Και κάποια στιγμή, εκεί κατά τις πέντε το πρωί, το ξέρεις ότι
πια δεν αντέχεις άλλο, και σηκώνεσαι, μπαίνεις στο δωμάτιο, πέφτεις στο κρεβάτι,
παίρνεις το μαξιλάρι και σκεπάζεις με αυτό τα μάτια σου και εκεί έρχεται μια
αγκαλιά, νιώθεις το χέρι του να σε αγγίζει και να σε χαϊδεύει για λίγο, ανασηκώνεις
το μαξιλάρι, εκείνος ανοίγει τα μάτια του, σε κοιτάει, ξέρεις ότι κοιμάται ακόμη,
να, τον παίρνει και πάλι ο ύπνος, το χέρι του μένει εκεί, σε αγκαλιάζει, παίρνεις
βαθιά ανάσα, τον αφήνεις να σε κρατήσει, χαλαρώνεις για δυο, τρία, πέντε λεπτά,
θες να μείνεις κι άλλο, θες να κουρνιάσεις δίπλα του, στην αγκαλιά του, αλλά
δεν μπορείς, σφίγγεις τα δόντια, σηκώνεσαι αργά μην τον ξυπνήσεις, ανοίγει τα μάτια
του και σε κοιτάζει πάλι μέσα στον ύπνο του, δεν κάνεις καν προσπάθεια να του
χαμογελάσεις στα ψέματα, τον χαϊδεύεις μονάχα στον ώμο, στο μπράτσο, ανακάθεσαι
στο κρεβάτι, σκύβεις κι ακουμπάς το κεφάλι στα γόνατά σου, παίρνεις άλλη μια ανάσα,
σηκώνεσαι.
Φτάνεις ως την πόρτα, κλαις σιωπηλά, δεν θες να τον ξυπνήσεις,
γιατί να τον ξυπνήσεις και τι να του πεις, ανοίγεις αθόρυβα την πόρτα, την κλείνεις
πίσω σου, κάνεις ένα βήμα και αφήνεσαι να γλιστρήσεις πάνω στον τοίχο, κάθεσαι πάνω
στις φτέρνες σου στο πάτωμα, κι εκεί κλαις, τα γατιά μαζεύονται γύρω σου ανήσυχα,
με μικρές φωνές και τις ουρές τους να σου αγγίζουν τα πόδια, κλαις αγκαλιάζοντας
τον εαυτό σου και δαγκώνοντας τα χείλη, δεν υπάρχει λόγος να τους ξυπνήσεις όλους,
σήκω λες στον εαυτό σου, σήκω θα σε ακούσουν.
Κάθεσαι ξανά στο γραφείο, η δουλειά σε περιμένει, κι ας μην
αντέχεις άλλο, κι ας κλαις. Δύο, τρία, πέντε, εφτά λεπτά. Η ώρα κυλάει, στρίβεις
τσιγάρο, κι ας μην το θες, συνεχίζεις, κι ας θες μονάχα να γυρίσεις στο δωμάτιο,
να κλέψεις άλλη μια αγκαλιά.
Όλα είναι ένα ψέμα, γλυκιά μου.