Δευτέρα, Αυγούστου 08, 2005

Θα ήθελα να…

έχω μονίμως απόθεμα από παγωτό πεπόνι. Του Σκλαβενίτη. Το φτηνό.
Έχει υπέροχη γεύση…


ρίξει μια βροχή που να κρατήσει όλη νύχτα.




να μην ξεμένω από καπνό και χαρτάκια.


είχα ένα σπίτι με μεγάλα μπαλκόνια ή, ακόμα καλύτερα, μεγάλο κήπο.


είχα ακόμα τον Μπιτιγιού.



ήταν χειμώνας, με χιόνι βαρύ, να ήμουν στο σπίτι στη Ζαγορά –όπως ήταν πριν την ανακαίνιση– να ζει ο παππούς μου και να μου ψήνει κάστανα στο τζάκι.


μακρύνω κι άλλο τα μαλλιά μου.



έχω ξανά δική μου μηχανή.


γράψω κι άλλη νουβέλα.


παω διακοπές φθινόπωρο στο Πήλιο με τη Γιάννα.


αγοράσω (κι αυτή τη φορά να μη χάσω) το Άρωμα του Ονείρου.


δω ένα ξημέρωμα στον Άη-Γιάννη.


ανέβω στην Ακρόπολη.


δω ένα ηλιοβασίλεμα στη Σαντορίνη.


πήγαινα στα μαγαζιά για ν’ αγοράσω δώρα στους αγαπημένους μου ανθρώπους.



...θα ήθελα ακόμη να

είχα ένα ολόκληρο καλοκαίρι δικό μου, να είμαι σ’ ένα νησί, να γυρνάω όλη μέρα στα σοκάκια του και ν’ αράζω με τις ώρες στην παραλία.

μάθω να οδηγώ αυτοκίνητο.
χάσω δέκα κιλά.

πήγαινα για καφέ με κάποιους παλιούς φίλους.
άκουγα ξανά τη φωνή σου.

βάλω σε κορνίζα το πορτρέτο σου.
ακούσω ξανά τη μάνα μου να γελάει, όπως τη θυμάμαι παλιά.

να έχω λίγη απ’ την παλιά μου ηρεμία και μοναξιά.
ξημερώσει μια μέρα όπου δε θα χτυπήσει κανένα τηλέφωνο. Ούτε σταθερό, ούτε κινητό.

τραβήξω ξανά ασπρόμαυρες φωτογραφίες.
μπορέσω να συγχωρέσω.

ζωγραφίσω πάλι με κάρβουνο.
ανέβω στο ξωκλήσι του Προφήτη Ηλία.

έχω λιγότερο άγχος.
ήσουν ακόμα εδώ.

ξαναβρώ τα καλοκαίρια της εφηβείας μου.
παω θερινό σινεμά.

συναντήσω τη Λίζα στο Τρινιτάντ.
είχαμε ζήσει κι άλλα μαζί.

δω το Κάμελ τυπωμένο.
συναντούσα ξανά τον Τάσο.

ζωγραφίσω ξανά έναν τοίχο.
φυσήξει ένα αέρας τρελός και μανιασμένος κι εγώ να περπατάω στους δρόμους.

πιω καφέ στην Αριστοτέλους.
ταξιδεύω έναν ολόκληρο χρόνο.

Πότε είναι η νύχτα της βροχής των Λεοντιδών;
Πόσες ευχές δικαιούμαι να ζητήσω;
Πόσες άραγε, μπορούν να μου χαρίσουν;



Πέμπτη, Αυγούστου 04, 2005

Τί το θελες πουλάκι μου το ντελίβερι;

Κοντεύει τρεις το μεσημέρι και στο γραφείο δεν υπάρχει ούτε έστω μια προπολεμική φρυγανιά για ροκάνισμα.
Το στομάχι μου εδώ και ώρα συνθέτει συμφωνίες κι αν πιω άλλη μια γουλιά καφέ μου φαίνεται πως θ' αρχίσει να παίζει και ταμπούρλο.
Το πρωί μου είχαν φέρει ένα φυλλάδιο κάποιου Ιταλικού εστιατορίου και ξαφνικά μου ρθε η φαϊνή ιδέα: Θα έπαιρνα φαγητό απ' έξω.



Δεν το κάνω πολύ συχνά, ιδίως άμα δεν ξέρω το εστιατόριο, έλα ντε όμως που τα δύο απ' τα οποία συνήθως παραγγέλνουμε είχαν κλείσει. Απ' την άλλη πάλι, το φυλλάδιο που λέγαμε αναφερόταν σε σχετικά γνωστό εστιατόριο της Φωκίωνος, οπότε είπα κι εγώ, τί στο διάτανο, κάτι της προκοπής θα χει.

Πήρα τον κατάλογο στα χέρια μου κι άρχισα να τον ξεφυλλίζω.
Αποφασίζω να παραγγείλω εσκαλόπ με σως μαδέρα, που μαύρη η ώρα κι η στιγμή...
Δεν είχα δοκιμάσει ξανά το συγκεκριμένο πιάτο, αλλά μου κατσε ωραία στ' αυτί (όχι δεν είμαι ξανθιά βαμμένη μελαχρινή), κι είπα να το δοκιμάσω.

Παίρνω τηλέφωνο κι αφού πέρασα πέντε λεπτά στην αναμονή, κι άλλα δέκα να προσπαθώ να συννενοηθώ με την υπεύθυνη που δεν εννοούσε να καταλάβει πως θα κάνει παράδοση σε γραφείο και ζητούσε όνομα, επίθετο, τηλέφωνο -μόνο ΑΦΜ και βεβαίωση απ' το ΙΚΑ δεν ήθελε- κάποια στιγμή τέλειωσε ο γολγοθάς κι είχα πια κατορθώσει να παραγγείλω το ρημάδι, παρά τα δώδεκα ευρουλάκια του...

Και περιμένω, και περιμένω, και περιμένω... όχι να περάσει το τρένο, αλλά να εμφανιστεί ο ντελιβεράς με το εσκαλόπ μου... Και περνούν σαρανταπέντε ολόκληρα λεπτά...
Μα τι διάτανο, τώρα το σφάζουν το ζωντανό;
Πάνω που ήμουν έτοιμη να πάρω ξανά τηλέφωνο και να αρχίσω τα καντήλια, εμφανίζεται ο ντελίβερι μποι... Λέω μέσα μου άει σιχτίρ, δώσε τόπο στην οργή... Σε λίγο το στομαχάκι σου θα σταματήσει να παίζει την 9η του Μπετόβεν...

-Δεκαπέντε ευρώ, μου λέει το αλλοδαπό.
-Μα ο κατάλογος λεει δώδεκα, του κάνω εγώ...
-Ναι, μου απαντάει, αλλά παραγγείλατε και ψωμί! (συγνώμη παιδιά, δε θα το ξανακάνω!)

Τρία ευρώ το κουβέρ!!! μουρμουρίζω μες τη τσαντίλα, αλλά αποφασίζω να το πνίξω κι αυτό... Ψάχνω για τα υπόλοιπα ψιλά, βρίσκω, του τα δίνω, φεύγει.
Ανοίγω την, ομολογουμένως προσεγμένη, συσκευασία και το ωραίον του πράγματος σταματά εκεί.

Διότι εγώ η κουτή, χαζή κι ανόητη (το ίδιο πράγμα δεν είναι όλα τούτα μπαι δε γουέι;), περίμενα να αντικρίσω κάτι, χμμμ... πάνω κάτω σαν κι αυτό:



...όμως, αντίκρισα κάτι μάλλον σαν... αυτό:

ή έστω, σχεδόν σαν κι αυτό... Μου ρθε ο θάνατος!

Βλέπω ένα πιατάκι τύπου Σάνιτας χωρισμένο σε τρία μέρη.
Στο ένα υπήρχε το υποτιθέμενο εσκαλόπ.
Στο άλλο πατάτες τηγανιτές (που δεν τις ήθελα) και στο τρίτο ολίγη από σαλάτα.

Τα εσκαλόπ ήταν τελικά κάτι κομμάτια λεπτού μεν αλλά σχεδόν άψητου κρέατος που κολυμπούσαν σε μια περίεργη, πηχτή σάλτσα, πνιγμένα σ' ένα σωρό μανιτάρια και μάλιστα κονσέρβας.
Η γεύση άθλια... Δεν τρωγόταν με τίποτα...
Κάνω μια φιλότιμη προσπάθεια, δυο, τρεις, μπα! Πού να πάει κάτω... Θα έπρεπε να το σπρώξω με το σκουπόξυλο και πάλι...

Ρίχνω ένα βλέμμα στις πατάτες... Τηγανισμένες τόσο που έμοιαζαν πια με τσιπς Τσακίρης, μαύρες και γκαργκανιασμένες... θα ΄χαν να αλλάξουν καιρό το λάδι της φριτέζας μάλλον... Το απέκλεισα κι αυτό παρόλη την πείνα μου.

Απελπισμένη πια, στράφηκα στην ας πούμε σαλάτα.
Ήταν ένα μίγμα από δύο τούφες κουνουπιδιού, τρεις κορυφές μπρόκολου, πέντε ροδέλες καρότου κι αυτό ήταν όλο.... Έτοιμη κατεψυγμένη συσκευασία κι ούτε καν του επιπέδου Μπάρμπα-Στάθης ρε παιδί μου!
Επίσης, ούτε ίχνος λαδιού, ξυδιού, σος, λεμονιού ή οποιουδήποτε σχετικού αρτύματος...

Δε βαριέσαι λέω μέσα μου, από το ολότελα, καλή κι η Παναγιώταινα...

Κόβω μια μπουκιά ψωμί και τσιμπάω μια τούφα κουνουπίδι...
Με το που το φέρνω ως το στόμα μου κόντεψα να βγάλω το στομάχι μου από τη μπόχα...

Μπόχα, ναι μπόχα...
Όχι, δεν ήταν χαλασμένη η σαλάτα... απλώς, βρώμαγε ψαρίλα...
Γιατί ψαρίλα; Θα σας γελάσω και δεν το θέλω... Λεω βρε λες να είναι η ιδέα μου;
Μπα, δυστυχώς όχι...δεν ήταν... Η σαλάτα μύριζε ψαρίλα...

Είπα να πάρω τηλέφωνο τελικά να τους ξεχέσω... Αλλά δεν το έκανα...
Δεν άντεχα αδελφάκι μου. Είχα τσακίσει απ' την πείνα, την κούραση και τη ζέστη.

Βγήκα έξω και πέταξα στον κάδο απορριμάτων όλο το πακέτο...
Κράτησα το ψωμί και το μασούλησα αργά λες κι ήταν παντεσπάνι στην Κατοχή...
Βρε πώς ακρίβυνε τελικά το ψωμάκι...
Δεκαπέντε ευρουλάκια το πλήρωσα...

Ηθικά διδάγματα της ιστορίας:

-Ποτέ μην κρίνεις βιβλίο απ' το περιτύλιγμα
(ή γκόμενο, αυτοκίνητο, φαί απο τη φωτογραφία του φυλλαδίου κοκ)
-Η πείνα είναι κακός σύμβουλος
-Καλά έκανε η γιαγιά μου και νήστευε μέχρι το δεκαπενταύγουστο

People I know

Ο Νίκος. Εξαιρετική κιθάρα. Κάμποσα χρόνια σε ωδείο στην κλασσική, μετά ηλεκτρική, είχε ταλέντο, ήταν νέος, είχε εμφάνιση. Δούλεψε πολύ, δο...