Τετάρτη, Δεκεμβρίου 23, 2020

People I know

Ο Νίκος. Εξαιρετική κιθάρα. Κάμποσα χρόνια σε ωδείο στην κλασσική, μετά ηλεκτρική, είχε ταλέντο, ήταν νέος, είχε εμφάνιση. Δούλεψε πολύ, δούλεψε νύχτα, σε μεγάλες σκηνές, σε συναυλίες, σε περιοδείες. Έκανε όνομα, γνώρισε κόσμο, γνώρισε καλλιτέχνες που πιτσιρικάς τους έβλεπε στην τηλεόραση και τώρα συνεργαζόταν μαζί τους. Ροκ καταστάσεις, κάποτε έβγαζε χρήμα με ουρά, δεν έκανε καταχρήσεις, η νύχτα του 'χε φερθεί καλά, κόντευε τα σαράντα κι είχε εμφάνιση εικοσιοχτάρη, οι γυναίκες δεν έλειψαν ποτέ απ' την περιφέρεια της ζωής του αν και καμιά δεν μπόρεσε να μπει στον κύκλο της. Σιγά σιγά όμως η ζωή της νύχτας, που όσοι την πρωτογεύονται νομίζουν πως είναι όλο φώτα, και κέφι, και γέλια, και κορμιά που λικνίζονται και φωνές που τραγουδούν, άρχισε να φθίνει. Οι δουλειές να μειώνονται. Η κρίση είχε εγκατασταθεί για τα καλά, τα τηλέφωνα άρχισαν να μη χτυπάνε και τόσο συχνά, αναρωτιόταν πόσο πιο σκατένια θα μπορούσε να πάνε όλα. 

Η απάντηση ήρθε πριν από καμιά δεκαριά μήνες. Τόσο καιρό έχει να δουλέψει. Είχε λεφτά στην άκρη αλλά θα σωθούν. Πάνω απ' όλα του λείπει η ένταση της σκηνής, τα φώτα, ο κόσμος, το κέφι. Μένει μόνος. Τα βράδια που ύπνος δεν τον πιάνει, παίρνει την παλιά του κιθάρα, την ακουστική και σκαρώνει μελωδίες. Ακόμα αντιστέκεται.

Ο Άρης. Αυτοδημιούργητος, αφεντικό του εαυτού του, οικογενειάρχης. Δικό του μαγαζί. Ανθοπωλείο, ξεκίνησε μ' ένα χώρο δύο επί τρία, μετά άνοιξε και δεύτερο μαγαζί, μετά και τρίτο κεντρικότατο, ψηλά τα νοίκια αλλά το άντεχε. Οι δυο γιοί του είχαν στραφεί σε άλλα επαγγέλματα, ο ένας μουσικός, ο άλλος δε γύρισε στην Ελλάδα μετά τις σπουδές στα οικονομικά, παντρεύτηκε μια Αγγλίδα, δε βαριέσαι ας είναι καλά το παιδί μ' ό,τι διάλεξε, η μικρή κόρη όμως, το λαμπρό του αστέρι, σπούδασε κι έπειτα γύρισε πίσω, "Μαζί θα το προχωρήσουμε το μαγαζί, μπαμπά, θα κάνουμε δυο βήματα παραπέρα, θα δεις" και με τις φρέσκιες ιδέες της άνοιξε μια ακόμη επιχείρηση που όπως πήγαινε θα απορροφούσε αυτές του πατέρα της, με διοργανώσεις γάμων και βαπτίσεων, από την πρώτη ως την τελευταία λεπτομέρεια, από το νυφικό και το κτήμα της δεξίωσης ως τις μπομπονιέρες και τα προσκλητήρια, από τη νυφική σουίτα μέχρι το κλείσιμο του ταξιδιού του μήνα του μέλιτος. Οι ανθοστολισμοί βεβαίως από την οικογενειακή επιχείρηση. Με σημαντικά καλύτερες τιμές. Που έβγαζαν εξαιρετικά προνομιακές τιμές στα πακέτα. Θριάμβευε η κόρη, καμάρωνε ο Άρης.

Στο πρώτο κλείσιμο δεν ίδρωσε τ' αφτί του και τόσο. Έκανε πως δεν άκουγε το γιο στην Αγγλία που σαν άλλη Κασσάνδρα του έλεγε ότι θα έρθουν χρόνοι δύσκολοι και να κάνει το κουμάντο του όσο είναι καιρός. Σήμερα πια έχει κλείσει το τρίτο μαγαζί. Δεν έβγαιναν τα έξοδα. Προβλέπει πως αν τραβήξει κι άλλο αυτό, θ' αναγκαστεί να κλείσει και το δεύτερο και να μείνει με το πρώτο, εκείνο απ' όπου ξεκίνησε. Κι αυτός εντάξει, θα το καταπιεί και θα σφίξει τα δόντια. Αλλά δεν αντέχει να βλέπει την κόρη του, αφημένη, παρατημένη, με τις φόρμες, κολλημένη όλη μέρα στον υπολογιστή. Ώρες ώρες νιώθει ένα πόνο στο κέντρο του στέρνου, ένα βαθύ σφίξιμο που του κόβει την ανάσα. Αλλά σφίγγει τα δόντια. Βγαίνει και περπατάει χιλιόμετρα κάθε μέρα.

Η Ζορνίτσα. Ήρθε στην Ελλάδα το 2001. Δεκαεννιά ολόκληρα χρόνια. Ήταν τριάντα ενός. Στη χώρα της είχε δουλέψει σκληρά σε κρατικές δουλειές. Ο άντρας της ήταν μέθυσος, την ξυλοφόρτωνε τακτικά. Είχε όμως ένα γιο που μεγάλωνε κι η ίδια έβλεπε ότι άλλο δεν τραβάει αυτή η βαλίτσα. Πήρε διαζύγιο. Η μάνα της ήταν μόλις σαράντα εφτά, είχε αντοχές. Της άφησε το γιο να τον μεγαλώνει, τα μούτζωσε όλα κι ήρθε στην Αθήνα. Δεν ήξερε γρι ελληνικά όταν έφτασε. Αλλά ήταν αποφασισμένη να δουλέψει σκληρά. Ήταν κάτι που ήξερε να το κάνει καλά. Το όνομά της στη γλώσσα της είναι όμορφο, σημαίνει Αυγή. Αλλά δεν άρεσε στους Έλληνες. Ζωή τη φώναζαν εδώ. Της άρεσε το Ζωή, ήταν αισιόδοξο, το κράτησε. Στην αρχή καθάριζε σπίτια, καθάριζε σκάλες. Λεφτά δεν έβγαιναν, της είπε μια πατριώτισσά της "μην είσαι κουτή, δε θα κάνεις προκοπή, βρες να κοιτάξεις γέρους". Δεκαπέντε χρόνια η Ζωή, γηροκομούσε γέρους, τους ξεσκάτιζε, τους έπλενε, τους τάιζε, τους φρόντιζε, τους μαγείρευε, τους έδινε τα φάρμακά τους, έμαθε να τους κάνει ενέσεις, ξενυχτούσε δίπλα τους στα νοσοκομεία, σε κάποιους τους έκλεισε μέχρι και τα μάτια. Έκανε οικονομίες αιματηρές αλλά τα λεφτά ήταν καλά. Βλέπεις οι ενοχές των απογόνων αλλά και η ανακούφισή τους που δεν χρειαζόταν να επωμιστούν οι ίδιοι τα γερόντια κόστιζαν, κι εκείνοι πλήρωναν καλά. Τόσο καλά που να ζει χωρίς στερήσεις ο μοναχογιός, που τώρα ξεκινούσε τις σπουδές στο Πανεπιστήμιο. 

Στα σαράντα πέντε της, η Ζωή μάζεψε το κομπόδεμά της, κατέβασε τη μάνα στην Ελλάδα μόνιμα και άνοιξε δικό της μαγαζί. Με ρούχα. Δεύτερο χέρι. Ήταν ξύπνια και καπάτσα, είχε κάνει γνωριμίες, έκανε παραγγελίες απ' όλη την Ευρώπη, κυνηγούσε κλασσικά κομμάτια, απευθυνόταν σε συγκεκριμένο κοινό. Δε διαφημίστηκε πολύ. Τη φήμη της την έχτισε από στόμα σε στόμα. Σύντομα μετακόμισε σε μεγαλύτερο, κεντρικότερο μαγαζί. Και πέρσι κατάφερε με τα μισά λεφτά προκαταβολή και τα υπόλοιπα δάνειο από τράπεζα της Βουλγαρίας, να αγοράσει δικό της σπίτι. Κοψοχρονιά λόγω της κρίσης, αλλά ήταν παλάτι, από τα κλασσικά ωραία χτισμένα σπίτια του εξήντα σε τότε καλή γειτονιά της πόλης. Τώρα είχε μαύρους αλλά τη Ζωή ποσώς την απασχολούσε αυτό. Είχε δικό της σπίτι, δική της δουλειά, ο γιος της στεκόταν στα πόδια του, η μάνα της ήταν ακόμη γερή, και μάλιστα τελευταία είχε γνωρίσει κι έναν Έλληνα, λίγα χρόνια μεγαλύτερό της και πίστεψε ότι θα μπορούσαν να τα βρουν οι δυο τους. Για πρώτη φορά στη ζωή της πήρε βαθιά ανάσα. Οι μέρες στη Βουλγαρία με το μέθυσο άντρα και το ξύλο, τα χρόνια που κοίταζε τους γέρους, όλα είχαν περάσει. Είχε παλέψει, είχε νικήσει.

Έχει τρεις μήνες που έκλεισε το μαγαζί, έκλεισε τα βιβλία, πλήρωσε εφορίες και ταμεία, δε χρωστάει πουθενά τουλάχιστον. Αλλά οι δόσεις του δανείου τρέχουν. Η μάνα έπεσε κι έσπασε το χέρι της, θέλει βοήθεια σε όλα, η Ζωή κλείστηκε στο σπίτι και βρέθηκε να υπηρετεί ξανά έναν άνθρωπο ηλικιωμένο. Ο γιος της είναι καλά, αλλά της λείπει. Του μιλάει με το Viber, αλλά της λείπει. Ο Έλληνας έχει χαθεί. Δεν έχει κέφι η Ζωή τώρα για έρωτες, κι εκείνος έχει τα δικά του στο κεφάλι του. Ξεκόψαν φιλικά. Καθημερινά σκέφτεται πως δεν μπορεί, δεν μπορεί να τελειώσαν όλα έτσι εδώ, όχι μετά από τόσο αγώνα. Θα ανοίξει άλλο μαγαζί μόλις ηρεμήσει το πράγμα. Ίσως όχι ξανά ρούχα, κάτι που δε θα το κλείσουν, ένα καφέ ίσως; Καφέ και τυρόπιττα στο χέρι με ένα ευρώ; Ναι, γιατί όχι. Αυτό θα κάνει. Μόλις ηρεμήσει το πράγμα. Όλη μέρα κάνει σχέδια. Ψάχνει στις μικρές αγγελίες μαγαζιά και εξοπλισμούς. Τις νύχτες όμως, τώρα τελευταία όλο και πιο συχνά, βλέπει έναν συγκεκριμένο εφιάλτη. Βλέπει πως είναι ακόμη στη Βουλγαρία, στο σπίτι μαζί με την πεθερά και τον πεθερό της, και γυρνάει ο άντρας της πιωμένος βρίζοντας καθώς προσπαθεί και δεν τα καταφέρνει να βάλει το κλειδί στην πόρτα. Κι εκείνη πετάγεται πάνω, λουσμένη στον ιδρώτα και τη βρίσκει το ξημέρωμα στην κουζίνα με το τσιγάρο στο χέρι και τον καφέ μπροστά της ανέγγιχτο.

Η Κατίνα. Σκληρός άνθρωπος. Αλύγιστος. Γλώσσα φαρμακερή, μη σ' έπιανε στο στόμα της. Παντρεύτηκε νέα πολύ, τον άντρα που αγάπησε. Ούτε δεκαεφτά δεν ήταν, ορφανή από πατέρα, είχε μόνο έναν αδερφό που 'χε κιόλας ξενιτευτεί, η μάνα της ξενόπλενε, αλλά η ίδια ήταν μια νεράιδα, όμορφη, ξανθή, γαλανομάτα. Εκείνος την έκλεψε. Έκαναν ένα παιδί, γιο, το μοναχοπαίδι της. Ο άντρας της ήταν έμπορος, είχε τον τρόπο του, τίποτα δεν της έλειπε. Της έφερνε χρυσοκέντητα πασούμια και της τα φόραγε με τα χέρια του φιλώντας τις τορνευτές, κατάλευκες γάμπες της. "Βασίλισσά μου", την έλεγε και βασίλισσα την είχε. Ένα πρωί της χτύπησε την πόρτα ο παραγιός του μαγαζιού. Κυρά-Κατίνα, κυρά-Κατίνα, τραύλιζε εκείνος, τρέξε, τρέξε στο μαγαζί, τρέξε τώρα... Έχασε τον άντρα της και ντύθηκε στα μαύρα. Κλείστηκε στο σπίτι, έκλαψε, φώναξε, χτυπήθηκε, γόγγυξε. Κι ύστερα έσφιξε τα δόντια και κατάπιε το φαρμάκι. Δεν είχε κανέναν να τη συντρέξει. Η μάνα είχε πεθάνει. Ο αδερφός στα ξένα. Τα σόγια του άντρα της ούτε που να τη δουν. Το παιδί όμως... Βγήκε στη δουλειά. Εργοστάσιο. Καπνά. Ατέλειωτες ώρες. Κι άλλο εργοστάσιο μετά. Κλωστοϋφαντουργία. Κι άλλο. Υφάσματα.  Κι άλλο. Γαζώτρια. Ό,τι έβρισκε. Είχαν περάσει οχτώ χρόνια. Το αγόρι της στα εννιά, ένα κουκλί με μαύρα μπουκλωτά μαλλιά και τα δικά της γαλάζια μάτια. Η ίδια στα μαύρα, με τα χείλη μονίμως σφιγμένα, ολημερίς στα εργοστάσια. Ο γιος της μεγάλωνε με τη βοήθεια της γειτονιάς και της κουμπάρας της. Της προξένεψαν κάποιον. Έμπορος κι αυτός. Καλός άνθρωπος, μετρημένος, λιγομίλητος. Είκοσι πέντε χρόνια μεγαλύτερος. Τα ζύγισε η Κατίνα. Το παιδί μεγάλωνε. Τα χέρια της είχαν λιώσει πάνω απ' τις μηχανές. Έσφιξε κι άλλο τα ήδη σφιγμένα χείλη και τον πήρε. Καλά της φέρθηκε εκείνος. Κι ακόμη καλύτερα στο γιο της. Τον μεγάλωσε σαν να ήταν δικό του παιδί.

Κύλησαν τα χρόνια. Άλλοτε καλά κι άλλοτε ζορισμένα. Έχασε τον μοναδικό της αδερφό, κι ύστερα το δεύτερό της άντρα. Ο γιος είχε ανοίξει τα φτερά του κι είχε φύγει σε μεγάλη πόλη. Έμπορος κι εκείνος. Κυλούσε στο αίμα του. Πετυχημένος. Δεν την άφηνε παραπονεμένη, τίποτα δεν της έλειπε. Εκτός απ' την αγάπη. Εκτός απ' τη συντροφιά.

Τα τελευταία χρόνια γινόταν όλο και πιο πικρόχολη, όλο και πιο κλεισμένη στον εαυτό της. Μούτζωνε τη μοίρα της, αναθυμόταν τον πρώτο της άντρα, συλλογιζόταν πόσο στράφι είχε πάει η ζωή της, γερνούσε κι ήταν μόνη. Τσακωνόταν μ' όλη τη γειτονιά. Καλή κουβέντα δεν είχε να πει για κανέναν. Σπάνια γέλαγε το χείλι της. Μόνο όταν έβλεπε τα εγγόνια της. Αλλά κι εκείνα τώρα σπούδαζαν στα εξωτερικά κι ο γιος της που 'χε πια πενηνταρίσει, ήταν χωμένος ως τα μπούνια στις επιχειρήσεις του και στο εμπόριο. Και μια μέρα της τηλεφωνεί η νύφη, "Μαμά, να ξέρεις, μην ανησυχήσεις ο Αλέκος είναι στο νοσοκομείο, όχι δεν είναι αυτή η παλιοαρρώστεια, ένα βαρύ κρυολόγημα είναι, ταλαιπωρήθηκε δέκα μέρες και πήγαμε στο νοσοκομείο για καλύτερα". Τη ζώσαν τα φίδια λιγάκι την Κατίνα, αλλά είπε δε μπορεί, ο γιος μου είναι ταύρος, τίποτα δεν έχει, όλα θα περάσουν. Δεν πέρασαν. Δεν άντεξε τη διασωλήνωση. Στο μήνα πάνω όλα είχαν τελειώσει. Δεν έχει άλλα ρούχα πιο μαύρα, να φορέσει η Κατίνα. Το σπίτι, τα ντουβάρια του, κάθε μέρα της φαίνεται πως πέφτουν και την πλακώνουν. Της είπε η νύφη να πάει κοντά τους. Δε θέλει. Δεν μπορεί. Ποια είναι η νύφη της; Μια ξένη. Τα εγγόνια λείπουν. Ο γιος έφυγε. Δε θέλει.

Το σπίτι την πνίγει. Βγήκε προχτές να περπατήσει λίγο στη γειτονιά. Ζαλίστηκε στου δρόμου τα μισά, έπεσε, χτύπησε, έκανε τα μούτρα της χάλια. Τη σηκώσαν οι γειτόνοι. Την κουβάλησαν στο σπίτι, τη βοήθησαν, έφεραν γιατρό. Μια γειτόνισσα της πήγε φαγητό. Την άλλη μέρα πέρασε μια άλλη και της έψησε καφέ, της έκανε τα ψώνια, έβαλε μια σκούπα. Θα της βρουν μια γυναίκα να τη φροντίζει της είπαν. Λίγες μέρες τη βδομάδα. Μέχρι να πάρει ξανά τα πάνω της. Τ' απογεύματα όμως ο καθένας μαζεύεται σπίτι του. Κι η Κατίνα, πονεμένη, χτυπημένη, μόνη, στα ντουβάρια που την πλακώνουν, κλαίει βουβά για όλα όσα έχασε αλλά και για τις πικρές λέξεις που επιφύλαξε στους γειτόνους της τόσα χρόνια. Και τώρα εκείνοι της στάθηκαν. Κι ας τους έβριζε όλους μέχρι προχτές. Ασήκωτες οι ενοχές, βαριά τα ντουβάρια, βαρύτερα τα μαύρα ρούχα. Ίσως άμα πάρει μαζεμένα τα χάπια να ησυχάσει απ' όλα, κι απ' τη μοναξιά, κι απ' τα ντουβάρια, κι απ' τα μαύρα ρούχα, κι απ' τις τύψεις.

Ο Γιάννης. Έχει έντεκα χρόνια που έριξε μαύρη πέτρα πίσω του, παράτησε το κατσικοχώρι που 'χε γεννηθεί και τα κτήματα των γονιών του κι ήρθε στην Αθήνα, σε μια αγαπημένη ξαδέρφη στην αρχή. Κι ανάσανε. Εδώ μπορούσε να είναι ο εαυτός του. Κανείς δε θα τον ξαναφώναζε κρυφά ή φανερά πούστη. Εδώ μπορούσε να ζήσει. Κι έζησε. Πέτυχε τη νυχτερινή ζωή της Αθήνας σε καλή ακόμη φάση. Δικτυώθηκε. Είναι κύκλωμα το γκεϊλίκι, καλώς ή κακώς αλλά αν δικτυωθείς και δεν είσαι καμιά κακιασμένη αδερφή θα γίνεις κάτι. Ο Γιάννης ήθελε να γίνει barista. Όχι ένας του σωρού, αλλά να φτιάξει όνομα. Του πήρε κόπο, χρόνο, χρήμα, διάβασμα, σεμινάρια, ταξίδια στο εξωτερικό, αλλά τα κατάφερε. Πριν από τέσσερα χρόνια ήρθε τέταρτος στον διαγωνισμό Barista & Farmer που έγινε στη Βραζιλία. Θα ήθελε να είναι στην τριάδα, αλλά κι αυτό ήταν μεγάλη νίκη κι είχε ακόμη πολλά χρόνια μπροστά του να βρεθεί και στην τριάδα, και γιατί όχι, πρώτος.

Ζει εδώ κι έξι χρόνια με το φίλο του σ' ένα μοντέρνο διαμέρισμα στο κέντρο του Πειραιά. Τα πάνε καλά, ο Γιάννης δεν έχει παράπονο. Ο φίλος του έχει σπουδές στο κόσμημα, δουλεύει σ' ένα μεγάλο κοσμηματοπωλείο, φτιάχνει και δικές του δουλειές, προμηθεύει μια σειρά από μαγαζιά κι ακόμη περισσότερα τουριστικά καταστήματα στη θερινή σεζόν. Βασικά από εκεί βγαίνει το ψωμί τους, ή καλύτερα το βούτυρο στο ψωμί τους. Ο Γιάννης βγάζει λεφτά, αλλά είναι και σπάταλος. Του αρέσουν τα ακριβά ρούχα και παπούτσια, τα ηλεκτρονικά γκατζετάκια, οι υπολογιστές. Κι είναι και τα ταξίδια, είναι και τα σεμινάρια. Βασικά φράγκο δεν του μένει. Ευτυχώς που υπάρχουν τα μαγαζάκια στα νησιά όμως, βγάζουν τόσα κάθε σεζόν ώστε να κυλάει άνετα ο χειμώνας.

Το καλοκαίρι που μας πέρασε ήταν πανωλεθρία. Τα μαγαζιά στα νησιά δε δούλεψαν όπως άλλες χρονιές. Οι παραγγελίες κάτω απ' το μισό. Το κοσμηματοπωλείο κλειστό. Ο Γιάννης έχει να κάνει μεροκάματο μήνες. Είχαν κάτι λεφτά στην άκρη αλλά εξανεμίζονται με γοργούς ρυθμούς. Τώρα τη βγάζουν με χαρτζιλίκι απ' τη γιαγιά του φίλου του και με όσα στέλνει η μάνα του Γιάννη απ' το χωριό. Η μάνα του ανησυχεί. Του τηλεφωνεί κάθε βδομάδα και στην αρχή απ' έξω-απ' έξω, τώρα καθαρά του λέει να γυρίσει πίσω. Στο κατσικοχώρι. Εκεί απ' όπου έφυγε γιατί δεν μπορούσε ν' αναπνεύσει. Εκεί απ' όπου έφυγε γιατί έπρεπε να είναι κάποιος άλλος κι όχι ο εαυτός του. Και να πετάξει όλο του τον κόπο, όλα του τα όνειρα στα σκουπίδια.

Ο Γιάννης παίρνει το σκύλο, στέλνει μήνυμα για άθληση, φοράει τις φόρμες, πάει και τρέχει δίπλα στη θάλασσα. Προχτές ξαφνικά εκεί που έτρεχε τον έπιασε ένα ακατάσχετο κλάμα. Απόρησε κι ο σκύλος. Πήρε βαθιές ανάσες να συνέλθει, να συνεχίσει, αδύνατο. Κάθισε δίπλα στη θάλασσα κι έκλαψε χωρίς να νοιάζεται ποιος τον βλέπει. Έκλαψε με λύσσα, με οργή, φώναξε γιατί, έβγαλε τη μάσκα και την έχωσε στην τσέπη, ας του κόβαν πρόστιμο. Θέλει να μη φοβάται, θέλει να ελπίσει αλλά δεν μπορεί. Έντεκα χρόνια μετά, τον λύγισε ο φόβος, ο τρόμος της επιστροφής.

Η Στεφανία, δουλεύει μήνες τώρα απ' το σπίτι. Με δυο παιδιά. Ένα γιο που μόλις ξεκίνησε Γυμνάσιο, κι έναν ακόμη στα μισά του δημοτικού. Κοντεύει να της στρίψει. Δουλεύει περισσότερες ώρες απ' όσες δούλεψε ποτέ της στο γραφείο σ' αυτά τα δεκαπέντε χρόνια που εργάζεται. Υπερωρίες που ούτε πιάνονται για υπερωρίες, δουλειά και τα σαββατοκύριακα, οι προϊστάμενοι απαιτούν κάθε εβδομάδα όλο και περισσότερα, ο όγκος της δουλειάς που συσσωρεύεται αδύνατο πια να διεκπεραιωθεί, κανένας δε νοιάζεται, μόνο στέλνουν αράδα επείγοντα μέιλ.

Δε θέλει πολλά η Στεφανία. Μια μέρα μονάχα. Μια μέρα σ' ένα παντελώς άδειο σπίτι. Χωρίς παιδιά να τσιρίζουν και να μαλώνουν, χωρίς ν' ακούει κάθε τόσο "μαμά!", χωρίς φωνές και κλάματα, χωρίς τον ήχο ειδοποιήσεων των εισερχομένων μηνυμάτων, χωρίς το τηλέφωνό της που χτυπάει ασταμάτητα, χωρίς να χρειάζεται να σέρνεται κάθε βράδυ κατάκοπη ως το κρεβάτι της και να κοιμάται σαν κούτσουρο, νομίζοντας πως πέρασαν μονάχα τρεις ώρες όταν χτυπά το ξυπνητήρι. Εκνευρίζεται, χάνει την ψυχραιμία της, φωνάζει στα παιδιά. Δε το θέλει, αλλά δεν αντέχει άλλο. Μια μέρα θέλει μονάχα. Να ξυπνήσει το πρωί και να πιεί τον καφέ της παρέα μ' ένα τσιγάρο, να μη στήσει κατσαρόλες, να τσιμπήσει κάτι πρόχειρο, να κοιταχτεί ξανά στον καθρέφτη, να κάνει ένα μπάνιο με την ησυχία της, να ακούσει μουσική, να διαβάσει ένα βιβλίο.

Κι είναι σα να ζητάει τον ουρανό με τ' άστρα. Και δεν μπορεί να τον έχει. Το τηλέφωνό της χτυπάει ξανά μ' ένα καινούριο εισερχόμενο.

Ο Άγγελος άνοιξε πέρσι ένα καφέ. Φεσώθηκε κι αυτός κι οι γονείς του που τον βοήθησαν. Πήρε υπαλλήλους, έκανε διαφήμιση, δουλεύει από τις έξι το πρωί ως τις δώδεκα το βράδυ. Ή μάλλον δούλευε. Τώρα μόνο take away. Αναγκάστηκε να βγάλει σε παύση τα δύο τρίτα του προσωπικού. Οι λογαριασμοί έρχονται ο ένας πίσω από τον άλλο. Οι προμηθευτές θέλουν να πληρωθούν, το franchise το ίδιο. Η γυναίκα του μόλις του ανακοίνωσε πως είναι έγκυος. Το πρώτο τους παιδί. Δυο χρόνια παντρεμένοι. 

Ο Άγγελος σκέφτεται πως όπως πάει το μαγαζί σύντομα θα φουντάρει. Θα χάσει όσα λεφτά έβαλε ως τώρα, αλλά τουλάχιστον δε θα φεσωθεί άλλο. Θέλει να πει στη γυναίκα του πως δεν γίνεται να το κρατήσουν αυτό το παιδί. Κάθε βράδυ παίρνει απόφαση να της το πει, και κάθε βράδυ το μετανιώνει. Ίσως απόψε το καταφέρει. 

Ο Έντρι διέσχισε τα βουνά της Αλβανίας στα 18 του για να έρθει στην Ελλάδα. Δούλεψε σαν το σκυλί. Οικοδομές και ηλεκτρολογικά. Έκανε προκοπή. Πήρε σπίτι στους γέρους στην Αλβανία, παντρεύτηκε, έκανε παιδιά. Τώρα είναι 47. Μεροκάματο δεν έχει πουθενά εδώ και μήνες. Η γυναίκα του καθάριζε σπίτια, τώρα δεν την παίρνει κανένας, ο κόσμος φοβάται. Ο γιος νοσηλευτής σε γηροκομείο. Η κόρη κομμώτρια. Μόνο ο γιος έχει τώρα δουλειά, αλλά ο Έντρι φοβάται. Θέλει να γυρίσει στην Αλβανία, κι ας μη θέλουν τα παιδιά του. Τουλάχιστον εκεί έχει σπίτι και τα χωράφια του παππού του. 

Ο Κώστας είναι γιατρός. Ευτυχώς το νοσοκομείο τους είναι απομονωμένο και δεν έχει τεράστια κίνηση και έκτακτα περιστατικά της νόσου, αλλά ο ίδιος έχει να δει τον πατέρα του ενάμιση μήνα. Ο πατέρας του είναι ηλικιωμένος, πρέπει να τον προφυλάξει. Μέχρι να εμφανιστεί το εμβόλιο τουλάχιστον. Και να δούμε πώς θα πάει.

Η Όλγα είναι νοσηλεύτρια. Σε κεντρικό νοσοκομείο γεμάτο κρούσματα. Έχει λιώσει στα πόδια της. Τόσα χρόνια στο χώρο αυτό, τώρα νομίζει πως θα κλατάρει και μια μέρα θα πέσει στα πατώματα. Τελευταία άρχισε να έχει κρίσεις πανικού.

Η Στέλλα, είναι χωρισμένη κι έχει ένα γιο έφηβο στο φάσμα του αυτισμού. Όταν έκλεισαν όλες οι δομές, όταν έκλεισαν τα κολυμβητήρια, όταν δεν μπορούσε ούτε να πάει στο εξοχικό για να είναι ο γιος της τουλάχιστον κοντά στη θάλασσα, όταν όλο το καθημερινό τελετουργικό που τηρούταν απαρέγκλιτα για να είναι ήρεμος εκείνος ξαφνικά χάθηκε, είδε το παιδί της να γυρίζει πίσω, στα πρώτα δύσκολα χρόνια της διάγνωσης της ασθένειας, να κλείνεται στον εαυτό του, να χάνονται όσα με τόσο κόπο και τόσο πόνο είχαν κατακτηθεί, και τότε, αυτή η λιονταρίνα μαχήτρια που τόσα χρόνια πάλευε μόνη το θεριό (ο πατέρας δεν είχε αντέξει), για πρώτη φορά φοβήθηκε. Μην κάνει ο γιος της κακό στον εαυτό του πρωτίστως κι έπειτα μην κάνει κακό στην ίδια. Γιατί αν μια μέρα την έσπρωχνε πάνω σ' ένα ξέσπασμα κι εκείνη έσπαγε το κεφάλι της σε καμιά κόγχη, τι θα γινόταν το παιδί της; Ποιος θα το φρόντιζε από εκεί κι έπειτα αν εκείνη δεν ήταν σε θέση ή αν πέθαινε;

 Ο Πέτρος ζωγραφίζει κάθε μέρα. Στήνει καβαλέτο, αναμιγνύει τα χρώματα, τα απλώνει σε στρώσεις στον καμβά. Ζωγραφίζει συνέχεια λουλούδια. Τελειοποιεί τα τριαντάφυλλά του αυτόν τον καιρό. Να ξορκίσει το τέρας της κατάθλιψης. Εκείνο όμως δυναμώνει κάθε ώρα και λεπτό. Νομίζει πως αν αφήσει κάτω το πινέλο θα τον καταπιεί ολόκληρο. Ο Αμίρ απ' το Μαρόκο γυρίζει όλη τη μέρα στους δρόμους, στέλνει μήνυμα και κάνει χιλιόμετρα. Τον φιλοξενούν κάτι φίλοι Αλγερινοί. Αλλά ως πότε; Ο Κωστής, με δικό του συνεργείο με μηχανάκια, έχει μείνει πίσω στις δόσεις των προμηθευτών, χρωστάει στο ταμείο του και τρέχει και το νοίκι του μαγαζιού. Ο Ηλίας, βιβλιοπώλης της γειτονιάς, ζοριζόταν ήδη εδώ και καιρό. Αλλά είχε τις γάτες του για συντροφιά, και τα βιβλία. Έχασε τη μαμά γάτα ξαφνικά, τώρα είναι άρρωστο κι ένα από τα τρία της παιδιά. Του φαίνεται πιο αβάσταχτο κι απ' το κλειστό του μαγαζί να χάσει ένα ακόμη ζώο. Η Ρίτα έχει όλη μέρα στο σπίτι τον άντρα της. Που τον μισεί. Που τον τρέμει, τον φοβάται τώρα περισσότερο από ποτέ. Το χέρι του σηκώνεται συχνότερα από πριν, οι μελανιές της είναι πια δύσκολο να κρυφτούν. Σε ποιον να μιλήσει; Η Ξένια κάνει ιδιαίτερα μέσω τηλεκπαίδευσης. Δεν το αντέχει. Της λείπει η επαφή με τα παιδιά της, της λείπει η φύση της δουλειάς της. Ξεσπάει, οργίζεται, φωνάζει, έκανε τόσο κόπο να βρει τους μαθητές της, να εδραιώσει τη σχέση τους, τ' αγαπάει τα παιδιά της όλα, αγαπάει τη δουλειά της και την υπηρετεί πιστά, και τώρα πίσω απ' τον υπολογιστή. Μισή δουλειά. Μισά λεφτά. Ο Σταμάτης έχει στα χέρια του έναν εκδοτικό οίκο με μεγάλο όνομα απ' τα παλιά. Τώρα κρύβεται στα τηλέφωνα. Δεν μπορεί ακόμα να βρει το κουράγιο να πει στους συνεργάτες του, στους υπαλλήλους του πως χρωστάνε παντού, πως αδυνατεί να στηρίξει την επιχείρηση, πως δεν υπάρχει ρευστό από πουθενά, αδυνατεί να τους πει ότι θα τους φεσώσει όλους ακόμα κι αν δε το θέλει, αδυνατεί να διαπραγματευτεί ότι στα χέρια του έμελλε να σβήσει το όνομα των εκδόσεών του. Αλλά αργά ή γρήγορα θα πρέπει να το κάνει.

 Ο Νίκος, ο Μανώλης, η Δώρα, η Ελένη, ο Γιώργος, η Ντίνα, η Ιωάννα, ο Μίλτος, ο Τάσος, η Μαίρη, ο Αλέξης, η Αγγελική, ο Δημήτρης, ο Παναγιώτης, η Δέσποινα, η Άννα.

Ο καθένας μια ιστορία, αθέλητοι πρωταγωνιστές σε απίστευτο σενάριο θαρρείς δυστοπικής ταινίας, μέσα σε μια επαπειλούμενη πραγματικότητα. Αλλά δεν είναι μόνοι τους. Όλοι μαζί είμαστε σ' αυτό. Για πρώτη φορά η ανθρωπότητα υποφέρει ταυτόχρονα, βιώνει ίδιες καταστάσεις ταυτόχρονα, φοβάται κι ελπίζει ταυτόχρονα. Αλλά το ανθρώπινο είδος έχει αποδειχτεί ανθεκτικότερο όλων, κι έχει περάσει κι άλλοτε μαύρα χρόνια και δύσκολα.

Η πανδημία με τον ένα ή τον άλλο τρόπο κάποια στιγμή θα χαλιναγωγηθεί, αν δε ηττηθεί τότε θα μάθουμε να ζούμε μαζί της, βγαίνοντας όσο το δυνατό νικητές.

Η μοναξιά κι η απόγνωση όμως δεν πρόκειται να νικηθούν από κανένα φάρμακο, από κανένα εμβόλιο, από καμία επιστημονική παρέμβαση. Εκεί μόνο ο άνθρωπος μπορεί να κάνει τη διαφορά.

Ας μείνει ζωντανή η ελπίδα, η συμπόνια, η ανθρωπιά. Κι ας είναι δύσκολο, κι ας είναι σχεδόν ακατόρθωτο κάποιες φορές. Κι ας πρέπει να συμπονέσουμε και να συντρέξουμε αν μπορούμε, αν χρειαστεί, κι όσο μπορούμε ακόμα κι ανθρώπους που ίσως να μη συμπαθούμε και τόσο. Ακόμα και τη στριμμένη, ομοφοβική σκατόγρια του τρίτου ορόφου. Ίσως να μην έχει κανέναν να της πάρει μια φρατζόλα ψωμί.

Καλές γιορτές εύχομαι αγαπημένοι φίλοι.

Το δώρο μου σε όλους τούτο το κείμενο που εδώ και μέρες έψαχνε τρόπο να βγει στο φως.

Ας στηριχτούμε στην ελπίδα και στην ανθρωπιά. Και στην αγάπη. Αλλιώς δε γίνεται.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

People I know

Ο Νίκος. Εξαιρετική κιθάρα. Κάμποσα χρόνια σε ωδείο στην κλασσική, μετά ηλεκτρική, είχε ταλέντο, ήταν νέος, είχε εμφάνιση. Δούλεψε πολύ, δο...