Πέμπτη, Απριλίου 13, 2006

Κοριτσάκι, να σου ψήσω ένα καφεδάκι;

"Βρε Βικτωράκι, θα πιούμε κανά καφέ;"
"Να ψήσουμε έναν, Κική μου".
"Εγώ θα παω, κοριτσάκι, να σας ψήσω τα καφεδάκια. Το μικρό θα πιει;"
"Άντε μπράβο, βρε Γιάννη μου. Φτιάξε έναν και για το κορίτσι".

Εγώ, (το "μικρό") σήκωνα τα μάτια από το βιβλίο που συνήθως διάβαζα καθισμένη στην πολυθρόνα δίπλα στη μπαλκονόπορτα κι έβλεπα το θείο το Γιάννη να πηγαίνει σβέλτα προς την κουζίνα να φτιάξει τους καφέδες.
Αυτή είναι μια απο τις πιο συχνές σκηνές που θυμάμαι να επαναλαμβάνονται κάθε φορά που βρισκόμουν στο σπίτι της θείας της Κικής και του θείου του Γιάννη, συνήθως μαζί με τη μάνα μου ενώ συχνά πυκνά ακολουθούσε κι ο πατέρας μου.

Θείους και θείες στο Βόλο έχω κι άλλους. Αλλά ετούτοι οι δυο ήταν οι αγαπημένοι μου. Όπως τα περισσότερα χρόνια της παιδικής μου ηλικίας είναι γεμάτα αναμνήσεις απο το σπίτι του νονού και της νονάς μου, έτσι και αρκετά χρόνια της εφηβείας μου, αλλά και τα κατοπινά, είναι γεμάτα αναμνήσεις απο το σπίτι των θείων μου.

Πρώτα πρώτα θυμάμαι τη θεία την Κική.
Ως πιτσιρίκι και λόγω ύψους, συνήθως το οπτικό μου πεδίο σταματούσε κάπου στη μέση των ανθρώπων, έτσι λοιπόν, θυμάμαι καθαρά τις μακριές, φαρδιές φούστες που φορούσε και το άρωμα απ' τον καπνό του τσιγάρου της κάθε φορά που ερχόταν απ' την Αθήνα όπου έμεναν, στο Βόλο να δει τη μαμά μου.

Απ' το σπίτι τους στην Αθήνα θυμάμαι ελάχιστα πράγματα. Άλλωστε δεν ήμουν πάνω απο πέντε όταν με είχε κατεβάσει η μάνα μου μαζί της να με τρέξει σε διάφορους γιατρούς για το αλλεργικό άσθμα που με τυραννούσε ως παιδί.
Θυμάμαι το δωμάτιο που μ' είχαν βάλει να κοιμηθώ το βράδυ όπου απ' τα στόρια γλίστραγαν αχνά οι ανταύγιες απ' τα φώτα και ο θόρυβος του δρόμου. Μου 'χε κάνει μεγάλη εντύπωση αυτό. Ο θόρυβος δηλαδή. Απορούσα πώς γινόταν ένας δρόμος αργά το βράδυ να 'χει τόσα αυτοκίνητα.
Αργότερα έμαθα πως αυτός ο δρόμος ήταν η Αγίου Μελετίου.
Θυμάμαι ακόμα, ένα ψηλόλιγνο παλικάρι να μπαίνει και να βγαίνει στο σπίτι σαν σίφουνας. Ο γιος τους, ο Νικόλας.

Κάποια χρόνια αργότερα η θεία μου ήρθε κι εγκαταστάθηκε στο Βόλο. Πρέπει να 'μουν κοντά στα δώδεκα ή δεκατρία. Η μνήμη μου δε με βοηθάει εδώ.
Το θείο τον Γιάννη όμως δεν τον ήξερα ακόμα. Έλειπε.
Στα καράβια. Τον γνώρισα κάμποσο καιρό αργότερα και θυμάμαι πως τον αγάπησα με την πρώτη ματιά, όπως κι εκείνος.

Εκείνος τόσα χρόνια άκουγε για την κόρη της "Μπέμπας" όπως αποκαλούσε τη μαμά μου, κι όταν έφτασε με βρήκε πια σωστή δεσποινίδα.
"Η κόρη σου είναι αυτή, Μπέμπα; Δεν το πιστεύω! Τι εξωτικό μελανούρι είναι αυτό; Τύφλα να 'χουν οι Ταϊτιανές! Καλά δε λέω; Τι Έφη και Ιφιγένεια... Εγώ Τάϊ-Τάϊ θα τη φωνάζω!"
... Τι περιμένεις; Ναυτικός ήταν ο άνθρωπος... Ήταν δυνατό να μη τα παραλέει;
Βέβαια ήμουν ένα κοριτσάκι που άνθιζε σε γυναίκα, ήμουν όντως μελαχροινό και με λίγο εξωτική φάτσα και φυσικά καμιά εικοσαριά κιλά λιγότερη απο σήμερα, οπότε δεν ήθελε και πολύ, μου 'μεινε το... παρατσούκλι.

Στα μετέπειτα χρόνια, άπειρες φορές βρισκόμουν στο σπίτι τους κάνοντας αρμένικες βίζιτες. Στρωνόμουν με τις μέρες όταν έλειπε ο θείος ο Γιάννης για να κρατάω συντροφιά στη θεία την Κική. Ακόμα τη θυμάμαι να μου λεει: "Εφάκι, εδώ το σπίτι είναι σα δικό σου. Δε θα με ρωτάς για τίποτα. Να παίρνεις ό,τι θέλεις και να κάνεις ό,τι θέλεις".
Σιγά μην κόλωνα βεβαίως. Αρμένιζα όντως σα στο σπίτι μου κι έκανα ό,τι ήθελα.
Θυμάμαι μεσημέρια του καλοκαιριού, καθισμένες στο τραπέζι του καθιστικού, να μου μαθαίνει η θεία να ρίχνω πασιέτζες. Ούτε ξέρω πόσες μου 'χε μάθει. Και δως του καφεδάκι και κουβέντα. Καθόμουν και της έλεγα για τα φλερτ μου της τότε εποχής και χαχανίζαμε λες κι ήμασταν συνομίληκες. Την έβαζα να μου δείχνει τα κοσμήματά της και χάζευα τα βαζάκια με τις κρέμες και τα κραγιόν της.
Τα βράδυα νοικιάζαμε βιντεοκασσέτες και μασουλάγαμε ηλιόσπορα και πασατέμπους με τα φώτα σβηστά και τις μπαλκονόπορτες ανοιχτές. Άλλοτε πάλι κατηφορίζαμε περπατώντας ως την παραλία κι έπειτα γυρνάγαμε ξανά στο σπίτι.

Κι αργότερα, κάποια στιγμή, γύρισε κι ο θείος ο Γιάννης απ' τα καράβια κι άραξε κι εκείνος στο Βόλο.
Και τότε συμπληρώθηκε το καρέ.

Ο θείος ο Γιάννης, ψηλός, λεπτός και κομψός σαν τον Ντέιβιντ Νίβεν, με τα φουλάρια του, τα ωραία καρώ σακκάκια του και τις ατέλειωτες ιστορίες του.
Και πόσα δε μου 'λεγε. Για τα ταξίδια του, για τα μέρη που είχε επισκεφτεί, για τους συναδέλφους του... Ιστορίες...
Αν ήταν πολυλογάς; Φυσικά και ήταν.
Αν παραφούσκωνε τις ιστορίες του; Μα και βέβαια.
Αν τα παράλεγε καμιά φορά; Ενίοτε.
Ε, και λοιπόν; Αν δε τα 'κανε όλα αυτά τι σόϊ ναυτικός θα ήταν;
Κι αν δεν τα 'κανε όλα αυτά, ποια θα ήταν η γοητεία του θέματος;

Ο θείος ο Γιάννης, που έγινε αναπόσπαστο κομμάτι της παρέας που αποτελούταν απο τους γονείς μου αρχικά και τους νονούς μου που προστέθηκαν αργότερα και φυσικά την αφεντιά μου.
Είχα όλους τους αγαπημένους μου "μεγάλους" μαζί.
Και δως του τσάρκες και βόλτες, και δως του ταβερνάκια και ουζερί και πιτσαρίες, και δως του βόλτες στην παραλία του Βόλου και κρασάκια στο ταβερνάκι του Χόντου στον Άνω Βόλο, αλλά και Κυριακάτικα μαζώματα πότε στο σπίτι του ενός και πότε του αλλουνού.
Ο θείος ο Γιάννης που άνοιγε τις πόρτες για να περάσουν οι κυρίες της συντροφιάς και περίμενε να καθίσουν εκείνες πρώτες για να κάτσει κι αυτός στο τραπέζι.
Ο θείος ο Γιάννης που όταν άρχιζε τα κομπλιμέντα δεν είχε τελειωμό κι ακόμα και τα μισά να πίστευε απ' όσα έλεγε σ' έκανε να νιώθεις τουλάχιστον σαν την πριγκίπισσα Σίσι σε ομορφιά και χάρη, πυρηνικός επιστήμονας σε ευφυία και ρητορικότερος του Λυσία σε λέγειν.
Που έπαιρνα δεκάξι στα μαθηματικά κι εκείνος παινευόταν πως η ανιψιά του είναι ιδιοφυϊα και αριστούχα.
Που όταν είχα περάσει στα ΤΕΙ κι είχα βρει μια κουτσοδουλίτσα σ' ένα γραφείο για τα πρώτα μου έξοδα, εκείνος έλεγε πως διαπρέπω και πως θα γίνω μεγάλη και τρανή.
Και δεν τα 'λεγε για να τα πει...
Τα 'λεγε με αγάπη, αγάπη που τονιζόταν ακόμα περισσότερο απ' την υπερβολή του.

Ο θείος ο Γιάννης που όταν μιλούσε για τη γυναίκα του έλεγε πάντα "η Κικίτσα" ή "το κοριτσάκι", και για τη νύφη του "το Χριστινάκι"... Που δεν άφηνε ποτέ τις γυναίκες της παρέας χωρίς κομπλιμέντο, ακόμα κι όταν οι χριστιανές φορούσαν τα καθημερινά τους ρούχα κι ούτε υποψία κραγιόν στα χείλη.

Και για τους άντρες της παρέας όμως δεν πήγαινε πίσω. Ο πατέρας μου ήταν "μάστορας στη δουλειά του, όχι αστεία!" κι ο νονός μου πάλι "καλλιτέχνης ο Δημητράκης, πως να το κάνουμε... καλλιτέχνης".

Κι απ' την άλλη βέβαια, όταν άστραφτε και βρόνταγε το "κοριτσάκι", η "Κικίτσα" μπορούσε να γίνει "άκου να σου πω, κυρία Κική γαμώ το κέρατό μου" κι άρχιζαν τα καντήλια και τα δώδεκα ευαγγέλια ν' ανεβοκατεβαίνουν, κι όταν αρπαζόταν με το νονό και τον πατέρα μου για τα πολιτικά, έλεγες τώρα θα σκοτωθούν και δε θα ξαναπούν καλημέρα στον αιώνα τον άπαντα.

Αλλά τι τα θες... έντονος άνθρωπος με έντονο ταπεραμέντο. Κι οι θυμοί του κι οι εκρήξεις του το ίδιο δυνατές με την αγάπη και τη γλυκύτητά του.
Άλλωστε τι κακία να του κρατήσεις...εκεί που κατέβαζε τα εξαπτέρυγα, εκεί του πέρναγε κι άρχιζε τα "κοριτσάκι, να σου ψήσω ένα καφεδάκι;"

Θυμάμαι ακόμα μια πρωτομαγιά που είχαμε παει στο περιβόλι της νονάς μου.
Θυμάμαι το θείο το Γιάννη να κόβει σπάρτα και να τα προσφέρει στη μάνα μου.
Τον θυμάμαι να καλαμπουρίζει με όλους και ν' αρχίζει εκείνες τις καταπληκτικές μιμήσεις του μέχρι που φτιάχναμε καινούριο συκώτι απ' τα γέλια.

Τον θυμάμαι πάλι σε άσχετες εντελώς στιγμές, εκεί που καθόμασταν όλοι και τα λέγαμε χαλαρά, να σηκώνεται να παει τάχα μου στο μπάνιο, και να γυρνάει ένας... άλλος.
Πώς τα κατάφερνε κι άλλαζε φάτσα, έκφραση, γκριμάτσες και φωνή, είναι άξιο απορίας.
Φόραγε στραβά τη ζακέτα του, έφερνε και τα μαλλιά μπροστά στα μάτια, κατέβαζε κάπως περίεργα τα γυαλιά πάνω στη μύτη του και να σου! Ξαφνικά σου ζωντάνευε μπροστά σου τον Τζέρι Λούις κι έδινε ρεσιτάλ γέλιου.
Μας έπιαναν τέτοια νευρικά χάχανα που στο τέλος πάντα φώναζε η κυρά Βικτώρια:"Σταμάτα, Γιάννη, που να σκάσεις, σταμάτα, με πήραν τα δάκρυα απο τα γέλια"...
Συχνά του έλεγα πως αν δεν είχε παει στα καράβια, σίγουρα θα έπρεπε να βγει στο σανίδι. Η θεατρική σκηνή έχασε ένα μεγάλο μίμο και κωμικό...

Τα χρόνια κύλησαν, εγώ έφυγα απ' το Βόλο και βρέθηκα να τους βλέπω αραιά και που πια. Το ίδιο και τους νονούς μου. Ο χρόνος πάντα λίγος και αγχωμένος...
Παρέμεναν πάντα όμως οι αγαπημένοι μου "μεγάλοι".
Κι εγώ άλλωστε, παρέμενα το "μουσμούλι" για το νονό και τη νονά μου, και η "Τάϊ-Τάϊ" για το θείο το Γιάννη και τη θεία την Κική.
Ξέρω πως πάντα ρωτούσαν τι κάνω και πώς τα παω, κι εγώ το ίδιο για κείνους.
Ξέρω και πως ο θείος ο Γιάννης κάθε βράδυ προσευχόταν για όλους μαζί και ξεχωριστά για τον καθένα. Και για μένα.
Ξέρω πως με σκέφτονταν με αγάπη όπως κι εγώ.
Κι ας είχαμε χαθεί, κι ας είχα χρόνια να περάσω απ' το σπίτι να τους δω...

Όλο έλεγα πως θα παω, κι όλο ο χρόνος δεν ήταν αρκετός, όλο με την ψυχή στο στόμα και τη βαλίτσα στο χέρι...

Χτες τα ξημερώματα ο θείος ο Γιάννης αποφάσισε να μπαρκάρει για άλλη μια φορά.
Αποφάσισε να σκίσει τις θολές γραμμές των οριζόντων και ν' ανταμώσει όλους όσους έφυγαν απο κοντά μας όλα αυτά τα χρόνια.
Η αρρώστια του σύντομη... ούτε μια βδομάδα. Δεν ταλαιπώρησε κανέναν και δεν ταλαιπωρήθηκε κι ο ίδιος.

Δεν πρόλαβα ν' ανέβω να τον αποχαιρετήσω. Το 'μαθα αργά κι ο χρόνος δε με έπαιρνε.
Ο χρόνος για άλλη μια φορά κανόνισε εκείνος κατά πως ήθελε τα πράγματα.

Φυσούσε ένα αεράκι τόσο όμορφο σήμερα την ώρα που άκουγα το χαμό του θείου απ' την πνιγμένη φωνή της μάνας μου στο τηλέφωνο...ένα τόσο ωραίο αεράκι που μέσα στη σύγχιση του μυαλού μου και στα δάκρυα που θόλωναν τα μάτια μου, έπιασα τον εαυτό μου να ρωτάει νοερά το θείο:
"Θείε, Γιάννη, πώς τον λένε αυτόν τον αέρα; Θα 'ναι καλός για το ταξίδι σου; Θα 'ναι ευνοϊκός για τα πανιά που άνοιξες τούτη τη φορά;"

Βγαίνοντας στο πεζοδρόμιο το αεράκι μου 'στειλε την απάντησή του: "Θα είναι, ανιψιά, θα είναι".

Καλό ταξίδι, θείε Γιάννη.
Κι όταν θ' ανταμωθούμε ξανά, ξέρεις εσύ... να 'χεις έτοιμο το δίσκο με τα καφεδάκια.


People I know

Ο Νίκος. Εξαιρετική κιθάρα. Κάμποσα χρόνια σε ωδείο στην κλασσική, μετά ηλεκτρική, είχε ταλέντο, ήταν νέος, είχε εμφάνιση. Δούλεψε πολύ, δο...