λεπτά από την παλιά πόλη και παραλίγο να κάνω το σταυρό μου καθώς σκαρφάλωνα πίσω του, ευτυχώς όμως συγκρατήθηκα εγκαίρως.
Με ακόμη πιο ανεξήγητο τρόπο, βρεθήκαμε περίπου μισή ώρα μετά σώοι και αβλαβείς στην είσοδο της κεντρικής, τεράστιας πλατείας Jemaa el Fna (16 χιλ. διάμετρος).
Ολόκληρη η πόλη του Μαρακές είναι βαμμένη σ' ένα πανέμορφο, ροδί-πορτοκαλο-ροζ χρώμα... Στο ίδιο χρώμα είναι βαμμένο και το τείχος που περικλείει την παλιά πόλη.
Η κατάσταση στους δρόμους είναι το λιγότερο χαοτική κι αυτό ήταν το πρώτο πολιτισμικό σοκ. Η κεντρική λεωφόρος γεμάτη αρχαίες μοτοσυκλέτες που καβαλούν με άνεση τα πεζοδρόμια, μηχανάκια που αντιστέκονται σθεναρά στους κόκκινους σηματοδότες, φορτηγά του '50 τα οποία τρέχουν σαν να τα κυνηγούν διαβόλοι, κάμποσα αυτοκίνητα φορτωμένα μ' ένα κάρο πράγματα, κι αμέτρητα μουσταρδί ταξί...
Αν νομίζει κανείς πως οι οδηγοί στην Ελλάδα είναι μουρλοί, μετά από ένα ταξίδι στο Μαρόκο θα πιστέψει σχεδόν πως οι Έλληνες οδηγούν σαν Γερμανοί.
Μπαίνοντας στην Jemaa el Fna χωθήκαμε στα souks, τα μικρά στενάκια τριγύρω, κι αρχίσαμε να ψάχνουμε για κανένα Rhiad (παραδοσιακά σπίτια που έχουν μετατραπεί σε ξενοδοχεία),αλλά γρήγορα συνειδητοποιούμε πως είναι όλα φουλ. Αφού οι πορτιέρηδες -όπου υπήρχαν- ούτε καν μας ρίχναν δεύτερη ματιά.
Γυρίσαμε ξανά στην πλατεία, ο φίλος μου με άφησε στην ταράτσα μιας καφετέριας να πιω το πρώτο μου Μαροκινό τσάι μέντας (δυόσμος στην πραγματικότητα, παρόλο που όλοι οι τουριστικοί οδηγοί λένε μέντα), κι εκείνος συνέχισε την προσπάθεια ανεύρεσης ξενοδοχείου.
Περίπου 2 ώρες αργότερα επέστρεψε ψόφιος και καταϊδρωμένος, για να μου ανακοινώσει περίλυπος ότι δεν υπήρχε ούτε στρώμα ελεύθερο. Τέτοια γκαντεμιά ούτε η παναγία στη Βηθλεέμ ρε παιδί μου.
"Τι κάνουμε τώρα;" τον ρωτάω. Στύβει το μυαλό του και μου λέει "Υπάρχει ίσως μια λύση, αλλά..."
"Τι αλλά βρε πουλάκι μου, που τα 'χω παίξει πλέον απ' το ξενύχτι, το τρέξιμο και τη ζέστη; Ό,τι κι αν είναι λέγε!"
"Μπορούμε να βρούμε ίσως κάπου ένα δωμάτιο, αλλά θα το πληρώσεις ακριβά κι είναι και κάπως ρίσκο γιατί..."
Μέχρι να μου πει το γιατί είδα κι έπαθα. Το δια ταύτα, ήταν το εξής: Στο Μαρόκο, όπως και σε όλες τις μουσουλμανικές χώρες, απαγορεύεται εκ του νόμου να μείνει στο ίδιο δωμάτιο ένα ανύπαντρο ζευγάρι, εκτός κι αν είναι κι οι δυο ξένοι.
Κι ως γνωστόν, όπου υπάρχουν απαγορεύσεις υπάρχουν και παραθυράκια.
Ακόμη και στο Μαρόκο λοιπόν υπάρχουν ριάντ για μερικές ώρες, μόνο που χρεώνουν πανάκριβα λόγω της επικινδυνότητας του θέματος και για να μπορούν προφανώς να λαδώνουν τους ντόπιους μπάτσους κι επίσης δεν τα αναφέρει κανένας τουριστικός οδηγός.
"Ε, οκ, πάμε εκεί,δε βαριέσαι!" του είπα, και σκεφτόμουν ότι όταν γυρίσω θα γράψω βιβλίο. Πρώτη νύχτα στο Μαρόκο και να την περνάω σε γαμιστρώνα!
Ούτε ξέρω σε πόσα σοκάκια στρίψαμε, ξέρω όμως πως στο τέλος κόντευα πια να συνηθίσω τη βρώμα και τη μπίχλα, αλλά είχα αρχίσει λιγάκι ν' ανησυχώ. Αν γινόταν καμιά στραβή και χανόμουν πουθενά δε θα μ' έβρισκε ούτε η Ιντερπόλ. Έβαζα λοιπόν σημάδια κι ακολουθούσα προσευχόμενη να μην τα πάρει στο κρανίο ο Αλλάχ και βρεθώ βιασμένη, ληστεμένη ή οτιδήποτε άλλο χειρότερο.
Οι φόβοι μου αποδείχτηκαν αβάσιμοι, αλλά αυτό που αντίκρισαν τα μάτια μου όταν άνοιξε η παμπάλαια πόρτα του (ο Θεός να το κάνει)ριάντ, δεν περιγράφεται με λόγια.
Εντάξει, καταλαβαίνω, κατάλυμα για μερικές ώρες είναι, αλλά τόση βρώμα και εγκατάλειψη ούτε στην πλατεία Βάθη...
Η ιδιοκτήτρια -μια κωλοπετσωμένη πιτσιρίκα- με κοίταζε με ξινισμένο ύφος και άρχιζε να σκληραίνει τα παζάρια.
Με τα πολλά πήρε το διαβατήριό μου, πέρασε τα στοιχεία μου στο βιβλίο πελατών (είχαν και τέτοιο), και μας έδειξε αόριστα προς την άκρη της αυλής, ενώ άπλωσε το χέρι της για να πάρει τα 400 ντιρχάμ, 40 ευρώ δηλαδή, που θα μου κόστιζε η διαμονή μου στο Σέρατον...
"Κλειδί;" ρωτάω
"Δεν έχει κλειδί", μου λέει ο φίλος μου. "Μην ανησυχείς, θα βρούμε τρόπο να κλείσεις από μέσα".
Και μπαίνουμε στο παλατάκι... Και πάλι τα λόγια είναι λίγα.
Οι τοίχοι ξέφτιζαν τόπους-τόπους, το ίδιο και το ταβάνι κι οι σοβάδες έπεφταν πάνω στο κρεβάτι... ή σ' αυτό που θα έπρεπε να είναι το κρεβάτι.
Γιατί κρεβάτι πραγματικά δεν υπήρχε. Υπήρχε ένας ξύλινος σκελετός από απλάνιστες σανίδες κατάχαμα, όπου πάνω ήταν πεταγμένο ένα βουλιαγμένο, τρισάθλιο στρώμα, σκεπασμένο μ' ένα λαμπερό κερασί σατέν σεντόνι (τρομάρα τους, το σατέν τους μάρανε).
Κάτι άθλια μαξιλάρια συμπλήρωναν το ντεκόρ, όσο για το αν είχε ποτέ πλυθεί το σατενάτο σεντόνι ας μην το κουβεντιάσουμε καλύτερα.
Πήρα βαθιά ανάσα, σκέφτηκα θα στρώσω πάνω όλες τις πετσέτες μου, θα κοιμηθώ με τα ρούχα κι ύστερα θα τα πετάξω και θα πάρω άλλα, και ρούχα και πετσέτες.
Στο δωμάτιο υπήρχαν ακόμη μια κουτσή καρέκλα και μια σπασμένη πολυθρόνα, ένα διπλό, σιδερένιο καναπεδάκι που παραδόξως είχε όλα του τα πόδια, ένα επίσης κουτσό τραπεζάκι, ένα τζάκι στου οποίου το γείσο αναπαυόταν ένας σπασμένος καθρέφτης και στην άλλη άκρη του δωματίου μια κουρτίνα που έπιανε τον τοίχο πέρα πέρα.
Λέω μέσα μου εκεί θα 'ναι το μπάνιο.
Φευ!
Πίσω από τις κουρτίνες δεν υπήρχε τίποτε, απλά μια εσοχή στον τοίχο που δεν ξέρω ακόμη σε τι εξυπηρετούσε.
"Μπάνιο έχει ένα κοινό έξω στην αυλή" με ενημερώνει ο φίλος.
Ξαφνικά, αντί να με πιάσει πανικός, με πιάνουν τρελά γέλια.
Καλώς ήρθες στο Μαρόκο, μονολογώ κι αποφασίζω να το πάρω όλο με την τρελή και αστεία του πλευρά, κι ήταν ό,τι καλύτερο σκέφτηκα. Μεμιάς έφυγε το άγχος και τα καντήλια που ήμουν έτοιμη να αρχίσω να ξεστομίζω κι ένιωσα αρκετά γενναία να κάνω μια δοκιμή να μπω στο κοινό μπάνιο.
Περιέργως ήταν πεντακάθαρο πράγμα που εκμεταλλεύτηκα δεόντως, κι έτσι λίγη ώρα αργότερα ένιωθα έτοιμη για όλα, αλλά κυρίως για άλλο ένα μαροκινό τσάι (έχω εθιστεί, σας το 'πα; Μέχρι και τον καφέ μου θα μπορούσα να παρατήσω για το τσάι του δυόσμου! Ποιος να μου το 'λεγε!), και για την εξερεύνηση της νυχτερινής Jemaa el Fna.
Το σούρουπο είχε φτάσει και οι ήχοι από την πλατεία αρχίζουν ήδη να με καλούν κοντά της.
Η συνέχεια στο επόμενο ποστ.
Πέρσι το καλοκαίρι οι εικόνες του ταξιδιού μου στο Μαρόκο ήταν ακόμη πολύ νωπές, πολύ γεμάτες χρώματα, αρώματα, λέξεις,μυρωδιές, καλωσορίσματα και αποχαιρετισμούς για να μπορέσω να τα βάλω σε λέξεις.
Ακόμη το Μαρόκο είναι στην καρδιά μου, κι ακόμη οι εικόνες και τα χρώματά του είναι ζωντανά. Δεν ξέρω ούτε κι αν τώρα μπορώ να τα βάλω σε λέξεις χωρίς να μου βγουν λιγότερα και πιο φτωχά, αλλά θα προσπαθήσω.
Το ταξίδι το έκανα μόνη. Χωρίς παρέα και χωρίς οργανωμένο ταξιδιωτικό γραφείο.
Θα συναντούσα όμως φίλους εκεί.
Βρέθηκα σε κάμποσες πόλεις, αλλά θα γύρναγα πίσω ξανά μόνο για δύο: Για το Μαρακές και για την Εσαουίρα.
Ώρα 8.30 τοπική βρίσκομαι να πετώ πάνω από το Μαρακές, και το χρώμα που κυριαρχούσε ήταν η ώχρα.
Τοπίο πρωτόγνωρο, δεν μοιάζει με τίποτε απ' όσα έχω δει ως τώρα.
Είμαι άυπνη από την αναμονή της προηγούμενης νύχτας στο αεροδρόμιο του Λονδίνου, αλλά ήδη ο ενθουσιασμός έχει αρχίσει να διώχνει την κούραση.
Το αεροδρόμιο της Μενάρα είναι μικρό, επαρχιακό σε μέγεθος και διακοσμημένο με αραβικά στοιχεία.
Τρώμε ώρα στην ουρά περιμένοντας τη στάμπα στα διαβατήρια, κι όταν επιτέλους φτάνω στο γκισέ, ανακαλύπτω πως οι υπάλληλοι δεν γνωρίζουν τι σημαίνει Hellas... Τους λέω Greece και δείχνουν να μη με πιστεύουν. Φωνάζουν λοιπόν κανά δυο ακόμη κι αρχίζουν να κάνουν σύσκεψη πάνω από το διαβατήριό μου.
Ευτυχώς μου κόβει γρήγορα και ξεστομίζω τη μαγική λέξη: Yunan, Ελληνίδα δηλαδή.
Ο μουστακαλής υπάλληλος σκάει ένα χαμόγελο, και βάζει τη σφραγίδα. Επιτέλους!
Είναι ακόμη πρωί, όμως έχει ήδη 38 βαθμούς. Παραδόξως, η ζέστη δεν είναι όσο αφόρητη φανταζόμουν. Το κλίμα είναι ξηρό και η έλλειψη υγρασίας κάνει τη ζέστη υποφερτή.
Έξω από το αεροδρόμιο με περιμένει ένας ντόπιος φίλος που θα με πάει με το μηχανάκι του μέχρι το κέντρο του Μαρακές, στην παλιά Medina. Όταν τον εντοπίζω βλέπω έκπληκτη πως οδηγεί ένα μοτοποδήλατο, χωρίς θέση για τον συνεπιβάτη, και που πολύ αμφέβαλλα αν
θα μπορούσε να κουβαλήσει τους δυο μας και την μάλλον μεγάλη βαλίτσα που κουβαλούσα μαζί μου.
"Don't worry, relax, you are in Morocco now" μου λέει και μου σκάει ένα χαμόγελο σαράντα μέτρα.
Με κάποιο ανεξήγητο τρόπο βολεύει τη βαλίτσα ανάμεσα στα πόδια του και μου κάνει νόημα να καθίσω στη σχάρα στο πίσω μέρος.
Το αεροδρόμιο απέχει περίπου 20 λεπτά από την παλιά πόλη και παραλίγο να κάνω το σταυρό μου καθώς σκαρφάλωνα πίσω του, ευτυχώς όμως συγκρατήθηκα εγκαίρως.
Με ακόμη πιο ανεξήγητο τρόπο, βρεθήκαμε περίπου μισή ώρα μετά σώοι και αβλαβείς στην είσοδο της κεντρικής, τεράστιας πλατείας Jemaa el Fna (16 χιλ. διάμετρος).
Ολόκληρη η πόλη του Μαρακές είναι βαμμένη σ' ένα πανέμορφο, ροδί-πορτοκαλο-ροζ χρώμα... Στο ίδιο χρώμα είναι βαμμένο και το τείχος που περικλείει την παλιά πόλη.
Η κατάσταση στους δρόμους είναι το λιγότερο χαοτική κι αυτό ήταν το πρώτο πολιτισμικό σοκ. Η κεντρική λεωφόρος γεμάτη αρχαίες μοτοσυκλέτες που καβαλούν με άνεση τα πεζοδρόμια, μηχανάκια που αντιστέκονται σθεναρά στους κόκκινους σηματοδότες, φορτηγά του '50 τα οποία τρέχουν σαν να τα κυνηγούν διαβόλοι, κάμποσα αυτοκίνητα φορτωμένα μ' ένα κάρο πράγματα, κι αμέτρητα μουσταρδί ταξί...
Αν νομίζει κανείς πως οι οδηγοί στην Ελλάδα είναι μουρλοί, μετά από ένα ταξίδι στο Μαρόκο θα πιστέψει σχεδόν πως οι Έλληνες οδηγούν σαν Γερμανοί.
Μπαίνοντας στην Jemaa el Fna χωθήκαμε στα souks, τα μικρά στενάκια τριγύρω, κι αρχίσαμε να ψάχνουμε για κανένα Rhiad (παραδοσιακά σπίτια που έχουν μετατραπεί σε ξενοδοχεία),αλλά γρήγορα συνειδητοποιούμε πως είναι όλα φουλ. Αφού οι πορτιέρηδες -όπου υπήρχαν- ούτε καν μας ρίχναν δεύτερη ματιά.
Γυρίσαμε ξανά στην πλατεία, ο φίλος μου με άφησε στην ταράτσα μιας καφετέριας να πιω το πρώτο μου Μαροκινό τσάι μέντας (δυόσμος στην πραγματικότητα, παρόλο που όλοι οι τουριστικοί οδηγοί λένε μέντα), κι εκείνος συνέχισε την προσπάθεια ανεύρεσης ξενοδοχείου.
Περίπου 2 ώρες αργότερα επέστρεψε ψόφιος και καταϊδρωμένος, για να μου ανακοινώσει περίλυπος ότι δεν υπήρχε ούτε στρώμα ελεύθερο. Τέτοια γκαντεμιά ούτε η παναγία στη Βηθλεέμ ρε παιδί μου.
"Τι κάνουμε τώρα;" τον ρωτάω. Στύβει το μυαλό του και μου λέει "Υπάρχει ίσως μια λύση, αλλά..."
"Τι αλλά βρε πουλάκι μου, που τα 'χω παίξει πλέον απ' το ξενύχτι, το τρέξιμο και τη ζέστη; Ό,τι κι αν είναι λέγε!"
"Μπορούμε να βρούμε ίσως κάπου ένα δωμάτιο, αλλά θα το πληρώσεις ακριβά κι είναι και κάπως ρίσκο γιατί..."
Μέχρι να μου πει το γιατί είδα κι έπαθα. Το δια ταύτα, ήταν το εξής: Στο Μαρόκο, όπως και σε όλες τις μουσουλμανικές χώρες, απαγορεύεται εκ του νόμου να μείνει στο ίδιο δωμάτιο ένα ανύπαντρο ζευγάρι, εκτός κι αν είναι κι οι δυο ξένοι.
Κι ως γνωστόν, όπου υπάρχουν απαγορεύσεις υπάρχουν και παραθυράκια.
Ακόμη και στο Μαρόκο λοιπόν υπάρχουν ριάντ για μερικές ώρες, μόνο που χρεώνουν πανάκριβα λόγω της επικινδυνότητας του θέματος και για να μπορούν προφανώς να λαδώνουν τους ντόπιους μπάτσους κι επίσης δεν τα αναφέρει κανένας τουριστικός οδηγός.
"Ε, οκ, πάμε εκεί,δε βαριέσαι!" του είπα, και σκεφτόμουν ότι όταν γυρίσω θα γράψω βιβλίο. Πρώτη νύχτα στο Μαρόκο και να την περνάω σε γαμιστρώνα!
Ούτε ξέρω σε πόσα σοκάκια στρίψαμε, ξέρω όμως πως στο τέλος κόντευα πια να συνηθίσω τη βρώμα και τη μπίχλα, αλλά είχα αρχίσει λιγάκι ν' ανησυχώ. Αν γινόταν καμιά στραβή και χανόμουν πουθενά δε θα μ' έβρισκε ούτε η Ιντερπόλ. Έβαζα λοιπόν σημάδια κι ακολουθούσα προσευχόμενη να μην τα πάρει στο κρανίο ο Αλλάχ και βρεθώ βιασμένη, ληστεμένη ή οτιδήποτε άλλο χειρότερο.
Οι φόβοι μου αποδείχτηκαν αβάσιμοι, αλλά αυτό που αντίκρισαν τα μάτια μου όταν άνοιξε η παμπάλαια πόρτα του (ο Θεός να το κάνει)ριάντ, δεν περιγράφεται με λόγια.
Εντάξει, καταλαβαίνω, κατάλυμα για μερικές ώρες είναι, αλλά τόση βρώμα και εγκατάλειψη ούτε στην πλατεία Βάθη...
Η ιδιοκτήτρια -μια κωλοπετσωμένη πιτσιρίκα- με κοίταζε με ξινισμένο ύφος και άρχιζε να σκληραίνει τα παζάρια.
Με τα πολλά πήρε το διαβατήριό μου, πέρασε τα στοιχεία μου στο βιβλίο πελατών (είχαν και τέτοιο), και μας έδειξε αόριστα προς την άκρη της αυλής, ενώ άπλωσε το χέρι της για να πάρει τα 400 ντιρχάμ, 40 ευρώ δηλαδή, που θα μου κόστιζε η διαμονή μου στο Σέρατον...
"Κλειδί;" ρωτάω
"Δεν έχει κλειδί", μου λέει ο φίλος μου. "Μην ανησυχείς, θα βρούμε τρόπο να κλείσεις από μέσα".
Και μπαίνουμε στο παλατάκι... Και πάλι τα λόγια είναι λίγα.
Οι τοίχοι ξέφτιζαν τόπους-τόπους, το ίδιο και το ταβάνι κι οι σοβάδες έπεφταν πάνω στο κρεβάτι... ή σ' αυτό που θα έπρεπε να είναι το κρεβάτι.
Γιατί κρεβάτι πραγματικά δεν υπήρχε. Υπήρχε ένας ξύλινος σκελετός από απλάνιστες σανίδες κατάχαμα, όπου πάνω ήταν πεταγμένο ένα βουλιαγμένο, τρισάθλιο στρώμα, σκεπασμένο μ' ένα λαμπερό κερασί σατέν σεντόνι (τρομάρα τους, το σατέν τους μάρανε).
Κάτι άθλια μαξιλάρια συμπλήρωναν το ντεκόρ, όσο για το αν είχε ποτέ πλυθεί το σατενάτο σεντόνι ας μην το κουβεντιάσουμε καλύτερα.
Πήρα βαθιά ανάσα, σκέφτηκα θα στρώσω πάνω όλες τις πετσέτες μου, θα κοιμηθώ με τα ρούχα κι ύστερα θα τα πετάξω και θα πάρω άλλα, και ρούχα και πετσέτες.
Στο δωμάτιο υπήρχαν ακόμη μια κουτσή καρέκλα και μια σπασμένη πολυθρόνα, ένα διπλό, σιδερένιο καναπεδάκι που παραδόξως είχε όλα του τα πόδια, ένα επίσης κουτσό τραπεζάκι, ένα τζάκι στου οποίου το γείσο αναπαυόταν ένας σπασμένος καθρέφτης και στην άλλη άκρη του δωματίου μια κουρτίνα που έπιανε τον τοίχο πέρα πέρα.
Λέω μέσα μου εκεί θα 'ναι το μπάνιο.
Φευ!
Πίσω από τις κουρτίνες δεν υπήρχε τίποτε, απλά μια εσοχή στον τοίχο που δεν ξέρω ακόμη σε τι εξυπηρετούσε.
"Μπάνιο έχει ένα κοινό έξω στην αυλή" με ενημερώνει ο φίλος.
Ξαφνικά, αντί να με πιάσει πανικός, με πιάνουν τρελά γέλια.
Καλώς ήρθες στο Μαρόκο, μονολογώ κι αποφασίζω να το πάρω όλο με την τρελή και αστεία του πλευρά, κι ήταν ό,τι καλύτερο σκέφτηκα. Μεμιάς έφυγε το άγχος και τα καντήλια που ήμουν έτοιμη να αρχίσω να ξεστομίζω κι ένιωσα αρκετά γενναία να κάνω μια δοκιμή να μπω στο κοινό μπάνιο.
Περιέργως ήταν πεντακάθαρο πράγμα που εκμεταλλεύτηκα δεόντως, κι έτσι λίγη ώρα αργότερα ένιωθα έτοιμη για όλα, αλλά κυρίως για άλλο ένα μαροκινό τσάι (έχω εθιστεί, σας το 'πα; Μέχρι και τον καφέ μου θα μπορούσα να παρατήσω για το τσάι του δυόσμου! Ποιος να μου το 'λεγε!), και για την εξερεύνηση της νυχτερινής Jemaa el Fna.
Το σούρουπο είχε φτάσει και οι ήχοι από την πλατεία αρχίζουν ήδη να με καλούν κοντά της.
Η συνέχεια στο επόμενο ποστ.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)
People I know
Ο Νίκος. Εξαιρετική κιθάρα. Κάμποσα χρόνια σε ωδείο στην κλασσική, μετά ηλεκτρική, είχε ταλέντο, ήταν νέος, είχε εμφάνιση. Δούλεψε πολύ, δο...
-
UPDATE Το συγκεκριμένο θέμα έχει ανανεωθεί με καινούριο ποστ εδώ , όπου δίνω νέες πληροφορίες για τους τρόπους παρασκευής χειροποίητου σαπου...
-
Για τη Βίκη έχω γράψει και παλιότερα. Έχουμε εφτά χρόνια διαφορά, είναι το πρώτο μου ανίψι, κι έχουμε μεγαλώσει σχεδόν σαν αδελφάκια. Αφού &...
-
Ο Νίκος. Εξαιρετική κιθάρα. Κάμποσα χρόνια σε ωδείο στην κλασσική, μετά ηλεκτρική, είχε ταλέντο, ήταν νέος, είχε εμφάνιση. Δούλεψε πολύ, δο...