Παρασκευή, Αυγούστου 04, 2006
Τα δώρα του Μορφέα
Είχε χιονίσει πολύ. Τα πάντα ήταν λευκά.
Εκείνη την ώρα όμως δε χιόνιζε. Ήταν αργά το απόγευμα, έξω σκοτείνιαζε σιγά - σιγά, κόντευε να βραδιάσει.
Δεν ξέρω αν ήμουν μέσα στο ξύλινο καταφύγιο κι έπειτα ήρθες εσύ, ή αν ήμουν έξω κι όταν μπήκα σε βρήκα εκεί.
Δε το θυμάμαι.
Όμως ήμουν εκεί, σ' εκείνο το καταφύγιο και ήσουν κι εσύ εκεί, μπροστά μου.
Σε είδα ξαφνικά, σε είδα και το μυαλό μου σταμάτησε για λίγο να λειτουργεί, η καρδιά μου έχασε έναν, δυο, τρεις χτύπους κι έπειτα χτύπησε ξανά δυνατά, άκουσα το αίμα να σφυροκοπάει στα μηνίγγια μου, τ' αφτιά μου βούιζαν.
Έκλεισα τα μάτια μου, σίγουρη πως έβλεπα φαντάσματα. Τα κράτησα κλειστά και πήρα μια βαθιά ανάσα. Όταν τα ξανάνοιξα ήσουν ακόμα εκεί, φορούσες ένα χοντρό, χρωματιστό πουλόβερ και τζην, στεκόσουν μπροστά στην πόρτα, μιλούσες δυνατά με κάποιον, και γελούσες. Άκουσα το γέλιο σου, δυνατό και καθάριο και ήσουν εσύ.
Δεν τολμούσα να κουνηθώ απ' τη θέση μου, δεν τολμούσα να σου μιλήσω, δεν τολμούσα καν ν' ανασάνω.
Ένα κομμάτι του μυαλού μου έκανε κβαντικά άλματα ανάμεσα στη λογική και το παράλογο.
Αν είσαι εσύ εδώ, εγώ τότε πού βρίσκομαι;
Είμαι σε κάποιο παράλληλο σύμπαν, άνοιξα την πόρτα της Ζώνης του Λυκόφωτος, καταλύθηκαν τα όρια του τόπου και του χρόνου, είμαι πέρα απο θεούς και δαίμονες;
Μήπως αν γυρίσω την πλάτη μου, αν αρθρώσω μια λέξη, αν απλώσω το χέρι μου να σ' αγγίξω θα χαθείς ξανά, θα σβήσουν όλα γύρω, θα χαθεί το χιόνι, θα εξαφανιστεί το καταφύγιο και θα βρεθώ ξανά πίσω, στην καθημερινή μου ζωή;
Ή μήπως αυτό που τόσα χρόνια νόμιζα πραγματικό, ήταν ένα όνειρο, ένα κακό όνειρο, ένας φριχτός εφιάλτης κι εσύ υπήρχες πάντα εκεί; Μήπως δεν είχε συμβεί τίποτα, τίποτα δεν είχε αλλάξει, μήπως ποτέ δε χάθηκες, μήπως ποτέ δε σ' έχασα;
Μα το ήξερα πως σε είχα χάσει. Το ήξερα. Ήξερα πως η εικόνα σου μπροστά μου ήταν πέρα απο τη λογική, ήξερα, όμως εσύ ήσουν εκεί, σε έβλεπα.
Και τότε στράφηκες προς το μέρος μου. Είδα την έκπληξη, τη χαρά στα μάτια σου.
Σ' άκουσα να φωνάζεις το όνομά μου.
Έφη! με φώναξες όπως τότε που κανείς δε με έλεγε Ιφιγένεια.
Έφη! Εσύ εδώ;
Δεν ξέρω πώς, αλλά την επόμενη στιγμή ήμουν δίπλα σου, σε απόσταση αναπνοής, έτρεμα ν' απλώσω το χέρι μου να σ' αγγίξω, δεν πρόλαβα όμως να σκεφτώ λεπτό παραπάνω, οι λογικές σκέψεις έσβησαν γιατί άπλωσες εσύ τα χέρια σου, τ' άνοιξες διάπλατα και μ' έκλεισες στην αγκαλιά σου.
Μ' έσφιγγες δυνατά και μου μιλούσες, εγώ κρατιόμουν πάνω σου, ανέπνεα τη μυρωδιά του κορμιού σου, σε κράταγα στην αγκαλιά μου, δεν ξέρω τι σου έλεγα, δεν άκουγα τι έλεγες, άκουγα μονάχα τον ήχο της φωνής σου, σ' ένιωθα μονάχα κοντά μου και δε μ' ένοιαζε τίποτα άλλο.
Αποτραβήχτηκα λιγάκι, ήθελα να σε κοιτάξω, ήθελα να δω το πρόσωπό σου.
Σε κοίταζα, δε χόρταινα να σε κοιτάζω. Τα μάτια σου, το γέλιο σου, τα μαύρα σου μαλλιά.
Με πήρες απ' τα χέρια, καθίσαμε σ' ένα τραπεζάκι, γύρω μας κόσμος πήγαινε κι ερχόταν, παρέες μιλούσαν και γελούσαν κι εμεί κλεισμένοι λες σ' ένα μικρόκοσμο μακριά απ' τους υπόλοιπους, με κράταγες απ' τα χέρια, κι εγώ πάλευα να καταλάβω, αναρωτιόμουν πώς γινόταν να είσαι εκεί, πώς γινόταν και πόσο θα κρατούσε και την ίδια στιγμή διέταζα το μυαλό μου να σταματήσει, να το βουλώσει, να πάψει να σκέφτεται ήθελα μονάχα να ρουφήξω τις στιγμές, ήθελα τα μάτια μου να γεμίσουν μονάχα με σένα, με την εικόνα σου, τ' αφτιά μου να γεμίσουν με τον ήχο της φωνής σου, με το γέλιο σου.
Πίσω μας έκαιγε στο τζάκι μια μεγάλη, δυνατή φωτιά, στο καταφύγιο έκανε ζέστη κι έξω είχε απλωθεί η νύχτα.
Έβγαλες το πουλόβερ σου, έμεινες μ' ένα κοντομάνικο μπλουζάκι, πίναμε κόκκινο κρασί, γελούσες, χαιρετούσες κόσμο κι εγώ μαγεμένη, πάλευα ν' αφεθώ, πάλευα να πιστέψω χωρίς να αιτιολογώ την παρουσία σου.
Σηκώθηκες, έφερες κι άλλο κρασί, με κράταγες απ' το χέρι, πες μου, πες μου τα νέα σου, πες μου τι κάνεις, έχω τόσο καιρό να σε δώ, πες μου, δεν το πιστεύω ότι σε βρήκα εδώ, μου έλεγες κι εγώ δε σε ρωτούσα, δε ρωτούσα τίποτα, σου μίλαγα λες και ήσουν πάντα εκεί, λες και τίποτα δεν είχε συμβεί, άπλωνα το χέρι και άγγιζα το πρόσωπό σου, χάϊδευα τα μαλλιά σου, σου γελούσα κι εγώ, σ' έβλεπα να σηκώνεσαι, σε κοίταζα να περπατάς, δε χόρταινα να κοιτάζω το σπαθάτο κορμί σου, τις δυνατές πλάτες, κάθε φορά που απομακρυνόσουν ανυπομονούσα να γυρίσεις κοντά μου.
Σε κάποια στιγμή με φώναξαν και μου είπαν πως με ζητούσαν στο τηλέφωνο. Σηκώθηκα διστακτικά, δεν ήθελα να κάνω βήμα, δεν ήθελα αλλά ήξερα πως έπρεπε να απαντήσω.
Μη φύγεις, θα γυρίσω αμέσως, σου είπα.
Δεν πρόκειται να παω πουθενά, μικρό, εδώ θα είμαι. Άντε, τράβα μου 'πες και μου 'δωσες γελώντας ένα φιλί στα μαλλιά.
Στο τηλέφωνο ήταν η μάνα μου. Ήθελε να μάθει πώς περνάω, αν είμαι καλά. Την έκοψα βιαστικά.
Μάνα, άκουσέ με. Ξέρεις ποιον βρήκα εδώ; Μη με πεις τρελή, μάνα είναι εδώ ο Χρήστος.
Μα, παιδάκι μου, τι είναι αυτά που λες; άρχισε η μάνα μου.
Ξέρω ξέρω, μάνα, ξέρω. Μη μου λες, μη μου πεις τίποτα, μη μου πεις λέξη. Όμως είναι εδώ, στ΄ορκίζομαι, της είπα κι έστρεψα το βλέμμα μου. Τον είδα όρθιο κοντά στο παράθυρο.
Τον βλέπω αυτή τη στιγμή, μάνα. Είμαστε εδώ και ώρες εδώ, μη με ρωτάς, μη ρωτάς τίποτα. Είμαι καλά, μη με ρωτάς τίποτα άλλο.
Έκλεισα το τηλέφωνο κι όπως γύρισα ξανά, εσύ δεν ήσουν πια στο παράθυρο, δεν ήσουν κοντά στην πόρτα, δεν ήσουν ούτε στο τραπεζάκι μας. Ήταν εκεί όμως τα πράγματά σου, ήταν εκεί το πουλόβερ και το μπουφάν σου. Πετάχτηκα σαν τρελή έξω και στεκόσουν εκεί, στην ξύλινη βεράντα, με το βλέμμα στον ουρανό, την πλάτη σου στραμμένη προς το μέρος μου.
Όλα γύρω χιονισμένα, όμως δεν έκανε κρύο, ή τουλάχιστον δεν το ένιωθα, ένιωθα να καίγομαι. Ήθελα να σε φωνάξω, αλλά εσύ ένιωσες την παρουσία μου και στράφηκες προς το μέρος μου.
Χρήστο... ψέλισσα. Τρόμαξα τόσο που δε σε βρήκα μέσα.
Μα γιατί τρόμαξες; Βγήκα μονάχα για να πάρω λίγο αέρα. Είχε πολύ ζέστη μέσα, μου απάντησες, εμένα όμως μ' είχε πιάσει μια αγωνία, το λογικό κομμάτι του μυαλού απειλούσε να ξαναπάρει τον έλεγχο.
Βιάστηκα να μπώ στην αγκαλιά σου, να πιστέψω, να σ' αγγίξω, ζήτησα τα χείλη σου κι όταν με φίλησες επιτέλους, τότε πια ελευθερώθηκα, τότε δε μ' ένοιαζε τίποτα άλλο.
Αφέθηκα στο όνειρο, αφέθηκα στο παράλογο, στην ευτυχία να είσαι ξανά κοντά μου, να σ' αγγίζω να σου μιλώ, να σε φιλώ, να σου γελάω...
Το γέλιο μου αντηχούσε το ίδιο δυνατά με το δικό σου όταν μπήκαμε ξανά στο καταφύγιο.
Δεν μ' ένοιαζε πια ούτε το πώς ούτε το γιατί. Ήμασταν μαζί, ήσουν εκεί κι αυτό μου έφτανε.
Δεν ήθελα να μάθω, δεν ήθελα να ξέρω, κι αν είχα ξεφύγει απ' τα όρια της λογικής και του κόσμου δεν ήθελα να το ξέρω, δεν ήθελα να γυρίσω ξανά πίσω.
Ένας μακρινός βόμβος έφτασε στ' αυτιά μου.
Ένας ενοχλητικός βόμβος, ένας θόρυβος μουντός, συνεχόμενος, πάλευα να τον αγνοήσω, πάλευα γιατί ήξερα.
Ήταν όπως τότε, στο ατύχημά μου, που είχα πέσει σε κώμα κι ήταν όλα τόσο υπέροχα και γαλήνια, κι ένας βόμβος, ένας ενοχλητικός θόρυβος κουρέλιαζε βίαια το βελούδινο σκοτάδι του μυαλού μου και με τραβούσε με το ζόρι προς ένα φως, σε μια πραγματικότητα στην οποία δεν ήθελα να ξαναγυρίσω.
Ήξερα... Αν έδινα σημασία σ' εκείνο τον ενοχλητικό βόμβο όλα θα χάνονταν γύρω μου, ο θόρυβος θα με τραβούσε σ' ένα μέρος που δεν ήθελα να γυρίσω, θα έσβηνε το χιόνι, θα έσβηνε το καταφύγιο, θα έσβηνε κι εσένα.
Αντιστάθηκα, όσο όμως προσπαθούσα να τον αγνοήσω τόσο εκείνος δυνάμωνε, κι όσο δυνάμωνε τόσο διαλυόταν ο κόσμος στον οποίο βρισκόμουν. Άνοιξα ζαλισμένη τα μάτια.
Ο βόμβος ευδιάκριτος πια, καταλάβαινα πως ήταν το ηλεκτρονικό ξυπνητήρι δίπλα μου στο κομοδίνο. Έκλεισα ξανά σφιχτά τα μάτια, όχι, δεν ήθελα να ξυπνήσω, όχι δεν ήθελα να το πιστέψω, ήθελα να βρεθώ ξανά για λίγο κοντά σου.
Το κατάφερα. Για λίγο όμως, για τόσο λίγο.
Το ξυπνητήρι συνέχιζε τη δουλειά του.
Ανακάθισα στο κρεβάτι. Σηκώθηκα με κόπο. Ένιωθα λες κι είχα περπατήσει χιλιόμετρα, τα πόδια μου δε με κρατούσαν, τα χέρια μου τα ένιωθα βαριά κι ασήκωτα.
Το φως του ήλιου μου πλήγωνε τα μάτια. Τα κράτησα μισόκλειστα, άνοιξα την ντουλάπα να πάρω τα ρούχα μου, κι εκεί, χωρίς να το καταλάβω, το αχ έγινε λυγμός, ο λυγμός κλάμα.
Νόμιζα πως είχα ξεχάσει.
Νόμιζα πως είχα ξεχάσει τις λεπτομέρειες, νόμιζα πως δε θυμόμουν πια ξεκάθαρα πώς είναι το πρόσωπό σου, νόμιζα πως είχα ξεχάσει τον ήχο της φωνής σου, νόμιζα πως είχα ξεχάσει την αφή των δαχτύλων σου, το άρωμα του κορμιού σου, το φιλί σου, νόμιζα πως είχα ξεχάσει ακόμα και το γέλιο σου.
Κάπου όμως μέσα στο μυαλό μου, κάπου όλα τούτα υπάρχουν ακόμα, τόσο ξεκάθαρα που μπόρεσαν να σε ζωγραφίζουν, μπόρεσαν να σε ζωντανέψουν με τόση ακρίβεια και λεπτομέρεια... κι εγώ που νόμιζα πως είχα ξεχάσει...
Σύρθηκα ως τη δουλειά. Δέκα βήματα είναι απ' το σπίτι μου, και περπάτησα τέσσερα τετράγωνα μέχρι να μπορέσω να ηρεμήσω, μέχρι ν' αντέξω την πραγματικότητα, κι όλη την ώρα ευχόμουν να γίνεται πανικός στο γραφείο, να πέσουν όλα μαζί, να πνίγομαι στη δουλειά.
Κι η ευχή μου έπιασε.
Κάποια στιγμή όμως η δουλειά μοιραία, κόπασε. Και τότε το βραδυνό όνειρο γύρισε ξανά ολοζώντανο μπροστά στα μάτια μου.
Και δεν ήξερα αν μπορούσα να χαρώ που έστω και για όσο κρατάει ένα όνειρο, σε είδα, ή αν θα προτιμούσα να πιστεύω πως σε είχα πια ξεχάσει, πως είχα χάσει πια τις λεπτομέρειες της ύπαρξής σου, της μορφής σου μέσα στη λήθη του χρόνου.
Έστριψα ένα τσιγάρο, ήπια μια γουλιά πικρό καφέ κι έκλεισα για λίγο τα μάτια μου.
Τότε, άκουσα ξανά στο μυαλό μου το γέλιο σου, άκουσα ξανά τη φωνή σου, ένιωσα ξανά την παρουσία σου, τη ζεστή αγκαλιά σου.
Κι είπα πως ο Μορφέας μου 'φερε τα δώρα του το περασμένο βράδυ.
Και τον ευχαρίστησα σιωπηλά. Κι ας πονούσαν τα δώρα του όλη τη μέρα σαν παλιά πληγή.
Κι ας με πονάνε ακόμα.
Τα όνειρά μου είναι πάντα ελεύθερα για σένα. Κι ο Μορφέας όταν σε φέρνει παρέα του είναι πάντα καλοδεχούμενος. Πάντα.
Photos by DeviantART
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
People I know
Ο Νίκος. Εξαιρετική κιθάρα. Κάμποσα χρόνια σε ωδείο στην κλασσική, μετά ηλεκτρική, είχε ταλέντο, ήταν νέος, είχε εμφάνιση. Δούλεψε πολύ, δο...
-
UPDATE Το συγκεκριμένο θέμα έχει ανανεωθεί με καινούριο ποστ εδώ , όπου δίνω νέες πληροφορίες για τους τρόπους παρασκευής χειροποίητου σαπου...
-
Για τη Βίκη έχω γράψει και παλιότερα. Έχουμε εφτά χρόνια διαφορά, είναι το πρώτο μου ανίψι, κι έχουμε μεγαλώσει σχεδόν σαν αδελφάκια. Αφού &...
-
Ο Νίκος. Εξαιρετική κιθάρα. Κάμποσα χρόνια σε ωδείο στην κλασσική, μετά ηλεκτρική, είχε ταλέντο, ήταν νέος, είχε εμφάνιση. Δούλεψε πολύ, δο...
8 σχόλια:
Οι λέξεις σου σπάνιες...Δεν ξέρω τι άλλο να πω...
Κρίμα που ήταν όνειρο! Μακάρι να ήταν αλήθεια! Κουράγιο!
Πριν καιρό, πάνε χίλια χρόνια τώρα, ο Μορφέας μου έστελνε –με δική μου συναίνεση, πιστεύω- τον Γ. Φορούσε πάντα μαύρο πουκάμισο και μου έτεινε ένα ποτήρι με χρυσό κρασί, ένα κρασί χωρίς όνομα, φτιάχνει δικό του βλέπεις..
Από τη στιγμή που αποφάσισα να πιω, με ότι αυτό συνεπάγεται, ο Μορφέας θύμωσε. Εγώ πλέον έχω ξεχάσει να θυμάμαι, μονάχα όταν πίνω το κρασί που ακόμα μου στέλνει, χαμογελώ...
Τι όμορφο blog...μόνο και μόνο γι?αυτό τον λόγο σε βάζω στα links μου. Δεν προλάβα να σε διαβάσω αλλά θα το κάνω σύντομα!
Οι άνθρωποι που χάσαμε, οι αγαπημένοι εξακολουθούν να βρίσκονται κοντά μας και μέσα απο την παρουσία τους στα όνειρα μας, μας στηρίζουν και μας καθοδηγούν. Προσωπικά όταν βλέπω στα όνειρα μου αγαπημένα πρόσωπα νιώθω πιο δυνατή γιατί ξέρω ότι δεν χάθηκαν παρα συνεχίζουν την πορεία τους "εκεί" όπως και μεις την συνεχίζουμε μέσα σ'αυτή την πραγματικότητα.
Γράφεις πάρα πολύ ωραία,πραγματικά με συγκίνησες!
ο μορφέας ίσως ο καλύτερος άσπονδος φίλος του νυχτερινού τύπου μάς ξεγελάει, μας πονάει, μας γλυκαίνει, όλους εμάς τους νυχτερινούς τύπους που δεν χρειάζεται καν να κοιμηθούμε για να τον αντικρύσουμε, που παίρνει τις λέξεις και τις μετατρέπει σε πολύτιμους λίθους και ύστερα απλά σε μια γλυκιά θύμηση, να ΄σαι καλά ;)
ΕΛΠΙΖΩ ΟΤΑΝ ΕΡΘΕΙΣ ΘΕΣΝΙΚΗ ΝΑ ΡΘΕΙΣ ΑΠ ΤΟ ΣΤΟΥΝΤΙΟ ΤΟΥ ΕΡΩΤΙΚΟΥ ΘΑ ΧΟΥΜΕ ΝΑ ΜΟΙΡΑΣΤΟΥΜΕ ΠΟΛΛΑ ΑΠ ΤΗΝ ΕΚΠΟΜΠΗ Σ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΙΚΟΝΕΣ ΣΟΥ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΠΛΗ ΚΑΙ ΤΟΣΟ ΠΑΡΑΣΤΑΤΙΚΗ ΓΡΑΦΗ ΣΟΥ ΧΑΙΡΟΜΑΙ ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙΣ ΑΝ ΚΑΙ ΔΕΝ ΣΕ ΞΕΡΩ ΦΙΛΙΑ ΒΑΣΙΛΗΣ ΣΠΑΝΟΥΔΑΚΗΣ ΑΠΟ ΜΙΑ ΤΥΧΑΙΑ ΝΥΧΤΑ ΣΤΟΝ ΗΥ ΚΙ ΕΝΩ ΕΨΑΧΝΑ ΓΙΑ ΜΟΥΔΙΑΣΜΑ ΣΤΟ ΧΕΡΙ
Δημοσίευση σχολίου