έχω μονίμως απόθεμα από παγωτό πεπόνι. Του Σκλαβενίτη. Το φτηνό.
Έχει υπέροχη γεύση…
Έχει υπέροχη γεύση…
ρίξει μια βροχή που να κρατήσει όλη νύχτα.
να μην ξεμένω από καπνό και χαρτάκια.
είχα ένα σπίτι με μεγάλα μπαλκόνια ή, ακόμα καλύτερα, μεγάλο κήπο.
είχα ακόμα τον Μπιτιγιού.
ήταν χειμώνας, με χιόνι βαρύ, να ήμουν στο σπίτι στη Ζαγορά –όπως ήταν πριν την ανακαίνιση– να ζει ο παππούς μου και να μου ψήνει κάστανα στο τζάκι.
μακρύνω κι άλλο τα μαλλιά μου.
έχω ξανά δική μου μηχανή.
γράψω κι άλλη νουβέλα.
παω διακοπές φθινόπωρο στο Πήλιο με τη Γιάννα.
αγοράσω (κι αυτή τη φορά να μη χάσω) το Άρωμα του Ονείρου.
δω ένα ξημέρωμα στον Άη-Γιάννη.
ανέβω στην Ακρόπολη.
δω ένα ηλιοβασίλεμα στη Σαντορίνη.
πήγαινα στα μαγαζιά για ν’ αγοράσω δώρα στους αγαπημένους μου ανθρώπους.
...θα ήθελα ακόμη να
είχα ένα ολόκληρο καλοκαίρι δικό μου, να είμαι σ’ ένα νησί, να γυρνάω όλη μέρα στα σοκάκια του και ν’ αράζω με τις ώρες στην παραλία.
μάθω να οδηγώ αυτοκίνητο.
χάσω δέκα κιλά.πήγαινα για καφέ με κάποιους παλιούς φίλους.
άκουγα ξανά τη φωνή σου.βάλω σε κορνίζα το πορτρέτο σου.
ακούσω ξανά τη μάνα μου να γελάει, όπως τη θυμάμαι παλιά.να έχω λίγη απ’ την παλιά μου ηρεμία και μοναξιά.
ξημερώσει μια μέρα όπου δε θα χτυπήσει κανένα τηλέφωνο. Ούτε σταθερό, ούτε κινητό.τραβήξω ξανά ασπρόμαυρες φωτογραφίες.
μπορέσω να συγχωρέσω.
ζωγραφίσω πάλι με κάρβουνο.
ανέβω στο ξωκλήσι του Προφήτη Ηλία.
έχω λιγότερο άγχος.
ήσουν ακόμα εδώ.
ξαναβρώ τα καλοκαίρια της εφηβείας μου.
παω θερινό σινεμά.
συναντήσω τη Λίζα στο Τρινιτάντ.
είχαμε ζήσει κι άλλα μαζί.
δω το Κάμελ τυπωμένο.
συναντούσα ξανά τον Τάσο.
ζωγραφίσω ξανά έναν τοίχο.
φυσήξει ένα αέρας τρελός και μανιασμένος κι εγώ να περπατάω στους δρόμους.
πιω καφέ στην Αριστοτέλους.
ταξιδεύω έναν ολόκληρο χρόνο.
Πότε είναι η νύχτα της βροχής των Λεοντιδών;
Πόσες ευχές δικαιούμαι να ζητήσω;
Πόσες άραγε, μπορούν να μου χαρίσουν;
Πόσες ευχές δικαιούμαι να ζητήσω;
Πόσες άραγε, μπορούν να μου χαρίσουν;