Τρίτη, Απριλίου 21, 2015

It's all lies, darling



Και κάποια στιγμή, εκεί κατά τις πέντε το πρωί, το ξέρεις ότι πια δεν αντέχεις άλλο, και σηκώνεσαι, μπαίνεις στο δωμάτιο, πέφτεις στο κρεβάτι, παίρνεις το μαξιλάρι και σκεπάζεις με αυτό τα μάτια σου και εκεί έρχεται μια αγκαλιά, νιώθεις το χέρι του να σε αγγίζει και να σε χαϊδεύει για λίγο, ανασηκώνεις το μαξιλάρι, εκείνος ανοίγει τα μάτια του, σε κοιτάει, ξέρεις ότι κοιμάται ακόμη, να, τον παίρνει και πάλι ο ύπνος, το χέρι του μένει εκεί, σε αγκαλιάζει, παίρνεις βαθιά ανάσα, τον αφήνεις να σε κρατήσει, χαλαρώνεις για δυο, τρία, πέντε λεπτά, θες να μείνεις κι άλλο, θες να κουρνιάσεις δίπλα του, στην αγκαλιά του, αλλά δεν μπορείς, σφίγγεις τα δόντια, σηκώνεσαι αργά μην τον ξυπνήσεις, ανοίγει τα μάτια του και σε κοιτάζει πάλι μέσα στον ύπνο του, δεν κάνεις καν προσπάθεια να του χαμογελάσεις στα ψέματα, τον χαϊδεύεις μονάχα στον ώμο, στο μπράτσο, ανακάθεσαι στο κρεβάτι, σκύβεις κι ακουμπάς το κεφάλι στα γόνατά σου, παίρνεις άλλη μια ανάσα, σηκώνεσαι.
Φτάνεις ως την πόρτα, κλαις σιωπηλά, δεν θες να τον ξυπνήσεις, γιατί να τον ξυπνήσεις και τι να του πεις, ανοίγεις αθόρυβα την πόρτα, την κλείνεις πίσω σου, κάνεις ένα βήμα και αφήνεσαι να γλιστρήσεις πάνω στον τοίχο, κάθεσαι πάνω στις φτέρνες σου στο πάτωμα, κι εκεί κλαις, τα γατιά μαζεύονται γύρω σου ανήσυχα, με μικρές φωνές και τις ουρές τους να σου αγγίζουν τα πόδια, κλαις αγκαλιάζοντας τον εαυτό σου και δαγκώνοντας τα χείλη, δεν υπάρχει λόγος να τους ξυπνήσεις όλους, σήκω λες στον εαυτό σου, σήκω θα σε ακούσουν.
Κάθεσαι ξανά στο γραφείο, η δουλειά σε περιμένει, κι ας μην αντέχεις άλλο, κι ας κλαις. Δύο, τρία, πέντε, εφτά λεπτά. Η ώρα κυλάει, στρίβεις τσιγάρο, κι ας μην το θες, συνεχίζεις, κι ας θες μονάχα να γυρίσεις στο δωμάτιο, να κλέψεις άλλη μια αγκαλιά.
Όλα είναι ένα ψέμα, γλυκιά μου.
Συνεχίζεις.


Τρίτη, Μαρτίου 03, 2015

Ο Άγγελος και το Έντελβαϊς


Χθες βράδυ με την Μαρίνα για φαγητό στην Πλάκα, ψάχνοντας ένα μαγαζί ανηφορίζουμε την Αδριανού.
Ένας μουσικός του δρόμου παίζει κιθάρα.
Η μελωδία είναι όμορφη, το παλικάρι παίζει προσηλωμένο, χωρίς να ανασηκώνει το βλέμμα.
Κοντοστέκομαι.
"Θα μπορούσε να είναι ο James" της λέω, ανοίγω το πορτοφόλι, ψαρεύω τα ψιλά μου, τον πλησιάζω.
Τα χρώματά του με κάνουν να σκεφτώ ότι είναι ίσως ξένος, του λέω "Thank you".
Τα χάνει, με κοιτάζει, "You are welcome" και στο καπάκι "Ευχαριστώ", του απαντώ κι εγώ ελληνικά "Να 'σαι καλά" και συνεχίζουμε.
Σύντομα αντιλαμβάνομαι ότι τραβάμε προς λάθος κατεύθυνση και επιστρέφουμε ξανά προς τα πίσω, πλησιάζοντας πάλι στον busker με την κιθάρα του.
Τώρα παίζει Χατζιδάκι.
Ο κόσμος προσπερνά και δεν σταματά, ούτε για να τον ακούσει, ούτε για να του αφήσει κανένα ψιλό.
Σταματάμε λίγο πιο πέρα, αποφασίζω ότι θέλω να πάω να του πω ένα γεια, να τον κεράσω ένα τσιγάρο, να πούμε δυό κουβέντες μαζί του. Η Μαρίνα συμφωνεί και ακολουθεί.
Πλησιάζουμε, τον χαιρετάμε, του λέμε ότι αν δεν ενοχλούμε θέλουμε να του κάνουμε λίγη παρέα.
Δεν πιστεύει στα αυτιά και τα μάτια του.  Μας κοιτάζει έκπληκτος, το βλέμμα του πάει από την μία στην άλλη.
Νομίζω πως αν του λέγαμε <Θέλουμε να σου χαρίσουμε δυο χιλιάδες ευρώ> θα ένιωθε λιγότερη κατάπληξη.
"Σε μένα θέλετε να κάνετε παρέα; Εδώ στο δρόμο;" ψελλίζει σαν χαμένος. "Καθίστε", βιάζεται να συμπληρώσει, λες και φοβάται μήπως του κάναμε πλάκα, μήπως αλλάξουμε γνώμη και φύγουμε.
Καθόμαστε παρέα στο πεζούλι.
Τον ρωτάμε τι άλλο ξέρει από Χατζιδάκι. Αρχίζει να παίζει τη Βροχή. Η Μαρίνα σιγοντάρει φωνητικά τη μελωδία. Περνάμε στο Μην τον ρωτάς τον ουρανό, η Μαρίνα τραγουδά, εγώ κρατάω δεύτερες, στο ρεφρέν περνάμε στην αγγλική βερσιόν και τραγουδάμε κι οι τρεις.
Ο κόσμος σταματάει, χαζεύει, χαμογελά, ελάχιστοι ρίχνουν κανά ψιλό στη θήκη της κιθάρας.
Σκέφτομαι την αδιαφορία, αλλά δεν σκοτίζομαι, η στιγμή είναι απείρως πιο ωραία, κι έτσι συνεχίζουμε.
Προχωράμε για Το φεγγάρι είναι κόκκινο αλλά δεν του βγαίνουν οι συγχορδίες, κάνουμε ένα διάλειμμα, συστηνόμαστε: "Ιφιγένεια", του λέω, και του δίνω το χέρι. "Άγγελος" μου απαντά και μου χαμογελά.
Ανάβουμε όλοι τσιγάρο. Μας διηγείται πού σπούδασε κιθάρα και κοντά σε ποιους δασκάλους, από πού είναι, τι του προσφέρει η μαγεία της μουσικής, πώς τον συντροφεύει.
Είναι φανερό όσο μιλάει πως παίζει κάποιου είδους μικρή εξάρτηση, είτε ουσιών είτε αλκοόλ, αλλά ο Άγγελος επικοινωνεί κανονικά, ξέρει τι λέει, έχει χιούμορ, γελάει και αστειεύεται, μας λέει ιστορίες από τα ταξίδια του στη Γερμανία, κι αυτοσαρκάζεται για το "καλλιτέχνης του δρόμου".
Μας λέει ότι στις 17 Απρίλη, θα παίξει κιθάρα στο Βρυσάκι, κι αν θέλουμε να πάμε να τον ακούσουμε. Υποσχόμαστε ότι θα πάμε να τον δούμε.
Πιάνει ξανά την κιθάρα, ρωτά τι θέλουμε να πούμε. Τον ρωτάω αν έχει κάτι από Καββαδία και Μικρούτσικο, μου χαμογελά ζεστά, κλείνει τα μάτια κι ακούω τις πρώτες νότες του αγαπημένου μου Federico Garcia Lorca.
Η Μαρίνα σιωπά, εγώ τον συνοδεύω: "Ανέμισες για μια στιγμή το μπολερό..."
Τελειώνουμε το τραγούδι, δεν δίνουμε δεκάρα πλέον αν ο κόσμος σταματά ή αν ακούν, χειροκροτούμε μόνοι μας, γελάμε, σφίγγουμε τα χέρια.
Ο Άγγελος γελά, μας ευχαριστεί, για την παρέα, για το τραγούδι, για το μοιρασμένο τσιγάρο, για όλα.
Έχει κυλήσει κοντά ένα εικοσάλεπτο. Σηκωνόμαστε να τον αποχαιρετήσουμε.
Μας ευχαριστεί και πάλι, τα μάτια του λάμπουν, μιλάει ξανά για τους "μουσικούς του δρόμου" λες και θέλει να δικαιολογηθεί, να μας πείσει ότι δεν είναι χαμένος ή looser, του λέω: "Μην εξηγείς σε μας, ειδικά σε μένα, έχω μια ιδιαίτερη συμπάθεια στους busker..."
Η Μαρίνα του εξηγεί για το βιβλίο που μετάφρασα.
Όσο του στρίβω ένα τελευταίο τσιγάρο για να του αφήσω, ζητά να μάθει περισσότερα για την ιστορία του James Bowen, του busker του Λονδίνου και του γάτου του, του Bob.
Του τα λέω περιληπτικά, τον αγκαλιάζω και τον χαιρετώ. Κάνουμε να φύγουμε.
Με σταματάει, με κρατάει από το χέρι :"Ιφιγένεια", μου λέει, "περίμενε, θέλω να σου κάνω ένα δώρο. Θέλω να σου χαρίσω ένα έντελβαϊς".
Κοιταζόμαστε απορημένες με την Μαρίνα, όσο ο Άγγελος ψάχνει σε μια ταμπακιέρα. Με τα πολλά, ανακαλύπτει αυτό που έψαχνε, και μου το βάζει στην παλάμη.
"Το έχω πολλά χρόνια, είναι το φυλαχτό μου", μου λέει. "Τώρα θέλω να το έχεις εσύ, να σε προσέχει".
Κοιτάζω την παλάμη μου. Μέσα της βρίσκεται ένα τόσο δα, μικροσκοπικό γραμματόσημο, που απεικονίζει ένα έντελβαϊς των Άλπεων.
"Πρόσεξε μην το χάσεις", μου λέει καθώς μου κρατά ακόμα το χέρι.
"Δεν πρόκειται" του λέω, και το βάζω στο πορτοφόλι μου, εκεί όπου κρατάω φωτογραφίες αγαπημένων ανθρώπων.
Τον αγκαλιάζω άλλη μια φορά, μου ψιθυρίζει στο αυτί κάτι που θα το κρατήσω μόνο για μένα.
"Θα έρθουμε να σε δούμε στο Βρυσάκι", του λέει η Μαρίνα καθώς φεύγουμε.
"Δεν έχει σημασία πια, αν δεν ξαναβρεθούμε", απαντά ο Άγγελος. "Το σημαντικό, το υπέροχο, είναι ότι από απόψε θα ξέρω ότι στους δρόμους αυτής της πόλης, περπατά μια Ιφιγένεια και μια Μαρίνα, και θα ξέρετε κι εσείς ότι κάπου εδώ, σε αυτούς τους δρόμους, υπάρχει και περπατά ένας Άγγελος. Δεν είναι μαγεία αυτό;"
Απομακρυνόμαστε, κι εκείνος συνεχίζει να παίζει.
Ναι, Άγγελε. Αυτό είναι μαγεία.

People I know

Ο Νίκος. Εξαιρετική κιθάρα. Κάμποσα χρόνια σε ωδείο στην κλασσική, μετά ηλεκτρική, είχε ταλέντο, ήταν νέος, είχε εμφάνιση. Δούλεψε πολύ, δο...