Δευτέρα, Οκτωβρίου 31, 2005

Wonderful life


…Look at me standing
Here on my own again
Up straight in the sunshine

I need a friend
Oh, I need friend
To make me happy
Not so alone
Look at me here
Here on my own again
Up straight in the sunshine…

Είναι απίστευτο τι μπορεί να σου θυμίσει ένα τραγούδι στις τέσσερις το πρωί τελικά. Κι εκεί που έλεγες πως θα πας για ύπνο, να που βρίσκεσαι να γράφεις ποστ.
Χρόνια είχα ν’ ακούσω το Wonderful Life του Black ή αλλιώς Colin Vearncombe αν θυμάμαι καλά. Μια εποχή όμως το άκουγα συνεχώς.
Το κομμάτι, απ’ τον ομώνυμο δίσκο κυκλοφόρησε το 1987.

Το ’87 ήμουν δεκατριών χρόνων κι άκουγα, μεταξύ άλλων, Depeche Mode, OMD, Bryan Ferry/Roxy Music, ABC, Spandau Ballet και Culture Club.
Μοιραία λοιπόν μ’ άρεσε κι ο Black και τώρα που το σκέφτομαι η δουλειά του εκείνη ήταν και παραμένει ένα μικρό διαμαντάκι, κι η φωνή του ακούγεται ακόμα μαγική στ’ αυτιά μου. Όμορφες δουλειές, λυρισμός, ευαισθησία, χαμένες κάπου στη δεκαετία του ογδόντα.

Όχι πως ο καλλιτέχνης σταμάτησε εκεί.
Απ’ όσο θυμάμαι συνέχισε και συνεχίζει να ηχογραφεί.
Αλλά οι αποψινοί συνειρμοί δεν έχουν να κάνουν με τη συνέχεια της μουσικής σταδιοδρομίας του κυρίου Κόλιν. Έχουν να κάνουν με κείνη τη δουλειά του, τότε, του 1987.

Και κάπως έτσι πάνε οι αναμνήσεις κι οι συνειρμοί:

Με το Wonderful Life και τη μελαγχολία του που ταίριαζε γάντι με τη μελαγχολία και τη μοναξιά της εφηβείας μου που τότε ξεκινούσε.
Που μ’ έκανε ένα βράδυ να γράψω ένα γράμμα βασισμένο πάνω στους στίχους του κομματιού.
Ένα γράμμα που το έστειλα μετά σ’ ένα νεανικό περιοδικό της εποχής.
Και που το έστειλα στη μουσική στήλη του περιοδικού, τη στήλη που έγραφε τότε ο Νίκος Μουρατίδης.
Κι εκείνος το δημοσίευσε.
Κι εκείνο το γράμμα έφερε απαντήσεις στο περιοδικό.
Απαντήσεις παιδιών που ήθελαν να επικοινωνήσουν, να μιλήσουν, να μου γράψουν, γιατί πάνω κάτω ένιωθαν τα ίδια.

Τότε ήταν ακόμα της μόδας η αλληλογραφία. Η αλληλογραφία παλαιού τύπου, με κόλλα χαρτιού και στυλό και φάκελο και γραμματόσημα και ΕΛΤΑ και όλα τα συναφή.

Κι άρχισαν να έρχονται τα γράμματα απ’ όλη την Ελλάδα. Πέντε δέκα στην αρχή, ντουζίνες στη συνέχεια, εικοσάδες, πενηντάδες λίγο αργότερα.
Ο ταχυδρόμος μας είχε πάθει την πλάκα της ζωής του. Δεν μπορούσε να καταλάβει τί γινόταν και γιατί ξαφνικά το «μικρό» της οικογένειας λάβαινε τόσα γράμματα. Εγώ γελούσα, τηρούσα σιγή ιχθύος κι έπαιρνα τις ντάνες τα γράμματα σαν πολύτιμα λάφυρα, κι έτρεχα στο δωμάτιό μου να τα διαβάσω με την ησυχία μου.

Δε θυμάμαι πόσα ακριβώς ήταν τελικά. Κάπου μεταξύ εξακόσια και οχτακόσια πάντως.
Είχα χαζέψει κι εγώ στο τέλος. Δεν ήξερα σε ποιον να πρωτογράψω και τί να απαντήσω. Ένιωθα άσχημα για όσους άφηνα χωρίς απάντηση, αλλά το χαρτζηλίκι μου μόλις και μετά βίας έφτανε να καλύψει όσους είχα επιλέξει να αλληλογραφήσω μαζί τους.
Και ξαφνικά βρέθηκα με φίλους, φίλους σ’ όλη την Ελλάδα. Δεν έβλεπα την ώρα και τη στιγμή κάθε μέρα να γυρίσω τρέχοντας απ’ το σχολείο για να δω ποιος απ’ τους νέους μου φίλους μου είχε γράψει.
Έγραφα γράμματα σε κάθε πιθανή κι απίθανη ώρα της μέρας και της νύχτας θυμάμαι.
Σιγά σιγά ξεκαθαρίστηκε το τοπίο και κάποια άτομα έμειναν σταθερά μες τα επόμενα χρόνια.
Τους θυμάμαι όλους κι έχω κρατήσει σχεδόν όλα τα γράμματά τους.

Η Σοφία απ’ τα Σιάτιστα, μερικά χρονάκια μεγαλύτερη από μένα, που την έπνιγε η ζωή στην επαρχία και ήθελε να φύγει, να γλιτώσει απ’ τη μοίρα του χωριού της, αλλά παντρεύτηκε λίγο μετά που τέλειωσε το Λύκειο.
Ο Ηλίας απ’ την Αθήνα, που ονειρευόταν να σπουδάσει στο Παρίσι και τελικά τα κατάφερε και πήγε.
Ο Στέλιος απ’ το Βελεστίνο, που ήθελε να γίνει γιατρός και κατέληξε εστιάτορας λίγα χρόνια αργότερα, και μάλιστα μερακλής στη δουλειά του.
Ο Ηλίας που μου έγραφε απ’ την Αγγλία όπου σπούδαζε κι ας ήμασταν απ’ την ίδια πόλη. Όταν τελικά επέστρεψε στο Βόλο χαθήκαμε.

Ο Μιχάλης απ’ την Κρήτη με τον οποίο βρεθήκαμε χρόνια μετά στη Θεσσαλονίκη να σπουδάζουμε στην ίδια σχολή.
Η Αλέκα από τη Χίο, που έμεινε έγκυος στα δεκαεφτά, παντρεύτηκε, και χώρισε λίγα χρόνια αργότερα, με δυο παιδιά. Μου έγραψε κάποια στιγμή λέγοντάς μου πως θα παντρευόταν ξανά. Δεν έχω νέα της εδώ και χρόνια.
Η Ελένη απ’ τη Βέροια, ροκού, αναρχική και φρικιό, κάποια στιγμή κατέβηκε Αθήνα κι έχασα τα ίχνη της.
Ο Φώτης απ’ τη Θεσσαλονίκη, που χάθηκε στα δεκαεννιά από οβερντόζ.
Ο Μιχάλης απ’ τον Πειραιά, που έφυγε για Γερμανία και μάλλον είναι ακόμα εκεί.
Η Μαρία απ’ την Κέρκυρα που την έσπαγε στο ξύλο ο πατριός της κι όλο έλεγε πως θα το σκάσει απ’ το σπίτι μέχρι που το ‘σκασε, στα δεκαεφτά της. Δεν ξέρω τί απέγινε.
Ο Θοδωρής απ’ την Πρέβεζα, ο «ποιητής», που χρόνια μετά τον συνάντησα στο άσχετο στην Αθήνα να οδηγεί ταξί.

Κι ο Χρήστος απ’ την Καισαριανή.
Ο Χρήστος που απ’ τα δεκατρία μου ως τα εικοσιτρία μου δεν έλειψε στιγμή από κοντά μου.
Ο Χρήστος που πρωτοσυναντηθήκαμε όταν εγώ ήμουν στα δεκαπέντε κι εκείνος είχε πια τελειώσει το λύκειο κι ήρθε με το πρώτο του αυτοκίνητο για να με γνωρίσει από κοντά.
Ο Χρήστος που μεγαλώσαμε στην κυριολεξία μαζί παρά την απόσταση.
Ο Χρήστος που ήταν το αδελφικό μου φιλαράκι, το στήριγμά μου στις δύσκολες στιγμές.
Ο Χρήστος με τον οποίο βρεθήκαμε πιο κοντά όταν ένα καπρίτσιο της μοίρας μας έστειλε στην ίδια πόλη. Εγώ στα δεκαοχτώ για σπουδές κι εκείνος στα εικοσιδύο να υπηρετεί τη μαμά πατρίδα και ξαφνικά, από αδελφικοί φίλοι, βρεθήκαμε ερωτευμένοι και μαζί.
Ο Χρήστος που μου χάρισε τα τρία πιο όμορφα χρόνια της ζωής μου, πριν η μοίρα, για άλλη μια φορά, ξαφνικά αποφασίσει να μας χωρίσει.

Κύριε Κόλιν, σας ευχαριστώ πολύ για τη μελωδία σας εκείνη, για τα πρόσωπα που έφερε στη ζωή μου.
Άλλωστε είχατε δίκιο:
No need to run and hide
It's a wonderful, wonderful life
No need to hide and cry
It's a wonderful, wonderful life

Δευτέρα, Οκτωβρίου 24, 2005

Πολλές φορές ξεμένω ...

...από πολλά πράγματα.

Κατά κύριο λόγο από χαρτάκια.
Από φιλτράκια και να ξεμείνω δε με κόφτει πολύ. Κάνω και άφιλτρο.
Από καπνό, δύσκολα ξεμένω. Όλο και κάπου μες το σπίτι υπάρχει πάντα κανά απολειφάδι.
Από χαρτάκια όμως ξεμένω μονίμως. Όσα και να πάρω, σ' όσες γωνιές κι αν τα καταχωνιάσω για να έχω σε τέτοιες ώρες, όταν έρχονται οι "τέτοιες ώρες" πάντα βλέπω πως έχω πάλι ξεμείνει.

Άλλες φορές ξεμένω από καφέ. Άλλες από καθαρά ρούχα.
Άλλες από ψωμί στο σπίτι, από γάλα στο ψυγείο, από λεφτά.
Άλλες πάλι, από σύνδεση στο δίκτυο.


Ξεμένω κι από άλλα όμως.

Ξεμένω από χιούμορ.
Ξεμένω από κατανόηση.
Ξεμένω συχνά από υπομονή.
Κι ακόμα συχνότερα από συγνώμες.

Ξεμένω κι από θυμό.
Ώρες ώρες ξεμένω από μνήμες.
Από αναμνήσεις.
Από διαδρομές.

Κάποτε ξεμένω από συμπόνια.
Από ανθρωπιά.
Από αγάπη.
Από κομμάτια του εαυτού μου.

Ξεμένω από κουράγιο.
Πολύ συχνότερα ξεμένω από όνειρα.
Από ελπίδες.
Από ευχές.

Ξεμένω από αντοχές.
Από διάθεση.
Από έρωτα.
Από φίλους.
Από ανθρώπους.

Και τελικά... τελικά, για όλα τα παραπάνω δε με πειράζει και τόσο.
Έχω βρει λύσεις για όλα αυτά τα "αδειάσματα". Βάζω μπροστά τον αυτόματο πιλότο και πάω. Και κυλάνε οι μέρες.

Περισσότερο μ' ενοχλεί όταν ξεμένω από χαρτάκια. Όταν ξεμένω κι είναι αργά το βράδυ, η ώρα περασμένη και τα περίπτερα στην Πλ. Αμερικής κλειστά.
Γιατί ο αυτόματος πιλότος θέλει καύσιμα. Θέλει χαρτάκια, καπνό και καφέδες.
Ίσως ούτε τους καφέδες. Όμως χαρτάκια θέλει στα σίγουρα.


Now playing: November rain

Δευτέρα, Οκτωβρίου 03, 2005

Τρεις ντομάτες και τρεις πιπεριές

Μεσημέρι στο μαγαζί που δουλεύω.
Η γκόμενα του αφεντικού έχει μπαστακωθεί εδώ. Την έχω απ’ το πρωί στα πόδια μου και δε λεει να ξεκουμπιστεί ακόμα.
Περιμένει το μπιγκ μπος να επιστρέψει απ’ έξω και την τρωω εγώ στη μάπα στο μεταξύ.
Κοιτάζω αφηρημένα έξω στο δρόμο για να μη βλέπω τη φάτσα της και αναζωπυρώνονται όλα τα μαύρα, φονικά μου ένστικτα.

Ξαφνικά, προσέχω ένα γεροντάκι που στέκεται σχεδόν στη μέση του δρόμου.
Μα, που παει ο χριστιανός, αναρωτιέμαι.
Τον παρατηρώ. Είναι ψηλός, ξερακιανός, φοράει πουκάμισο θαλασσί, χωρίς σακάκι.
Στηρίζεται σε μπαστούνι και τρέμουν τα τέσσερά του. Μου μοιάζει πως όπου να ναι θα σωριαστεί κάτω.
Σταματάει έναν περαστικό και κάτι του λεει. Εκείνος ανασηκώνει τους ώμους του κι απομακρύνεται.
Σε λίγο το ίδιο σκηνικό. Σταματάει άλλον, του λεει κάτι κι ο διαβάτης του γνέφει αρνητικά και συνεχίζει το δρόμο του.
Η ίδια δουλειά πρέπει να έγινε κάπου έξι ή εφτά φορές.

Σκέφτομαι πως ίσως το γερόντιο να τα χει ψιλοχαμένα, να χει χάσει το δρόμο ή να μη θυμάται πώς θα γυρίσει στο σπίτι του. Ποιος ξέρει.
Σηκώνομαι και παω προς την πόρτα.
Που πας; μου λεει η χαζοβιόλα.
Τη γράφω κανονικά και βγαίνω έξω.
Πάνω στην ώρα, ο παππούς έχει σταματήσει άλλον περαστικό. Μέχρι να πλησιάσω, πιάνει τ’ αυτί μου κάτι για ντομάτες και πιπεριές.
Τι διάτανο, συλλογίζομαι... Μανάβικο ψάχνει;
Παω κοντά του την ώρα που ο περαστικός φεύγει βιαστικά μουρμουρίζοντας κάτι που δεν έπιασε τ’ αυτί μου.
Τί θες, παππού; τον ρωτάω. Ψάχνεις κάτι;
Με κοιτάει και με πιάνει απ’ το χέρι.
Θέλω κάποιος να παει ως το μανάβη, το Γιάννη, μου εξηγεί, και να μου πάρει τρεις ντομάτες και τρεις πιπεριές. Δε με κρατάνε τα πόδια μου να παω ως εκεί, και η γριά μου στο σπίτι τα περιμένει να φτιάξει φαί. Τα ξέχασα, να κοίτα, μόνο κρεμμύδια πήρα, έχω ξεκουτιάνει.

Σκύβει το κεφάλι λες και ντρέπεται.
Δε με κρατάνε τα πόδια μου, μου λεει και πάλι. Μπορείς εσύ να πας ως το Γιάννη; Μπορείς να πας να μου πάρεις τρεις ντομάτες και τρεις πιπεριές; Για γεμιστά; Έχω λεφτά, να κοίτα, θα σου δώσω και για τον κόπο σου.
Ανοίγει το πορτοφόλι του να μου δείξει τα λεφτά του.
Δε θέλω να μου δείξεις τα λεφτά σου, παππού, του λεω. Έλα μέσα να καθίσεις λιγάκι στο μαγαζί.
Τον πιάνω απ’ το χέρι. Ο γέρος τρέμει σα να κατάπιε κομπρεσέρ.
Τον φέρνω στο γραφείο.
Το μπάζο, η γκόμενα του αφεντικού δηλαδή, τον βλέπει και ξινίζει τα μούτρα της.

Τί έγινε, ΚΑΠΗ το κάναμε εδώ; μου πετάει και της απαντάω μ’ ένα χαμηλόφωνο άντε και γαμήσου.
Βάζω το γερόντιο να κάτσει, κι εκείνος δε σταματάει να μου λεει για τις ντομάτες και τις πιπεριές.
Άκου δω, θα βγω για λίγο να πάρω τα πράγματα του παππού. Έχε το νου σου για πέντε λεπτά, της λεω.
Μωρέ τι μας λες; Αυτό μας έλειπε, να τρέχουμε τώρα για τον κάθε γέρο που θα δούμε στο δρόμο!
Δεν έχεις παιδιά; Γυναίκα; του λεει, κι όσο κι αν την κατακεραυνώνω με το βλέμμα δε λεει να το βουλώσει.

Ο γέρος την κοιτάζει και σκύβει πάλι το κεφάλι.
Δεν έχω παιδιά, της αποκρίνεται. Η γριά μου δεν μπορεί να κατέβει τις σκάλες. Κι εγώ δε με κρατάνε τα πόδια μου να παω ξανά πίσω. Σε παρακαλώ, κοπέλα μου, κάνε μου τη χάρη, της λεει. Μόνο τρεις ντομάτες και τρεις πιπεριές θέλω…Να, κοίτα, έχω λεφτά, και κάνει πάλι την κίνηση ν’ ανοίξει το πορτοφόλι του.
Παππού, σταμάτα! τον προλαβαίνω. Θα παω εγώ να σου τα πάρω.
Το αρχίδι πετάγεται να πει ξανά κάτι.
Άντε και γαμήσου, Ελένη, της λεω, δυνατά αυτή τη φορά.

Βγαίνω και πηγαίνω στο μανάβη. Ψωνίζω τα πράγματα του παππού ενώ κανονίζω με τον Γιάννη να του τηλεφωνεί ο γέρος και να του στέλνει εκείνος τα ψώνια στο σπίτι με τον μικρό του μαγαζιού.
Πέντε λεπτά μου πήρε η όλη ιστορία.
Όταν γύρισα το μαγαζί ήταν κλειδωμένο κι ο παππούς με περίμενε στο δρόμο. Το κοπρόσκυλο είχε τσατιστεί κι είχε φύγει.
Σιγά τα ωά! Ας έκανε παράπονα στ’ αφεντικό να μου κάνει παρατήρηση. Μή χέσω!

Ο παππούς φεύγοντας είπε τόσα ευχαριστώ που έχασα το λογαριασμό και μ’ έκανε να νιώσω και άσχημα.
Μερικές ώρες αργότερα και λίγο πριν κλείσω να φύγω, είδα πάλι το γέρο έξω απ’ το μαγαζί.

Τί είναι παππού, του λεω;
Τίποτα, μου απαντάει.
Να, κατέβηκα να σου φέρω αυτό.
Και μου βάζει στο χέρι ένα σακουλάκι με καραμέλες.
Για το τσιγάρο, μου λεει. Για να μην καπνίζεις συνέχεια.

People I know

Ο Νίκος. Εξαιρετική κιθάρα. Κάμποσα χρόνια σε ωδείο στην κλασσική, μετά ηλεκτρική, είχε ταλέντο, ήταν νέος, είχε εμφάνιση. Δούλεψε πολύ, δο...