Ο Νίκος. Εξαιρετική κιθάρα. Κάμποσα χρόνια σε ωδείο στην κλασσική, μετά ηλεκτρική, είχε ταλέντο, ήταν νέος, είχε εμφάνιση. Δούλεψε πολύ, δούλεψε νύχτα, σε μεγάλες σκηνές, σε συναυλίες, σε περιοδείες. Έκανε όνομα, γνώρισε κόσμο, γνώρισε καλλιτέχνες που πιτσιρικάς τους έβλεπε στην τηλεόραση και τώρα συνεργαζόταν μαζί τους. Ροκ καταστάσεις, κάποτε έβγαζε χρήμα με ουρά, δεν έκανε καταχρήσεις, η νύχτα του 'χε φερθεί καλά, κόντευε τα σαράντα κι είχε εμφάνιση εικοσιοχτάρη, οι γυναίκες δεν έλειψαν ποτέ απ' την περιφέρεια της ζωής του αν και καμιά δεν μπόρεσε να μπει στον κύκλο της. Σιγά σιγά όμως η ζωή της νύχτας, που όσοι την πρωτογεύονται νομίζουν πως είναι όλο φώτα, και κέφι, και γέλια, και κορμιά που λικνίζονται και φωνές που τραγουδούν, άρχισε να φθίνει. Οι δουλειές να μειώνονται. Η κρίση είχε εγκατασταθεί για τα καλά, τα τηλέφωνα άρχισαν να μη χτυπάνε και τόσο συχνά, αναρωτιόταν πόσο πιο σκατένια θα μπορούσε να πάνε όλα.
Η απάντηση ήρθε πριν από καμιά δεκαριά μήνες. Τόσο καιρό έχει να δουλέψει. Είχε λεφτά στην άκρη αλλά θα σωθούν. Πάνω απ' όλα του λείπει η ένταση της σκηνής, τα φώτα, ο κόσμος, το κέφι. Μένει μόνος. Τα βράδια που ύπνος δεν τον πιάνει, παίρνει την παλιά του κιθάρα, την ακουστική και σκαρώνει μελωδίες. Ακόμα αντιστέκεται.
Ο Άρης. Αυτοδημιούργητος, αφεντικό του εαυτού του, οικογενειάρχης. Δικό του μαγαζί. Ανθοπωλείο, ξεκίνησε μ' ένα χώρο δύο επί τρία, μετά άνοιξε και δεύτερο μαγαζί, μετά και τρίτο κεντρικότατο, ψηλά τα νοίκια αλλά το άντεχε. Οι δυο γιοί του είχαν στραφεί σε άλλα επαγγέλματα, ο ένας μουσικός, ο άλλος δε γύρισε στην Ελλάδα μετά τις σπουδές στα οικονομικά, παντρεύτηκε μια Αγγλίδα, δε βαριέσαι ας είναι καλά το παιδί μ' ό,τι διάλεξε, η μικρή κόρη όμως, το λαμπρό του αστέρι, σπούδασε κι έπειτα γύρισε πίσω, "Μαζί θα το προχωρήσουμε το μαγαζί, μπαμπά, θα κάνουμε δυο βήματα παραπέρα, θα δεις" και με τις φρέσκιες ιδέες της άνοιξε μια ακόμη επιχείρηση που όπως πήγαινε θα απορροφούσε αυτές του πατέρα της, με διοργανώσεις γάμων και βαπτίσεων, από την πρώτη ως την τελευταία λεπτομέρεια, από το νυφικό και το κτήμα της δεξίωσης ως τις μπομπονιέρες και τα προσκλητήρια, από τη νυφική σουίτα μέχρι το κλείσιμο του ταξιδιού του μήνα του μέλιτος. Οι ανθοστολισμοί βεβαίως από την οικογενειακή επιχείρηση. Με σημαντικά καλύτερες τιμές. Που έβγαζαν εξαιρετικά προνομιακές τιμές στα πακέτα. Θριάμβευε η κόρη, καμάρωνε ο Άρης.
Στο πρώτο κλείσιμο δεν ίδρωσε τ' αφτί του και τόσο. Έκανε πως δεν άκουγε το γιο στην Αγγλία που σαν άλλη Κασσάνδρα του έλεγε ότι θα έρθουν χρόνοι δύσκολοι και να κάνει το κουμάντο του όσο είναι καιρός. Σήμερα πια έχει κλείσει το τρίτο μαγαζί. Δεν έβγαιναν τα έξοδα. Προβλέπει πως αν τραβήξει κι άλλο αυτό, θ' αναγκαστεί να κλείσει και το δεύτερο και να μείνει με το πρώτο, εκείνο απ' όπου ξεκίνησε. Κι αυτός εντάξει, θα το καταπιεί και θα σφίξει τα δόντια. Αλλά δεν αντέχει να βλέπει την κόρη του, αφημένη, παρατημένη, με τις φόρμες, κολλημένη όλη μέρα στον υπολογιστή. Ώρες ώρες νιώθει ένα πόνο στο κέντρο του στέρνου, ένα βαθύ σφίξιμο που του κόβει την ανάσα. Αλλά σφίγγει τα δόντια. Βγαίνει και περπατάει χιλιόμετρα κάθε μέρα.
Η Ζορνίτσα. Ήρθε στην Ελλάδα το 2001. Δεκαεννιά ολόκληρα χρόνια. Ήταν τριάντα ενός. Στη χώρα της είχε δουλέψει σκληρά σε κρατικές δουλειές. Ο άντρας της ήταν μέθυσος, την ξυλοφόρτωνε τακτικά. Είχε όμως ένα γιο που μεγάλωνε κι η ίδια έβλεπε ότι άλλο δεν τραβάει αυτή η βαλίτσα. Πήρε διαζύγιο. Η μάνα της ήταν μόλις σαράντα εφτά, είχε αντοχές. Της άφησε το γιο να τον μεγαλώνει, τα μούτζωσε όλα κι ήρθε στην Αθήνα. Δεν ήξερε γρι ελληνικά όταν έφτασε. Αλλά ήταν αποφασισμένη να δουλέψει σκληρά. Ήταν κάτι που ήξερε να το κάνει καλά. Το όνομά της στη γλώσσα της είναι όμορφο, σημαίνει Αυγή. Αλλά δεν άρεσε στους Έλληνες. Ζωή τη φώναζαν εδώ. Της άρεσε το Ζωή, ήταν αισιόδοξο, το κράτησε. Στην αρχή καθάριζε σπίτια, καθάριζε σκάλες. Λεφτά δεν έβγαιναν, της είπε μια πατριώτισσά της "μην είσαι κουτή, δε θα κάνεις προκοπή, βρες να κοιτάξεις γέρους". Δεκαπέντε χρόνια η Ζωή, γηροκομούσε γέρους, τους ξεσκάτιζε, τους έπλενε, τους τάιζε, τους φρόντιζε, τους μαγείρευε, τους έδινε τα φάρμακά τους, έμαθε να τους κάνει ενέσεις, ξενυχτούσε δίπλα τους στα νοσοκομεία, σε κάποιους τους έκλεισε μέχρι και τα μάτια. Έκανε οικονομίες αιματηρές αλλά τα λεφτά ήταν καλά. Βλέπεις οι ενοχές των απογόνων αλλά και η ανακούφισή τους που δεν χρειαζόταν να επωμιστούν οι ίδιοι τα γερόντια κόστιζαν, κι εκείνοι πλήρωναν καλά. Τόσο καλά που να ζει χωρίς στερήσεις ο μοναχογιός, που τώρα ξεκινούσε τις σπουδές στο Πανεπιστήμιο.