ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ
Σκηνή πρώτη
Τρία Σάββατα πριν, απογευματάκι
Έχω φιλοξενούμενο στο σπίτι πράγμα που είναι καλό, γιατί πάντα σπάει τη ρουτίνα να έχεις φιλοξενούμενους στο σπίτι
-κι όποιος δεν καταλαβαίνει περί τίνος πράγματος μιλάμε, ας ρίξει μια ματιά εδώ
Έχω δουλειά με deadline, πράγμα που είναι κακό.
Έχω τσακωθεί ή έστω λογοφέρει (πάλι), με το έτερον ήμισυ, πράγμα που είναι κακό επίσης, αλλά παίρνω βαθιές ανάσες και λέω να το αφήσω να το πάρει το ποτάμι.
Έχω αποφασίσει να κάνω ειρήνη και να καπνίσω (ένα τσιγάρο όχι την αντίστοιχη πίπα της ειρήνης), καθώς θα πίνω και το καφεδάκι μου, πράγμα που είναι επίσης καλό.
Κι αφού είναι Σάββατο, έχω επίσης αποφασίσει να χαλαρώσω, να ηρεμήσω και να απολαύσω το διήμερο, πράγμα κι αυτό καλό.
Έχω ξεχάσει όμως ότι όταν ο άνθρωπος κάνει σχέδια, ο μεγαλοδύναμος κοπανιέται κάτω απ' τα γέλια, πράγμα που είναι κάκιστο, αλλά επειδή όπως όλοι ξέρουμε ο μεγαλοδύναμος έχει μια διεστραμμένη αίσθηση του χιούμορ, θα φροντίσει να μου το θυμίσει πάραυτα.
Σκηνή δεύτερη
Με το που πάω ν' ανάψω ένα τσιγάρο και να πιω μια γουλιά καφέ, το μάτι μου πιάνει μια αμυδρή κίνηση μέσα σε μια γλάστρα που έχω κρεμασμένη στα κάγκελα του μπαλκονιού.
Μέχρι να προλάβω να πω "μα τι στο...", αντιλαμβάνομαι πως μέσα στη γλάστρα μου έχει φυτρώσει ένα πουλάκι.
Ναι βρε παιδί μου, πουλάκι, πως το λένε, νεοσσός.
Πάω κοντά βήμα-βήμα, κοιτάζω, ναι όντως είναι ένα μικρό περιστεράκι, ή δεκαοχτούρα, κι όταν λέμε μικρό εννοούμε μωρό, βρέφος, με τα πούπουλα ακόμη.
Σκηνή τρίτη
ΠΑΝΙΚΟΣ
Ακολουθούν ήρεμες και σοβαρές και ώριμες κουβέντες με το έτερον ήμισυ, με εμένα να συμβάλλω τα μάλλα στο πνεύμα ηρεμίας, σοβαρότητας και ωριμότητας ως εξής:
-Μα τι λες τώρααααα; Τι θα το κάνουμε το πουλάκι; Δεν μπορούμε να το κρατήσουμε εδώ, εγώ δεν ξέρω τίποτα από πουλιά, εγώ γάτες σκύλους μόνο, θα πεθάαανεειιιι (κλάμα εδώ και πάλι κλάμα και λίγο ακόμη)
-Μα βρε πουλάκι μου, εεχμ, βρε παιδί μου, γιατί να πεθάνει, μια χαρά δείχνει, θα το ταΐσουμε θα...
-Όχι, εγώ δεν ξέρω, δε θέλω άλλη μια ευθύνη τώρα πάνω στο κεφάλι μου, αφού ξέρεις τα νεύρα μου είναι κρόσσια, τι θα το ταΐσουμε, πόσο θα το ταΐσουμε, με ΤΙ θα το ταίσω, εεεε;
-Μα ηρέμησε, να δες το τι ήσυχο που κάθεται στο χέρι μου! Έλα, να στο δώσω λίγο και σε σένα;
-ΜΕ ΤΙΠΟΤΑ, δε θέλω λέμε να το πιάσω στο χέρι μου, είναι τόσο μικρό, θα του σπάσω κανένα φτερό, κανένα πόδι, γιατί δεν κουνιέται, μήπως έχει χτυπήσει, μήπως είναι άρρωστο, θα πεθάνει τώρα, θα μου πεθάνει στα χέριααααα; (εκ νέου κλάμα, εδώ συν αναφιλητά).
-Δεν πεθαίνει βρε, χαζό είσαι, να δεις που θα πεινάει..
Σκηνή τέταρτη
Για ταΐστε το να δούμε τι ψάρια πιάνετε!
Έχουμε εντοπίσει τη φωλιά από την οποία έπεσε ο πουλάκης. Η φωλιά του είναι στα κλαδιά ενός δέντρου που υπάρχει στο πάνω μπαλκόνι από το δικό μου, το οποίον είναι της κυρίας διαχειρίστριας, η οποία κατά τις δικές της δηλώσεις είναι τόσο φιλόζωη με τα περιστέρια ιδίως, που έχει συγγράψει το πόνημα "Πενήντα τρόποι να δολοφονήσετε, εξολοθρεύσετε, στείλετε στον έξω αποδώ, τα περιστέρια που μπορεί να κάνουν το λάθος να βρεθούν στο μπαλκόνι σας"
Με αυτό το δεδομένο κατά νου, αλλά και με την έλλειψη τρίμετρης σκάλας που χρειάζεται για να ανεβάσουμε ξανά πίσω το πουλάκι στη φωλιά του, αποφασίστηκε (οκ, εγώ το αποφάσισα), να το κρατήσουμε και να προσπαθήσουμε να το κρατήσουμε ζωντανό.
Τώρα το πώς θα γίνει αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
Το πρώτο που σκέφτηκα είναι ότι σίγουρα πεινάει, τώρα το τι σκατά τρώει τόσο μωρό είναι άλλη ιστορία. Εντάξει, ας αρχίσουμε από το πιο απλό. Ψωμάκι ψίχες βουτηγμένο σε νεράκι.
Και πώς του το δίνουν τώρα αυτό; Το ρημάδι δεν ανοίγει το στόμα του.
Ο Δ. το κρατάει στα χέρια του για να μένει ακίνητο, και παλεύει να του ανοίξει το στόμα. Εγώ περιμένω έχοντας στην άκρη ενός λεπτού κλαδιού καρφωμένο ένα τόσο δα ψιχουλάκι, μήπως και προλάβω να του το χώσω στο στόμα και καταφέρουμε να το καταπιεί.
Μερικές προσπάθειες μετά, ο μικρός τρώει κάμποσο και λέω, άντε φτάνει.
Νερό τώρα..
Με το σταγονόμετρο, τι άλλο να κάνουμε. Σιγά-σιγά και με υπομονή.
Εντάξει, ας πούμε ήπιε και νερό.
Και πού θα τον βάλουμε να κοιμηθεί;
Εν ριπή οφθαλμού βρίσκω καλαθάκι ψάθινο κι αρχίζω να το γεμίζω ξερά φύλλα, βαμβάκια, φρέσκα φύλλα από τα λουλούδια μου, το στολίζω καλά-καλά σαν λατέρνα, κι ακουμπάω το πουλάκι μέσα.
Εκείνο, είτε πολύ ταλαιπωρημένο, είτε πολύ φοβισμένο ακόμη, κουρνιάζει και κοιμάται.
Ακούγεται ένα τεράστιο ΟΥΥΥΥΦ!
ΤΕΛΟΣ ΠΡΩΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ ΚΑΤΕΒΑΙΝΕΙ Η ΑΥΛΑΙΑ
ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ
Σκηνή πρώτη
Τρία Σάββατα μετά.
Φλας μπακ στα όσα έγιναν μέσα σε δύο εβδομάδες.
Τρία Σάββατα, άπειρες ώρες διαβάσματος σε σχετικές σελίδες στο ίντερνετ, ένα κάρο βίντεο, κάμποσα ποστ με ερωτήσεις και απαντήσεις μετά, η αφεντιά μου έχει γίνει εξπέρ στο πώς και τι θέλουν οι δεκαοχτούρες (Collared Doves για όσους δεν το ήξεραν όπως κι εγώ πριν λίγες μέρες), αλλά και τα περιστέρια για να μεγαλώσουν και να τραφούν.
Τα χρυσά μου λοιπόν, θέλουν ειδική μωροτροφή για μωροπουλιά την οποία πας στου διαόλου τη μάνα για να τη βρεις γιατί τα πετ σοπ της γειτονιάς σε κοιτάνε σαν ούφο όταν τους τη ζητάς, σκας δέκα ευρουλάκια και αγοράζεις ένα κουτί, μετά αγοράζεις σύριγγες ταΐσματος, μετά μαθαίνεις ότι πρέπει να αποστειρώνεις όλα τα σκεύη που θα χρησιμοποιήσεις βράζοντάς τα για δέκα λεπτά, και κυρίως, μαθαίνεις ότι τα χρυσά μου, θέλουν τάισμα ανά δύο με τρεις ώρες.
Σκηνή δεύτερη
Μόλις συνέλθεις από την τελευταία πληροφορία, παίρνεις βαθιά ανάσα και κάθεσαι και βράζεις τα σκεύη με το χρονόμετρο (τα χρυσά μου λέμε!), και δεν βαρυγκομάς, και μετά μαθαίνεις σε τι αναλογίες φτιάχνουμε τη γαμοκρέμα (τα ψυχούλια μου!), γιατί άμα είναι πολύ νερουλή θα τα πιάσει τσιρλιό και δεν κάνει, κι άμα είναι πολύ πηχτή θα τους κάτσει βαριά και δεν κάνει, και μετά μετράς πόσα ρημαδομιλιγκράμ πρέπει να φάει ο πουλάκης, (το γλυκό μου λέμε!) σύμφωνα με το βάρος του, αφού έχεις καταφέρει να τον ζυγίσεις στη ζυγαριά της κουζίνας.
Αφού τα 'χεις κάνει όλα αυτά, έχεις ξεπεράσει και το φόβο σου να το πιάσεις στο χέρι σου διότι πώς αλλιώς να γίνει, και τώρα ξέρεις και πώς θα του ανοίξεις το στόμα (ανάθεμα γκρρ), κι επίσης ότι ΠΡΕΠΕΙ απαραίτητα να το ταΐζεις βάζοντας τη σύριγγα στην αριστερή πλευρά του ράμφους του, διότι άμα το κάνεις αλλιώς θα του στείλεις το φαί στον πνεύμονα και πάπαλα ο πουλάκης και θα φταίς μονάχα εσύ που ήσουν ηλίθια και δεν το ήξερες, κι αφού γίνει κι αυτό, κι αφού έχεις κάνει εκατό προσπάθειες, έχεις αρχίσει πια να το ταΐζεις με επιτυχία, κι επίσης ξυπνάς μες τη νύχτα να το ταΐσεις, κι ύστερα πάλι στις τέσσερις το πρωί λέμε (το γλυκό μου!), κι ενώ κοιμάσαι όρθια και πρέπει να πας στη δουλειά εσύ εκεί, να μετράς δεκάλεπτα βρασίματος κι ύστερα την κρέμα κι ύστερα το τάισμα, που για να φάει εφτά γαμημένα μιλιγκράμ σου παίρνει σαράντα λεπτά, (το μαναράκι μου!).
Κι αναρωτιέσαι ενώ τα κάνεις όλα αυτά "Μα τι διάολο, εγώ είμαι που σηκώνομαι μες τη νύχτα να ταΐσω το ρημοδοπούλι", και μόλις εκείνο κάνει 'τσιπ-τσιπ' και κουνήσει τα φτεράκια του, σπεύδεις και λες κάτι μαλακίες του τύπου "Μα τι γλυκό πουλάκι που είναι ο Λάκης μου, ναιιι, ναιιι είσαι το πιο γλυκό πουλάκι απ' όλα (παρόλο που βλέπεις πως ειναι κακάσχημο ακόμη), και πω, πω τι μεγάλο στόοοομααα έλα γλυκό μου, έλα μανάρι μου, άνοιξε άλλη μια φορά, ναιιιι μπράβοοοο"
Σκηνή τρίτη
Κι αφού συνειδητοποιήσεις πόσο ρόμπα έχεις γίνει, το παίρνεις απόφαση πως είσαι μια χαζοπουλομαμά, κι είσαι περήφανη που το μικρό σου έκανε την τάδε τσαχπινιά, και τι ωραία που έχεσε πάνω στο σεντόνι, βρε το χρυσό μου, δεν πειράζει, άρα τρώει κανονικά, και μαζεύεις τα σκατά χαμογελώντας, κι όταν σε κατουράει και σε κουτσουλάει μαζί πάνω στο ωραίο, μεταξωτό νυχτικό σου πάλι γελάς ως ηλίθια και καμαρώνεις, κι επίσης το 'χεις βγάλει διακόσιες μόνο φωτογραφίες ως τώρα, και μόνο πέντε βίντεο, κι έχεις ποστάρει φυσικά και βίντεο στο γιουτιούμπι, διότι τώρα που ΕΣΥ ΞΕΡΕΙΣ, πρέπει να ξεστραβωθούν κι άλλοι και να μάθουν, κι επίσης πώς αλλιώς θα θαυμάσει όλος ο κόσμος τον Λάκη σου, και έτσι κοτσάρεις τις φωτογραφίες του στο δίκτυο και καμαρώνεις σαν γύφτικο σκεπάρνι.
Και τέλος, κάποια στιγμή που μιλάς με τη μάνα σου στο τηλέφωνο και σε ρωτάει τι κάνει το πουλάκι και της λες "Άσε ρε μάνα, στις τέσσερις το πρωί τον τάιζα τον αχόρταγο τον λαίμαργο, πάλι πεινούσε, άσε που προχτές φτερούγισε και πέταξε (ναι το γλυκό μου, τώρα έχει και φτεράκια και ψιλοπετάει κιόλας), και άσε μου 'κοψε πέντε χρόνια ζωής που φοβήθηκα μην φύγει από τη δίπλα ταράτσα και τρέχαμε σαν μαλάκες να τον προλάβουμε και που λες.."
Εκεί λοιπόν, εκεί ρε παιδιά, έρχεται η εκδίκηση της μάνας.
Και την ακούς στο τηλέφωνο: "Χο, χο, χο, μα τι νόμιζες, έτσι εύκολο είναι να είσαι μάνα; Κι εσύ τα ίδια έκανες, ήθελες τάισμα κάθε δυο ώρες, και τρέχαμε να σου βρούμε την ειδική κρέμα και το ειδικό γάλα γιατί τα άλλα δεν τα ήθελες, χο, χο, χο!"
Κι εκεί σου 'ρχεται η κεραμίδα στο κεφάλι και κάνεις μόκο.
Μόκο λέμεεεεεεε
ΤΕΛΟΣ ΕΡΓΟΥ
Πρωταγωνιστές
Τύπος Νυχτερινός
Δ.
Πουλάκης
Η ΜΑΝΑ (χο, χο, χο)
Πληροφορίες για τον νεαρό πρωταγωνιστή, προηγούμενες εμφανίσεις του στο δίκτυο και φωτογραφίες του ακολουθούν.
Ο νεαρός Πουλάκης ή Λάκης επί το καλλιτεχνικότερον, στην πρώτη του εμφάνιση.
Εδώ ο Λάκης σε σκηνή από το παρόν θεατρικό
Προηγούμενες παρουσίες του Λάκη στο διαδίκτυο