Τετάρτη, Δεκεμβρίου 23, 2020

People I know

Ο Νίκος. Εξαιρετική κιθάρα. Κάμποσα χρόνια σε ωδείο στην κλασσική, μετά ηλεκτρική, είχε ταλέντο, ήταν νέος, είχε εμφάνιση. Δούλεψε πολύ, δούλεψε νύχτα, σε μεγάλες σκηνές, σε συναυλίες, σε περιοδείες. Έκανε όνομα, γνώρισε κόσμο, γνώρισε καλλιτέχνες που πιτσιρικάς τους έβλεπε στην τηλεόραση και τώρα συνεργαζόταν μαζί τους. Ροκ καταστάσεις, κάποτε έβγαζε χρήμα με ουρά, δεν έκανε καταχρήσεις, η νύχτα του 'χε φερθεί καλά, κόντευε τα σαράντα κι είχε εμφάνιση εικοσιοχτάρη, οι γυναίκες δεν έλειψαν ποτέ απ' την περιφέρεια της ζωής του αν και καμιά δεν μπόρεσε να μπει στον κύκλο της. Σιγά σιγά όμως η ζωή της νύχτας, που όσοι την πρωτογεύονται νομίζουν πως είναι όλο φώτα, και κέφι, και γέλια, και κορμιά που λικνίζονται και φωνές που τραγουδούν, άρχισε να φθίνει. Οι δουλειές να μειώνονται. Η κρίση είχε εγκατασταθεί για τα καλά, τα τηλέφωνα άρχισαν να μη χτυπάνε και τόσο συχνά, αναρωτιόταν πόσο πιο σκατένια θα μπορούσε να πάνε όλα. 

Η απάντηση ήρθε πριν από καμιά δεκαριά μήνες. Τόσο καιρό έχει να δουλέψει. Είχε λεφτά στην άκρη αλλά θα σωθούν. Πάνω απ' όλα του λείπει η ένταση της σκηνής, τα φώτα, ο κόσμος, το κέφι. Μένει μόνος. Τα βράδια που ύπνος δεν τον πιάνει, παίρνει την παλιά του κιθάρα, την ακουστική και σκαρώνει μελωδίες. Ακόμα αντιστέκεται.

Ο Άρης. Αυτοδημιούργητος, αφεντικό του εαυτού του, οικογενειάρχης. Δικό του μαγαζί. Ανθοπωλείο, ξεκίνησε μ' ένα χώρο δύο επί τρία, μετά άνοιξε και δεύτερο μαγαζί, μετά και τρίτο κεντρικότατο, ψηλά τα νοίκια αλλά το άντεχε. Οι δυο γιοί του είχαν στραφεί σε άλλα επαγγέλματα, ο ένας μουσικός, ο άλλος δε γύρισε στην Ελλάδα μετά τις σπουδές στα οικονομικά, παντρεύτηκε μια Αγγλίδα, δε βαριέσαι ας είναι καλά το παιδί μ' ό,τι διάλεξε, η μικρή κόρη όμως, το λαμπρό του αστέρι, σπούδασε κι έπειτα γύρισε πίσω, "Μαζί θα το προχωρήσουμε το μαγαζί, μπαμπά, θα κάνουμε δυο βήματα παραπέρα, θα δεις" και με τις φρέσκιες ιδέες της άνοιξε μια ακόμη επιχείρηση που όπως πήγαινε θα απορροφούσε αυτές του πατέρα της, με διοργανώσεις γάμων και βαπτίσεων, από την πρώτη ως την τελευταία λεπτομέρεια, από το νυφικό και το κτήμα της δεξίωσης ως τις μπομπονιέρες και τα προσκλητήρια, από τη νυφική σουίτα μέχρι το κλείσιμο του ταξιδιού του μήνα του μέλιτος. Οι ανθοστολισμοί βεβαίως από την οικογενειακή επιχείρηση. Με σημαντικά καλύτερες τιμές. Που έβγαζαν εξαιρετικά προνομιακές τιμές στα πακέτα. Θριάμβευε η κόρη, καμάρωνε ο Άρης.

Στο πρώτο κλείσιμο δεν ίδρωσε τ' αφτί του και τόσο. Έκανε πως δεν άκουγε το γιο στην Αγγλία που σαν άλλη Κασσάνδρα του έλεγε ότι θα έρθουν χρόνοι δύσκολοι και να κάνει το κουμάντο του όσο είναι καιρός. Σήμερα πια έχει κλείσει το τρίτο μαγαζί. Δεν έβγαιναν τα έξοδα. Προβλέπει πως αν τραβήξει κι άλλο αυτό, θ' αναγκαστεί να κλείσει και το δεύτερο και να μείνει με το πρώτο, εκείνο απ' όπου ξεκίνησε. Κι αυτός εντάξει, θα το καταπιεί και θα σφίξει τα δόντια. Αλλά δεν αντέχει να βλέπει την κόρη του, αφημένη, παρατημένη, με τις φόρμες, κολλημένη όλη μέρα στον υπολογιστή. Ώρες ώρες νιώθει ένα πόνο στο κέντρο του στέρνου, ένα βαθύ σφίξιμο που του κόβει την ανάσα. Αλλά σφίγγει τα δόντια. Βγαίνει και περπατάει χιλιόμετρα κάθε μέρα.

Η Ζορνίτσα. Ήρθε στην Ελλάδα το 2001. Δεκαεννιά ολόκληρα χρόνια. Ήταν τριάντα ενός. Στη χώρα της είχε δουλέψει σκληρά σε κρατικές δουλειές. Ο άντρας της ήταν μέθυσος, την ξυλοφόρτωνε τακτικά. Είχε όμως ένα γιο που μεγάλωνε κι η ίδια έβλεπε ότι άλλο δεν τραβάει αυτή η βαλίτσα. Πήρε διαζύγιο. Η μάνα της ήταν μόλις σαράντα εφτά, είχε αντοχές. Της άφησε το γιο να τον μεγαλώνει, τα μούτζωσε όλα κι ήρθε στην Αθήνα. Δεν ήξερε γρι ελληνικά όταν έφτασε. Αλλά ήταν αποφασισμένη να δουλέψει σκληρά. Ήταν κάτι που ήξερε να το κάνει καλά. Το όνομά της στη γλώσσα της είναι όμορφο, σημαίνει Αυγή. Αλλά δεν άρεσε στους Έλληνες. Ζωή τη φώναζαν εδώ. Της άρεσε το Ζωή, ήταν αισιόδοξο, το κράτησε. Στην αρχή καθάριζε σπίτια, καθάριζε σκάλες. Λεφτά δεν έβγαιναν, της είπε μια πατριώτισσά της "μην είσαι κουτή, δε θα κάνεις προκοπή, βρες να κοιτάξεις γέρους". Δεκαπέντε χρόνια η Ζωή, γηροκομούσε γέρους, τους ξεσκάτιζε, τους έπλενε, τους τάιζε, τους φρόντιζε, τους μαγείρευε, τους έδινε τα φάρμακά τους, έμαθε να τους κάνει ενέσεις, ξενυχτούσε δίπλα τους στα νοσοκομεία, σε κάποιους τους έκλεισε μέχρι και τα μάτια. Έκανε οικονομίες αιματηρές αλλά τα λεφτά ήταν καλά. Βλέπεις οι ενοχές των απογόνων αλλά και η ανακούφισή τους που δεν χρειαζόταν να επωμιστούν οι ίδιοι τα γερόντια κόστιζαν, κι εκείνοι πλήρωναν καλά. Τόσο καλά που να ζει χωρίς στερήσεις ο μοναχογιός, που τώρα ξεκινούσε τις σπουδές στο Πανεπιστήμιο. 

Παρασκευή, Ιανουαρίου 10, 2020

Θέλω να σου στείλω....

... μια λευκή κόλλα χαρτί,
γιατί είσαι ο μόνος που μπορεί
τη σιωπή μου να διαβάζει.

Τι πρέπει να 'χει συμβεί στ' αθέατα για ανθρώπινα μάτια μονοπάτια, ώστε δυο άνθρωποι να μπορούν να βρίσκονται στην άκρη ενός ακουστικού, να μη λένε λέξη, ν' ακούν μονάχα ο ένας τις ανάσες του άλλου μέχρι που σιγά-σιγά να σβήνουν οι φρίκες, να λύνονται οι κόμποι που φράζουν το λαιμό, ν' αδειάζει το μυαλό, να γαληνεύει η φουρτούνα, να λιγοστεύει ο πόνος, να ξορκίζεται ο φόβος ως τη στιγμή που ο ένας εκ των δύο ξεστομίζει "είμαι καλά, τώρα... είμαι καλά... σ' αγαπώ, καληνύχτα";

Ό,τι κι αν ήταν αυτό που συνέβαινε, εμείς το 'χαμε ζήσει, το ξέρεις.
Αλλά σήμερα δεν ήθελα να σ' έχω στην άλλη άκρη της γραμμής για ν' ακούς μονάχα τη σιωπή μου διαβάζοντάς με.
Σήμερα ήθελα να σε πάρω στο τηλέφωνο και να σου μιλήσω. Να σου μιλήσω, να σου πω, Θεέ μου πόσα έχω να σου πω, να σου εξιστορήσω τα όσα έγιναν στους αιώνες που λείπεις, να φυσήξω τη σκόνη που άφησε το πέρασμά τους στον καθρέφτη της ψυχής μου, να σου μιλήσω και να 'σαι εκεί, όπως πάντα, όπως τότε που το πάντα σήμαινε για πάντα.

Από που ν' αρχίσω;

Τρίτη, Απριλίου 21, 2015

It's all lies, darling



Και κάποια στιγμή, εκεί κατά τις πέντε το πρωί, το ξέρεις ότι πια δεν αντέχεις άλλο, και σηκώνεσαι, μπαίνεις στο δωμάτιο, πέφτεις στο κρεβάτι, παίρνεις το μαξιλάρι και σκεπάζεις με αυτό τα μάτια σου και εκεί έρχεται μια αγκαλιά, νιώθεις το χέρι του να σε αγγίζει και να σε χαϊδεύει για λίγο, ανασηκώνεις το μαξιλάρι, εκείνος ανοίγει τα μάτια του, σε κοιτάει, ξέρεις ότι κοιμάται ακόμη, να, τον παίρνει και πάλι ο ύπνος, το χέρι του μένει εκεί, σε αγκαλιάζει, παίρνεις βαθιά ανάσα, τον αφήνεις να σε κρατήσει, χαλαρώνεις για δυο, τρία, πέντε λεπτά, θες να μείνεις κι άλλο, θες να κουρνιάσεις δίπλα του, στην αγκαλιά του, αλλά δεν μπορείς, σφίγγεις τα δόντια, σηκώνεσαι αργά μην τον ξυπνήσεις, ανοίγει τα μάτια του και σε κοιτάζει πάλι μέσα στον ύπνο του, δεν κάνεις καν προσπάθεια να του χαμογελάσεις στα ψέματα, τον χαϊδεύεις μονάχα στον ώμο, στο μπράτσο, ανακάθεσαι στο κρεβάτι, σκύβεις κι ακουμπάς το κεφάλι στα γόνατά σου, παίρνεις άλλη μια ανάσα, σηκώνεσαι.
Φτάνεις ως την πόρτα, κλαις σιωπηλά, δεν θες να τον ξυπνήσεις, γιατί να τον ξυπνήσεις και τι να του πεις, ανοίγεις αθόρυβα την πόρτα, την κλείνεις πίσω σου, κάνεις ένα βήμα και αφήνεσαι να γλιστρήσεις πάνω στον τοίχο, κάθεσαι πάνω στις φτέρνες σου στο πάτωμα, κι εκεί κλαις, τα γατιά μαζεύονται γύρω σου ανήσυχα, με μικρές φωνές και τις ουρές τους να σου αγγίζουν τα πόδια, κλαις αγκαλιάζοντας τον εαυτό σου και δαγκώνοντας τα χείλη, δεν υπάρχει λόγος να τους ξυπνήσεις όλους, σήκω λες στον εαυτό σου, σήκω θα σε ακούσουν.
Κάθεσαι ξανά στο γραφείο, η δουλειά σε περιμένει, κι ας μην αντέχεις άλλο, κι ας κλαις. Δύο, τρία, πέντε, εφτά λεπτά. Η ώρα κυλάει, στρίβεις τσιγάρο, κι ας μην το θες, συνεχίζεις, κι ας θες μονάχα να γυρίσεις στο δωμάτιο, να κλέψεις άλλη μια αγκαλιά.
Όλα είναι ένα ψέμα, γλυκιά μου.
Συνεχίζεις.


Τρίτη, Μαρτίου 03, 2015

Ο Άγγελος και το Έντελβαϊς


Χθες βράδυ με την Μαρίνα για φαγητό στην Πλάκα, ψάχνοντας ένα μαγαζί ανηφορίζουμε την Αδριανού.
Ένας μουσικός του δρόμου παίζει κιθάρα.
Η μελωδία είναι όμορφη, το παλικάρι παίζει προσηλωμένο, χωρίς να ανασηκώνει το βλέμμα.
Κοντοστέκομαι.
"Θα μπορούσε να είναι ο James" της λέω, ανοίγω το πορτοφόλι, ψαρεύω τα ψιλά μου, τον πλησιάζω.
Τα χρώματά του με κάνουν να σκεφτώ ότι είναι ίσως ξένος, του λέω "Thank you".
Τα χάνει, με κοιτάζει, "You are welcome" και στο καπάκι "Ευχαριστώ", του απαντώ κι εγώ ελληνικά "Να 'σαι καλά" και συνεχίζουμε.
Σύντομα αντιλαμβάνομαι ότι τραβάμε προς λάθος κατεύθυνση και επιστρέφουμε ξανά προς τα πίσω, πλησιάζοντας πάλι στον busker με την κιθάρα του.
Τώρα παίζει Χατζιδάκι.
Ο κόσμος προσπερνά και δεν σταματά, ούτε για να τον ακούσει, ούτε για να του αφήσει κανένα ψιλό.
Σταματάμε λίγο πιο πέρα, αποφασίζω ότι θέλω να πάω να του πω ένα γεια, να τον κεράσω ένα τσιγάρο, να πούμε δυό κουβέντες μαζί του. Η Μαρίνα συμφωνεί και ακολουθεί.
Πλησιάζουμε, τον χαιρετάμε, του λέμε ότι αν δεν ενοχλούμε θέλουμε να του κάνουμε λίγη παρέα.
Δεν πιστεύει στα αυτιά και τα μάτια του.  Μας κοιτάζει έκπληκτος, το βλέμμα του πάει από την μία στην άλλη.
Νομίζω πως αν του λέγαμε <Θέλουμε να σου χαρίσουμε δυο χιλιάδες ευρώ> θα ένιωθε λιγότερη κατάπληξη.
"Σε μένα θέλετε να κάνετε παρέα; Εδώ στο δρόμο;" ψελλίζει σαν χαμένος. "Καθίστε", βιάζεται να συμπληρώσει, λες και φοβάται μήπως του κάναμε πλάκα, μήπως αλλάξουμε γνώμη και φύγουμε.
Καθόμαστε παρέα στο πεζούλι.
Τον ρωτάμε τι άλλο ξέρει από Χατζιδάκι. Αρχίζει να παίζει τη Βροχή. Η Μαρίνα σιγοντάρει φωνητικά τη μελωδία. Περνάμε στο Μην τον ρωτάς τον ουρανό, η Μαρίνα τραγουδά, εγώ κρατάω δεύτερες, στο ρεφρέν περνάμε στην αγγλική βερσιόν και τραγουδάμε κι οι τρεις.
Ο κόσμος σταματάει, χαζεύει, χαμογελά, ελάχιστοι ρίχνουν κανά ψιλό στη θήκη της κιθάρας.
Σκέφτομαι την αδιαφορία, αλλά δεν σκοτίζομαι, η στιγμή είναι απείρως πιο ωραία, κι έτσι συνεχίζουμε.
Προχωράμε για Το φεγγάρι είναι κόκκινο αλλά δεν του βγαίνουν οι συγχορδίες, κάνουμε ένα διάλειμμα, συστηνόμαστε: "Ιφιγένεια", του λέω, και του δίνω το χέρι. "Άγγελος" μου απαντά και μου χαμογελά.
Ανάβουμε όλοι τσιγάρο. Μας διηγείται πού σπούδασε κιθάρα και κοντά σε ποιους δασκάλους, από πού είναι, τι του προσφέρει η μαγεία της μουσικής, πώς τον συντροφεύει.
Είναι φανερό όσο μιλάει πως παίζει κάποιου είδους μικρή εξάρτηση, είτε ουσιών είτε αλκοόλ, αλλά ο Άγγελος επικοινωνεί κανονικά, ξέρει τι λέει, έχει χιούμορ, γελάει και αστειεύεται, μας λέει ιστορίες από τα ταξίδια του στη Γερμανία, κι αυτοσαρκάζεται για το "καλλιτέχνης του δρόμου".
Μας λέει ότι στις 17 Απρίλη, θα παίξει κιθάρα στο Βρυσάκι, κι αν θέλουμε να πάμε να τον ακούσουμε. Υποσχόμαστε ότι θα πάμε να τον δούμε.
Πιάνει ξανά την κιθάρα, ρωτά τι θέλουμε να πούμε. Τον ρωτάω αν έχει κάτι από Καββαδία και Μικρούτσικο, μου χαμογελά ζεστά, κλείνει τα μάτια κι ακούω τις πρώτες νότες του αγαπημένου μου Federico Garcia Lorca.
Η Μαρίνα σιωπά, εγώ τον συνοδεύω: "Ανέμισες για μια στιγμή το μπολερό..."
Τελειώνουμε το τραγούδι, δεν δίνουμε δεκάρα πλέον αν ο κόσμος σταματά ή αν ακούν, χειροκροτούμε μόνοι μας, γελάμε, σφίγγουμε τα χέρια.
Ο Άγγελος γελά, μας ευχαριστεί, για την παρέα, για το τραγούδι, για το μοιρασμένο τσιγάρο, για όλα.
Έχει κυλήσει κοντά ένα εικοσάλεπτο. Σηκωνόμαστε να τον αποχαιρετήσουμε.
Μας ευχαριστεί και πάλι, τα μάτια του λάμπουν, μιλάει ξανά για τους "μουσικούς του δρόμου" λες και θέλει να δικαιολογηθεί, να μας πείσει ότι δεν είναι χαμένος ή looser, του λέω: "Μην εξηγείς σε μας, ειδικά σε μένα, έχω μια ιδιαίτερη συμπάθεια στους busker..."
Η Μαρίνα του εξηγεί για το βιβλίο που μετάφρασα.
Όσο του στρίβω ένα τελευταίο τσιγάρο για να του αφήσω, ζητά να μάθει περισσότερα για την ιστορία του James Bowen, του busker του Λονδίνου και του γάτου του, του Bob.
Του τα λέω περιληπτικά, τον αγκαλιάζω και τον χαιρετώ. Κάνουμε να φύγουμε.
Με σταματάει, με κρατάει από το χέρι :"Ιφιγένεια", μου λέει, "περίμενε, θέλω να σου κάνω ένα δώρο. Θέλω να σου χαρίσω ένα έντελβαϊς".
Κοιταζόμαστε απορημένες με την Μαρίνα, όσο ο Άγγελος ψάχνει σε μια ταμπακιέρα. Με τα πολλά, ανακαλύπτει αυτό που έψαχνε, και μου το βάζει στην παλάμη.
"Το έχω πολλά χρόνια, είναι το φυλαχτό μου", μου λέει. "Τώρα θέλω να το έχεις εσύ, να σε προσέχει".
Κοιτάζω την παλάμη μου. Μέσα της βρίσκεται ένα τόσο δα, μικροσκοπικό γραμματόσημο, που απεικονίζει ένα έντελβαϊς των Άλπεων.
"Πρόσεξε μην το χάσεις", μου λέει καθώς μου κρατά ακόμα το χέρι.
"Δεν πρόκειται" του λέω, και το βάζω στο πορτοφόλι μου, εκεί όπου κρατάω φωτογραφίες αγαπημένων ανθρώπων.
Τον αγκαλιάζω άλλη μια φορά, μου ψιθυρίζει στο αυτί κάτι που θα το κρατήσω μόνο για μένα.
"Θα έρθουμε να σε δούμε στο Βρυσάκι", του λέει η Μαρίνα καθώς φεύγουμε.
"Δεν έχει σημασία πια, αν δεν ξαναβρεθούμε", απαντά ο Άγγελος. "Το σημαντικό, το υπέροχο, είναι ότι από απόψε θα ξέρω ότι στους δρόμους αυτής της πόλης, περπατά μια Ιφιγένεια και μια Μαρίνα, και θα ξέρετε κι εσείς ότι κάπου εδώ, σε αυτούς τους δρόμους, υπάρχει και περπατά ένας Άγγελος. Δεν είναι μαγεία αυτό;"
Απομακρυνόμαστε, κι εκείνος συνεχίζει να παίζει.
Ναι, Άγγελε. Αυτό είναι μαγεία.

Πέμπτη, Οκτωβρίου 30, 2014

Παρασκευή, Οκτωβρίου 10, 2014

Έκκληση για βοήθεια

Προς όλους τους φίλους:
Παιδιά, υπάρχει έκτακτη ανάγκη για τρεις αμμολεκάνες (μεγάλου μεγέθους) και κάμποσα σακιά με άμμο για γάτες (όσα μπορούν να βρεθούν).
Χρειαζόμαστε ακόμη ξηρά τροφή για στειρωμένα γατιά (όση μπορεί να βρεθεί), έξι (6) αντιπαρασιτικά δισκία μάρκας Milbemax ή Drontal, και ένα σωληνάριο βιταμίνες για γατιά μάρκας Nurish UM CAT ή συναφές.
Πρόκειται για τη φροντίδα 6 γατιών των οποίων η γατο-μαμά βρίσκεται στο νοσοκομείο αυτή τη στιγμή εκτάκτως με σοβαρό θέμα υγείας και υπάρχει οικονομικό πρόβλημα.
Τονίζω ότι επείγει κυρίως η άμμος τους και οι λεκάνες και η ξηρή τροφή.
Όσοι μπορείτε βοηθήστε. Επίσης όσοι μπορείτε αναδημοσιεύστε κρατώντας το το όνομα του μπλογκ στην ανάρτηση ώστε να επικοινωνήσουν μαζί μου όσοι θελήσουν για περαιτέρω πληροφορίες και συνεννόηση.

Αν κάποιος θέλει να επικοινωνήσει με email μπορεί να μου γράψει στο athensfenia@gmail.com
Σας ευχαριστώ όλους.

Κυριακή, Αυγούστου 31, 2014

Ανθρωπιά και συλλογική σκέψη, έννοιες ξεχασμένες ή όχι;

Το φετινό καλοκαίρι μου βγήκε λίγο έως πολύ ζόρικο.
Πολύ τρέξιμο, πολλές εκκρεμότητες, πολλοί λογαριασμοί που περίμεναν να πληρωθούν, πολλές στραβές φάσεις και να κυλούν οι μήνες ενώ αυτοί που σου χρωστάνε τα δεδουλευμένα σου κάνουν τον κουφό και σε αντιμετωπίζουν με θράσος και απαξίωση.

Δε θέλει και πολύ να σαλτάρει ο άνθρωπος, παιδιά.
Ούτε και θέλει πολύ να σου βγει κάνα θέμα υγείας μετά από συνεχόμενο άγχος.

Κάπως έτσι βρέθηκα, εν μέσω ολιγοήμερων διακοπών, αντί να ηρεμώ, να τρέχω στο νοσοκομείο με καρδιακή αρρυθμία.
Στην αναμονή λοιπόν, περιμένοντας να λειτουργήσει το σύστημα, για να μου γράψει ο καρδιολόγος μια εξέταση, λίγο παραδίπλα ένας νέος άντρας τηλεφωνεί στον εργοδότη του παρακαλώντας για μια προκαταβολή μισθού.

Ζητάει διακόσια ευρώ από τα τριακόσια εξήντα. Το αφεντικό αρνείται. Κλαίγοντας ο άνθρωπος παρακαλεί έστω για ένα πενηντάρι. Το δεκαέξι μηνών αγοράκι του χρειάζεται κάποιο φάρμακο που κοστίζει 26 ευρώ αλλιώς κινδυνεύει από λοίμωξη. Το αφεντικό αρνείται ξανά.
"Δεν είναι προσωπικό το θέμα", του εξηγεί, "αλλά αν δώσει σ΄ εκείνον μια προκαταβολή ίσως ζητήσουν κι άλλοι, καταλαβαίνει, ναι;"
Ο νεαρός πατέρας αφήνει τα δάκρυά του να κυλήσουν, όσο απολογείται στον εργοδότη του. Ναι, καταλαβαίνει, βεβαίως, είναι θέμα πολιτικής της εταιρείας, καταλαβαίνει και λυπάται που ενόχλησε, και ζητά συγγνώμη για το θάρρος.

Κλείνει το τηλέφωνο, παίρνει δυο βαθιές ανάσες και τηλεφωνεί σε κάποιο φίλο του. Λένε δυο κουβέντες, του εξηγεί τα ίδια, και του ζητά 25 ευρώ. Ο φίλος λυπάται, αλλά είναι απλήρωτος απ τη δουλειά του, του λέει. Ο άνθρωπος κλείνει ξανά το τηλέφωνο, ανεβάζει τα γυαλιά ηλίου στα μάτια του, σκύβει το κεφάλι στα χέρια του και κλαίει σιωπηλά.
Σηκώνομαι να πάω κοντά του.
Με προλαβαίνει ένας κύριος που καθόταν δίπλα του. Του βάζει στο χέρι ένα πενηντάρι.
Ο άνθρωπος τα χάνει. Δεν πιστεύει στα μάτια του. "Μα πώς; γιατί;", ψελλίζει, "δεν με ξέρετε, σας είμαι ξένος, δεν έχω να σας τα γυρίσω..."

Κάνει να σκύψει να φιλήσει το χέρι του κυρίου: "Πείτε μου το όνομά σας", του λέει, "να πάω σε μια εκκλησία να ανάψω ένα κερί για σας."

Ο κύριος έρχεται σε δύσκολη θέση,  του λέει πως δε χρειάζεται, ας γίνει καλά το μωρό του.
Εκείνη την ώρα τον χτυπάω στον ώμο, ο άνθρωπος στρέφεται προς εμένα, και του βάζω στο χέρι το τελευταίο μου εικοσάρικο.

Κοιτάζει μια την παλάμη του, μια εμένα, μια τον κύριο. Έχει χάσει τα λόγια του.
"Τι είναι αυτό που μου κάνατε βρε παιδιά", λέει και κλαίει ασταμάτητα.
"Φύγε, πήγαινε στο παιδί σου και περαστικά", του λέω.
Μας κοιτάζει μια φορά ακόμα, πάει να πει κάτι, τον παίρνουν πάλι τα δάκρυα.
Φεύγει σαν κυνηγημένος, κλαίει.

Η καρδιά μου καλμάρει τους χτύπους της.

People I know

Ο Νίκος. Εξαιρετική κιθάρα. Κάμποσα χρόνια σε ωδείο στην κλασσική, μετά ηλεκτρική, είχε ταλέντο, ήταν νέος, είχε εμφάνιση. Δούλεψε πολύ, δο...