Κάπου στο σύμπαν ακούστηκε πως η αφεντιά μου εδώ κι ένα τετράμηνο γκρινιάζει...
Γκρινιάζει μια για το ένα και μια για το άλλο... μια για πόνους, μια για έναν παγωμένο ώμο, την άλλη που δεν κουνιέται το χέρι και έχει μπει σε αχρηστία, κι ύστερα για το βαλάντιο που συρρικνώθηκε τόσο που κοντεύει να εξανεμιστεί και να το ψάχνουμε..
Είπε λοιπόν (το σύμπαν λέμε), να μου πετάξει στην κεφάλα όχι παντόφλα, αλλά εναλλακτική ψυχοθεραπεία.
Έτσι μια ωραία πρωία άνοιξε την πόρτα του μαγαζιού που δουλεύω παρτ-τάιμ τα απογεύματα, και μπήκε μέσα ένας αδέσποτος γατούλης. Γουργούρισε, τρίφτηκε στα πόδια των αφεντικών και των παρατρεχάμενων, τους έκανε ματάκια και πατουσίτσες, τον τάισαν καλά-καλά, κι ύστερα διάλεξε μια κούτα κι άραξε και με περίμενε να πάω. Είχε έρθει με αποστολή βλέπεις.
Το μπος, ανίδεο στις κρυφές αποστολές του σύμπαντος και του γατακίου επίσης, κάποια στιγμή άνοιξε και πάλι την πόρτα κι "ευγενικά" τον έστειλε από εκεί που ήρθε. Φιλόζωος-φιλόζωος σου λέει, αλλά μη μας γίνει και ταγάρι το αδέσποτο!
Το απόγευμα που εγώ, ανυποψίαστη για ό,τι με περίμενε, μπήκα στο μαγαζί βρίζοντας νοερά -από χαρά για άλλο ένα δημιουργικό τετράωρο που με περίμενε, δεν είδα πουθενά κανένα γατάκι. Όμως το μπος με ενημέρωσε για τα πρωινά συμβάντα.
Δεν έδωσα σημασία. Ξέροντας το... πόσο φιλόζωο είναι το μπος, ήξερα πως η "αγάπη" του και η "συγκίνηση" για το αδεσποτάκι είχαν ήδη ξεθυμάνει.
Όμως εκείνο το ρημάδι το σύμπαν είχε άλλα σχέδια (και πού να συμπαθούσα και τον Κοέλιο δηλαδή!)
Λίγη ώρα αργότερα ένα ασπροπορτοκαλί γατί στεκόταν μπροστά στην γυάλινη πόρτα του μαγαζιού, περιμένοντας να του ανοίξουν, με φυσικότητα ανθρώπου που επέστρεφε στο σπίτι του.
Το μπος είπε πως ναι, ήταν το ίδιο γατί το πρωινό, και μ' άφησε να του ανοίξω την πόρτα.
Εκείνο μπήκε μέσα, χώθηκε στην αγκαλιά μου, ρουθούνισε δυνατότερα από κατσαρόλα που βράζει, έκανε πατουσίτσες, χαϊδεύτηκε πάνω μου, και μετά διάλεξε ένα κουτί δίπλα στο γραφείο και κοιμήθηκε μέχρι την ώρα που σχόλαγα και κλείναμε το μαγαζί.
Πες-πες, έπεισα το μπος που το είχε χτυπήσει δεύτερη κρίση φιλοζωίας για εκείνη την ημέρα, ν' αφήσει τον μικρό να μείνει ένα βράδυ να κοιμηθεί στο μαγαζί.
Την επόμενη μέρα που πήγα ο γατούλης ήταν ξανά εκεί, αλλά όπως ήταν αναμενόμενο, η κρίση φιλοζωίας του μπος είχε περάσει ανεπιστρεπτί.
"Άμα θες πάρτον σπίτι σου να κοιμηθεί απόψε, ή αλλιώς να τον αφήνουμε εδώ τη μέρα και το βράδυ να τον βγάζουμε έξω να κοιμάται".
Κάτι μου ήρθε... Να το αφήσουμε πάλι έξω στο δρόμο; Γιατί βρε τσιφούτη άνθρωπε, θα σου φάει το κωλομάγαζό σου άμα κοιμηθεί τη νύχτα πάνω στα κουτιά σου; Κι άρχισα να σκέφτομαι την πιθανότητα να το πάρω στο σπίτι για το βράδυ.
Την ίδια στιγμή, ο λογικός μου εαυτός άρχισε την αντιπαράθεση: "Όχι, μαντάμ, ούτε να το φανταστείς, ΔΕΝ θέλεις άλλο γατί στο σπίτι, δεν αντέχεις άλλο γατί, φτάνει η Λούνα και περισσεύει, και φτάνει που έχουμε να ταίζουμε και τον Ρωμαίο που τρώει με δέκα μασέλες και θέλει κι αυτός φαρμακάκια κι εμβόλια, άσε που το ειδικό φαγητό της Λού κοστίζει παραπάνω απ' όσο το δικό σου, και μη σου μπαίνουν ιδέες".
Παρόλα τα ατράνταχτα επιχειρήματα του λογικού μου εαυτού, είπα να πάρω τον γατούλη για μια νύχτα μόνο, δοκιμαστικά, ίσα-ίσα για να μην κοιμηθεί πάλι στους δρόμους.
Η Λούνα, σαν γνήσια γάτα οικοδέσποινα, τον υποδέχτηκε με άπειρα γρυλίσματα, μουγκρίσματα και σφαλιάρες πρώτης ποιότητας.
Αφού είδα κι έπαθα να τους χωρίσω, και να ξεκολλήσω τον μπόμπιρα από την αγκαλιά μου, αποφασίσαμε να τον βάλουμε στην κρεβατοκάμαρά μας για το βράδυ.
Ο νεαρός αφού σνόμπαρε επιδεικτικά το καλαθάκι που του ετοιμάσαμε, αποφάσισε πως δεν υπήρχε καλύτερο μέρος από την αφράτη, μαλακή κουβέρτα μας, και κοιμήθηκε εναλλάξ μια στα πόδια του Δ. και μια σκαρφαλωμένος στο μαξιλάρι μου πάνω από το κεφάλι μου γουργουρίζοντας σαν τρελαμένος.
Την επόμενη μέρα τον κατέβασα στο μαγαζί, και τον άφησα όλη μέρα εκεί. Το βράδυ όμως;
Για μαντέψτε!
Τον ξαναπήρα σπίτι. Αυτή τη φορά πέρασε τη νύχτα στο σαλόνι τρομάζοντας τη μάνα μου η οποία φιλοξενείται στον καναπέ μας, κάθε φορά που αρπαζόταν με τη Λου και τις έτρωγε.
Το άλλο πρωί ο Δ. τον κατέβασε νωρίς στο μαγαζί, για να μην καλομαθαίνει συνεχώς στο σπίτι μας.
Κοίτα όμως που όταν ξύπνησα εγώ αργότερα και δεν τον βρήκα εκεί, πώς να το πω ρε παιδιά.. μου κακοφάνηκε πολύ. Κι ας ήμουν εγώ αυτή που είχα ζητήσει από τον Δ. να το κάνει αυτό.
Ε, αυτό ήταν.
Άργησα λίγο να το πιάσω (έτσι είναι τα δίποδα, δεν κόβει η γκλάβα τους με τη μία φίλτατε γατούλη), αλλά στο τέλος αντελαβού..
Ο γατούλης είχε έρθει για να μείνει... Σπίτι μου that is.
Άντε λοιπόν κυρία Ιφιγένεια τώρα να σου περισέψει χρόνος να παραπονεθείς ότι πονάς ή ότι δεν κουνιέται το χέρι σου, ή ότι μαγκώνει κάθε φορά που κάνεις λάθος κίνηση και χρειάζεσαι βοήθεια για να το ισιώσεις...
Όσο κι αν ισχύουν όλα κι ακόμη περισσότερα, τις τελευταίες μέρες έχω γελάσει όσο δεν γέλασα τους τέσσερις μήνες που τραβιέμαι μες τον πόνο.
Κι αυτό γιατρέ μου, αυτό να δείτε τι ψυχοθεραπεία είναι!
Υ.Γ. Το γατάκι δεν έχει ακόμη όνομα.. δεν κατάφερα να σκεφτώ κάτι της προκοπής. Όσοι θέλετε κάντε προτάσεις, είμαστε ανοιχτοί σε όλα.
Υ.Γ.2 Εμένα ο γατούλης μου φαίνεται ασχημούλης. Οι δικοί μου (ο Δ. κι η μάνα μου), μου λένε πως είμαι χαζή και να κοιτάξω τα μάτια μου. Εγώ επιμένω πως είναι ασχημόφατσα (είχα πάντα κι ένα θέμα με τα πορτοκαλί γατιά), αλλά όπως και να 'χει ήδη το αγαπώ.
Δευτέρα, Νοεμβρίου 08, 2010
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)
People I know
Ο Νίκος. Εξαιρετική κιθάρα. Κάμποσα χρόνια σε ωδείο στην κλασσική, μετά ηλεκτρική, είχε ταλέντο, ήταν νέος, είχε εμφάνιση. Δούλεψε πολύ, δο...
-
UPDATE Το συγκεκριμένο θέμα έχει ανανεωθεί με καινούριο ποστ εδώ , όπου δίνω νέες πληροφορίες για τους τρόπους παρασκευής χειροποίητου σαπου...
-
Για τη Βίκη έχω γράψει και παλιότερα. Έχουμε εφτά χρόνια διαφορά, είναι το πρώτο μου ανίψι, κι έχουμε μεγαλώσει σχεδόν σαν αδελφάκια. Αφού &...
-
Ο Νίκος. Εξαιρετική κιθάρα. Κάμποσα χρόνια σε ωδείο στην κλασσική, μετά ηλεκτρική, είχε ταλέντο, ήταν νέος, είχε εμφάνιση. Δούλεψε πολύ, δο...